Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Οι «Στιγμές» του Λεωνίδα Κύρκου


Οι «Στιγμές» του Λεωνίδα Κύρκου κι άλλων τινων αγίων και μη του χτες, του αντιπροχτές· αλλά του σήμερα;

Του Β. Π. Καραγιάννη

Γιατί αγαπούμε κάποιους ανθρώπους; Φορές γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς. Το αντικείμενο της αγάπης είναι συχνά πάνω από τις δυνάμεις αυτοελέγχου· μας θέλγει, μας ρουφά στη δίνη του, βουλιάζουμε στη γαλανή θάλασσά του. Αφηνόμαστε σε μια διάθεση ανέλεγκτης αφοσίωσης γι’ αυτούς και σ’ αυτούς σαν ύπαρξη, αλλά και σαν πράξη ζωής, έργο δημιουργίας, χωρίς να δεχόμαστε και κουβέντα παραπέρα, τυφλά αφοσιωμένοι σε ένα ιδανικό ή μια πλάνη. Ετσι είναι, όταν από την αγάπη τυφλώνεσαι· μετά, μπορεί ό,τι ήθελε να σου προκύψει.
Επιασα να διαβάσω το βιβλίο του Λ. Κύρκου «Στιγμές από την προσωπική μου διαδρομή», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της ΕΣΤΙΑΣ, και με πήρε η κατηφόρα του συναισθήματος. Επεσα σ’ ένα βάλτο νοσταλγίας και, για να βγω από κει αλώβητος, πήρα τον τρόπο των λέξεων. Διέκοψα την ανάγνωση στη σελίδα 94 (σε σύνολο 171), από το φόβο μην το τελειώσω αμέσως και χάσω την έκταση μιας μοναχικής και μοναδικής απόλαυσης· ότι ναι μεν τα δυνατά κρασιά της ηδονής τα κατεβάζεις μονορούφι (ανδρείοι του Καβάφη ή και κακέκτυπά του), αλλά φορές επιβάλλεται το κράτει (για αργότερα). Λίγο έστω.
Οι αφηγήσεις του μικρά στιγμιότυπα της προσωπικής -ποιας προσωπικής, δηλαδή;- της δημόσιας (ακόμα κι εκείνης της εντελώς ιδιωτικής ως εκ της στενότητας του χώρου στο κελί της φυλακής), πολιτικής του ζωής, είναι κατάστικτες από το χαμηλότονο ύφος της προσωπικότητάς του, αποδραματοποιημένες στην εντέλειά τους και ελεγχόμενες.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, γερμένος στην κουπαστή ενός καραβιού -δεν γνωρίζω ποιοι βρίσκονται δίπλά του, οικείοι ή άγνωστοι -κοιτάει προς τα πού; Το μέλλον ή το παρελθόν; Το καράβι ταξιδεύει στης Θεσσαλονίκης τη θάλασσα το 1990 (από που και για που; «Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι/Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.» προτρέπει ο Ν. Καββαδίας, «ΤΡΑΒΕΡΣΟ, Θεσσαλονίκη ΙΙ»), στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, τότε που η πολιτική ζωή εν Ελλάδι είχε πάρει φωτιά κι υπήρχε αποχρών λόγος ενασχόλησης με αυτή την εθελοντική έφεση τού απλού κόσμου, που σήμερα την έχουν τόσο απαξιώσει οι επιχειρηματίες της ώστε κατάντησε γι αυτούς όλους –σχεδόν- λαϊκή αγορά ελπίδων και ελευθέριων συναλλαγών, αλισβερίσι δε ποικιλο-άσχημων νταβατζήδων κατ’ όνομα ή κατά τη χάρη τους.
«Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.»1
Ο Λ. Κ. ταξίδεψε με πολλά πλεούμενα και σε ποικίλες θάλασσες. Οπου και να ταξίδεψε, η Ελλάδα, παρότι πληγιασμένη μέχρις αποσύνθεσης κάποιες εποχές, δεν τον πλήγωνε, όπως τον Γ. Σεφέρη, παρότι του μάτωνε την ψυχή. Αρρωστα αισιόδοξος για τα της ζωής, μέσα από τον προσωπικό και συλλογικό αγώνα, τα λάθη και τα μεγαλεία, τα εγκλήματα και τις θυσίες, κράτησε απ’ αυτήν ωραιότητα της πίκρας, τη γλύκα της αγωνίας, το μέλι του απραγματοποίητου, τη μελαγχολία της δικαίωσης, την αξιοπρέπεια της ήττας, την περηφάνια του δίκαιου, την ευωδία της ανθρωπιάς. Μ’ αυτά όλα οι «Στιγμές» του αρωματίζουν τον αναγνώστη καθώς καίγονται καίνε στο θυμιατήρι του αγιασμού ή του εξορκισμού εν παντί και πάντα χρόνο.
Διακόπτοντας ιδιοτελώς το διάβασμα έβαλα στο πικάπ –ναι, υπάρχει τέτοιο και λειτουργεί ακόμα -το διπλό δίσκο του Μ. Θεοδωράκη «Ο ήλιος και ο χρόνος. Επιφάνια Αβέρωφ», ποίηση Γ. Σεφέρη (Επιφάνια, 1937). Και χύθηκαν είτε σαν λυγμοί είτε σαν σπασμοί οι παράλληλες αναγνωστικές και μουσικές αναφορές. Ο Λ. Κ. περιγράφει στο κεφάλαιο «Φυλακές Αβέρωφ, χούντα: Ο Πλασκοβίτης, ο Θεοδωράκης και άλλοι» το πώς γράφτηκε η σύνθεση ένα βράδυ, παραμονή πρωτοχρονιάς του 1968, κι αυτός να παρακολουθεί τον συγκρατούμενό του μουσικό ιεροφάντη, να δημιουργεί. Στο δίσκο υπάρχει η σημείωση: «Παγκόσμιος πρώτη, θέατρο, φυλακή Αβέρωφ...» με ιδιόχειρες υπογραφές των φυλακισμένων ακροατών και συντελεστών των έγκλειστων της αυτοσχέδιας χορωδίας. Μεταξύ αυτών, του Λ.Κ., αλλά και του Κυριάκου Τσακίρη, ζωγράφου και χαράκτη. Μ’ άρεσαν κάποτε οι ζωγραφισμένες πέτρες του σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου στη Θεσσαλονίκη· περνούσα συνεχώς, τις κοιτούσα τις νοσταλγούσα, τις ήθελα. Αρχισα να ζωγραφίζω κι εγώ πάνω τους. Αλλά ήταν αυτές, με την ωραία τους ψύχρα, που συνήθως μ’ έβρισκαν· όμως σαν σχήματα σημαίνοντα ή παρασημαίνοντα, μιας φαντασίας όλο διαφυγές και προεκτάσεις προς το απλησίαστο.
Στις «Μέρες Γ» (16 Απρίλη 1934 -14 Δεκέμβρη 1940) του Γ. Σεφέρη διαβάζουμε: «15-16 Νοέμβρη 1936. Ταξιδεύοντας Αθήνα-Κορυτσά. Κυριακή βράδυ, το τρένο ξεκίνησε στς 8. μ.μ. Wagon-lit γεμάτο βαλίτσες και μύγες. Στάλες βροχή χάραζαν τα τζάμια οριζόντια καθώς πηγαίναμε. Χωρίς σκέψη. Τίποτε δεν τελειώνει παρά την άλλη αυγή. Η άλλη αυγή είναι το Πλατύ, ο σταθμός». Κατεβαίνει στο Πλατύ Ημαθίας κι από κει παίρνει την ανταπόκριση για τη Φλώρινα. Τόποι, τοπία, άνθρωποι. Σταθμός «Ξεχασμένης» (οι σημερινοί της κάτοικοι έχουν από το 1982 πολιτιστικό σύλλογο με την επωνυμία Γ. Σεφέρης (!) άραγε για τη μνεία αυτή; Οταν ρώτησα κάποιους, δεν ήξεραν), «Επισκοπή», «Σκύδρα», «Εδεσσα». Τόποι που τώρα με το τραίνο σε νέα κυκλοφορία ξαναγίνονται και δικοί μας. Η διαδρομή αυτή μέχρι την Κορυτσά (όπου είχε διοριστεί πρόξενος) μέσα από τους τόπους της Δυτικής Μακεδονίας, έφερε σαν αποτέλεσμα μετά την διεργασία στο ψυχικό του χωνευτήρι, την έξοχη ποιητική σύνθεση «Επιφάνια, 1937»: «Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας/ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής/σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς/καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει”. Με τις «Στιγμές» του Λ. Κ. ξαναζούμε μια στιγμή ποιητικής και μουσικής δημιουργίας όπου λόγος και ήχος, τόσο στενά και θαυμαστά, κρέας και κόκαλο, ήρθε κι έδεσε με τη συναρπαστική ζωή του, όπως τη διαβάζουμε στο τώρα και την βιώνουμε ως αφηγηματικό δώρημα τέλειον· ως παρεπόμενο ευεργέτημα από το περίσσευμα της ευγένειας μιας ψυχής και εκ του μουσικού λόγου «διασαλευμένης».
Το ξάπλωμα της αφήγησης γίνεται σαν φωτεινή κηλίδα πάνω στο αργασμένο τομάρι της μνήμης μας -τι γίνεται τελικά, όλα σ’ ένα κουβάρι αναμνήσεις καταλήγουνε κι εκεί τυλιγόμαστε ή ξετυλιγόμαστε κι εμείς - με αναφορές σε μας γνωστές από τις αναγνώσεις ή από τη μεταπολιτευτική μας διαβίωση-συμβίωση στα σκηνάκια του στρατοπέδου της πολιτισμένης αριστεράς, που τις έβαψε με το ανεξίτηλο χρώμα του και ο σ., μην πω κυρίως αυτός. Φταίει και η μουσική του ιδιοσυστασία, το πάθος του γι’ αυτήν, που δεν μπορούσε παρά να επιδράσει στις πολιτικές σκέψεις, ιδέες και πρακτικές.
Ενώ η μουσική αφ’ εαυτής ημερεύει τα ήθη, δεν είναι δεδομένο βέβαια ότι εξημερώνει και τα πολιτικά, και μάλιστα τα εμφύλια, ιδεολογικά πάθη. Η αφήγηση του Λ.Κ. για την όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο» είναι ενδεικτική της παθογένειας μιας εποχής, που αλίμονο ακόμα συνεχίζεται είτε σαν απόηχος είτε σαν βουή κι αντάρα εκλογικής αντιπαλότητας, χωρίς κανένα αντίκρισμα επί της σημερινής ουσίας των πολιτικών μας διαπραγμάτων. Την ακούω την όπερα τώρα, σήμερα την πήρα από τις πρόσφορες των καθημερινών εφημερίδων- που γράφω αυτό το βιαστικό απόσπασμα ερωτικού, σχεδόν, λόγου για το βιβλίο του ή μάλλον γι’ αυτόν κι ό,τι σηματοδότησε κι ακόμα διαδηλώνει η παρουσία του, παρότι βρίσκεται στην ενεργό αποστράτευση. Τις προάλλες τον συνάντησα στα σκαλιά της Παλαιάς Βουλής στο πολιτικό μνημόσυνο του Γρ. Φαράκου σιγοπερπατητή στα βήματα, αλλά φτερωτό, διαυγή στη σκέψη και στο λόγο· κι είχε λόγο εκείνο το απόγευμα γι’ αυτόν που πέρασε πηδώντας πάνω απ’ όλα τα φράγματα, τις αγκυλώσεις, τις ματαιότητες του ιδεολογικού του καιρού.
Γράφει πως βρέθηκε στο ίδιο κελί με τον σύντροφο της «απέναντι όχθης», που το πάθος τού πρώτου καιρού της Διάσπασης του κοινού τους κινήματος διέλυε κυρίως τις προσωπικές σχέσεις. Κι αυτό ήταν η τραγωδία κι όχι απαραίτητα του ότι δεν προχώρησε συνολικά τίποτε έκτοτε, στην κοινή ή χωριστή πολιτική τους. Η όπερα που συνήγειρε Αυτόν, ενοχλούσε, θόρυβος ακατανόητος, τον άλλον. Εν τέλει η όπερα που ήταν ένας ύμνος στους πολιτικούς κρατούμενους της Γαλλικής Επανάστασης και στην αφοσίωση της γυναίκας στον πολιτικό κρατούμενο άντρα της, όπως και η στοιχειώδης ανάλυση του λιμπρέτου, έπεισε «πολιτικά» τον σύντροφό του, Αργύρη Μ., και έκτοτε την άκουγε συνεχώς. «Ο Μπετόβεν είχε κάνει το θαύμα του. Ετσι ο Μπετόβεν κατέληξε σαν μουσική επένδυση στις συγκεντρώσεις μας. Ο κόσμος που άκουγε αντιδρούσε σαν τον Αργύρη», γράφει ο Λ.Κ. και αφηγείται του πως καθιερώθηκε ο «Υμνος της Χαράς» σαν εναρκτήρια μουσική σε κάθε προεκλογική συγκέντρωση του άλλοτε ΚΚΕ Εσωτερικού («Ω! οι ωραίες μέρες2) κι αργότερα έγινε ο ύμνος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Φυλακισμένοι, έτοιμοι για εκτέλεση, μαζί με τον Μ. Γλέζο, περίμεναν το πρωί («Τίποτε δεν τελειώνει παρά την άλλη αυγή»), το απόσπασμα, το οποίο, όμως, τους προσπέρασε! Εκείνη τη μεταίχμια ώρα σφύριξε την «Ωδή της χαράς», μήνυμα στους συγκρατούμενούς τους ότι ζουν, δεν τους πήραν για εκτέλεση. Και ζουν ακόμα, καλά να ‘ναι, κι οι δύο γερόλυκοι της αριστεράς.
Τέλος οι αίνοι. Σειρά τα ευλογητάρια. Γράφω για ένα βιβλίο –σιγά, δηλαδή, το γράψιμο· απλά μιας φορτισμένης διάθεσης αραδιάζω σκέψεις, αφού άλλως δεν μπορώ να το δηλώσω -το οποίο ενσυνείδητα σταμάτησα στη σελίδα 94, για να έχω κι ένα άλλοθι για τυχόν διαφωνίες στη συνέχειά του, αύριο δηλονότι, επί του ...πολιτικού (τρίχες, δηλαδή), αλλά και για να το έχω προς ανάγνωση για λίγο ακόμα, μιας και δεν μπορώ να ξαναδιαβάζω με τον καιρό, εκ νέου τα ίδια βιβλία, πλην αυτών της ποίησης. Θέλω, βέβαια, να μου θυμίζει κάπως και την «Ημιτελή» του Σούμπερτ, (είναι μεταξύ εκείνων των κλασικών έργων που τα σφύριζε ολόκληρα), κι άλλωστε όλα τα ωραία είναι σε ημιτελή φάση διάπραξης και σε αόριστη διάρκεια χρόνου. Πάντα αφήνουν κάτι για τον άλλον ακροατή ή αναγνώστη, για να περάσει τον δικό του απόηχο σ’ αυτά και σ’ ό,τι νιώθει.3
Το βιβλίο του Λ. Κύρκου «ΣΤΙΓΜΕΣ» στην αναγνωστική του απόλαυση αφήνει σ’ όσους τον γνώρισαν εκ του μακρόθεν ή τον έζησαν εκ του σύνεγγυς, μια σιωπηλή συγκίνηση· («Είμαι ένας ηδονιστής αναγνώστης. Στα βιβλία αναζητώ τη συγκίνηση» Χ.Λ. Μπόρχες) όχι απαραίτητα για όσα γράφει, που δεν στερούνται τέτοιας επίδρασης ή για τις φωτογραφίες που σε πολλούς ξαναθυμίζουν τα αγαπημένα πρόσωπα. Σε μια απ’ αυτές, εκ τύχης αγαθής, κι ο νυν Νομαρχιακός Σύμβουλος Κοζάνης Γ. Αποστολίδης, ηγέτης του αριστερού συνδυασμού στο Ν. Σ. Κοζάνης σε δεύτερο επίπεδο, πίσω ακριβώς από την ιστορική τότε ηγεσία του εν εξάρσει κοινού ΣΥΝ: Φλωράκη, Κύρκο, Φαράκο. Αλλά κυρίως γιατί είναι μια ανθρώπινη αφήγηση -το αυτό ωραία και χαρακτηριστική όπως ο ανεπανάληπτος προφορικός του λόγος - μέσα από την οποία ο αγαπητός πολιτικός γίνεται ο αγαπημένος σου οικείος, κι ο αγαπημένος σου οικείος ξεδιπλώνεται ως ένας πολιτικός που την σήμερον (ας πούμε πως φταίχτης είναι ο χρόνος) λείπει αφόρητα από την πρώτη γραμμή πολιτικής σκέψης, πολιτικής ηθικής αλλά κι επεξεργασίας προτάσεων. Οπως, όταν αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, μέσα στην παλίρροια του λαϊκισμού, προσπαθούσε να διαπλεύσει η τότε ανανεωτική αριστερά το χυλό της αβεβαιότητας και δημοσίευσε τους «Στόχους του Εθνους», μοναδική πολιτική πρόταση σε βάθος χρόνου για τον τόπο, που δυστυχώς ακόμα έχει την επικαιρότητά της ως ζήτημα κατάκτησης. Αλλά αυτά τα βλέπουν μόνον όσοι βλέπουν πολύ πιο μπροστά απ’ τον καιρό τους. «Κύρκο, θα αποτύχεις! Είσαι σε λάθος τόπο, σε λάθος χρόνο, σε λάθος κόμμα», του είπε ο τότε Κ. Καραμανλής. Απέτυχε άραγε; Ποιος ξέρει τι θα πει η ιστορία; Σίγουρα όμως πέτυχε κάτι πιο πολύτιμο, πιο ακριβό, που λίγοι στην πολιτική το καταφέρνουν: να τον αγαπήσουν τόσο και τόσοι, αλλά σαν άνθρωπο.

***
Πλατύ Ημαθίας, Σιδηροδρομικός Σταθμός, Ιούνιος 2007. Στις αφίξεις από Αθήνα υποδέχτηκα κατά καιρούς πρόσωπα της εγγράμματης ενδοχώρας μας. Τώρα στις αναχωρήσεις η Δ. παίρνει το ΙΝΤΕΡΣΙΤΙ για Αθήνα. Είχαμε επισκεφτεί τον Λ.Κ. στο πολυβίβλιο και μουσικά απέραντο κελί του επί της Καλλιδρομίου. Του άφησε ένα ερασιτεχνικό, μουσικό σιντί της, προς κρίση και διάγνωση· αυτός ξεχώρισε εκεί μια σύνθεση: «Ελεγεία για ό,τι χάνεται». Που πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πιά, αναρωτιούνται οι αισθαντικοί του ΤΡΙΤΟΥ ραδιοφώνου; Πού πάει η ενέργεια που εκλύεται από μια εκρηκτική, πολυετή παρουσία, όταν ο καιρός την τοποθετεί στο στασίδι του ομηρικού Νέστορα; Πυκνώνει την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία πήζει η ιστορία· προσκολλάται στην ύλη της πανανθρώπινης εμπειρίας· προσμετράται με θετικό πρόσημο στη λίστα εκείνων των δημιουργών που βάζουν πλάτη για την κίνηση προς τα εμπρός. Συμπυκνώνεται σε βιβλίο. Το πολυφορεμένο του Μαλλαρμέ: «Τα πάντα καταλήγουν σ’ ένα βιβλίο», στην περίπτωση του Λ.Κ. και των «ΣΤΙΓΜΩΝ» του, αντιστρέφοντάς το ανεπιτυχώς, ίσως και να σημαίνει πως τα βιβλία εμφανίστηκαν και υπάρχουν ακόμα, γιατί πρέπει σ’ αυτά να περιγραφούν βίοι και σκέψεις, όχι οι ζωές των άλλων, -εδώ έρχεται ο κινηματογράφος- αλλά κάποιων -και ευτυχώς πολλών- που διακρίθηκαν, διακρίνονται και ξεχωρίζουν μέσα στον κουρνιαχτό της παγκόσμιας καθημερινότητας, ως αδάμαντες εις ρύγχος χοίρου.

Σημειώσεις

1. Γ. Σεφέρη: «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937) , ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Ικαρος 1967
2. Σ. Μπέκετ: «Ω! οι ωραίες μέρες», από το θέατρο του παραλόγου.
3. «Με ελκύει η έλλειψη, το ανείπωτο, η νύξη, η εύγλωττη, εσκεμμένη σιωπή. Το ανείπωτο, γαι μένα ασκεί μεγάλη δύναμη: συχνά εύχομαι να μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο ποίημα με αυτή τη γλώσσα. Η δύναμη αυτή είναι ανάλογη με τη δύναμη του ανίδωτου· για παράδειγμα, τη δύναμη των ερειπίων, των έργων τέχνης που έχουν πάθει ζημιές ή έχουν μείνει ανολοκλήρωτα. Αναπόφευκτα, τα έργα αυτά υπαινίσσονται ευρύτερα συμφραζόμενα· στοιχειώνουν το θεατή επειδή δεν είναι πλήρη, παρότι η πληρότητα υπονοείται: υπονοείται μια άλλη εποχή, ένας άλλος κόσμος όπου ήταν ή προορίζονταν να είναι πλήρη. (LOUΙSE GLYK: «Διάσπαση, δισταγμός, σιωπή» περ. ΠΟΙΗΣΗ τχ., 29 σελ.17)

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος7/16/2007

    Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή