Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ
«Ανένδοτοι Ηλιοι»
εκδ. Καστανιώτη


ΚΩΜΟΣ

Ας ανοίξουμε το παράθυρο
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο
Τρίζουν τα πλεούμενα.
Προσαράζουν στη στεριά, γέρνουν στο πλάι
κι αποκοιμιούνται.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Ρινίσματα στο πρόσωπο του καραβιού
δεισιδαίμονες ήχοι,
δεν είναι τ’ αγκομαχητά των σκαριών,
δεν είναι το σ’ αγαπώ του νερού στα βότσαλα,
δεν είναι ο κόμπος στο λαιμό του φεγγαριού.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο.
Σκιρτά το δελφίνι, τανύζεται, στρέφει το κορμάκι του κρώζουν οι φώκιες,
κρώζει κι ο γλάρος παραστάτης·
το στήθος του πόντου πονά
σα μπουμπούκι κομποδεμένο πριν σκάσει,
τρέμουν τ’ άνθη στο βυθό, λικνίζονται,
ξεπλέκουν τα μαλλιά τους, χουρχουρίζουν στην άμμο.
Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται με τον άνεμο.
Περιφέρονται σαν ωραίες γυναίκες που χήρεψαν
και κάτω απ’ τα μαύρα ρούχα τους βουίζει η ζωή.
Βρυχάται. Σα τίγρης.

Ο μαϊστρος λαγγεύει
Ο φλόκος θροϊζει άγνωστες λέξεις
Ορτσα το πανάκι συλλέγει ψιθύρους
Ποια αρμύρα μαραίνει το αμάραντο της αγάπης.

Ας ανοίξουμε το παράθυρο.
Οι μνήμες της θάλασσας περιφέρονται
με τη μνήμη σου.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ημουν λυπημένος σαν τα μάτια του σκύλου ή
καμιά φορά ξυπνάς τόσο άδειος
που σε καταλαμβάνουν μαύρες σκέψεις
όπως ν’ ανακαλύψεις το εμβόλιο της μοναξιάς
κοιτώντας αφηρημένα στην προκυμαία,
ή χαζεύοντας σε μια αποβάθρα
περιμένεις μια απάντηση
αν θα σε δεχθούν στον Παράδεισο ή τι να βλέπουν τα ψάρια
-έστω μια ιστορία με συναρπαστικές εκκρεμότητες-
Αφηνα λοιπόν τον χαρταετό μου στο εικονοστάσι
για να πάψει να ‘ναι τόσο σκυθρωπό ή
για να ‘χουν οι άγιοι μιαν οδό προς τον ουρανό και
την Καθαρή τους Δευτέρα.
Θυμάμαι, μικρός, ρωτούσαμε πότε θα γυρίσουν τα χελιδόνια
τόσο αγαπούσαμε την άνοιξη,
μάλλον περιμέναμε απίθανες διηγήσεις.
Δίναμε στα χελιδόνια ονόματα,
φυλάγαμε σκιές στις φωλιές τους
κι αυτά μας χαιρετούσαν
καθισμένα στα σύρμα ου ηλεκτρικού
σα νότες στο πεντάγραμμο
μιας μουσικής που μόνο τα παιδιά μπορούν
να διαβάσουν.




ΕΞΟΔΟΣ

Μυριάδες ετοιμοθάνατα διότι
για ένα
εφτάψυχο
γιατί

ΤΟΠΙΟ ΤΕΛΟΥΣ

Κι όπως έλεγε η μικρούλα Νεφέλη
στο γιαλό της Ανάφης
-δαίμων αποκαλυπτικός της αειπαρθένου ενοράσεως
ότι εκεί μόνον Μεγάλη Ιέρεια η θλίψη
οργιάζει χρησμοδοτώντας-
“οι βάρκες αποχαιρετούν το πλοίο.
η νύχτα έπεσε”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου