Περι-Ζαφείριος λόγος για τη Θεσσαλονίκη
κ.λπ. δαιμονίων της
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ερωτήσεις προ απάντηση:
1. Γιατί θα πρέπει να μας συγκινεί ένα βιβλίο που κάνει λόγο μόνο για μια άλλη πόλη;
2. Γιατί να μας συγκινεί, αν η πόλη αυτή είναι η Θεσσαλονίκη;
3. Γιατί τα παραπάνω να συμβαίνουν με το βιβλίο του Χρ. Ζαφείρη, “Θεσσαλονίκης τοπιογραφία”, που κυκλοφορεί στις εκδόσεις Επίκεντρο;
Πριν ξεκινήσω κάθε τι άλλο απαντώ για τον εαυτό μου περισσότερο σ’ αυτά τα υποθετικά ερωτήματα, που δεν αποκλείεται ν’ απασχολούν και κάποιους ακόμη.
Γιατί οι πόλεις, από τις «Αόρατες» του Καλβίνο μέχρι εκείνες που συνάντησαν ο Μάρκο Πόλο ή ο Ουιλ. Νταρλίμπλ στα ταξίδια τους, υπαρκτές ή ανύπαρκτες, είναι οι τόποι όπου ιχνογραφείται η ιστορία του ανθρώπου· κάθε ανθρώπου στην ασημαντότητα ή τη μεγαλοσύνη του· καταγράφονται στους παλμογράφους των δρόμων και των ρείθρων τους οι σεισμικές κινήσεις των κοινωνιών που έχουν ούτως ή άλλως μιαν ευρύτερη επίδραση σε όμορους, μακρινούς μέχρι και συμπαντικούς άλλους αμέσως ή εκ πλαγίου.
Οταν δε, η πόλη αυτή είναι η Θ., που είναι η πιο κοντινή μας μεγάλη πόλη και στάθηκε για πολλούς ως δεύτερη και τρίτη ή και μητριά πατρίδα, επώδυνη ή αδιάφορη, και μας υπήρξε κι υπήρξε για άλλους μήτρα συμβάντων στο χρόνο που μετρούμε επί ονείρων και γης, τότε υπάρχει ένα ειδικό ενδιαφέρον προσέγγισης και αναγνωστικά, άρα εξονυχιστικά και με την ησυχία του βιβλίου, κι όχι την ποδαρο-ετοιμότητα του περιηγητή.
Τρίτον· το βιβλίο «Θεσσαλονίκης τοπιογραφία» είναι έργο τού σε δύο βάρκες πλέοντος λίαν επιτυχώς, τη συγγραφική και δημοσιογραφική, Χρ. Ζαφείρη, φιλολόγου στην επιστήμη, από την Κρανιά Ελασσόνος, αλλά κάτοικου, εν ζωή ζώσα, Θεσσαλονίκης. Τα πρώτα χρόνια του περιοδικού που διοικώ, όταν ακόμα ήταν στις πρωτόλειες εκδοτικές φάσεις αλλά έντονα πολιτικές εκφάνσεις έλαβα μια γραπτή πρότασή του προς τον τότε Δήμο Κοζάνης περί του εορτασμού των 500 χρόνων της. Φυσικά δεν έγινε τίποτα. Λίγο πριν, το 1977, δεν πρόλαβα να τον συν-τρέξω στις προεκλογικές του Συμμαχίες, ότι ήμουνα εντελώς στο στρατό. Με άλλους φίλους του τότε και του απόψε γύριζε στην άγονη γραμμή του Νομού και των ψήφων όταν ακόμα είχαν λόγο τα οράματα και η ανιδιοτέλεια επί της πολιτικής.
Εκτοτε το όνομά του για μένα γειτονεύει κυρίως με το παρασημαίνον του επιθέτου του, για τη λάμψη των κειμένων του, δημοσιογραφικά αλλά και των λογοτεχνικών, όπως: Στο ενσπάρακτο «Ξενάχωμα» 2002, τις περιηγήσεις του στο χρόνο «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς», 1993, στον τρόπο «Ο έρως σκέπει την πόλη. Ερωτική τοπογραφία Θεσσαλονίκης», 1993, στην ιστορία και τη γεωγραφία με τον «Βαλκάνιο πραματευτή» 1998. Στις εφημεριαδιακές του αφηγήσεις, τέλος, κάθε Κυριακή πρωί στον «Αγγελιοφόρο», τις οποίες διαβάζω επί του ορθίως και λάθρα στο εφημεριδοπωλείον των πρώην ΚΤΕΛ.
***
Εν τω μεταξύ, κι ενώ θέλω να γράφω και να μιλώ για το τωρινό βιβλίο, συνεχώς μου έρχεται στο νου ένα μικρό και μόλις προηγούμενό του, με ποιητικούς στοχασμούς, ως «Επισκευαστής αναμνήσεων» φερόμενο.
«Πεταχτά φιλιά στο πεζοδρόμιο, αγωνιώδης
προσμονή στον Πύργο και την Καμάρα
Στυλωμένα μάτια στο Αρωμα. Ευτυχώς
ο έρωτας ακόμα επιμένει.»
***
Ας κάνω μια θεωρητική κάπως στάση κι ας αφεθώ στην ερμηνευτική προσέγγιση του Ντεριντά, που δικαιολογεί τις κατά καιρούς παρουσιάσεις των βιβλίων που στον πληθωρισμό και την καθημερινότητά τους απασχολούν τον συγγραφέα, τους παρουσιαστές και λίγους μόνο φίλους. Πιάστηκα από μια παράγραφό του, και έτσι διασώθηκα ποσώς απ’ αυτό που μόλις αρνήθηκα.
«Για να επιστρέψω στο ποιητικό-ερμηνευτικό ζήτημα, υπάρχει σε όλα τα κείμενα ένα μυστικό κλειδί, δηλαδή μια περίσσεια νοήματος για την οποία δεν θα μπορέσω ποτέ να ισχυριστώ ότι την έχω εξαντλήσει... Αυτό ούτε αποθαρρύνει ούτε κι εμποδίζει την ερμηνεία. Αντιθέτως τη θέτει σε κίνηση... Μπορούμε να κάνουμε την απογραφή μιας πολλαπλότητας νοημάτων μέσα σ’ ένα ποίημα, σ’ ένα κείμενο, σε μια λέξη, θα υπάρχει πάντοτε ένα πλεόνασμα που να μην ανήκει στην τάξη του νοήματος, που να μην είναι μοναχά ένα άλλο νόημα... Οχι μόνον αυτό δεν αποθαρρύνει την ανάγνωση, αλλά είναι κατά τη γνώμη μου, ο όρος της ανάγνωσης... Προσπαθώ λοιπόν να αφουγκραστώ κάτι που δεν μπορεί να φτάσει στ’ αυτιά μου, προσέχοντας να στίξω μέσα στην ανάγνωση μου τα όρια της δικής μου ανάγνωσης. Κάτι που ισοδυναμεί με το να πω, να τι πιστεύω πως μπορούμε να ανασυστήσουμε, τι θα μπορούσε να ήθελε να πει, να γιατί είναι συναρπαστικό και ωραίο και δυνατό, αλλά αφήνοντας άθικτο, ανήκουστο το μη λεχθέν. Κάτι που θα δίνει έξάλλου το δικαίωμα σε άλλες αναγνώσεις».
Αυτά επί του θεωρητικού ερμηνευτικού. Ετσι προσπαθώ και εγώ παρακατιών, ασκώντας το δικαίωμα σε άλλες αναγνώσεις, να ξεφυλλίσω ενώπιόν σας το βιβλίο του Χρ. Ζαφείρη: Θεσαλλονίκης Τοπιογραφία.
Η «Θεσσαλονίκης τοπιογραφία» δεν είναι οδηγός πόλεως. Αυτό το έχει διαπράξει ο συγγραφέας προηγουμένως, σε δίγλωσσα κι εντυπωσιακά, σε ανοιχτό κόκκινο μετά εγχρώμων ,φωτογραφιών, βιβλία. Ετούτο είναι μια αφήγηση με ιστορικό λόγο και αιτία μέσα σε διαδρομές καθ’ όλο το μήκος και το πλάτος της πόλεως, ευθείες, διαγώνιες, τεθλασμένες, γοητευτικές γενικώς κατοπτεύσεις.
Οι προτεινόμενες διαδρομές του είναι κατανεμημένες σε 17 ενότητες.
Η χειρόγραφη εισαγωγή του Ντίνου Χριστιανόπουλου, του ασάλευτου εκ της πόλεως ποιητή (δεν έφυγε για τα ξένα ποτέ απ’ αυτήν, άρα δικαιούται τον τίτλο του πλέον επιφανούς, πιστού γραμματο-αγαπητικού της), είναι μια ψειρολόγος στην αποτύπωσή της συμπύκνωση κρίσης γεμάτη «ζουμί», που θα ‘λεγε κι ο ίδιος, κατάστικτη με άνω τελείες, θέλοντας έτσι με το εξεζητημένο αυτό σημείο στίξης, να ψηφαριθμήσει, κατά Ν. Γ. Πεντζίκη, την Ανω Πόλη της ψυχής και της ζωής του.
Επί του προσωπικού, η Θεσσαλονίκη νιώθεται σαν τρίτη μου Πατρίδα. Η πρώτη, το χωριό, στο οποίο επιστρέφω συνεχώς και σώματι· η δεύτερη, η πόλη που ζω διαρκώς· κι η Θ. τρίτη πόλη που θέλω να πηγαίνω, και πηγαίνω τακτικά, για να διαφεύγω έτσι από τις δύο προηγούμενες και όλα τα συν αυτών. Να προσφεύγω για λίγο σ’ έναν απολεσθέντα παράδεισο κυρίως τρόπου ύπαρξης. Την έζησα φοιτητής (προετοιμασία και πρώτη γνώση)· πατέρας φοιτητρίας (στο ατελέσφορο της διάπραξης), και συνεχίζω στο διαρκώς τώρα (ημερήσιο, μικρό ταξίδι της ανάμνησης). Σας θυμίζω, χωρίς να γίνομαι περισσότερο ευκρινής, τα, κατά την Μαρίνα Τσβετάγιεβα, τα τρία χρονικά θεωρητικά στάσιμα του εγκόσμιού της έρωτα.
Τα κεφάλαια του βιβλίου, όπως τα κατατάσσει ο Χρ. Ζαφείρης, είναι τα κεφάλαια στα οποία ο καθένας είτε ως κάτοικος της πόλεως Θεσσαλονίκης είτε ως εφήμερος ή μόνιμος έπηλυς, θα βρει τον εαυτό του να ορίζεται έστω και ως παρωνυχίδα. Οι δε ανίατα νοσταλγοί της δια του βιβλίου αυτού, ακόμα πιο πολύ θα πέφτουν θύματα του διαφυγόντος συναισθήματος. Καθώς τα ξεφυλλίζω τα αναφέρω με την πλήρη περιγραφή τίτλου τους, τοποθετώ τις φάσεις των σχέσεών μου με την πόλη αυτή, η οποία μπορεί να βιώνεται ωραία ακόμα στην καθημερινότητά της, σε καθεστώς ρουτίνας δια της επαναλήψεως, αλλά μαθαίνεται στην έκταση της από τον επισκέπτη, ταξιδιώτη στη γοητεία του χρόνου της, μέσα από παρόμοια του σημερινού βιβλίου, βιβλία των παθιασμένων της ανθρώπων των γραμμάτων, όπως είναι ο Χ.Ζ.
Α. Ως πρώτη γνώση και περιήγηση
1. «Εγνατία οδός. Περιδιάβαση του αιωνίου δρόμου της Θεσσαλονίκης». Τώρα μια νέα Εγνατία, μιας ώρας, φέρνει πιο κοντά/ μέσα απ’ τα τούνελ του καιρού στο άρωμα σου να σε συναντά. Αχμάκης περί των μεγάλων πόλεων και μεγάλων γεγονότων παρατηρώ στο πεζοδρόμιο, αρχές του 1972, μια σιωπηλή διαδήλωση νέων -που τους έλεγαν και τότε αλήτες- με διακοπτόμενο συγχρονισμό να φωνάζει «Δημοκρατία- Ελευθερία». Τι είναι ετούτο; Απορημένος, φοβισμένος· μήπως και μαγεμένος;
2. «Μπάνια του λαού. Από τον κήπο των Πριγκήπων ως τη Χαλκιδική». Με τον φίλο Μάρκο Φλ. στην αγία Τριάδα. Πρώτη και μόνη θάλασσα, ένδον του φοιτητικού βίου. Εκοψα τη φτέρνα στη σχάρα πλύσεως του θαλασσίου ύδατος. Το βράδυ στο Υποβρύχιο, ταβέρνα αχυρώνας σοφιστικέ, μελιτζάνες με σκόρδο, ρετσίνα και γλώσσα αιγαίου πελάγους, και ο ένας γέρος καλλιτέχνης με το λαούτο, ο άλλος με το βιολί να ψιλοσπαράζουν: «Για σένα άπιστη αργοπεθαίνω/για σένα έγινα κορμί χαμένο». Κι αυτό έναντι του γηπέδου του ΠΑΟΚ – εκεί που φάγαμε στις κερκίδες του τον πρώτο μας καιρό.
3. «Χαράγματα αγάπης. Αδέσποτα χρονικά της ερωτικής ζωής στα δέντρα της πόλης». Δεν τα χάραξα τα δέντρα της. Τ’ αγκάλιασα στην παραλία, στην Καλή- μεριά- στο Σείχ –Σου.
4. «Βήτα εξώστης. Τοπία και βιώματα από ταινίες του φεστιβάλ Θ.» Στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών δεν υπήρξα ποτέ θεατής τους, μέτοχος εκείνης της κριτικής κι επικριτικής πανηγύρεως. Ομως ΦΟΘΚ, Θυμέλη, Αίαντας, Φαργκάνη, οι Δευτέρες της Αμαλίας, Λάουρα, Γαλαξίας, Ανθή, Αθήναιον, Μετροπόλιταν· αυτές οι αίθουσες, το σκοτάδι τους, και η τρυφερότητα επί της οθόνης ή των καθισμάτων τους, μας ενηλικίωσαν και μας πέρασαν με την τέχνη του ορατού στην διαφυγή του αόρατου.
5. «Πορείες χαρακιές στο σώμα της πόλης. Τοπογραφία διαδηλώσεων και λιτανειών στη Θ». Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση κι από Εγνατίας αρχόμενη, η πρώτη και μεγίστη διαδήλωση για την Κύπρο. Οπως και σήμερα από τότε ένας ήταν τελικά ο εχθρός ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Εχω μαζί μου κι ένα μικρό αγόρι συγγενικό· δεν είχε που να τ’ αφήσει η εξαδέλφη μου Αρετή· ο πατέρας της ήταν στο Ασβεστοχώρι με τα πνευμόνια του. Δεν θα έχανα τον μοναδικό αυτό λόγο, λόγω, λόγων οικογενειακών.
Β. Η κοντινή ανάμνηση, η φευγαλέα διαβίωση και η διαρκής συναισθηματική διάβρωση
1. «Η τοπιογραφία των πολιτικών δολοφονιών. Από τον βασιλιά Γεώργιο ως τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Γιώργη Τσαρουχά». Και τον Γιάννη Ζεύγο. Γιατί όχι και τον Τζόρζ Πόλκ. Ολοι από Γάμα αρχίζουν τα βαπτιστικά τους. Τα δολοφονικά συμβάντα που πέρασαν στην ιστορία, τα διαβάσαμε φορτισμένα στις παραγράφους της κάθε εποχής. Υπό την επιρροή μιας τέτοιας -όταν ακόμα γραφόταν κάπως η ιστορία με διάθεση, πριν πλαδαρέψουμε και από της ηλικίας το συμμάζεμα-, διαδήλωση στις τέμνουσες οδούς του χώρου δολοφονίας του Βουλευτή. Ο Λαμπράκης ζει. Ζει; Πού άραγε; Μάιος του 1975· τα Ματ, οι κλούβες, τα δακρυγόνα, τα περιπολικά, η αστυνομία λες κι έσωζαν με το ζήλο τους και το ξύλο τους το αστικό καθεστώς. Δηλαδή για να κυκλοφορούν ακώλυτα τα αστικά λεωφορεία. Ετσι τσιμπολογήσαμε λίγα από τη γνώση της καθημερινής ιστορίας αλλά και από την απόγνωση της απουσίας μας απ’ αυτή.
2. «Τα άνθη του σεισμού. Μνήμες και τοπιογραφίες που έξυσε ο μεγάλος σεισμός του 1978». Εκείνη τη νύχτα ταραχτήκαμε άγρια και στο υπόγειο του Στρατιωτικού Ταχυδρομείου όπου κάναμε σοβαρή, νυχτερινή, στρατιωτική εκπαίδευση επί της διαχειρίσεως των ταχυδρομικών ειδών! Τους το ανταποδώσαμε ισάξια με το σεισμικό μας διατάραγμα του 1995.
3. «Αγιος Παύλος και Ευαγγελίστρια. Τοπιογραφία του έρωτα και του θανάτου, ανάμεσα στα τείχη και το Σέιχ Σου». Από τον περιστερώνα δίπλα στον ανδριάντα του Γεωργίου Βιζυηνού κοιτώ ό,τι μπορώ να δω στο κορεσμένο από την περασμένη, ήδη σωματοποιημένη, ύλη της ιστορίας κοιμητήριο (περιβόλι των ψυχών) στην Ευαγγελίστρια και ανέγγιχτος προσπερνώ, εφαπτόμενος από το μυστήριο και το μυστικισμό της περιοχής του Αγίου Παύλου.
4. «Πατρίδα του Κεμάλ, πατρίδα του Χικμέτ. Η αρχιτεκτονική και πνευματική κληρονομιά των Τούρκων στη Θ». Τ’ αφήνω το σπίτι και τον αισθητικό του τρόπο, πάντα δίπλα μου κι αριστερά καθώς ανεβαίνω την Αποστόλου Παύλου για τον γλυκύτατο άγιο Νικόλαο Ορφανό και την συμπαθητική του αυλή. Περίκλειστο, εχθρικό, ξένο, λες κι είναι έτοιμο να απαντήσει σε μια ανύπαρκτη πρόκληση της ιστορίας.
5. «Η λεωφόρος των Εξοχών Τα αρχοντικά ποικίλων αρχιτεκτονικών ρυθμών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ανατολικά της πόλης». Εζησα κάπως αυτή την ξεχασμένη σαν αίσθηση χρόνου λεωφόρο στις παραθαλάσσιες, παράλληλες και μικρο-κάθετες τέμνουσες οδούς. Επισκέφτηκα όσα αρχοντικά της επιβίωσαν και μετατράπηκαν σε υπηρεσίες και χώρους πολιτισμού, να στεγάσουν στην αναστηλωμένη τους οντότητα, ένα του χτες μετείκασμα.
6. «Η ρημαγμένη μάνα του Ισραήλ. Τόποι δόξας και μαρτυρίου του εβραϊσμού της Θ». Μου έγινε οικείο το ρήμαγμα από τον Γ. Ιωάννου. Δεν πήγα ποτέ στον παλιό Σ. Σταθμό. Τώρα που έγινα πλέον ημερήσιος αταξίδευτος του λιμανιού, περαστικός στους Λαδάδικους χώρους γνώρισα την οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- «Θεσσαλονίκη Μέρες του 1969 μ.Χ.» του Μ. Αναγνωστάκη. Την Κλαίρη βγαίνοντας απ’ τη Συναγωγή και τον Ραούλ. Και μια γλυπτική σύμπλεξη διαλυμένων σωμάτων, στην πλατεία Ελευθερίας, μας αφήνει με ουδέτερα αισθήματα.
Συνεχής αναφορά λόγου και μόνον;
1. «Ανω πόλη. Η παραδόσιμη συνοικία Βυζαντινών, Τούρκων και προσφύγων. Μονή Βλατίδων». Τα παγόνια της Κατερίνας Καριζώνη, Οδός Επταπυργίου, η Παοκ-ταβέρνα Μακεδονικό, πλατεία Τσιτσάνη, ο όσιος Δαβίδ, η Δημητρίου Πολιορκητού με τη Χαρτοθήκη του ποιητή Ευάγγελου Λιβεράτου, το ελαφροδαιδαλώδες Τσινάρι και λοιπά ανεβοκατεβάσματα.
2. «Βασιλικόν Θέατρον Θεσσαλονίκης. Από το κακότεχνον και κακέμφατον στο στολίδι της πόλης». Στους επισκευαστές του ξεχώρισα στο βιβλίο το 1986 δύο οικεία ονόματα: Λόης Παπαδόπουλος και Γ. Παπακώστας. Νάμαστε κάπως απ’ τα περασμένα. Στα υπόγειά του ξεσαλώναμε τρωγοπίνοντας εις υγείαν του λαού, ημείς οι κάποτε έμμισθοι επιδρομείς του κρατικού πολιτισμού. Στο ισόγειο συνεδριάζουμε κατά ομάδες αλλά στην αυλαία μία φορά και μόνο. «Ο θάνατος του εμποράκου» ή μήπως «Ηταν όλοι παιδιά του», και τα δύο του Αρθουρ Μίλερ;
3. «Οδός Λαγκάδα. Η μεθόριος της άλλης Θεσσαλονίκης». Από κει έφυγα για τη Βουλγαρία δις. Την πρώτη, στο γυρισμό, εγκλωβίστηκα στην πόλη με χιόνι για 5 μέρες. Τι εξαίσια χειμερινή διαβίωση και φυλακή μετά οδονταλγίας.
4. «Κατεδαφίζεται προσεχώς πολυτελής οικοδομή. Η αρχιτεκτονική της πόλης από την ποικιλία του εκλεκτισμού ως την ομοιομορφία της τσιμεντούπολης». Τα ζήσαμε και τα ζούμε εν σμικρώ σε σχέση με τη Θ. στην Κοζάνη μας, που αναπλάθεται κατεδαφιζόμενη. Αμέσως μετά, από τα μπάζα της μνήμης, έρχονται φωνές εκ των υστέρων γοερής θρηνολογίας για την οριστική απώλεια. Τι αντιστέκεται στη διαρκή ανάγκη, όταν μάλιστα είναι ώριμο τέκνο μιας στιγμής κέρδους;
5. «Εxtra muros Η περιμετρική ζώνη του θανάτου εκτός των τειχών». Το γνώρισα το κοιμητήριο στην Πυλαία μεγαλεπίβολο σε έκταση, απέραντο, να χωρέσει τους αχώρητους επί ζωής κι αχώνευτους επί Ευαγγελιστρίας σε μια ταφή εκεί ασυγκίνητος, ουδέτερος, ανάμεσα στους χιλιάδες ξένους νεκρούς και εν χωματο-διαλύσει.
6. «Περιφερειακή συνείδηση της πόλης. Η ιστορική μνήμη της Θ. απλώνεται ως τον Ολυμπο, το Βέρμιο και τα Πιέρια». Δεν μας ονομάζει ο συγγραφέας. Ομως νιώθω πως αποτελώ την περιφερειακή, ορεινή της αύρα είτε ως καταναλωτής, εργαζόμενος, σπουδαστής ή, απλά αλλά επώδυνα, νοσταλγός. Μια συνείδηση πόλεως που τώρα διεισδύει ανεμπόδιστα από κάθε Καστανιάς αναστολή –πώς την απαρνηθήκαμε τόσο γρήγορα αυτή την γλυκιά δυσκολία δρόμου· να χωθούμε πλέον, όχημα άνθρωποι, στο σώμα-χώμα του άστεως. Μέχρι κι η υποθαλάσσια αρτηρία της μας ανησυχεί, λες και θα περάσει κάτω από τα σπίτια μας και θα μας χαλάσει τον αρχαίο θολωτό υπόνομο. Χωρίς να μας καλεί είμαστε πάντα εκεί και δίπλα της, είτε από μακριά είτε στο πεζοδρόμιο ή στην αίθουσα λόγων κι αισθημάτων.
Να γιατί με αφορά αλλά κι εσάς το βιβλίο του Χ. Ζ. Αποτελεί ένα μάθημα οιονεί πατριδογνωσίας επί του συναισθηματικού πεδίου. Ολοι, πολλοί, λίγοι βρίσκουν στα κεφάλαιά του μικρές, δικές τους κόγχες για να φωλιάσουν εκεί τις, εμπύρετες φορές από ενθυμήσεις και νοσταλγία, μνήμες που μας εξυγιαίνουν, όπως τα δάκρυα όταν παρασέρνουν τα οξέα του οργανισμού και της ψυχής, με την ελεγχόμενη μελαγχολία που φέρουν, και μας νοτίζουν με τα υγρά του ατελέσφορου, του ανεκπλήρωτου, του διαφυγόντος, που είναι αισθήματα δημιουργίας· μας μιλούν με φωνές ιδανικές, γλυκιές, ως οι παλιές αγαπημένες.
Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Χρ. Ζαφείρη «Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία» που έγινε στο Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης την 14η Μαίου 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου