1. Γεννήθηκα στη Λευκοπηγή Κοζάνης. Στη σύγχρονη ιστορία του το χωριό θεωρείται πολιτιστική πρωτεύουσα της πόλεως ή, κατά μια πιο σoβινιστική εκδοχή, η πόλη της Κοζάνης είναι πολιτιστική αποικία της Λευκοπηγής. Τα μαθητικά χρόνια (Β Γυμνασίου γνώρισα τη «Νέα Εστία» δρχ. 10 τότε, τη σελίδα της «Φιλολογικής Βραδινής» του Μπάμπη Κλάρα και Δ’ Γυμνασίου τη Δ’ έκδοση της Ιστορίας της νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κ. Θ. Δημαρά) κύλησαν δίπλα σ’ ένα ρέον ποταμάκι (λάκκο, δηλαδή), έναν πλάτανο (τον ευρωστότερο των Βαλκανίων) και σ’ έναν νερόμυλο, όπου, στο γύρισμα της φτερωτής του, άκουγα την ηχώ του χρόνου. Τα φοιτητικά μου χρόνια τα έζησα στη Θεσσαλονίκη και τα ενήλικα τα βιώνω στην Κοζάνη. Τώρα μένω στην πόλη αυτή, υπάρχω διαρκώς στο χωριό αλλά στη Θεσσαλονίκη πάντα επιστρέφω.
2. Έρχομαι από μια πόλη που διήνυσε χρυσό ¼ του αιώνα στα γράμματα, την περίοδο δηλαδή του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού, αφού διέθετε Σχολή ισάξια -και λίγο παραπάνω- των σημερινών πανεπιστημίων της επαρχίας (δίδαξε μέχρι και ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρης σ’ αυτήν) αλλά και Βιβλιοθήκη· κι αυτά από το 1660, περίπου. Προς γνώσιν σας και για τις νόμιμες συνέπειες, σας ανακοινώνω πως στην πόλη μας έχουμε δυο πανελλήνιες ίσως και παγκόσμιες, θα έλεγα, φιλολογικές αποκλειστικότητες: α) Η μακαριστή πλέον, αγία ηγουμένη Μαγδαληνή, εντελώς παλιάς ημερολογιακής κοπής (αφορισθείσα από την επίσημη εκκλησία, κι αυτό αποτελεί γι’ αυτήν συγκριτικό πλεονέκτημα κατά την τελική κρίση έναντι των άλλων), έγραψε περί τα 320 βιβλία χριστιανικής διδαχής· άρα κατέχει το ρεκόρ της συγγραφής πανελλαδικά· και β) η ποίηση, ναι η ποίηση κατέβηκε σε νομαρχιακές εκλογές και διεκδίκησε την ψήφο του λαού. Ένας επιχώριος ποιητής, που δημοσίευσε μάλιστα και μια συλλογή με τον τίτλο: «Ομήρου Ελιμειάς», αυτοαποκληθείς και ποιητής του Λαού -ο επόμενος μετά τον Γιάννη Ρίτσο, του οποίου θυμόμαστε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του φέτος-, συνέπηξεν εκλογικό συνδυασμό με την επωνυμία «Ποίηση μ’ ελευθερία λόγου» το 1998 και, μαζεύοντας κάθε ποιητικής καρυδιάς καρύδι, διεκδίκησε τη νομαρχία Κοζάνης και τις ψήφους του λαού. Πήρε 810 τέτοιες, περίπου.
3. Έγινα δικηγόρος, γιατί κάτι έπρεπε να γίνω, αφού τέλειωσα τη νομική Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια διαπίστωσα πως κέρδισα απ’ αυτό το επάγγελμα πρωτίστως την εργασιακή μου ελευθερία και χρόνο αδέσμευτο κι απέραντο για πράγματα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας, αλλά σε μένα λίαν αγαπητά. Όχι όμως και πολλά χρήματα. Φιλόλογος, που θα μπορούσα ίσως να γίνω, δεν έγινα· γι’ αυτό και μέχρι τώρα δεν μπορώ να βάλω την γλυκυτάτη μου άνω τελεία επιτυχώς. Η δε διόρθωση των κειμένων μου γίνεται αλχημικώ τω τρόπω.
4. Διετέλεσα για έναν ακαδημαϊκό ενιαυτό οιονεί καθηγητής φιλολογίας, διδάσκοντας στους σπουδαστές της Λογιστικής επιστήμης και τεχνικής του ΤΕΙ Δ.Μ., στοιχεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, δηλ. από την επανάσταση του 1821 μέχρι τις μέρες μας· ενότητες γραπτά καθορισμένες και πλήρως συμμορφωμένες προς το επί τούτο αναλυτικό πρόγραμμα. Η κανονική μετά πτυχίου φιλόλογος, που δίδασκε το ίδιο μάθημα σε άλλα τμήματα, άρχιζε την αφήγηση από το έπος του Β. Διγενή Ακρίτα και την τέλειωνε το 1821. Τόση φιλολογική, περί την λογοτεχνία, επάρκεια διέθετε! Την επομένη χρόνια ο Η/Υ με έθεσε εκποδών ως άσχετον περί τα λογοτεχνικά, αφού αυτό το διδασκαλείον το έχουν ολιγομονοπώλιον οι «φιλόλογοι».
5. Η «Παρέμβαση», το περιοδικό που εκδίδω με τις άπειρες οβιδιακές εκτυπωτικές μεταμορφώσεις, κλείνει 24 χρόνια συναπτά σε λίγο, δηλαδή μια γενιά. Εκεί μέσα έκλεισα κι εγώ τον πιο πολύτιμο, επί χάρτου «γραφικό» μου εαυτό. Χιλιάδες σελίδες, κείμενα, σχόλια, σχέσεις ανθρώπων, μίση φίλων κι αγάπες εχθρών, τα βίωσα, τα απόλαυσα κι ακόμα δε λέω να σταματήσω. Τι με κρατάει άραγε;
6. Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε το 1995 και έλεγε πως το λέγαν «Περιπλάνηση ένδον», ήγουν διηγήματα που περιφέρονταν στους χώρους μου, δηλαδή στα σοκάκια του χωριού, στους δρόμους της πόλεως και στους διαδρόμους της ψυχής. Τον Μάιο του αυτού χρόνου έγινε ο σκληρός σεισμός των 6,6 Ρίχτερ, με αποτέλεσμα να αλλάξει το οικιστικό και ψυχικό τοπίο των πόλεων, των χωριών και λίγο των ανθρώπων της Δ.Μ, ότι γνώσιν άγνωστον έγνωσαν. Το 2000 εκδόθηκε το ομόηχο των ρίχτερ βιβλίο, «Τα 6,6 της σκηνοπηγίας», κάτι σαν νουβέλα ή και μυθιστόρημα σε ρυθμό γραφής σεισμού, που ξεσπά αλλά και βαθμηδόν ξεθυμαίνει.
7. Στο ενδιάμεσο κι άλλα βιβλία προέκυψαν, όπως «Οι χάρτες των ονείρων μας», αφηγήσεις εν γένει. Ήδη ήμουν διευθυντής της Δ.Β.Κ. και του ΙΝΒΑ, καθώς και δικηγόρος κατά το 10% της δράσης και 0% της διάθεσης. Έτσι προέκυψαν εκατοντάδες λογύδρια σε κάπου χίλιες εκδηλώσεις πνευματικού λόγου, και μία ποδοσφαιρικού, που περιορίστηκαν σε 70 κι έγιναν βιβλίο με τίτλο «Προλογύδρια παντός καιρού», κατόπιν προτροπής και συνοδεία εισαγωγής του κ. Μίμη Σουλιώτη (ποιητού κ.λπ.) το 2003· ότι λέει, είπε κι έγραψε, έφεραν εκ νέου στην επιφάνεια την ξεχασμένη τέχνη των προλογυδρίων. Άλλα τετράκις τόσα προλογύδρια έμειναν, και καλά έκαναν, στο ράφι της προσωπικής μου ιστορίας.
8. Επιμελήθηκα, την έκδοση περί των 100 βιβλίων. Κάποιοι που το ακούν βιαστικά νομίζουν ότι είναι όλα δικά μου. Όμως τα εντελώς δικά μου είναι περίπου 15. Τα υπόλοιπα είναι άλλων συγγραφέων, κυρίως από τον τόπο μας· συνεργατών του περιοδικού αλλά κι όσων αναμόχλευαν τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και μελετούσαν το αρχειακό της υλικό, όπως και φίλων του ΙΝΒΑ. Μέχρι και του κυρίου Χριστιανόπουλου εκδώσαμε ένα βιβλίο. Εν τω μεταξύ είχα ξεχάσει πως μπορώ κι εγώ να βγάλω βιβλία δικά μου εις υγείαν του θεσμού που διακονούσα. Αλλά δεν το διακόνευσα.
9. Το μόλις πρόσφατο βιβλίο μου είναι «Το χρώμα της νοσταλγίας», Ιούλιος του 2008. Προέκυψε γιατί είχα την προνομία σαν στρατιώτης να διαταχθώ να νοσταλγήσω(!), κομπάρσος ων μαζί με άλλους 8000 κατάγυμνους και κουρεμένους εν χρω συστρατιώτες, στην ταινία του Μιχ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Το γεγονός με ξάφνιασε τόσο (πως είναι δυνατόν να νοσταλγήσεις κατόπιν εντολής;) που, καθώς το θυμόμουν και το αναπαρήγαγα στη μνήμη μου, έβγαινε σαν μια σπαρταριστή εμπειρία από το καθημερινό παράλογο του στρατού, ταυτόχρονα με άλλες αφηγήσεις, θραύσματα ιστοριών, μνήμες άλλων προσώπων που ανακατεύονταν στο κοινό χαρμάνι με της πραγματικότητας τις ήδη νοσταλγίες. Στις ιστορίες μου η φαντασία γέμιζε το όποιο μικρό ή μεγάλο γεγονός, όπως στις οικοδομές το τσιμέντο καλύπτει τον φέροντα οργανισμό σιδήρου.
Το βιβλίο αυτό βρίσκεται τώρα και σε μια κωμικοτραγική επικαιρότητα, αφού ήρωας του πρώτου από τα 13 του διηγήματα, με τίτλο «Ληστρικά παραγγέλματα», είναι ο αξιότιμος ληστής και της Τράπεζας Σερβίων Κοζάνης, κύριος Β. Παλαιοκώστας, όστις για δεύτερη φορά δραπέτευσε από της επί γης φυλακής την απομόνωση κι από τους δρόμους τ’ ουρανού στο άγνωστο της επί γης και πάλι συνέχειάς του αλλά όχι και ανέχειας, αφού τον περιμένουν τα ενθυλακωθέντα 6 εκατ. της προηγούμενης απαγωγής, γενόμενος έτσι υπόδειγμα, αλλά και νοσταλγία, όλων των φυλακισμένων.
10. Με στυλό ή πένα μαύρης μελάνης γράφω πάντα πολυτονικά, κι αυτό εις πάσαν θέσιν, τόπον και χρόνον, και σε μικρά μαύρα σημειωματάρια τύπου μολέσκιν, παρακαλώ. Εκεί σημειώνω διευθύνσεις, τηλέφωνα, υποθέσεις, σκέψεις άλλων που έχουν διαρκές ενδιαφέρον, θραύσματα ταξιδιωτικών εμπειριών, όπως και τις ασκήσεις ποιητικής δημοσιογραφίας. Αυτό γίνεται συνήθως στην αποβάθρα του Σ.Σ. της πόλης (από κει που συνεχώς θέλω να φεύγω) αλλά και, όταν βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, στο καφέ του Μουσείου φωτογραφίας στο γαλήνιο λιμάνι (από κει που θέλω να επιστρέφω πίσω), με τους γερανούς έναντι, καθώς περνούν οι μικρές πλοηγοί, ίσως και κάποιες περαστικές σκέψεις που γίνονται παράγραφοι κι ακόμα πιο ύστερα κείμενα επί παντός του πνευματικά ενοχλητικού.
Θέλω να φεύγω με τα τραίνα αλλά με καράβια να γυρνώ
όμως σε λεωφορεία και Ι.Χ. το ταξίδι του βίου μου περνώ
Το ειδικό μπλοκ γραφής μου προέκυψε ως μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας, αφού κι ο Χέμινγουεϊ σε τέτοιο έγραφε, άρα κι εγώ, που διάβασα παιδιόθεν τα περισσότερα έργα του, γιατί να μη γίνω κάτι παρόμοιο δηλαδής και δηλονότι. (Όπως κι ο Π. Τσέλαν στην ποίηση.) Στον Η/Υ, Μάκιντος εννοείται, γράφω μονοτονικά κι εκεί μόνον μου έρχονται οι λέξεις καταλογάδην κι οι δι’ αυτών οι επιτυχείς εμπνεύσεις, στάγδην, ας πούμε.
11. Εν τω μεταξύ γράφω γιατί θέλω να γίνω διάσημος! Ακούγεται υπερφίαλο. Εκ της όποιας συν-γραφής μου όμως έγινα ό,τι έγινα, δηλαδή διακριτός στον τόπο μου, ότι κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά έσχατος στην πόλη των γραμμάτων. Όταν ήμουν διευθύνων μόνον του περιοδικού, έγραψα, σπαρταριστής αφορμής δοθείσης, πως ο κ. Δήμαρχος της πόλεώς μας είναι κάπως γελοίος. Για εκδίκηση μου ζήτησε, ένα χρόνο μετά, ν’ αναλάβω τη διεύθυνση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και του νεότευκτου Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης. 8 χρόνια κράτησαν αυτές οι κυματώδες, και στο τέλος κωματώδεις, καταστάσεις που όμως χαρακτήρισαν κατά πλάσμα πραγματικότητας την Κοζάνη ως πόλη του βιβλίου και την αναξιότητά μας ως διευθυντή του βιβλίου. Γιατί όχι; Έτσι υπήρξα για κάποια χρόνια συλλήβδην διευθυντής της Βιβλιοθήκης, διευθυντής του ΙΝΒΑ, διευθυντής της Παρέμβασης, διευθυντής του δικηγορικού μου γραφείου και, τέλος, διευθυντής του βιβλίου γενικώς. Όλα, πλην της δικηγορικής ιδιότητας, ήταν δοτά, εφήμερα κι ανακλητέα, όπως κι έγινε συν τω χρόνω. Όμως την υπόθεση της διασημότητός μου πήρε η κόρη μου στα χέρια της, φιλόλογος, αδιόριστη εννοείται, αφού χτυπιέται με άλλες 30 χιλ. τόσες παρόμοιες απελπισίες. Ως εκ τούτου μου άνοιξε φιλίες στο ΜySpace, το οποίο και συν-χειρίζεται αυτή σε μια μίμηση προσώπου και διαθέσεως, μια οιονεί οφθαλμαπάτη δηλαδή προς τους άγνωστους φίλους και φίλες της ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
12. Για όλα όσα εξέθεσα, και όσα θα ακολουθήσουν κατά την περαιτέρω εξέταση, ο Σύλλογος Εκδοτών Βορείου Ελλάδος υπό την προεδρεία του κ. Μ. Μπαρμπουνάκη - που ομολογώ κι εδώ πως μαζί με τον Κώστα Πύρζα, μετά την αποφυλάκισή του (καθότι μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας) δάσκαλου αγγλικής στο ΑΠΘ και μεταφραστή έργων κριτικής (όπως «Η ειρωνεία» του Πόουπ στις εκδόσεις Ερμής) αλλά και διευθυντή του βιβλιοπωλείου Κοτζιά επί της Τσιμισκή, ήταν τα δύο πρόσωπα που σημάδεψαν την βιβλιο-αναγνωστική μου μάνητα το καιρό της φοιτητικής μου μαθητείας- ο ανωτέρω πρόεδρος, λοιπόν, με εβράβευσε, άκουσον άκουσον, δια πλακέτας, ομού με άλλους δέκα, στην εντελώς άνω Θεσσαλονίκη σε μια χορευτική βραδιά. «Και σ’ ανώτερα πεδία και υψίπεδα», πιάνω την ματαιόδοξη πτυχή του εαυτού μου να μονολογεί.
13. Είμαι τύπος φίλερις. Με τα κείμενά μου, κοντά μια χιλιάδα - κυρίως στον τοπικό τύπο- βρίσκομαι συνεχώς επί ξυρού ακμής και στα όρια της νομιμότητας ή της ποινικής διώξεως κι αγωγής αποζημιώσεως για προσβολή των άλλων. Μέχρι τώρα τη γλίτωσα· ο τελευταίος με τον οποίο τσακώθηκα είναι ο παρ’ ολίγον συμπαρακαθήμενός μου, Κ. Ακρίβος (δικαιολογημένος απών της βραδιάς λόγω, είπε, ιώσεως), φίλος εντούτοις καλός, αλλά μεσολάβησαν στη σχέση μας άνθρωποι ουχί παραδεδεγμένης εντιμότητας. Αν φταίω, και δεν υφίσταται έρις μόνον με έναν, του ζητώ την σήμερον συγχώρεση, ότι πλησιάζει κι η σαρακοστή.
14. Επίσης κι από τον εκλεκτό καθηγητή κ. Χρ. Τσιολάκη, πολυδιαβασθέντα αλλά όχι και πάντα αφομοιωθέντα, ο οποίος ήρθε στην Κοζάνη με πρόσκληση των φιλολογικών μειρακίων της πόλεως, να μιλήσει για ένα βιβλίο μιας συγγραφέως εκ Κατερίνης, κι ενώ στην αίθουσα ήμασταν καμιά δεκαριά νοματαίοι και τον περιμέναμε μιάμιση ώρα, όταν αφίχθη έπεσαν πάνω του οι αμαθέστατες κουρούνες του δημοσιογραφισμού και βάρεσε κι άλλο πίσω το πράγμα. Εγώ έφυγα ελαφρώς ταπεινωμένος κι οργισμένος από την αίθουσα, όπου έμειναν οι άλλοι 9. Αναδρομικά του ζητώ συγχώρεση και τώρα σε χρόνο ενεστώτα τον ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση να απολογηθώ για τον χρόνο, τον τρόπο και τον κόσμο της όποιας τελικά γραφής μου. Τον φιλόλογο κ. Σπύρο Ρίζου που με εισηγήθηκε και τον κ. Γ. Τζαννή, που γνώρισα σε δύο αλησμόνητα ταξίδια μας στη Σόφια, καραβάνι απονομής του βραβείου Αίμου, απ’ όπου προέκυψε κι ένα διήγημα της «Νοσταλγίας μου» με τον τίτλο «Λεωφορείον το πάθος». Τον ευχαριστώ για το ταξίδι τότε αλλά και για το σημερινό στο οποίο με κάλεσαν σαν Σύλλογος των Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, σ’ αυτό το ωραίο, μα τι γλυκό υπόγειο, της οδού Μπρούφα 12 στη Θεσσαλονίκη, κοντά στους δρόμους της πρωτοετούς φοιτητικής μου νεότητας (Σπάρτης 37-39) που ξαναπερπάτησα, ταξίδι της μνήμης τώρα, μετά από τόσα χρόνια.
- Αλλά αυτό το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ.
Οι ανωτέρω φωτογραφίες είναι του εξαιρετικού, οιονεί φωτογράφου, Γιάννη Βανίδη
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαίρετη ''αυτοπροβολή'' όπως θα έλεγε και ο ίδιος ο συντάκτης και γλυκύτατη αναδρομή στον παρελθόντα χρόνο με ''συνεργούς'' το moleskin (μολέσκιν, νεοελληνικώς) και την mont blanc.Eίμεθα ''φαν'' και των δύο ανωτέρω εργαλείων γραφής όπως επίσης και του ''παρεμβατικού'' χρήστου αυτών. Η δική μας ''αυτοπροβολή'' πάντως σε διάφορα σημεία της πόλεως, ουδέν οικονομικόν όφελος μας απέφερε. Τουναντίον εδημιούργησε λαθεμένες εντυπώσεις τις οποίες ο ''προβληθείς'' απεφάσισε με μέγα κόστος να αποσιωπήσει ποιών την νήσσαν. Περισσότερα εις ιδιαιτέραν και κατ΄ιδίαν συνάντηση...........
ΑπάντησηΔιαγραφήΒασιλάκη όλα καλά εκτός από τις τρεις πρώτες αράδες της "Απολογίας...". Θα μπορούσες να τις είχες παραλείψει. Φίλερις, το καταλαβαίνω. Προκλητικός, γιατί; Και εκτός αυτού, δεν κατάλαβα αυτό το: "Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν από το συγγραφέα του ιστολογίου". Ασκείς επί των άλλων την μισητήν δι' εσέ λογοκρισίαν; Πότε τα θύματα έγιναν θύτες και δεν το καταλάβαμε;
ΑπάντησηΔιαγραφή