Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Εορταστικό μεσοδιάστημα αλλ' αναγνωστική μακροημέρευση


Η παραμονή των Χριστουγέννων θα με βρει (τι εγωιστικό το πρώτο πρόσωπο, μήπως «θα τον βρει» ακούγεται κάπως καλύτερα, ως πιο ουδέτερο) στο οικείο της οικείας γραφείο, ξάπλα στον καναπέ, δίπλα από το λυμφατικό πορτατίφ που φωτίζει (ως το άστρο της Βηθλεέμ αποκλειστικά τη φάτνη) μόνο τις σελίδες των βιβλίων και τη φωτογραφία της Δμτρς. Νωρίς το βράδυ. Στο ΤΡΙΤΟ θυμούνται τέτοια μέρα πάντα αισθηματικές σελίδες της παπαδιαμαντικής τελεολογίας. Φτιάχνονται, όπως κι ημείς, πολλαπλώς. Ξεφυλλίζω (τι άλλο να κάνω αφού ο καιρός του ρήματος ξεκοκαλίζω παρήλθε ανεπιστρεπτί), τις πρόσφατες εκδόσεις -χιλιάδες οι αδιάβαστες σελίδες τους. Κείνται εν σωρώ στο πάτωμα και ζητάνε εν βωβώ χορώ, αλλά και κατά μόνας μια ματιά, μια υπογράμμιση, μια μνημόνευση, μια υπόμνηση, μια σημείωση στο κάπου της ιστορίας για την τιμή των όπλων αλλά και των ευρώ που διατέθηκαν προς αγοράν τους· έστω. Τουλάχιστον να τα έχω (βιβλιοαποθηκευτής τελικά κατάντησα) κι αυτό να καλύπτει μια προσωπική αγωνία, του να είμαι εντός τους όπως όπως, αλλά και την καθαυτή απαίτηση κάθε βιβλιοπροϊόντος να βρει τον αποδέκτη του, ακόμα και τα πλέον δύσκολα κι εξεζητημένα αναγνωστικά.
Με το που θα μεσιάσει ο Δεκέμβριος, άγριο το αγοραστικό (μαζικά) σύνδρομο με συνέχει· μην αφήσω τίποτα ακοίταχτο, που μόλις βγαίνει από τις κούτες της μεταφορικής στο βιβλιοπωλείο κι ούτε στο ράφι δεν προλαβαίνει να απλώσει την αρίδα του. Αυτό κι αν δεν είναι διαστροφή, που δημιουργεί όμως και μια πλάνα αίσθηση γνώσης (δια της αφής) όλων των βιβλίων που επιθυμώ· στην πραγματικότητά είναι λίγο ή λίγη απόγνωση εξ όλων. Ούτε οικονομική κρίση λογαριάζω, ούτε κυβερνητικές νουθεσίες για αυτοσυγκράτηση, σκέφτομαι (είμαι εχθρός τους άρα εμένα δεν με πιάνουν τα μέτρα τους αφού μόνον τους οπαδούς τους πλήττουν!) ούτε τους επαίτες που με παρακαλούν στην κατηφόρα του αγίου Νικολάου ή στον πεζόδρομο (ας τους φροντίσει ο κυρ’ δέσποτας, γιατί τον έχουμε άλλωστε;), εκτός κι αν είναι ακορδεονίστας ο αιτών ή ο Βούλγαρος με το σαξόφωνο κάτω από τη γωνία του γραφείου μου.
Κάθε χρόνο έχω δίπλα μου, όπως και φέτος, τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ (από το 1898 παρακαλώ, η μόνη εφημερίδα γνώμης που κυκλοφορεί και με την οποία δε συμφωνώ χοντρικά (και ποιός με ρωτά δηλαδή;), η οποία ανατυπώνει τα παλιά φύλλα της, όπως και το νυν των Χριστουγέννων του 1899, πριν 110 χρόνια δηλαδή. Αυτή η ανατύπωση με φέρνει στο δικό μου παλαιό χρόνο. Η λινοτυπική της αισθητική και ο καθαρευουσιάνικος λόγος με κάνει να υπάρχω σε μια νοσταλγία εποχής, που αν και δεν έζησα η μυρωδιά της μου είναι εντελώς οικεία από το διάβασμα της και μόνον.
«Ειδήσεις εκ του αστυνομικού δελτίου:
Επί αστυνομικού σκανδάλου.
- Ο υπολοχαγός κ. Δερλελές υπέβαλε μήνυσιν κατά του Μιλτιάδου Εβερτ πρώην δημόσιου κατηγόρου διότι μεταξύ άλλων:
....Λαμβάνων χρήματα εχορήγει αδείας εις παντοπώλας, οινοπώλας, πωλητές πατσά κ.λπ να έχωσι ανοικτά τα καταστήματά των μέχρι του μεσονυκτίου και ενίοτε μέχρι πρωίας κατά παράβασιν της ρητής αστυνομικής διατάξεως.
... Διότι επέτρεπεν εις μαυλίστριας να διατηρώσιν εις δυσωνύμους αυτών οίκους χαρτοπαίγνια και προς τούτο ελάμβανε χρήματα.
Στις μικρές ειδήσεις:
- Αύριον εορτήν των Χριστουγέννων εορτάζει ο μικρός Κίτσος, υιός του φίλου Γεωργίου Χριστοδουλάκη (ράπτου).
- Στο ΖΥΘΟΠΩΛΕΙΟΝ Ζαχαράτου-Καπερώνη θα παιχθώσιν: 6-7½ Μαρς, Μουσκετέρ, Τραβιάτα, Βλας, 9-1 Μαρς, Γραν Βία, Μανόν (Μασσενέ), Μποέμ, Υπνοβάτις- Προσέτι θα δοθώσι και Κονσέρτα εκ των καλυτέρων τεμάχιων υπό του κ. Κρασσά, την Legende (wiencawski) και Faust (sarasate).»
Θυμάμαι το Χρ. Μπέσσα με πόσο λαχτάρα την αγόραζε, αλλά δεν τη διάβαζε, γιατί του πήγαινε στο λόγιο στυλ του, από μια φιλολογική, θα λέγαμε, τρυφερότητα, ή τον Γ. Ζηκόπουλο, εκδότη της πολυετούς «Δυτικής Μακεδονίας», ο οποίος αναδημοσίευε και άρθρα της, συνέπιπταν και οι πολιτικές τους γραμμές. Ηταν ο μόνος που τοπικά τολμούσε να έχει δημόσια και οχληρή γνώμη. Οχι όπως τα σημερινά ασπόνδυλα, υδαρή κι αγράμματα του τύπου, που ούτε έχουν αλλά κι ούτε και μπορούν να έχουν, ότι είναι έμμισθοι υπηρέτες της κάθε ασημαντοεξουσίας. Κάποτε αυτόν τον σεβάσμιο, γέροντα εκδότη τον δίκασαν (κάπου 6 μήνες φυλακή) οντάρια τινα του νυν αλλά και του τότε κυβερνώντος κόμματος, μεταξύ τους κι ένα από τα μεγαλύτερα «πολιτικά» μηδενικά του τόπου, γιατί διατύπωσε μια σκέψη η οποία τους ...ενεποίησεν μέγαν, πολιτικόν και προσωπικόν φόβον· οι γελοιωδέστατοι, καβαφικά. Βρέθηκαν όμως και δικαστές· περιδεείς ενώπιον της τότε πολιτικής εξουσίας, δέχτηκαν το αίσχος αυτό. Αλλά στη δικαιοσύνη βρίσκεις πλέον ό,τι θέλεις. Αυτά τα μηδενικά έπρεπε να μην έχουν που δημόσια την κεφαλήν κλίναι μετά απ’ αυτή την ύβρη κατά της ελευθερίας του τύπου και της γνώμης, που διέπραξαν. Εντούτοις φιλοξενούνται στον τοπικό τύπο ολιγόνοες φυσικά κι ανίδεοι, από ακόμα πιο ανίδεους, αλλά προφανώς χορτάτους.
Δε θα παραλείψω βέβαια να ρίξω μια επετειακή ματιά στο «Φονικό στην Εκκλησιά» του Τ. Ελιοτ, μετάφραση Γ. Σεφέρη, Ικαρος, β’ έκδοση 1965, με σχέδιο στο εξώφυλλο του ζωγράφου Γ. Μόραλη, ο οποίος τις μέρες αυτές πήγε να συναντήσει όλους τους μεγάλους στο επέκεινα, να ξαναδιαβάσω στο «Ιντερλούδιο» του θεατρικού το κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου Θ. Μπέκετ στον καθεδρικό ναό το πρωί των Χριστουγέννων του 1170 ένα λιτό μνημείο χριστιανικού λόγου (σελ. 61-65). Ακουγα σε μια εκδήλωση προχριστουγεννιάτικη μιας τοπικής βυζαντινής χορωδίας (η επανάληψή τους εστί πλέον μητέρα αφορήτου πλήξεως) ιερέαν να εισηγείται και να απεραντολογεί με μια θεολογία του άδειου και του χριστιανικού τίποτα, τελικά. Τι κρίμας! Αλλά στη μια έχουμε Ελιοτ και στην άλλη γέλοιοτ!
Κάποτε δίπλα μου απλωμένη (αγορασμένη μόλις) η χριστουγεννιάτικη «Νέα Εστία» με τα λευκά εξώφυλλα στο βαρύ, μεγάλο της, αφιέρωμα. Τώρα, η καλύτερη προφανώς, διάδοχη κατάστασή της, αργεί να μας έρθει (προσφορά) ως τεύχος. Ο χρόνος της ενιαύσιας ψηλάφησης των βιβλίων παρέρχεται· η παλιά της μορφή και το σημαίνον της για τη μέρα αυτή, όμως, μου λείπει.
Τα «Απαντα» του Ππδ. ανοίγονται εική κι ως έτυχε στον όποιο τόμο τους και μόνο για ένα λόγο Του πλέον, μια λέξη, μια παράγραφο, μια σελίδα, ένα κώλον τέλος πάντων· δόση μικρή, γουλιά Glenfiddich 18 ή μια τζούρα ανώδυνου ναρκωτικού.
«Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξέλιπε δυστυχώς σήμερον. Εψαλλε κακώς μεν, αλλ’ ευλαβώς και μετ’ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου εις έν, πότε δύο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσερα. Αλλά προτιμότερα η αμάθεια της δοκησισοφίας» («Στο Χριστό στο Κάστρο»).
Παρεκλίναμε, όπως συνήθως, επί του θέματος λοιπόν.
1. «Αρχα των αρίστων». Από τις νέες κι ωραίες εκδόσεις «Κίχλη» («...Ακουσα τη φωνή/ καθώς κοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω/ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·/το ‘λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,/σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια/ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του/στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού/σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.» Γ.Σ.). [Στις εκδόσεις αυτές κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του φίλτατου Αργύρη Χιόνη «Το οριζόντιο ύψος» που μόλις βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος και χαράν μας έπλησεν]. Το μόνο που προχώρησε στο διάβασμα είναι: «Ο αόρατος» του Ε.Γ. Ουέλς σε μετάφραση του Αλεξ. Ππδ. Μήπως γι’ αυτό; Αυτός τελικά ο αλήτης, ο πρώιμος και γλυκός αναρχικός, ο ενσυνείδητα κοινωνικά αποσυνάγωγος, ο περιφρονητής κάθε φτιαχτής κατάστασης, ο φτωχός άγιος χωρίς την πίστη των δεσποτάδων, σε 230 σελίδες άλλου, αλλά και τόσο δικές του, σε μαζεύει και σε μαγεύει. Ας είναι πάντα καλά ο ευλογημένος ερημίτης της Χαλκίδας Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος κι η Λαμπρινή του κόρη, δεινή φιλολόγος κι επιμελήτρια, που χώνονται συνεχώς στο ανεξάντλητο λατομείο των μεταφράσεων του Ππδ. και μας δωρίζουν μοναδικές (ευτυχώς μοναχικές) στιγμές ανάγνωσης.
2. Τόμας Πίντσον «Ενάντια στη μέρα.» εκδ. υψιλον/βιβλία σελ. 1234. Το βιβλίο του «Η συλλογή των 49 στο σφυρί» ο Χάρολντ Μπλούμ με το περίφημο «Δυτικό κανόνα» του το υποδείκνυε προς ανάγνωση στον οδηγό του «Πως και γιατί διαβαζουμε». Ούτε ως τη μέση δεν το αξιωθήκαμε. Που τόσες σελίδες τώρα! Αυτός ο σωματικά αόρατος, (στην πόλη μας τον παλαιό καιρό έφερε το προσωνύμιον «αόρατος», έγκριτος πολίτης της, ίσως κι ερήμην του, εκ του λόγου ότι σκαρφάλωνε (άρα και σκαλόβιος) χωρίς να γίνεται αντιληπτός σε ξένα παρεθύρια προς θέασιν γυναικών), αμερικάνος συγγραφέας που δεν εμφανίζεται ποτέ και κανένας δε γνωρίζει τη φάτσα του, δημιουργεί ένα μυστήριο, που δεν το λύνουν οι ορθόδοξες ή ανορθόδοξες γραφές του, πολύ δε περισσότερο τα αναγνωστικά μας αγωνίσματα επ’ αυτού.
3. Ρομπέρτο Μπολάνο «Οι άγριοι ντέντεκτιβ» εκδ. Καστανιώτης, σελίδες 711. Ο χιλιανός συγγραφέας γεννήθηκε το 1953 και πέθανε το 2003. Εδωσα πίσω στο βιβλιοπωλείο τις «Πουτάνες φόνισσες» του εκδ, Αγρα και πήρα αυτό, παρότι ο φίλος μου Μάκης Κ. στην «Παρέμβαση» τχ.150 (και την ΑΥΓΗ) πρότεινε το βιβλίο του «Τηλεφωνήματα», διηγήματα.
4. Ορχάν Παμούκ «Το μουσείο της αθωότητας» εκδ. Ωκεανίδα, σελίδες 808 παρακαλώ. Ορκίζομαι στο πουθενά πως θα διαβάσω αυτό το ερωτικό βιβλίο! Ηδη πέρασα τις δύο πρώτες αναγνωριστικές σελίδες: «Της είχα φιλήσει τον ώμο, ήταν ιδρωμένος από τη ζέστη, την είχα αγκαλιάσει από πίσω, ήμουν μέσα της, της δάγκωσα τρυφερά το αριστερό αυτί, το σκουλαρίκι της έμεινε, θαρρείς, μετέωρο στον αέρα για μια ατέλειωτη στιγμή κι έπειτα έπεσε. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε, από την πολλή ευτυχία δεν είδαμε καν το σκουλαρίκι που, εκείνη τη μέρα, ούτε πως ήταν δεν είχα παρατηρήσει...»
5. Ολιβιέ Τόντ «Αμπέρ Καμύ Μια ζωή». Βιογραφία. εκδ. Καστανιώτης, σελ. 788 « Ο Ξένος», « Η πανούκλα» ο «Επαναστατημένος άνθρωπος» (το είχε υπό μάλης ο Γ. Μηλτιάγκας, το σήκωνε η εποχή, μεσούσης της δικτατορίας, όταν τον οδήγησαν νύχτα στην ασφάλεια δια τα περαιτέρω), σε μια συσκευασία μιας ζωής ενός ανθρώπου για τον οποίο η οδύνη δεν είχε σύνορα.
6. Σαρλ Μπωντλέρ «Τα άνθη του κακού –Τα απαγορευμένα ποιήματα» μετ. Ερρίκος Σοφράς, εικόνες Πατ Αντρέα, Μεταίχμιο σελ. 68. Εκδοση τόσον ωραία, την οποία μπορείς και να τη χαϊδεύεις και να το νιώθεις.
Ειρηνικέ αναγνώστη, φυσιολάτρη
αυτό το βέβηλο, πικρό βιβλίο
το λέω της μελαγχολίας μνημείο
Ανθρωπε του καλού, ασ’ το στην άκρη
7. Φρεντερίκ Μπράουν «Φλομπέρ. Ενα πνεύμα αντιλογίας», εκδ. Μεταίχμιο σελ. 737. Η σκέψη του από το «Λεξικό των κοινών τόπων» «Τίποτε δεν είναι πιο ταπεινωτικό από το να βλέπεις τους ανόητους να πετυχαίνουν» με στροβιλίζει επιθετικά ετούτον τον καιρό.
8. LAURENCE BERGREEN «ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΣ. O εκπληκτικός περίπλους ενός μεγάλου θαλασσοπόρου», εκδ. Ψυχογιός, σελ. 505. Ξανά λοιπόν σ’ αυτόν. Από μικρός είχα τη βιογραφία «Μαγγελάνος» του Στέφαν Τσβάιχ έκδοση του 1957 σε μετάφραση Πολύβιου Βοβολίνη, αγνώστου εκδοτικού οίκου, την οποία έχω στα ιερά βιβλία της ...παιδικότης μου, μαζί με τον «Ηρωα της Αλαμάνας» του Τάκη Λάπα, το βιβλίο «Ο πλοίαρχος Κουκ εξερευνά τις νότιες θάλασσες», το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και τα «Παιδικά διηγήματα» του Αλξ. Ππδ. (αυτά απωλεσθέντα τ’ αναζητώ σε όλα τα παλαιοβιβλιοπωλεία της χώρας). Αποτελούν τις παλιές εικόνες στο αναγνωστικό μου εικονοστάσι στο οποίο τις προσκυνώ εν μνήμη και λαχταρώ εν λόγω διαρκώς.
9. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ «Ανθολόγιο», εκδ. Κέδρος σελ. 386. Μετάφραση-Επιλογή κειμένων του Ερρίκου Μπελιέ. Από τη σαιξπηρική θάλασσα που τη διέπλευσε όλη ως μεταφραστής της κάνει μια επιλογή αποσπασμάτων, στροφών στίχων· καθαρό χρυσάφι. «Ενας κακομοίρης πολίτης έχει παράπονα από τον ηγεμόνα του! Σπουδαίο πράγμα: λες και το πιστολάκι του είναι κίνδυνος για το φρούριο! Μπορείς να παγώσεις τον ήλιο αερίζοντάς τον με φτερό παγονιού;» (Ερρίκος ο Ε’, ΙV. 1)
10. Στ. Ράμφου «Νίτσε για το καλό γούστο. Αφορμές πνευματικού αναπροσανατολισμού», εκδ. Αρμός σελ 313. Περπάτα στο βιβλίο αυτό σιγά σιγά γιατί θα σε πισωγυρίσει πολλές φορές, αλλά το αξίζει. «Αυτό που γίνεται από έρωτα συμβαίνει πάντα πέρα από το καλό και το κακό» (Νίτσε).
11. Νίκου Μπελογιάννη: «Σχέδιο για μια ιστορία τις νεοελληνικής λογοτεχνίας» εκδ. Αγρα, σελ. 239. Γιατί θα τραβούσε σήμερα την προσοχή μας ένα τέτοιο βιβλίο. Προφανώς για τον συγγραφέα, την εποχή, τις τραγωδίες και όλα το συμπαρομαρτούντα αυτού. (Ως κι ο Ν. Ζαχαριάδης έγραψε λογοτεχνική κριτική κι αυτός, για τον «Αληθινό Παλαμά»). Εποχές γεμάτες φώτα, σκοτάδια και εκλάμψεις τις περισσότερες φορές από εμφύλια όπλα. Το όνομα του συγγραφέα βαρύ κι ασήκωτο ως εκ τούτου όλα τ’ άλλα έρχονται δεύτερα, τρίτα κ.λπ. Εν αναμονή φυσικά της πολιτικής διαθήκης της, της συντρόφου του Ελλης Παππά, για τα οποία ήδη πολλοί παίρνουν θέσεις είτε άμυνας είτε επίθεσης η οποία είναι η καλύτερη άμυνα των ενόχων.
***
Εν τέλει οι άνω σελίδες αθροιζόμενες φτάνουν στις 6019· το δηλωθέν εισόδημά μας είναι προφανώς λιγότερο.
Καθώς μαζεύτηκαν χιλιάδες οι αδιάβαστες σελίδες σκέφτομαι πως ίσως τώρα μπορώ να αρχίσω να τις διαβάζω κάπως. Μπροστά στην νυν θημωνιά συλλογίζομαι και με πιάνει μια υπαρξιακή θλίψη. Δε βάζω τις δεκάδες άλλες παρόμοιες εκκρεμότητες με τους σελιδοδείκτες χωμένους στα σώματά τους να περιμένουν ένα άλλο ξεκίνημα, -ήδη ξέχασες τι είχες διαβάσει-, ή την οριστική απόσυρσή τους και την πολτοποίηση στην πρέσα του χρόνου. Να το φιλοσοφήσω ποσώς, αγοραία πάντα, παραποιώντας τον αμλετικό λόγο: - Να διαβάζει κανείς ή να μη διαβάζει; Δεν έχω απόκριση. Το θέμα είναι πως βρίσκομαι συνεχώς με μια αρπακτική διάθεση κατάκτησης του βιβλιο-σώματος και συνάμα διακατέχομαι από μια διαρκή ενοχή για την αναβολή, για το σπρώξιμο πίσω, για την αδιάβαστη σελίδο-συσσώρευση. Τα βιβλία είναι προς διεξαγωγή, τα σώματα τους ανήκουν ελεύθερα σε όλους, σε όλα τα μάτια, όπως μιας ωραίας γυναίκας η εμφάνιση είναι προς διάθεση όλων των οφθαλμών ατιμωρητί.
Δεν θυμάμαι αν κάπου το διάβασα ή το αναμασώ συνεχώς σαν δική μου επινόηση. Ξέχασα λόγους και σκέψεις με του καιρού τα διαβάσματα, τα γραψίματα. Ανακατώνονται όλα τί είναι δικό σου και τι ξένο τελικά; Αποτελούν μια ασαφή κι αδιόρατη μάζα πνευματικής ύλης. Τα αδιάβαστα βιβλία, λοιπόν, σου δίνουν μια ψευδαίσθηση αθανασίας. Επειδή είναι τόσα πολλά ο χρόνος που σου μένει δε φτάνει να τα διαβάσεις, χρειάζεται κι άλλος. Αρα έχουμε λαμβάνειν καιρό! Αλλά από πού; Εχω τόσα να διαβάσω ακόμα που θέλω κι άλλη μια ζωή (ενεργά αναγνωστική, έστω).
Επομένως...
Παραμονή Πρωτοχρονιάς έτους 2010

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Και εμνήσθην ημερών όχι και πολύ αρχαίων...


Εφυγε, αφού μόνον τα κεριά άναψε στον εσπερινό τίμιο Πρόδρομο. Στην κεντρική πλατεία της, τώρα, πόλεως ενώπιον του εντυπωσιακά αναφανέντος -όπως τα νησιά στον ωκεανό τον καιρό της γεωλογικής τους δημιουργίας - ξενοδοχείου Ερμιόνιον, μετά χαλκίνου τρούλου, που συντηρείται και ωραιοποιείται, σε κάτι αχυρονοειδείς κατασκευές τού Δήμου, μια δραξ ντυμένων με παλιές ενδυμασίες, έψελναν μπροστά σε μια τριάδα ανθρώπων· κι αυτός, περαστικός και παγωμένος, με υπομηδενικό κρύο (-2) -κάτι σαν αργόσυρτα τοπικά κάλαντα. Κάπου κάπου, χτυπούσαν και μια κουδούνα. Τι γλυκιά εικόνα, και σε τι κρύο περιβάλλον και συνθήκη αγαλλιάσεως της πόλεως διαδραματίζονταν τα εκτάκτως φέτος σχεδιασθέντα αποκριάτικα γεγονότα των Χριστουγέννων, όπου ομάδες συλλόγων κρύωναν και ναυτιούσαν από πλήξη και εορταστική θλίψη. Ενας δε χοντρο-χαζούλης Αη Βασίλης, που τους ξέμεινε από την περσινή αποκριάτικη παρέλαση, δέσποζε χαμαί στην πλατεία. Ολο αη-Βασίληδες γέμισε τους στύλους με τις πικροκαστανιές, ο κυρ’ Δήμαρχος, ίσως επειδή προεκλογικά είχε βάλει στις αφίσες του σκηνές της Γεννήσεως με φάτνη, ζώα κι άλλα άλλογα όντα –ποια η σημασιολογία τους, άραγε, εκτός των αλόγων που είναι κατανοητά σε περίοδο εκλογών- και τους εμπέρδεψε ποσώς; Ετσι εκόντες άκοντες ηγαλλιάσθησαν οι κάτοικοι της πόλεως και έζησαν αυτοί καλά και ημείς καλύτερα, Χριστούγεννα του 2006.
***
Προς το εντελώς βράδυ, όμως, της αυτής ημέρας επέστρεψε και πάλι στο χωριό. Με αφορμή ότι είχε ξεχάσει να πάρει την αρμιά για τα γιαπράκια. Αλλά μάλλον ήθελε και πάλι να προσεγγίσει το οριστικά χαμένο του Αλλο στην αφετηρία του. Επέστρεφε, όπως επιστρέφει ο καθείς στις μνήμες, κάποιες μέρες του χρόνου, αναζητώντας εις μάτην, κάτι που απέδρασε. Προσέγγισε την καφενειο-ταβέρνα και ηύρε την παλιοπαρέα υποπίνουσα δια το έθιμον της προπαραμονής των Χριστουγέννων –κάλαντα, γαρ. Ινα, από το συνδυασμό προσώπων, ημέρας, τόπου (όλα άλλαξαν κι αλλάζουν, όσο κι αν κρατούν μια πέτσα του ίδιου) να βιώσει όπως όπως το οριστικά απωλεσθέν πολύτιμο περιλαίμιο τού χρόνου με το οποίο θέλει μείνει χειρο-λαιμο -δεμένος (αλλά, φευ) και συρόμενος σαν το σκυλί - κουτάβι σε μια φυλακή, στην οποία ο χρόνος δεν κινείται, τα πρόσωπα δεν φεύγουν, τα ωραία όνειρα γίνονται πράξη· τα πρόσωπα που αγαπά και τον αγαπούν, που σκέφτεται και τον σκέφτονται, που έχει και τον έχουν στην όποια προσευχή τους, υπάρχουν πάντα· τα χιόνια των Χριστουγέννων δεν λιώνουν και δεν λερώνονται ποτέ και μέσα στο γνήσια λευκό τους κρατούν ζεστό, καυτό το ρυάκι μιας αγάπης, η οποία στην καθημερινή της διάπραξη έχει την γλύκα του έρωτα. «Οπως και στο χρόνο ο έρωτας είναι το περιεχόμενό του» θυμήθηκε μια σκέψη του Α. Πολίτη από το βιβλίο του, εξαιρετικόν, «Αποτυπώματα του χρόνου» που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Πόλις.
Έλαβε μέρος στη μετρημένη εδωδή και στην, ασύμμετρη, εφ’ όλης της τρέχουσας ύλης, λόγου-διάρροια. Συμπέρασμα ουδείς· ένας τζαζ παράλογο-διάλογος. Το κρασί σε όλες τις παραλλαγές -αν και η τηγανιά, που συνεχώς ανανεωνόταν στο πιάτο, συνιστούσε οίνον βαθιά κόκκινο· όμως το ροζέ και το λευκό δεν πήγαιναν πίσω. Κάπου κάπου τη συζήτηση διέκοπταν παιδάρια, που έρχονταν να πούνε από τα κάλαντα έναν - δύο στίχους που ήξεραν ή, χάριν συντομίας, να λάβουν το αντίτιμο και δρόμο.
Aλλά οι μέρες του χρόνου τελειώνουν, τέλειωσαν για να ξαναρχίσουν ευτυχώς. H ενιαύσια αυταπάτη είναι έτοιμη για να δώσει το ρόλο της. «Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα, Αις Βασίλης, Φώτα». Μνημονεύετε Αλ. Παπαδιαμάντη αυτές τις μέρες κι ό,τι ήθελεν προκύψει· έτσι, για το έθιμον και μόνο, αλλά όλο και κάτι μπορεί να μένει.
…………
«Κυρά μ’ τη δυχατέρα σου, κυρά μ’ την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραματευτής την θέλει·
κι ο δάσκαλος απ’ το σχολειό γυρεύοντάς την στέλλει.
Δεν ενθυμούμαι δυστυχώς την συνέχειαν του άσματος τούτου, το οποίον ήρχισε να γίνεται περίεργον, χάρις εις τα τολμηρά διαβήματα του δασκάλου· αλλά εις το μέλλον ίσως δυνηθώ να συλλέξω πλείονα· επί του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία και ευτυχία το νέον έτος. 1888». Εγραφε και ευχόταν ο Αλ. Ππδ. στο άρθρο του «Αγιοβασιλειάτικα», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς», 6 Ιανουαρίου 1888, με την υπογραφή Βυζαντινός. (Α. Π. Απαντα τ. 5ος κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αρμός)
Το αυτό και ημείς εις υμάς αυτούς δια το 2007.(1)

Χριστούγεννα του 2006

(1) Γιατί όχι και το 2010

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

"...μα χάμω χνότισαν ομίχλες" (Γ. Σ.)


Ποιός είναι αυτός που ράγες τον ακολουθούν κι ομίχλες τον χνοτίζουν
σ' έρημο σταθμό, να φύγει να θέλει από το νυν για το αεί του πουθένα
Η ταχεία 719 δεν ήρθε ή τον προσπέρασε κι οι απουσίες τον θερίζουν
Αλλ' αυτός στους ίδιους τόπους που τον συνεπήραν πάντοτε θα γυρνά.

Η φωτογραφία είναι του λίαν ωραίου φωτογράφου Χρ. Λαμπριανίδη

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

«Ανοίγει μια καταπακτή και πέφτω πλάι στον Κύρκο» (1), αλλά ποιόν Κίρκο;


Το έφερε η βιβλιογραφική μας επικαιρότητα αλλά και η τοπική πολιτική γενικογραμματειακή κυβερνητική ...επιδεξιότητα. Ορίστηκε το λοιπόν μετά την εξέταση των αιτήσεων (χιλιάδες χιλιάδων) ο νέος Γ. Γ Περιφέρειας Δ. Μακεδονίας κ. Γ. Κίρκος. Μια εντελώς πασοκική κατάσταση δηλαδή, όπως αναμένονταν κι ήταν επόμενο και πολιτικά λογικό. Απλά το γελοίο ήταν η προκήρυξη των θέσεων δια των διασκεδαστικών ιμέιλ. Τέλος πάντων πασόκ είναι αυτό μπορεί ν’ αλλάζει τα πάντα εκτός το τίποτά του μέχρι τώρα. Το βέβαιο είναι πως αλλάζει το νόημα των λέξεων. Μήπως μπορεί ο νέος άρχων Δ.Μ. να ανοίξει και καμιά καταπακτή στα συμβαίνοντα με τον προηγούμενό του για να βρει που είναι και τι έγιναν τα 3000 (;) αντίτυπα της υπερπολυτελούς έκδοσης «Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας» για το οποίο γράφαμε συνεχώς και ζητούσαμε κάποια απλή ενημέρωση (ενώ για κάθε προπαγανδιστική αηδία τους μας είχαν τρελάνει στα μέιλ, οι υπηρεσίες του) αλλά δεν ακούσαμε τίποτε μιαν που η παχυδερμία της όποιας εξουσίας είναι αδιαπέραστη.
Ομως ταυτόχρονα κυκλοφόρησε και το βιβλίο του Λ. Κύρκου «Εκ βαθέων» από τις εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ. Δεν γνωρίζω πόσο εκ βαθέων είναι ότι δεν το διάβασα ακόμα, απλά το ξεφύλλισα· μάλιστα στην πρώτη του σελίδα έχει μια ολοσέλιδη φωτογραφία του από τη συγκέντρωση του ΣΥΝ το 1989 («Ω οι ωραίες μας ημέρες») στην Κοζάνη, με πίσω του το καμπαναριό φυσικά, τότε που η πολιτική ζωή του τόπου είχε αποκτήσει, περιεχόμενο, κίνηση και ζωή και δεν είχε πιάσει πάτο όπως τώρα. Οσο κι αν λέει εκ των υστέρων ο Λ.Κ., πως λάθος του ήταν κάποιες τότε απόψεις και πολιτικές του. Λάθος κάνει τώρα κατά την ταπεινή ίσως και όχι τόσο πολιτικά μελετημένη (στο χοιροστάσιο της πολιτικής όλα είναι προμελετημένα τελικά) γνώμη μας. Εν τω μεταξύ το άλλο «Εκ βαθέων» της Ελφρίντε Γιέλινεκ, εκδ. Εκκρεμές ερχόταν από μεγάλο βάθος τόλμης...

(1) Από το τραγούδι του Δ.Σαββόπουλου "Εκλογές του ΄77" αν δεν κάνω λάθος

Υ.Γ. Διόρθωση σκέψης του Φλομπέρ σε προηγούμενη ανάρτηση διαρκούς όμως ισχύος.
"Τίποτε δεν είναι πιο ταπεινωτικό από το να βλέπεις τους ανόητους να πετυχαίνουν". Ακόμα πιο ταπεινωτικό δε να βλέπεις τους ανόητους υπεύθυνους της κεντρικής πλατείας να την έχουν μετατρέψει αντί σε χριστουγεννιάτικο πάρκο με όλα τα αξεσουάρ έστω της συνήθειας, με τα οποία ισορροπούμε κάπως, σε νιαήμερο εν σμικρώ. Αλλά ο νιάημερος κι οι αποκριές είναι τα ιδεολογικά επί του πολιτισμού και της δημόσιας αισθητικής τους, πρότυπα. Και πετυχαίνουν στον αγώνα της ασχήμιας κατά του ωραίου νίκη περηφανή υπέρ της πρώτης διότι είναι άσχημοι οι ίδιοι εν γένει και εν είδει, που λέω κι εγώ τακτικά έως πλήξεως.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Ο θρίαμβος της ασημαντότητας εν γένει και εν είδει, τα γερμανικά βιβλία και το ξινό λάχανο (σουκρούτ)


Καιρό είχα να διαβάσω τόσο συγκλονιστική είδηση που να έχει σχέση με τον πολιτισμό των γραμμάτων και των βιβλίων της πόλεως Κοζάνης, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, όπως έλεγε συχνά κι ένας λιμοκοντόρος των γραμμάτων εξ Αθηνών που «διέπρεψε» κι εδώ, κάποτε διετέλεσε οιονεί «πόλη του βιβλίου» και την σήμερον στον τομέα αυτό συνορεύει με την πόλη του ...γελοίου. Ο γερμανός Υποπρόξενος Θεσσαλονίκης τάδε, λέει η είδηση, -κάτι λίγο παραπάνω από κλητήρ ή θυρωρός- «Ε, όχι και Πρόξενος! Υποπρόξενος κύριε (Γ) Βέη» του έλεγε ο Γ. Βαρβέρης («Χρόνια πολλά λένε οι ζωντανοί/χιόνια πολλά απαντούν οι πεθαμένοι»), στα μεταξύ τους παρα-ποιητικά πειράγματα οι λίαν καλοί ποιητές, ο άνω λοιπόν Αλαμανός χαρίζει 75 ολόκληρα γερμανικά βιβλία στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης. Οι ποικιλο-άσχεται και μόνιμα ανιστόρητοι, εξακολουθούν να της κολλούν το ...ληξηχρόνιον και άτοπο πρόσφυμα «Κοβεντάρειος». Φοβερή η είδηση, όπως διαδόθηκε ως να μας χάριζε το Γερμανικόν έθνος 75 γεωργικούς ελκυστήρες ή ισάριθμα δημόσια, τετρακίνητα σάρωθρα ή ακόμα εκείνα τα αστικά λεωφορεία που αφού βγήκαν στην κυκλοφοριακή σύνταξη στην Φρανκφούρτη, κυκλοφορούν στην πόλη μας σαν γίδες παλιοντάκες. Μας τρέλανε στις δημοσιεύσεις και τα μέιλ ο κύριος Δήμαρχος περί του πράγματος. Πόσοι σεμνοί δωρητές και πόσες γενναίες δωρεές προς αυτήν, πέρασαν και περνούν αδιατυμπάνιστες κι αδιατελάλητες, στο εφημεριαδιακό και διαδικτυακό άδειο της ενημέρωσης άραγε;
-ΕΘαμβήθην και καλά να πάθω!
Πριν μερικά χρόνια ένας σύλλογος από την Ευρώπη δώρισε στη Δ. Β. Κ. κάπου 4000 χιλιάδες ξενόγλωσσα βιβλία, τα οποία τοποθετήσαμε σε ράφια, δωρέα της κυρίας ΔΕΗ (ο κ. Θεόδωρος Καρώνης δηλαδή κι ας είναι καλά, τότε διευθυντής του ΑΗΣ Πτολεμαϊδος) και πρόλαβα από κάτω τους να βγω μια μελαγχολική φωτογραφία εις ανάμνηση. Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί μας εκεί, δηλαδή ο κανένας επί της ουσίας, τα φυγάδευσαν δώθε κείθε. Οπως διέλυσαν τη Βιβλιοθήκη του Μητροπολίτη Διονυσίου ως ενιαίο και συγκλονιστικό σώμα Βιβλιοθήκης, όπως αγνοούν έως “διώξεως” την πολύτιμη παλιά ξενόγλωσση συλλογή (πάνω από 1000 τα παλιά γερμανικά βιβλία κ. Υποπρόξενε)· όπως αδιαφορούν για κάθε τι το αρχειακό που θέλει δουλειά επιστημονική· όπως ακόμα και το πολυδάπανο πρόγραμμα ψηφιοποίησης κινδυνεύει ν’ αποδειχτεί μια ημιενεργή φούσκα και κανείς δεν ψάχνει ούτε ζητά ευθύνες αφού μάλλον κάποιοι μπορεί να άρπαξαν χρήματα· Δήμαρχε αν θέλεις, έχεις δε και κάποια κότσια, μήπως πρέπει να ψάξεις λίγο το θέμα; “Τι σου κάνω μάνα μου; - Ψηφιοποίηση!” έγραφαν σαρκαστικά τα ΝΕΑ για της Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα ψηλά κάποτε, και ο τότε πολυπρόεδρος βιβλίων και γραμμάτων –ο τάλας- λούφαζε ή φλυαρολογούσε κατά το σύνηθες των άσχετων. Οπως αγνοούν πρωτίστως ο νυν και ο κάθε Δήμαρχος, δηλαδή ο αμέσως προηγούμενος, τι σημαίνει Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης αρκούμενοι στην κατ’ εξακολούθησιν λυτρωτική, γι’ αυτούς, τιποτολογία, έστω ασημαντολογία, περί αυτής, του περιεχομένου της, του ειδικού βάρους της στο χτες και στο σήμερα της πόλεως· αλλά και της νυν καταπτώσεώς της που παρόμοια δε γνώρισε στην ιστορία της.
Ωστε 75 ολόκληρα βιβλία, ονομαστικής αξίας 1250 ευρώ, 16,66 ευρώ ένα έκαστον, περίπου μηδενικής χρηστικής αξίας. Μεταξύ τους μάλιστα κι ένα βιβλίο της Χέρτα Μύλλερ, η συγγραφέας που πήρε το φετινό Νόμπελ λογοτεχνίας (αυτό ως γκεστ στάρ της δωρεάς). Εν τω μεταξύ στο Συνεταιριστικό βιβλιοπωλείο το βιβλίο της Χ.Μ. “Μετέωροι ταξιδιώτες” σε μετάφραση Κατερίνας Χατζή, από τις εκδόσεις Ηρόδοτος, εις μάτην περιμένει αναγνώστη· πουλήθηκαν μόνον 3 αντίτυπα, κι ο κ. Δ. Μντσδς, ο μόνος αισθαντικός αναγνώστης της πόλεως, το είχε ήδη αγοράσει από χρόνια.
Νομίζω πως ο Δήμαρχος πρέπει να ανταποδώσει στους γερμανούς τα ίσα ήγουν 75 εορταστικά γιαπράκια, με αρμιά όμως κι όχι λάχανο γιατί οι απόγονοι των Τευτόνων λατρεύουν το σουκρούτ, ξινό λάχανο, δηλονότι, το εθνικό υμών ιδιοσκεύσμα των εορτών (κοζανίτικα εντελώς που είναι μεγάλα ως κεφαλή γαλής κι όχι τα χωρικά που είναι λεπτοφυή), και σε μια πήλινη κατσαρόλα, να τα επιδώσει σε δημοσία τελετή στο Ινστιτούτο Γκαίτε με την παρουσία και των θεσμικών μαγειρισών συγγραφέων του Δήμου και της Βιβλιοθήκης. Πιστεύω ότι είναι ίσης αν όχι και μεγαλύτερης αξίας των βιβλίων.

***
ΥΓ. Μια ματιά στον εορταστικό διάκοσμο της πόλεως στην πλατεία αλλά και στην πρόσοψη του Δημαρχείου και θα κατανοήσει κι ο πλέον αδαής συμπολίτης, το πόσο επικίνδυνα φορτία, είναι όσοι κατοικοενεδρεύουν εντός του, από τον πρώτο έως τον έσχατο του, για τον πολιτισμό, τη δημόσια εικόνα κι αισθητική της πόλης, που βάναυσα προσβάλλουν με το απέραντο κιτς στο οποίο είναι χωμένοι και χωνεμένοι και το ακόμα θλιβερότερο γούστο που δέρνει τη δημοτικοϋπαλληλία τους άρα και δική μας.

ΥΓ. Ο Υποπρόξενος ως αξίωμα επιχωριάζει στη λογοτεχνία. “Ο υποπρόξενος” της Μαργκεριτ Ντυράς είναι ένα λιγνόφυλλο αισθηματικό μυθιστόρημα. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι του τόπου διετέλεσαν υποπρόξενοι. Πλην του αναφερθέντος Γιώργου Βέη, ωραίου, φίλου ποιητή, («Σ’ έχω επιθυμήσει αυτές τι ημέρες/ που λες και θ’ ανοίξει τώρα το τοπίο στη μέση»), ο επίσης ποιητής, παλιός αυτός, Αλέξανδρος Μάτσας. Μου διαφεύγει τώρα αν του αξιώματος αυτού, επιλείφθησαν ποιητικά οι Κ.

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

"Η ποίηση είναι η μοίρα πολλών γνωστών μου " (Αν. Κάλφας)



Καλοί μου φίλοι, μια χάρη μόνο:
μην κλείνετε τα κινητά σας
παρακαλώ κρατήστε τα ανοιχτά.
Θέλω την ώρα των προσφωνήσεων
της ατέρμονης ομιλίας του ενός
της επιβεβλημένης σιωπής των άλλων
παρεμβολές από κουδουνίσματα
κλήσεις που δεν επείγουν, συνδιαλέξεις
χαμηλόφωνες για τρέχοντα ζητήματα
να διακόπτουν τους επίσημους μονολόγους.
Θέλω οι ακτινοβολίες εκατοντάδων κινητών
να μπαίνουν σε χώρους αδιαπέραστους
να φέρουν κουβεντολόγια καθημερινής ζωής
ακόμα και στα περίφρακτα ενδιαιτήματα
των κάθε είδους ηγεμόνων
(Τ. Πατρίκιος)

Απόψε μνήμη Δανιήλ του στυλίτη αλλά και του μαρτ. Μείρακος νιώθω κι εγώ ένας μείραξ της λογοτεχνικής ουσίας, όπως τη διακονούν με πίστη κι αίσθημα οι καλεσμένοι μας, ένας πεζός πελταστής ανάμεσα σε δύο ποιητάς υψιπετείς.
1. Πρώτο κοινό σημείο και των δύο είναι πως γράφουν κριτική λογοτεχνική αλλά και ποίηση.
2. Ζουν στην επαρχία Τρίκαλα και Κατερίνη αλλά εισβάλλουν ο καθένας με τον τρόπο του στα διακατεχόμενα από τους κεντρικούς στρατούς ελληνικά πνευματικά υψίπεδα
3. Εχουν δημοσιεύσει και οι δύο βιβλία γα την τέχνη της ποιήσεως πιό ποιητικό ο Κάλφας τα «Πληγώματα και φαρμακείας» και πιο θεωρητικό «Το χαμένο ποίημα» ο Ηλίας Κεφάλας που είναι άλλωστε και το κύριο θέμα.
4. Είναι και οι δύο φίλοι καλοί κι αγαπημένοι

Για να θέσω την αποψινή κατάσταση υπό την πενιχρά οικονομική αιγίδα του ΕΚΕΒΙ κι έτσι να τύχουμε του ευεργετήματος της καλύψεως στοιχειωδώς κάποιων εξόδων, δήλωσα πως είναι μια βραδιά αφιερωμένη στο διπλό βιβλίο της ποίησης, με υπότιτλον τα ένδον της ποιήσεως. Ηγουν δύο ποιητές ο Αν. Κάλφας με το ποιητικό του δημιούργημα «Με τα διασωθέντα της πίστης κειμήλια» κι ο Ηλ.Κεφάλας με το «Χαμένο ποίημα». Και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν στη ύπαιθρο χώρα, Κοζάνη και Τρίκαλα αντιστοίχως και δεν έχουν σε τίποτε να ζηλέψουν εκδοτικά, από τις εκδόσεις του κέντρου, απεναντίας. Επειδή δημόσια δεν είπαμε κανένα λόγο για το δημιούργημα του Κ. που εκδόθηκε πριν καιρό από τις εκδόσεις Παρέμβαση θα μου επιτρέψετε να δώσω το στίγμα του δηλαδή να διαβάσω το γράφει ο Η. Κ. στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Κ.λπ.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Καράβια από το τίποτα που σε πάνε στο παντού


1. Θα μπορούσε να είναι ερώτημα κατά το αντίστοιχο που πάει η μουσική όταν χάνεται, που πάει το ποίημα όταν ακούγεται ή διαβάζεται και χάνεται προσώρας από τα μάτια και τη σκέψη μας.
Κοινό και των τριών το ταξίδι, που έχει υλικό τόπο τη στεριά, τη θάλασσα, τον αέρα αλλά κοινό τρόπο την τέχνη, τη σκέψη την ευαισθησία, την τρυφερότητα· το συνεχώς διαφεύγον άλλο μας είναι, το οποίο όταν δεν μπορεί στα θέλω του, αφήνεται στους δημιουργούς της τέχνης να τον φύγουν, να τον γυρίσουν αλλά και να τον εγκαταλείψουν. Ο Γκογκέν απέδρασε από τον εαυτόν και τους άλλους σε νήσους εξωτικούς και απωλεσθείς από τον κόσμο κέρδισε τον επίγειο παράδεισο της κατά φύση και κατά τέχνη, ζωής
2. Η έκθεση είναι του Αλέξανδρου Στιβακτή, όστις είναι ένας μουσικός κατ’ εξοχήν· ζει δε κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτήν αποφεύγοντας τον συγχρωτισμό με τα της πόλεως κυνηγών και κυνηγούμενος από ανεγκέφαλους ιδιοκτήτες, που δεν ανέχονται ιδιαιτερότητες στο ανθρώπινον είδος της απελπισίας στο οποίο βιώνουν. Τον είχαμε τον Αύγουστο στο αρχοντικό Βούρκα όπου σχεδίαζε κι αυτοσχεδίαζε μουσικά ενσταντανέ κ.λπ.
3. Με καράβια που δεν ταξιδεύουν, εννοείται. Τα καράβια του τα έχει αγκυροτοιχο-βολημένα στο σπίτι του, στις παρυφές του ‘Ισβορου χώρου. Εγέμιζαν το χώρο κι ασφυκτιούσαν κάπως, ήθελαν δε να δουν και να ιδωθούν ποσώς. Ο,τι όλα τα έργα τέχνης ακόμα κι οι ασήμαντες λέξεις που σημειώνουμε και γράφουμε δήθεν για τον εαυτό στο μονήρες της κουζίνας ή του γραφείου μας χώρο καίγονται για το άλλο μάτι για την άλλη σκέψη για την άλλη ανθρώπινη αφή
4. Αλλά κατασκευάστηκαν με υλικά φθοράς. Θέλω να πω με ευτελή υλικά που τα βρίσκεις παντού και τα οποία τα κλοτσάει ο κανονικός άνθρωπος, αλλά ο μη κανονικός που είναι ο καλλιτέχνης βρίσκει σ’ αυτά μια φωνή απόγνωσης, ότι ακόμα και σ’ αυτήν τους την κατάσταση ζητούν ένα ρόλο έστω κι αυτό της στάχτης ή του κονιορτού.
5. Δεν μου φέρουν τη διάθεση καθόλου προς τον Ν. Καββαδία ως συμφραζόμενα από την ποίησης που αποπνέουν. Τον Αλέξανδρο Μπάρα ξεφυλλίζω:

Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
ανοίγουνται απ' την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.

Xωρίς μανούβρες κ' ελιγμούς
και δισταγμούς
κι' ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ' ανοιχτά την πρώρα,
η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.

Aνοίγουνται απ' την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα και με το κρύο και με τη ζέστη.

Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ' στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ' ανθρώπους και μπαγκάζια&

H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.

Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.

(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ' το σπίτι σ' άλλη συνοικία;)
H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα"
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι si j'ιtais roi!
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην "Kλεοπάτρα", τη "Σεμίραμη", τη "Θεοδώρα",
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ' άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ' ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ' ακούγουνταν η μουσική
που θα' παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα' γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ' στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Τα 3+1 μουστάκια του αγίου Νικολάου


Τους βλέπω κάθε χρόνο από το μπαλκόνι του γραφείου μου επί της κεντρικής οδού, να σέρνουν ουδέτερα τα βήματά τους στο ρυθμό του αργού μαρς. Πρώτη σειρά των επισήμων της κοσμικής εξουσίας κατά την περίλαμπρη και με βυζαντινή παπαδοσύνη, λιτανεία της εικόνας του αγίου Νικολάου, ανήμερα της γιορτής του. Με όλη την επισημότητα λες και βγήκαν μόλις από το καθαριστήριο του καθωσπρεπισμού που επιβάλλει το πρωτόκολλο, ο κ. Δήμαρχος, οι κ.κ. νυν βουλευτές κι ο τ. βουλευτής και υπουργός. Κοινό σημείο οπτικής αναφοράς τα μουστάκια!
Κάπως με μελαγχολεί η σοβαροφάνειά τους ακόμα και η τυχόν σοβαρότητα που ενδύονται.
Επί της μικρής μας ιστορίας. Την 6η Δεκεμβρίου τιμάται η μνήμη του αγίου Νικολάου και πανηγυρίζει ο καθεδρικός ναός της πόλεως (1664 η ανέγερση και 1721 η δεύτερη σχεδόν εκ βάθρων ανακατασκευή του) που θεμελιώθηκε από τον Ι. Τράντα, τον πρώτο άρχοντα και οικιστή της που ήρθε σ’ αυτήν («πλούσιος ων και έχων ποίμνιον εκ δωδεκακισχιλίων αιγών και προβάτων») μετά την καταστροφή του κάστρου του Κτενίου (1649). Αφιέρωσε την εκκλησία στον θαλασσινό άγιο παρά την αθαλάσσια γεωγραφική υφή της πόλης μάλλον εκ του ομώνυμου ναϋδρίου που υπήρχε στο βυζαντινό χωριό.
Πριν λίγο καιρό (10 Οκτωβρίου) δημοσίευσα κάτι λίγα στον ασύνορο (κι ασύδοτο φορές) χώρο της μπλογκόσφαιρας (iparemvasi.blogspot.com) για τα «Τρία μουστάκια» (Νίτσε, Μαλλαρμέ, Χάιντεγκερ) του φιλοσόφου της καθημερινότητας Κωστή Παπαγιώργη σε αντιπαραβολή αισθητική του μυστακοφόρου ηγετικού απαράτ της πόλεως, ήγουν του νυν Δημάρχου κ. Λ. Καλουτά και των κ. Π. Κουκουλόπουλου και Γ. Βλατή (βουλευτών). Μετά τη λιτανεία προσθέτω και τον κ. Νίκο Τσιαρτσιώνη, τ. βουλευτή, υπουργό κ.λπ. στα τρία μουστάκια. Εντελώς κοζανίτες τη μέρα αυτή υποθέτω νιώθουν ιδιαίτερα το θρησκευτικό, ιστορικό και πνευματικό της βάρος στο νυν και στο αεί της. Αν και μου φαίνεται πως μόνον ο νέος δήμαρχος (αλλά πολύ παλιός στα δημοτικά πράγματα άρα άνευ του δικαιώματος της χάριτος από τον «Κήπο» των πολιτικών «Χαρίτων») να στενάζει κάτω από το βάρος των τρεχουσών υποχρεώσεών του (αλλά και την κρυφή αγωνία της μελλούμενης επανεκλογής του). Οι λοιποί μάλλον ήρθε ο καιρός ν’ απολαύσουν (ως άνθρωποι τη δικαιούνται) την βουλευτική τους άνεση («Πέρασε ο καιρός της γνώσης ήρθε ο καιρός της απόλαυσης» Κλωντέλ). Μια πολιτική ζωή δηλαδή αμέριμνη (μόνον η επανεκλογή τους θα τους ενδιαφέρει πια), αφού δεν τους πέφτει και κανένας λόγος στη Βουλή παρά να σηκώνουν ή κατεβάζουν τα χέρια τους, λέγοντας κάπου κάπου για το πελατειακό τηλεοπτικό κοινό τους, τον κοντό ή μακρύ τους λόγο. Ο,τι γινόταν πάντοτε δηλαδή.
Σκέφτομαι κατά πόσον αυτοί οι εντός πόλεως επιφανείς πολίτες, που δείχνουν τόση παραδοσιακή αφοσίωση, ιστορική γνώση, πολιτισμική μέριμνα μέχρι και ...αγωνία για το νυν και το μετά της στους τομείς αυτούς, αν και πόσο τους απασχολούν επί της ουσίας τα θέματα του πολιτισμού των γραμμάτων της γενικώς.
Στα άλλα κοινά ζητήματα ίσως να τα κατάφεραν και να τα καταφέρνουν όπως όπως, αλλά στα γράμματά της, που εφάπτονται της ιστορίας της πόλεως, την οποία βιώνουν ακόμα και στην ασήμαντη πνευματικά και πολιτιστικά, λιτανεία της ημέρας, έχω την εντύπωση πως στέκονται εντελώς ξένοι κι αδιάφοροι αλλά τελικά «ωραίοι» αρκούμενοι στις αφόρητες κοινοτοπίες με δηλώσεις λίγο πριν ή μετά τις παρελάσεις και τις γιορτές. Είναι σ’ ένα φαίνεσθαι πρόσκαιρης ή διαρκούς ανεπίγνωτης ασχετοσύνης ή είναι ένα σύμπτωμα της αθεράπευτης πνευματικής τους μετριοσύνης.
Αδιάφοροι αλλά τρέχουν εν σπουδή εδώ κι εκεί γεμάτοι με άδειους λόγους, κάποιοι άσχετοι έως «ποινικής» διώξεώς τους, τα 3+1 μουστάκια κι όχι μόνον αυτοί αλλά και οι συνυπάρχοντές τους, ένα ημιμαθές επιτελείο κορδωμένων χάνων που χάνονται χωμένοι στο χυλό της ασημαντότητας. Κυρίως, όμως, ο κ. Δήμαρχος που σηκώνει και τις μεγάλες πέτρες («Βουλιάζουν» όσοι τις σηκώνουν) φαίνεται ήδη να πηγαίνει με τους ήχους της μπάντας του χρόνου που δεν έχουν σταματημό ή γυρισμό. Η πόλη του οδηγείται, αν δεν έχει οδηγηθεί στην πλήρη απαξίωσή της στο επίπεδο των γραμμάτων. Τα περίφημα διασωθέντα της πόλεως κειμήλια, ιστορικά και πνευματικά, για να θυμηθώ τον ποιητή Αντώνη Κάλφα, βρίσκονται στον πάτο της υπαρξιακής, εικονικής τους πραγματικότητας. Ψελλίζουν δημόσια συνήθως αμετροέπειες και κατ’ ίδιαν μοιράζονται αμήχανες αυταρέσκειες.
Ο καιρός περνάει. Μαζί του κι ο κ. Δήμαρχος που έχει σίγουρο μπροστά του ένα χρόνο για να βάλει άλλες βάσεις, ν’ αλλάξει κάτι, ν’ αφήσει σημάδια, αλλά και να συνεχίσει. Στο χέρι του είναι αλλά δεν ξέρω αν είναι στις προθέσεις ή τις ικανότητές του.
Μου θύμισε Μκς ανήμερα του αγίου πασών των Κοζανιτών, πρωί καθώς περνούσε η χιλιάς και άνω των πιστών ακόλουθων κάθε εξουσίας, αυτό που είπε ο Φλομπέρ.
“Οσο μεγαλώνω βλέπω πόσο σκληρό είναι να βλέπεις τους ανίκανους να πετυχαίνουν»
Ανίκανοι τελικά ή απλώς λίγοι οι 3+1 και οι λοιποί τους; Οχι, απαραίτητα και σε όλα, αλλά ως προς τις φροντίδες τους για τον πολιτισμό των τοπικών γραμμάτων, αναμφιβόλως κάτι από τα δύο τσιμπολογούν.
***
ΥΓ. Αγίου Νικολάου το λοιπόν και μνήμη της άγριας δολοφονίας του νέου και του ακόμα πιο άγριου ξεσπάσματος των νέων. Ενα ματωμένο συναξάρι. Εδώ το Κτένι και ο μέγας Ι. Τράντας, τότε. Από το σημερινό χωριό έλκει την καταγωγή του ο ήδη κατάδικος Ηλίας Νικολάου (7,5 χρόνια κάθειρξη για διάφορες τρομοκρατικές -της πλάκας- πράξεις. Ετσι ένας συμπολίτης νεαρός (που έχει την πολιτική παραβατικότητα της ανυπακοής προς τα θρύψαλα του ψεύτικου, γυάλινου κόσμου που ζει -που ζούμε- στη άκρη της κάννης της ηλικίας του) βρέθηκε μπροστά στην αδυσώπητα τυλιγμένη κόλα χαρτιού με την κατασκευή στοιχείων και τη συνακόλουθη καταδίωξη όπως και στη δικαιοσύνη η οποία «Σαν τη θάλασσα που στα βάθη της πήρε ένα ναύτη/ όλα τα στοιχεία αληθινά ή ψεύτικα τα χάφτει». Ο Ηλ. Ν. όμως «κινδυνεύει» να αθωωθεί στο Εφετείο, αφού στο εφετείου του Θεού της συγγνώμης αθωώθηκε και στης κοινής γνώμης του απλού, βασανισμένου και πονεμένου από την αχρειότητα του συστήματος, πολίτη, πήρε αναστολή. Μέχρι τότε θα είναι στη φυλακή που ήδη την υπηρέτησε ένα χρόνο. Εν τω μεταξύ τις μέρες αυτές αθωώθηκαν οι «τρομοκράτες» του ΕΛΑ μετά από 2493 μέρες φυλακή, κάποιοι τους! Που πάει λοιπόν ο χαμένος χρόνος που τον κυλούν με τόση άνεση στην άβυσσο του τίποτα, εκείνοι που δεν μπορούν ούτε ένα πολύτιμο γραμμάριό του να δώσουν απ’ αυτόν, πίσω; Παραφράζω από την «Ωδή στο Λόρδο Μπάυρον» του Διονυσίου Σολωμού.
«Δικαιοσύνη λίγο στάσου
να χτυπάς με το σπαθί
σίμωσε λίγο και αναστοχάσου
στων φυλακισμένων το κορμί.»

Η φωτογραφία είναι του Κ. Βουβονίκου που συνεκθέτει μαζί με άλλους
στο εκθεσιακό κέντρο του Δήμου Κοζάνης, έναντι του Επισκοπείου

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Αγία Βαρβάρα για ν' απαλλαγούμε απ' τους βαρβαρισμούς του αη Λάζαρου


Ξίφει πατήρ θύσας σε Μάρτυς Βαρβάρα,
Υπήρξεν άλλος Αβραάμ Διαβόλου.
Κουριδίην κατέπεφνε πατήρ τάλας αμφί τετάρτην.

Η αγία Βαρβάρα είναι η έφεστιος εικόνα, ας πούμε, και κατά κάποιον τρόπον προστάτης του σπιτιού στο χωριό, ότι συνδέεται η μέρα της γιορτής με παλιά συμβάντα που πλησίαζαν στο θαύμα. Οταν ήμουν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη η εικόνα της ήρθε και με βρήκε! Είναι μια χάρτινη ρώσικης τεχνικής του 1880, η οποία ανήκε στην οικογένεια του αλησμόνητου νομικού, πολιτικού και λογοτέχνη Κ. Τσιτσελίκη (1882-1938). Οταν ξαναθυμηθήκαμε αυτόν το 1996 μαζί με το Δικηγορικό Σύλλογο Κοζάνης (τότε πρόεδρός του ήταν ο κ. Ηλίας Κυρατσούς λίαν επιδεκτικός τέτοιων ζητημάτων), η κόρη του Τσ. κ. Ρέα μου παρέδωσε την εικόνα αυτή. Μου είπε να την κάνω ό,τι θέλω είτε να την κρατήσω είτε να την πάω στη μονή της Λαριούς, που πολύ αγαπούσε ο πατέρας της (εκεί αποσύρονταν τακτικά κι έγραφε τα διηγήματά του, εκεί έγραψε και την ωραία νουβέλα «Αγάπη στον Αλιάκμονα», εκδ. Παρέμβαση 1994) και την είχε τάξει. Φυσικά και την κράτησα, αν την πήγαινα εκεί θα την πωλούσαν οι ειδικοί προς τούτο αγιογδύτες, όχι φυσικά ο άγιος ιερομόναχος Ιλαρίων. Τώρα την έχω απέναντί μου στο γραφείο και παρότι τη βλέπω κάθε μέρα τη θυμάμαι ανήμερα της γιορτής της, είναι και προστάτης των λιγνιτωρύχων (... «Επειδή δε η Αγία έφυγε, και φεύγουσα εμβήκε μέσα εις μίαν πέτραν, η οποία παραδόξως εσχίσθη και την εδέχθη, δια τούτο ο πατήρ αυτής την εκυνήγα) κι ο πατέρας μου επί τριάντα συναπτά χρόνια ήταν στη ΛΙΠΤΟΛ εργάτης. Σήμερα και κάθε 4η Δεκεμβρίου, η μάνα κάνει μια λειτουργία στο χωριό και μεταλαβαίνουν. Απλά και άγια πράγματα δηλαδή.

Υ.Γ. Αφιερούται στον κ. Λάζαρο Τσικριτζήν, οικολόγο, επειδή έχει σχέση με την πρόσφατον «υπέρ» των λιγνιτωρύχων αδολεσχία του και πικρολόγο (θυμίζει πικροράδικον) δια τις κατ’ ημών αρές (μετατεθιμένου του τόνου μας πάει στο άρες μάρες κ.λπ.) που δείχνει για πολλοστή φοράν, έλλειψη του σοβαρότατου αντισώματος για την ψυχική ευεξία, του χιούμορ θέλω να πω (από τα ουσιώδη εν ανεπαρκεία πλην του αποκριάτικού που διαθέτει εν υπερεπαρκεία).

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Ξέναι δημοσιεύσεις


Λάζαρος Τσικριτζής: Στον άσπονδο φίλο των Οικολόγων Βασίλη Καραγιάννη

Στον άσπονδο φίλο των Οικολόγων Βασίλη Καραγιάννη,
που περιφέρονταν σαν .. κατάσκοπος γύρω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό κατά την άφιξη του τραίνου των Οικολόγων Πράσινων
που έγραψε και πάλι τα αψυχολόγητα και πικρόχολα σχόλια του για την καθυστέρηση του τραίνου και τους καθυστερημένους εν Ελλάδι Οικολόγους
που δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει και να μάθει ότι η αιτία της ωριαίας αργοπορίας ήταν ένα σοβαρό ατύχημα που συνέβη σε επιβάτιδα του τραίνου στη Φλώρινα
που αντί να περάσει να πει ένα γεια και να κεραστεί ένα κρασί, τον πείραξαν μέχρι και οι πίτες που έκαναν ο γριές μανάδες μας για να καλωσορίσουν τους επιβάτες
που δεν έδωσε σε κανέναν να καταλάβει γιατί τον ενόχλησε μια τέτοια εκδήλωση, που στο κάτω - κάτω δεν επιβάρυνε κανέναν κρατικό κορβανά, παρά μόνο τη τσέπη μας
που φρόντισε με το γνωστό σοφιστικέ ύφος του να συνδέσει την εκδήλωση με το θεατρικό έργο «Σεμινάριο βλακείας»,
του συστήνουμε να παρακολουθήσει την πολύ ωραία ταινία «η Εποχή των Ηλιθίων» (Τhe Age o Stupid), η οποία με φόντο τον υπέρθερμο και στεγνό πλανήτη του 2050 αναφέρεται στους (ηλίθιους) ανθρώπους της δικής μας εποχής, που δεν αντιλήφθησαν τη σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής και περί άλλα ετύρβαζαν, χλευάζοντας τους «γραφικούς» και τους «βλάκες»….

Φιλικά (αλλά μέχρι πότε ; ..)