Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

«Η παρέα του Τσιτσάνη» και η παρέα με τον ποιητή
Ντ. Χριστιανόπουλο στην Κοζάνη

Του Β. Π. Καραγιάννη

Πρωί του Σαββάτου της 18ης Αυγούστου, μνήμη μιας ποικιλίας οσίων και μαρτύρων όπως: Φλώρου, Λαύρου, Ερμού, Λέοντος, Δημητρίου, Αρσενίου, και μόλις που είχαν προκηρυχτεί οι εκλογές του «νωπού», εθνικού, πολιτικού λόγου, δηλονότι της καταρτίσεως του εθνικού προϋπολογισμού· κι ήταν τόσο σοβαρός που ο ακόμα πιο σοβαρός πρόεδρος της κανονικής μας νεο-Δημοκρατίας δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί σ’ αυτήν την αδήριτη πολιτική καθημερινότητα! Ετσι πήγαμε σε βιαστικές εκλογές κι ήρθαμε ήδη απ’ αυτές και στα ίσια μας, με νέα κυβέρνηση επί τω αυτώ αλλά συρρικνομένω, με δια-τρανταγμένη τη μεγάλη αντιπολίτευση· την δε αμέσως επόμενη με την αναπεπταμένη σε δύο ανισοϋψή ιστία, αριστερή διάθεση τρόπου και λόγου, και με άδηλο το αύριο, αν θα είναι όσο το θέρος που πέρασε καυτό.
Ομως τούτη τη φορά κάπως:

«Τα πρόβατα απήργησαν
ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής». (Ντ. Χριστιανόπουλος)

Μεσημέρι της αυτής ημέρας. Τους βρήκα όλους, τα μέλη δηλαδή της ολιγομελούς «Παρέας του Τσιτσάνη» να μη βολεύονται εξωτερικά με τη γνωστή ανθρώπινη πανίδα του χώρου· φαίνονταν από μακριά ότι είναι από αλλού· έχουν στα πρόσωπα και στα σώματα εκείνη την αίσθηση που δεν ισορροπεί με το συνηθισμένο περιβάλλον. Περίμεναν μπροστά στην εμπορική τράπεζα, έναρξη του πεζόδρομου επί της κεντρικής οδού Ειρήνης, που τη λέμε κι εμείς αυτά τα χρόνια, μετά από τις τόσες ονοματοθεσίες της.

«στην οδό Ειρήνης
ήταν μπαγιάτικο το ραβανί

«εδώ μονάχα τ’ αγγουράκια είναι φρέσκα»
είπε ο Τέρης-άλλωστε
γι αυτό τριγυρνούσαμε εκεί».
(Ντ.Χρστν.)

Παρατηρούσαν ουδέτερα μια πόλη η οποία στην αυγουστιάτικη ημιαργία της, ετοιμάζονταν να υποστεί την έλξη των «μερομηνιών» –με το παλιό, δηλαδή τον φυσιολογικό καιρό, ήταν ημέρα Ιανουάριος- επομένως η καιρική πρόληψη για την ενιαύσια πρόβλεψη, το έδειχνε πως ο καιρός το βράδυ θα χαλάσει, αλλά η ακηδία μας, φυσικά, να μη το παίρνει υπόψιν.
Τα παρακείμενα της πλατείας καφενεία στη σκιά όλων των τρόπων είτε στη φυσική εκδοχή από τις φλαμουριές του «ΒΟ» είτε από τις τέντες του ανακαινισθέντος ξενοδοχείου «Ερμιόνιον» (τα τραπεζάκια τους σαν την έρημο εισχωρούν και καταλαμβάνουν τον ελεύθερο χώρο της πλατείας), συμμαζεύουν όλη την άρχουσα, μόνιμη αργοσχολία της πόλης, αλλά και την ημερήσια, πεινασμένη για έξοδο, ύπαρξη και συναλλαγή λόγω και έργω, μερίδα και μαρίδα της. Πίνουν καφέδες κι αναψυκτικά επί το πλείστον. Η πόλη αυτή που έχει παλιό όνομα, έχει εμφανώς βελτιώσει το πρόσωπό της, με τις νεοφανείς κτιριακές ανακαινίσεις, αλλά και τις βελτιώσεις στους δρόμους και τα πεζοδρόμιά της. Κυρίως όμως με τις επί αυτών, καθημερινές ανθρώπινες συνυπάρξεις, που καθώς αναζητά ο ένας τον άλλο, διατελούν σε μια αγαπητική, φιλική ή ερωτική, ένδον αμηχανία, ενώπιος ενώπιο μέσα στο πλήθος, ή χάνονται στις αναπολήσεις· και τότε το σκηνικό εμφανώς ερωτικο-ωραιοποιείται. Ακόμα κι η μοναξιά του ενός και οι αδιέξοδες αναζητήσεις του στα άδεια κελύφη του νου, έχει μια δόση αξιοπρεπούς μελαγχολίας.

«Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.

Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.»
(Ντ. Χριστιανόπουλου, «Οταν σε περιμένω»)

Ετσι «Η παρέα του Τσιτσάνη», πλην των άλλων, έφερε και την παράπλευρη ωφέλεια την ολιγόωρη παρέα με τον ποιητή τώρα κι άνθρωπο πάντα, Ντ. Χριστιανόπουλο. Η ακατάσχετη μη σιωπή του, που τη διακρίνει η ευθύβολη, αδέσμευτη κι αφανάτιστη (κι ας ακούγεται περίεργο) κρίση του, και την χαρακτηρίζει αδιάσπαστη κι αλάνθαστη ενότητα λόγου και σκέψης, αφήνει στη μικρή ή μεγάλη ομήγυρή του, διαθέσεις του επωφελώς ξοδεμένου χρόνου και δημιουργεί αγαπητικά συναισθήματα.
Η πρώτη εγκόσμια παρέα από άλλες διαφορετικές φωνές, αφετηρίες κι ενδιαφέροντα τον περιβάλλει και προσπαθούν με τις σκέψεις του και τις παρατηρήσεις του να κατανοήσουν τη φύση της λαϊκής μουσικής, του στίχου, των ποιητών εν γένει, αποσπασματικά ή σε πρόχειρες διατυπώσεις. Ολοι ακούν και μαθαίνουν. Κανοναρχεί σ’ αυτό τον τρόπο της παρέας, που τόσο καλά κατέχει χωρίς και καλά να το επιδιώκει, από τη φύση του έρχεται το πράγμα μόνο του, κι αυτός το διεξέρχεται χωρίς τσιριμόνιες κι επιδείξεις.
Προς το απόγευμα ο καιρός αγριεύει. Εκτακτο μπουρίνι, αλλά δύστοκο ως προς τη βροχή, που τη ζητάει η γης κι οι άνθρωποί της. Ας βρέξει επιτέλους κι ας καταστρέψει ότι μπορεί! Η πόλη που τριγυρνάμε εποχούμενοι, παίρνει κάτι από την καιρική αγριάδα που το φέρνει προς μια γλυκιά ημερότητα. Μήπως είναι κι η παρέα που σ’ υποβάλλει; Η εκδήλωση είχε προγραμματιστεί να γίνει σε χώρο εξωτερικό. Ομως η συνεχιζόμενη αταξία νεφών κι αέρα το κάνει ήδη απαγορευτικό. Να περιμένουμε ακόμα λίγο. Γυρίζουμε στης Κοζάνης τα όποια αξιοπερίεργα κι αξιοπρόσεχτα σοκάκια. Θέλω να του δείξω πως κάτι επιτέλους έχουμε σ’ αυτήν, που αξίζει να θυμάται ο περαστικός. Νέον δημοτικόν κήπον μετ’ ανθέων, καλοκαιρινόν θέατρον! Τι άλλο; Μια αθυμία, όμως, με συνοδεύει σ’ αυτή την κάπως λυμφατική περιήγηση. Είναι δεινός γνώστης του πνευματικού παρελθόντος της και διατυπώνει τις σκέψεις του γι’ αυτό αλλά και για το σήμερά της, που το διακρίνει σε πτώση, μη πω εγώ, άλλο που δεν θέλω, κατάπτωση. Αυτός μου πρωτομίλησε για την προτομή του Παύλου Μελά, που ήταν στημένη στη αρχή της ομώνυμης οδού, στο κέντρο της πόλεως και στη σκιά ωραίου πλάτανου. Αποτελεί μια μοναδική, γλυπτική οντότητα εξαιρετικού κάλλους. Εργο προπολεμικό του γλύπτη Δημητριάδη, τώρα ήρθε το πήρε και το σήκωσε από εκεί η ανακαίνιση των δρόμων, των πεζόδρόμων και των πλατειών· να το ξεγράψει από τα καθημερινά και πολλά μάτια των πολιτών· να το ευνουχίσει ως αίσθηση και ως ιστορία. Τον θλίβει -εμάς περισσότερο- η ακαλαισθησία, το ανιστόρητο, το επιπόλαιο, το ασυνάρτητο και πολιτιστικά άδειο, βλέμμα των δημοτικά επικρατούντων. ‘Οτι γενικώς και παντού άλλωστε:

...Κατατρέχουν τη γραφικότητα
τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη
εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση,
σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε στις καρτ-ποστάλ,
ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας.
(Ντ. Χρστ. «Κατατρέχουν τη γραφικότητα»).

Το εσπέρας ο καιρός συνεχίζει στην άγρια αποστροφή του. Βάζουμε τα χινωποριάτικα. Ομως, υποχρέωσε το κοινό να μετακομίσει από τον αναψυκτήριο τόπο του αγίου Δημητρίου στην παρακείμενη αίθουσα Τέχνης. Μια ίσως σημειολογική επέμβαση της φύσης επί των λογίων και καλλιτεχνικών ζητημάτων. Είχε εμβόλιμα προγραμματιστεί στα τοπικά εν άστει κι εν υπαίθρω χώρα, κοζανίτικα Λασσάνεια η εμφάνιση της «Παρέας του Τσιτσάνη», δηλονότι ενός μουσικού σχήματος από τη Θεσσαλονίκη, το οποίο αποτελείται από τους: Νίκο Στρουθόπουλο μπουζούκι-τραγούδι, Νίκο Ζυγούρα, κιθάρα- τραγούδι, Δώρα Στρουθοπούλου, εξαίσιο τραγούδι, στο οποίο συμμετέχει ο κ. Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος εισηγείται και προσφωνεί κάθε τραγούδι αλλά και συνοδεύει, δεύτερη φωνή, η καλύτερη δευτεράντζα, κατά τους μουσικούς.
Η συνολική ποιητική δημιουργία του Ντ. Χρ. είναι σε μια μικρόσχημη αλλά πολυσέλιδη, τούβλο την ονομάζει, συλλογή 422 σελίδων. Δεν περιλαμβάνει μόνο τα ποιήματα με τα οποία διατύπωσε τον ξεχωριστό, ποιητικό του κόσμο, μοναδικό και μοναχικό στα ελληνικά γράμματα, με τη λιτότητα της έκφρασης αλλά και με το γυμνό σαν λεπίδι φορές κι απέριττο, θέλω και είναι του. Εχει σ’ αυτό και μια σειρά τραγούδια που έγραψε και σε μιας μορφής ρεμπέτικης απόδοσης, ο ίδιος τραγούδησε.

Σάββατο βράδυ

Σάββατο βράδυ μόνος μου
στους δρόμους τριγυρνάω.
Χωρίς εκείνον π’ αγαπώ,
δεν ξέρω που να πάω.

Πολλούς τους δέρνει η μοναξιά
μα μένα μ’ έχει κάψει
και μες στα φυλλοκάρδια μου
καημός έχει ανάψει.

Τα νιάτα μου κατρακυλάν
χωρίς φιλί και χάδι,
και ο μεγάλος μου έρωτας
εγίνηκεν ρημάδι.

Η νύχτα και η μοναξιά
στα σκοτεινά με σέρνουν,
μου τάζουν χίλια-δυο κορμιά
και στο γκρεμό με φέρνουν.

«Η παρέα» αποδίδει μόνον τραγούδια του Β. Τσιτσάνη· με ένα λόγο είναι μια «ταγμένη» λες μουσική άποψη, που θέλει να δίνει σ’ όσους την ακούν τη λαϊκή έκφραση αυτού του μεγάλου δημιουργού σε μια μη ενοχλητική, μουσική μονοκαλλιέργεια. Σχήμα μουσικού λόγου θαυμαστό για τις τσιτσάνειες γνώσεις αλλά και τις αφιλοκερδείς και ανιδιοτελείς τους πεποιθήσεις, καθότι, όπου εμφανίζονται δεν παίρνουν ούτε ευρω-λεπτό. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους που διανέμουν το θερινό πολιτισμό και ρημάζουν τα δημαρχιακά, κοινοτικά και ιδίως τα νομαρχιακά ταμεία, τα οποία φαίνεται πως αυτούς τους καιρούς είναι τα πλέον εύρωστα. Βρίσκουν θύματα και τα κάνουν. Αυτό είναι το πρόβλημα στο οποίο ίσως θα μπορούσε, επειδή δεν υπάρχει κι άλλος τρόπος με πολιτικές λύσεις και σκέψεις να προλάβουν την κραιπάλη, να επεμβαίνει η δικαιοσύνη σ’ αυτό το ακένωτο πηγάδι διαρπαγής του δημοσίου χρήματος. Αλλά αυτά είναι άγνωστα γράμματα για δικαιοσύνες και εισαγγελείς, οι οποίοι ομολογουμένως έχουν πολύ περισσότερα να διαπράξουν και πρώτα απ’ όλα να διαρπάξουν παχυλές αυξήσεις.
Εικοσιπέντε τραγούδια είπαν ενώπιον του εκλεκτού, άρα ευάριθμου, κοινού κι η βραδιά, η οποία όταν προγραμματίστηκε είχε χαρακτήρα ψυχαγωγικό, του καιρού επεμβαίνοντος μετεξελίχτηκε σε βραδιά μουσικού πολιτισμού. Κι ευτυχώς. Οι εκτελεστές ήταν εξαίσιοι κι όπως πάντα δεν δέχτηκαν παραγγελιές και γνησίως ρεμπέτικα μ’ απάντησαν, όταν τους ζήτησα μία, πως «ό,τι έχει ο σάκος»· και δεν είχε δυστυχώς το τραγούδι «Κάνε λιγάκι υπομονή», του οποίου για ημιεκτόνωση και μιας κι έχει και μια ισχύ τον καιρό αυτό, την πρώτη στροφή παραθέτω.

«Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει
κοντά σου να ‘ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή».

Κάνουμε, κάνουμε! Τι άλλο να κάνουμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου