Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Για μια επιτυχημένη Αποκριά από μακριά


Αποκριάτικο ιδίωμα*


- Μπιτούν Καζαναράλ εξ μασκαρά ολσούν: «Επιτρέπομεν, αφού το θέλουν, να γίνουν όλοι οι Κοζανίτες μασκαράδες» και μάλιστα συνεχώς. - Ηγουν; Κάτι σαν αποφασίζομεν αλλά δεν διατάσσομεν, πλην όμως δίνουμε άδεια. Τουρκοκρατία άλλωστε. Αυτά εδογμάτισε ο βαλής Μοναστηρίου αρχές του 20ου αι., όταν προσέπεσαν, στους ευγενείς πόδας του, ικέτες οι κοζανίτες πρέσβεις, με αίτημα ν’ αναβιώσει το έθιμο των μασκαράδων (ρογκατσιάρια) που είχε απαγορευτεί να τελείται από το 1860 (και οι κάτοικοι είχαν αλλοφρονήσει από τη μασκαρο-στέρηση) μετά από την αδελφοκτόνα σύγκρουση δύο ομάδων προσωπιδοφόρων, σε στενό της πόλεως -ήταν γεμάτη στενούρες η παλιά αρχοντική πόλη- όπως διασώζει το συμβάν ο Κ. Τσιτσελίκης, δικηγόρος, πολιτικός αλλά πρωτίστως λίαν ωραίος πεζογράφος του μεσοπολέμου, στο διήγημά του: «Της Μπήλιως τα νημόρια», 1924.
Από τότε πήραν φόρα, δεν μπορούν αλλά και δεν θέλουν να σταματήσουν. Στο παραδοσιακό έθιμο του φανού σε κάθε γειτονιά, μπήκαν και τα καρναβάλια και μετεξελίχτηκε σε επιχείρηση κανονική, εφ’ όλης της ύλης, από το έσχατον τεταρτημόριον του 20ου αιώνος και μετά. Ο χορός κι ο χώρος της κοζανίτικης αποκριάς έκτοτε καλά κρατεί.
«Και σαν ερθούν οι αποκρηές των εορτών η εορτή
ντύνονται όλοι και γλεντούν με φλογισμένο κέφι
κι η μπάμπω βάνει λιμπαντέ και άσπρη μάσκα κεντητή
και σαν τσιγγάνα στο «φανό» χτυπάει κάποιο ντέφι...»
έγραφε έμπλεος λυρισμού το 1935 στον ύμνο της πόλεως Κοζάνης ο Δ. Μανέντης, ιατρός, λόγιος και πολιτικός.
Ετσι ο Δήμος Κοζανιτών και περιχώρων (πλέον των 18 χωριών τον συναποτελούν σήμερα κι αναπαράγουν εν σμικρώ το έθιμον) κήρυξε το δωδεκαήμερο από Τσικνοπέμπτη έως Καθαρά Δευτέρα εθνική, αποκριάτικη εορτή των απανταχού Κοζανιτών. Κατά τους νεότερους χρόνους, αμέσως μετά τα Θεοφάνια, συνέρχονται σε γενική συνέλευση οι εκπρόσωποι των φανών και αποφασίζουν ...το πλαίσιο εορτασμού, δηλαδή τι χρήματα θα μοιράσει ο Δήμος σε κάθε γειτονιά για να κρατηθεί το πάτριον έθιμο. Το κλίμα ήδη διαμορφούται, ότι βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος· καραδοκεί άλλωστε ως κακιά πενθερά και η Σαρακοστή.
Η πόλη για ενάμιση μήνα βρίσκεται σε έναν οιονεί εργασιακό οργασμό προετοιμασίας. Γεμίζουν δρόμοι, πλατείες, δέντρα, σπίτια, σοκάκια με παραστάσεις εύθυμες, καραγκιόζηδες, σκιάχτρα, έγχρωμα φελιζόλ, πλαστικά φιλουρίδια. Στήνεται η κεντρική εξέδρα στην πλατεία -εκεί που μόλις είχε σαρωθεί η αγία φάτνη- και ο αχυρώνας υποδοχής των ξένων. Στις γειτονιές που ανάβουν οι φανοί στήνονται οι ξύλινοι οντάδες με την παραδοσιακή σκευή ένδον, αλλά και την αθυρόστομη συγγραφή στα έξω τειχία τους (όπου κυριαρχούν οι μονοσύλλαβες λέξεις σκλι, πλι, φτι, μνι) και άλλα παραδοσιακά, προς το εντελώς αθυρόστομο, συνθήματα. Εκεί κι ο βωμός της φωτιάς, το κιόσκι που θα στεγάζει τ’ άργανα (κομπανίες μουσικών), θραύσματα τώρα της δημοτικής μπάντας (φιλαρμονική) Πανδώρας (1902 η ίδρυσή της παρακαλώ). Παλιότερα προ του εθνικού μας θέματος είχαμε κομπανίες από σκοπιανο-σλάβους με τα λυρικότατα χάλκινα· ο πάγκος απ’ όπου προσφέρονται, δωρεάν φυσικά, τα παγωμένα ήδη τοπικά κιχιά, αυγά, κεφτέδες και τα κατά το μάλλον ή ήττον ξινοκράσια· καταναλωτές τους κυρίως οι επισκέπτες της μεγάλης βραδιάς, νηστικοί όντες επί το πλείστον εκ της εφήμερης πληθυσμιακής πλημμύρας.
Τσικνοπέμπτη, αμέσως κι μετά τον εσπερινό, άρχεται η επίσημη αποκριά. Ο επί 20ετία Δήμαρχος κηρύσσει (δε βαρέθηκε!) την έναρξη, με τους αόριστα επαναλαμβανόμενους κατ’ έτος αποκριάτικους λήρους περί παραδόσεως, νεολαίας που θα συνεχίσουν κ.λπ. και δίνει τη μεγαφωνική σκυτάλη σ’ ένα ερμαφρόδιτον ενδυματολογικά ον, κακέκτυπης αριστοφανοσύνης, τη μπάμπω (σλαβιστί) άσχημη γριά καλούμενη συνήθως Τσιτσιούλα ή κάτι παρεμφερές, η οποία και διευθύνει, «σκωπτικώ» τω λόγω και στο ιδίωμα, τα επί κεντρικής σκηνής διαδρώμενα. Κάθε βράδυ εφημερεύει ένας φανός, ο οποίος με το ανθρώπινο δυναμικό του παραδοσιακά ντυμένο, και τα κλαρίνα του, εισέρχεται εν θριάμβω και θορύβω, διά της κεντρικής οδού, στην πλατεία Νίκης· ρίχνει τις γύρες του στην εξέδρα κι απέρχεται για τη γειτονιά του όπου θ’ ανάψει το φανό του και θα το γλεντήσει (μπρε μπρε μπρε). Προπορεύεται της εισέλευσης του φανού και κάθε βραδιά η γλυκόλαλη Πανδώρα, που δίνει τον λόγιο μουσικό τόνο των ημερών (βρε βρε βρε). Κατά το επίσημο πρόγραμμα επί της εξέδρας κάθε νύχτα εμφανίζονται ενθικοχωρικοί σύλλογοι που χορεύουν τους σκοπούς τους κι ανάλογα με τον καιρό ενώπιον πλήθους ακροατών ή των συγγενών τους μόνον, επί το πλείστον εν ανία τελούντων. Τους είδαν άλλωστε χιλιάδες φορές ορχούμενους. Μέχρι και από τις όμορες πόλεις και κοινότητες μετακαλούνται σύλλογοι προς πολιτισμικήν ώσμωσιν. Πριν μερικά χρόνια πήρε το μάτι μου σύλλογο από την Κοινότητα Ξεχασμένη Ημαθίας με την επωνυμία ...«Γ. Σεφέρης» και έτος ιδρύσεως 1982!. Κατεταράχθην ευλόγως! Ρώτησα το γιατί και το πώς της ονομασίας αλλά κανείς δεν ήξερε!
Την Κυριακή της Αποκριάς γίνεται η είσοδος του άρχοντος καρνάβαλου, που παρασκευάζεται μαζί με τ’ άρματα παρελάσεως σε δημοτικό καρναβαλο-κατασκευαστήριον. Τον συνοδεύει η πολυπληθής και χαμηλοϋψής χορευτική πανίδα του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών και τον υποδέχεται όλο το πρωτόκολλο των εθνικών εορτών (η εκκλησία μόλις και συγκρατιέται να εκπροσωπηθεί, έστω και σε κατώτερο βαθμό), στήνεται δε προς λατρείαν του στην πλατεία. Ενας παπάς τη δεκαετία του 1970, από την κοινότητα Καπνοχωρίου (Σουφλάρι) τον έκαψε ο καρναβαλαθεόφοβος. Αμέσως έγινε «φανικόν» δίστιχο: «Ο παπάς απ’ το Σουφλάρι έκαψε το καρναβάλι».
Τα τελευταία χρόνια ως φρούτο νεοτερικό προέκυψαν (ας όψεται εκείνη η αμφίσημη «Αποκριά από μακριά» ημών) τα αυτοσχέδια θέατρα («Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε») ερασιτεχνών συγγραφέων (Γ. Παφίλης, Μ. Μαρκόπουλος κ.λπ.) και ηθοποιών συνεπικουρούμενοι κι από το τοπικό ΔΗΠΕΘΕ, στο ιδίωμα τα οποία μαζεύουν αγέλες κόσμου, καταδικασμένες εκ των προτέρων να αναλύονται στις αίθουσες σε άφθονους γέλωτες. Οι μέρες είναι γελαδερές κι όλοι σαν σε διατεταγμένη υπηρεσία οφείλουν να διασκεδάζουν εκόντες άκοντες, έστω και κάτι λίγο. Εδώ διαπρέπει ο αξιότιμος κ. Γιάννης Πλόσκας, τουπίλκην και «Γιάντς τς Λένκους», μέγας επί του σατιρισμού και αυτοσαρκασμού συμπολίτης.
Την έσχατη Παρασκευή δίδεται από τα σχολεία της πόλεως -χαρά οι μαθητές, οι αυριανοί συνεχιστές της ιστορίας- το μαζικό σχολιο-σαχλοπαίγνιον με την επωνυμία «Σιούρδ γκαίημς».
Την Κυριακή της Τυρινής γίνεται η επέλαση-παρέλαση των αποκριάτικων αρμάτων που κρατάει ώρες. Σ’ αυτή μετέχουν οι φανοί, σύλλογοι, μαθητές, το πεταχτόν ΤΕΙ, το σοβαρόν Πανεπιστήμιον κι άλλοι ανεξάρτητοι χλευαστές. Συνήθως την παρακολουθούν οι προσκαλεσμένοι των επιχώριων πολιτικών επίσημοι ξένοι, κεχηνότες –όι, όι τι γίνεται δώ πέρα!- και οι χιλιάδες επισκέπτες της ημέρας (κάθε χρόνο βυθίζεται κατά τι περισσότερο η πόλη, γεγονός που ενθουσιάζει τους ηγήτορές της). Πέραν μιας αυτολογοκρισίας των κατασκευαστών των αρμάτων, που αποφεύγουν να χλευάσουν έργω τους δημοτικούς εργοδότες, για λίγες ώρες δίδεται η μάχη κατά του καθωσπρεπισμού όλου του χρόνου, με την αυτοκινούμενη σάτιρα άνευ ορίων κι άνευ όρων.
Κι ενώ οι επισκέπτες τρέχουν απέλπιδες να βρουν κάτι να φάνε, πώς να χορτάσουν τόσα στόματα, με τη λήξη της παρελάσεως στην κεντρική σκηνή ο Δήμαρχος ανάβει τον επίσημο αλλά τυπικό φανό, αρχίζοντας το χορό κι ακολουθούμενος απ’ όλη τη μαρίδα των επιφανών· κανείς δε λείπει από κει, εννοείται. Εν τω μεταξύ την ίδια ώρα ακριβώς απέναντί τους, στον καθεδρικό του αγίου Νικολάου (1664), ο επιχώριος θρησκευτικός άναξ κηρύσσει τον εσπερινό της συγχώρεσης και της νηστείας. Ο καθείς και τα όπλα του.
Ο λαός επιτέλους χύνεται κατά παρέες στους φανούς.
Εστιν ουν φανοί ειρηνικές φωτιές που ανάβουν πάνω σε τρίποδες οι οποίοι μοιάζουν με τους πρόχειρους στρατιωτικούς βωμούς όπου καίει το θυμίαμα των επιμνημόσυνων δεήσεων. Πότε κύκλω ευτάκτω και πότε μπουλουκηδόν χορεύουν άπαντες, δηλαδή όσοι θέλουν, (οι ξένοι ήδη κυριαρχούν) και τραγουδούν, όσοι ξέρουν τα λίαν λυρικά αλλά και τα ακόμα πιο αλμυρά τραγούδια των φανών. Τα άργανα εν τω μεταξύ φρυάζουν, οι φανο-άνθρωποι διατελούν εν πλήρη οινοφλυγία, ευθυμία και έως βακχείας, αθώοι.
Οι γειτονιές -η πόλη δεν ορίζεται με ενορίες αλλά κατά φανούς- παίρνουν επιτέλους την υπόθεση στα χέρια τους, ως μικρές αυτοδιοικητικές, ανεξάρτητες κοινότητες διασκεδασμού. Σκ’ρκα (σλαβιστί βραχώδης προεξοχή), Αη-Δημήτρης («Στ’ Αη-Δημήτρη του σκουλιού παέν τα παρταλόπλα/να μαθαίνουν γράμματα να παίρνουν και τα όπλα», ας θυμηθούμε και το βάρδο της Αντίστασης εκ Κοζάνης Π. Τζαβέλα, κάτοικο ήδη Αδου), Γιτιά, Αλώνια («Ολ’ στ’ Αλώνια μι τα κοντά τα πανταλόνια»), Αριστοτέλης, Παύλου Μελά, Πανόραμα, Μπουντανάθκα (καμιά σχέση μ’ ό,τι ακούγεται, αφού είναι μετεξέλιξη του ιστορικού επιθέτου Μεγδάνη-Μεγδανάδικα), Κεραμαριό, Πηγαδ’ από το Κεραμαριό, Αη-Θανάσης, Λάκκος τ’ Μάγγαν’ (...λόγιος φανός), Κασμιρτζήδις. Το βράδυ των φανών γίνεται το έλα να δεις. Αυτό έρχονται να δουν οι χιλιάδες των χιλιάδων (σιγά!) επισκεπτών ως το μόνο γνήσιο, αυτοφυές κι ελκτικόν έθος. Ολα τα προηγούμενα συνορεύουν με παρόμοια της ελλαδικής αποκριάτικης ενδοχώρας.
Την Καθαρά Δευτέρα που «παίρνουν τα μ... αέρα», κατά το τοπικόν σκωπτικόν άσμα κι ενώ τα κύματα των επισκεπτών φεύγουν προτροπάδην, τα πράγματα ημερώνουν. Στους γύρωθεν της πόλεως λόφους και τα αναψυκτήρια ναϋδρια, από λαογραφικούς συλλόγους μοιράζεται νηστίσιμη φασολάδα, ενώ στον λόφο του αγίου Δημητρίου, ένδον της πόλεως, μοιράζονται από τη Δημοτική αρχή με την ίδια γαλαντομία της διανομής του ευλογημένου οσπρίου, τα βραβεία εις πάντας τους μετέχοντες της αποκριάτικης ευωχίας, ευτυχίας τους θέλω να πω, αλλά δεν το λέω· ότι η Σαρακοστή ήδη έχει αρχίσει και τα κεφάλια μέσα.
Αμήν.
Ο Λευκοπηγής και Κοζάνης
Β.Π. Καραγιάννης

Με αυτόν το ουδέτερο τίτλο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino την 1η Μαρτίου 2009 τη μεγάλη δηλαδή Αποκριά

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος4/29/2009

    Όλο το κείμενο του κ. Βασίλη Καραγιάννη και προς δική μου έκπληξη(πέραν του πρώην Δημάρχου Γιάννη Παγούνη) αποτελεί ένα χλευασμό της Κοζανίτικης Αποκριάς αλλά και των σημερινών πρωταγωνιστών της. Ξεχώρισα τις παρακάτω εκφράσεις/λέξεις που αποδεικνύουν των λόγων μου το αληθές:

    - Ο επί 20ετία Δήμαρχος κηρύσσει (δε βαρέθηκε!) την έναρξη........δίνει τη μεγαφωνική σκυτάλη σ’ ένα ερμαφρόδιτον ενδυματολογικά ον, κακέκτυπης αριστοφανοσύνης, τη μπάμπω (σλαβιστί) άσχημη γριά καλούμενη συνήθως Τσιτσιούλα

    - Τον συνοδεύει η πολυπληθής και χαμηλοϋψής χορευτική πανίδα του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών


    -Τα τελευταία χρόνια ως φρούτο νεοτερικό προέκυψαν (ας όψεται εκείνη η αμφίσημη «Αποκριά από μακριά» ημών) τα αυτοσχέδια θέατρα («Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε») ερασιτεχνών συγγραφέων (Γ. Παφίλης, Μ. Μαρκόπουλος κ.λπ.) και ηθοποιών συνεπικουρούμενοι κι από το τοπικό ΔΗΠΕΘΕ, στο ιδίωμα τα οποία μαζεύουν αγέλες κόσμου, καταδικασμένες εκ των προτέρων να αναλύονται στις αίθουσες σε άφθονους γέλωτες.

    -Την έσχατη Παρασκευή δίδεται από τα σχολεία της πόλεως -χαρά οι μαθητές, οι αυριανοί συνεχιστές της ιστορίας- το μαζικό σχολιο-σαχλοπαίγνιον με την επωνυμία «Σιούρδ γκαίημς».

    - Πέραν μιας αυτολογοκρισίας των κατασκευαστών των αρμάτων, που αποφεύγουν να χλευάσουν έργω τους δημοτικούς εργοδότες, για λίγες ώρες δίδεται η μάχη κατά του καθωσπρεπισμού όλου του χρόνου, με την αυτοκινούμενη σάτιρα άνευ ορίων κι άνευ όρων.

    - («Στ’ Αη-Δημήτρη του σκουλιού παέν τα παρταλόπλα/να μαθαίνουν γράμματα να παίρνουν και τα όπλα», ας θυμηθούμε και το βάρδο της Αντίστασης εκ Κοζάνης Π. Τζαβέλα, κάτοικο ήδη Αδου), Γιτιά, Αλώνια («Ολ’ στ’ Αλώνια μι τα κοντά τα πανταλόνια»), Αριστοτέλης, Παύλου Μελά, Πανόραμα, Μπουντανάθκα (καμιά σχέση μ’ ό,τι ακούγεται, αφού είναι μετεξέλιξη του ιστορικού επιθέτου Μεγδάνη-Μεγδανάδικα), Κεραμαριό, Πηγαδ’ από το Κεραμαριό, Αη-Θανάσης, Λάκκος τ’ Μάγγαν’ (...λόγιος φανός)


    Επειδή δεν θέλω να Μακρηγορήσω θα πω ότι

    α) Πολιτισμός δεν είναι μόνο οι βραδιές ποίησης,τέχνης και λόγου που κατά καιρούς μπορεί να διοργανώνει ένα περιοδικό "παρέμβασης" στον τοπικό πολιτισμό

    β) Η συγκεκριμένη περίοδος δημοσίευσης του άρθρου (1η Μαρτίου 2009) και μάλιστα σε ένα περιοδικό(Βηmagazino) μεγάλης αναγνωσιμότητας , ξεφεύγει απο τα όρια μιας απλής κριτικής του εθίμου αλλά κρύβει όπως λέει και ο Γιάννης Παγούνης πραγματικά χολή και ίσως κάτι περισσότερο.

    γ) Για να είμαι ειλικρινής και δίκαιος, σ'όλα αυτά που γράφει ο Καραγιάννης βρήκα και 1-2 παρατηρήσεις/επισημάνσεις, με τις οποίες ίσως θα μπορούσα να συμφωνήσω αλλά ο τρόπος γραφής δεν μου επιτρέπει να το κάνω!

    δ)Ο χλευασμός δεν έχει καμιά σχέση με τον πολιτισμό.Αυτό καλό θα ήταν να το προσέξουν όλοι αυτοί που επιζητούν ή επιδιώκουν τον υπερασπιστικό ρόλο του πολιτισμού αυτής της πόλης έναντι σε όλους αυτούς που υποτίθεται τον δολοφόνουν.

    Υ.Γ[/b] Απόλυτα δικαιολογημένη του πρώην Δημάρχου Γιάννη Παγούνη!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή