Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009
Καράβια από το τίποτα που σε πάνε στο παντού
1. Θα μπορούσε να είναι ερώτημα κατά το αντίστοιχο που πάει η μουσική όταν χάνεται, που πάει το ποίημα όταν ακούγεται ή διαβάζεται και χάνεται προσώρας από τα μάτια και τη σκέψη μας.
Κοινό και των τριών το ταξίδι, που έχει υλικό τόπο τη στεριά, τη θάλασσα, τον αέρα αλλά κοινό τρόπο την τέχνη, τη σκέψη την ευαισθησία, την τρυφερότητα· το συνεχώς διαφεύγον άλλο μας είναι, το οποίο όταν δεν μπορεί στα θέλω του, αφήνεται στους δημιουργούς της τέχνης να τον φύγουν, να τον γυρίσουν αλλά και να τον εγκαταλείψουν. Ο Γκογκέν απέδρασε από τον εαυτόν και τους άλλους σε νήσους εξωτικούς και απωλεσθείς από τον κόσμο κέρδισε τον επίγειο παράδεισο της κατά φύση και κατά τέχνη, ζωής
2. Η έκθεση είναι του Αλέξανδρου Στιβακτή, όστις είναι ένας μουσικός κατ’ εξοχήν· ζει δε κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτήν αποφεύγοντας τον συγχρωτισμό με τα της πόλεως κυνηγών και κυνηγούμενος από ανεγκέφαλους ιδιοκτήτες, που δεν ανέχονται ιδιαιτερότητες στο ανθρώπινον είδος της απελπισίας στο οποίο βιώνουν. Τον είχαμε τον Αύγουστο στο αρχοντικό Βούρκα όπου σχεδίαζε κι αυτοσχεδίαζε μουσικά ενσταντανέ κ.λπ.
3. Με καράβια που δεν ταξιδεύουν, εννοείται. Τα καράβια του τα έχει αγκυροτοιχο-βολημένα στο σπίτι του, στις παρυφές του ‘Ισβορου χώρου. Εγέμιζαν το χώρο κι ασφυκτιούσαν κάπως, ήθελαν δε να δουν και να ιδωθούν ποσώς. Ο,τι όλα τα έργα τέχνης ακόμα κι οι ασήμαντες λέξεις που σημειώνουμε και γράφουμε δήθεν για τον εαυτό στο μονήρες της κουζίνας ή του γραφείου μας χώρο καίγονται για το άλλο μάτι για την άλλη σκέψη για την άλλη ανθρώπινη αφή
4. Αλλά κατασκευάστηκαν με υλικά φθοράς. Θέλω να πω με ευτελή υλικά που τα βρίσκεις παντού και τα οποία τα κλοτσάει ο κανονικός άνθρωπος, αλλά ο μη κανονικός που είναι ο καλλιτέχνης βρίσκει σ’ αυτά μια φωνή απόγνωσης, ότι ακόμα και σ’ αυτήν τους την κατάσταση ζητούν ένα ρόλο έστω κι αυτό της στάχτης ή του κονιορτού.
5. Δεν μου φέρουν τη διάθεση καθόλου προς τον Ν. Καββαδία ως συμφραζόμενα από την ποίησης που αποπνέουν. Τον Αλέξανδρο Μπάρα ξεφυλλίζω:
Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
ανοίγουνται απ' την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.
Xωρίς μανούβρες κ' ελιγμούς
και δισταγμούς
κι' ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ' ανοιχτά την πρώρα,
η "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.
Aνοίγουνται απ' την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα και με το κρύο και με τη ζέστη.
Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ' στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ' ανθρώπους και μπαγκάζια&
H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα",
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.
Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.
(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ' το σπίτι σ' άλλη συνοικία;)
H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα"
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.
Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι si j'ιtais roi!
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην "Kλεοπάτρα", τη "Σεμίραμη", τη "Θεοδώρα",
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ' άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ' ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ' ακούγουνταν η μουσική
που θα' παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα' γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ' στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.
Τούτο το ποίημα δεν το διαβαζω. Το ακούω. Πάντα με την ίδια φωνή.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.snhell.gr/lections/content.asp?id=81&author_id=65&page=anthology
δηλ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού και Δημήτρης Χορν, ανέκδοτη ηχογράφηση του 1962
Πονείς; Στον όχλο ανάξιο είναι τον πόνο σου,
ΑπάντησηΔιαγραφήποιητή να λες
Στην αγορά το ανθρώπινο κοπάδι όταν ουρλιάζει,
κι ακούς μύριες στριγκές φωνές από βαρβαρικές
φυλές,
σκύψε βαθιά στον πόνο σου, ποιητή,
που σε σπαράζει.
Τον όχλο η τύφλα και της κτηνωδίας το πάθος
οδηγεί.
Αλύγιστος σαν περιφρόνηση χάλκινη, πέρνα.
Των ταπεινών ο χλευασμός του τραγουδιού σου
είναι πηγή
Που γάργαρη αναβρύζει από του πόνου σου τη στέρνα.
''Αξιοπρέπεια'' του Γιώργου Βαφόπουλου από το εξαιρετικό κριτικό δοκίμιο του Ηλία Κεφάλα ''ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ, κείμενα για την ποίηση''εκδ. ''λογείον''.
Πολλά ερωτηματικά για το που μπορεί να πάει ένα ποίημα όταν διαβάζεται λοιπόν.
Από το παραπάνω βιβλίο του Η.Κ μου άρεσε πάρα πολύ το κεφάλαιο ''Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ''που προδίδει ευαίσθητη και ποιητική ψυχή. Γλυκύτατο και το '' Ο ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ'' γεμάτο μιαν αχλύ ανθρωπιάς.
Τα υπόλοιπα κείμενα-κριτικές στους ποιητές, αναγνωσμένα εν τάχει, είναι πολύ τεκμηριωμένα και προσεγμένα, δείχνοντας σοβαρή μελετητική δουλειά και γνώση.