Παρασκευή 25 Μαΐου 2007

40 χρόνια πριν ή 40 χρόνια μετά
(Ελάσσονες ενθυμήσεις από την 21η/4/1967)

Του κόσμου η δόξα όλη ξοδεμένη,
και ποιος θα πει το νόημα του πόνου·
ακούγεται τις νύχτες κι όμως μένει
αμίλητος ο θόρυβος του χρόνου
Δ. Καψάλη «Ο κρότος του χρόνου» εκδ. Αγρα

Του Β.Π. Καραγιάννη

Οπως το πάρει κανείς κι ανάλογα από ποια όψη κοιτά το μεγάλο χαρτονόμισμα της μνήμης.
Το «πριν» φέρει πάνω του μια νοσταλγία ξεθωριασμένη φυσικά σαν μια πολυχρησιμοποιημένη πετσέτα σώματος φθαρμένη, που παραμένει στα αχρησιμοποίητα, αλλά δεν πέρασε στα υπό ...δίωξιν ακόμα, εκ του λόγου ότι φέρει μαζί της μυρωδιές του αυτού προσώπου και σώματός μας, σε πολλές όμως χρονικές παραλλαγές, παραλογές, μεταμορφώσεις. Τους αγαπούμε όσο κι αν μας πονούν οι πρώην εαυτοί μας. Οπως και ό,τι πέρασε από πάνω ή από δίπλα μας, αλλά καταχωρήθηκε στα υπό αναζήτηση είτε ως χαμένος χρόνος (χαμένος κόπος) είτε ως χαμένος τρόπος ύπαρξης και συνύπαρξης με τον άλλο, τους άλλους, τον εαυτό σου.
Το «μετά» μου θυμίζει, τώρα, ένα χριστιανικό βιβλίο που διάβαζα εκείνη ακριβώς την εποχή κι αγόρασα από το τότε βιβλιοπωλείο της ΧΕΝ. «40 χρόνια στην Ερημο» και αφορούσε την περιπλάνηση των Εβραίων μετά την ‘Εξοδό τους από την Αίγυπτο. Τα σαράντα χρόνια που πέρασαν από την 21η/4/1967 προφανώς και δεν είχαν στοιχεία εκείνης της Βιβλικής εξόδου είτε σε γενικό επίπεδο είτε σε προσωπική βάση στον καθένα. Ομως είχαν επιμέρους ερημώσεις, μικρές ερήμους αντί για οάσεις, είχαν μάννα εξ ουρανού αλλά και φλόγες κόλασης, θανάτου, δηώσεως· φωτιές-κολόνες που καθοδηγούσαν και αντίστοιχες που κατέφαγαν το σώμα της φύσης· φοίνικες αναδυόμενους αντί για ορτύκια καταδυόμενα. Είχαν πολιτικές αλλαγές, μεταπολιτεύσεις χαμένες, δικαιωμένες ή αδικαίωτες. Είχε από όλα ο μπαχτσές του νεοελληνικού κράτους στο συλλογικό μας είναι.

Το πριν

Tο πρωί της 21ης Aπριλίου, όπως κάθε πρωί, πηγαίναμε με το αστικό λεωφορείο στης Kοζάνης το Γυμνάσιο. Kοντά στην εκκλησία της Παναγίας, μας σταμάτησε ένα αυτοκίνητο της EΣA. Aνέβηκε ένας αξιωματικός. Κοιτούσαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε. “Πού παν όλοι αυτοί;”. “Mαθητές είναι, στο σχολείο πάνε” απαντά ο οδηγός. Στο Γυμνάσιο, ήταν Παρασκευή πριν τη M. Eβδομάδα, λίγες οι τάξεις που είχαν μείνει· οι περισσότερες ήταν στις πολυήμερες εκδρομές. Μας πήγαν κι εμάς εκδρομή στο γήπεδο. Kατά τις 10 η ώρα ο γυμναστής (ποιος ήταν;) μας μάζεψε και θορυβημένος μας είπε να το διαλύσουμε, ότι κλείνει το σχολείο τώρα, και να φεύγουμε παρέες μέχρι τρεις το πολύ. Απορίες δυσεξήγητες! Tότε άκουσα πως ένας κάποιος A. Παπανδρέου έπεσε από τη σοφίτα (δεν ήξερα ακόμα τι μέρος του σπιτιού ήταν αυτό· πολύ αργότερα στο χωριό έκαναν και σοφίτες στα νεόχτιστα και τις χρησιμοποιούσαν για αποθήκες χορτονομής) που κρυβόταν και έσπασε και το χέρι. Θραύσματα γεγονότων πολιτικών και γνώσεων. Με τον αδελφικό, παιδικό φίλο της εποχής, Γιώργο Μ. Καραγιάννη, φύγαμε με τα πόδια για το χωριό· η συγκοινωνία είχε κοπεί. Στο ραδιόφωνο άκουσα δημοτικά τραγούδια και εμβατήρια. Περισσότερα δεν καταλάβαινα. O καιρός μουντά ανοιξιάτικος. Διάβαζα τα «Πασχαλινά διηγήματα» του Aλξ. Ππδ. σε εκείνες τις φτηνές εκδόσεις MAPH, στο σπίτι, κουκουλωμένος κάτω από την κουβέρτα στο δυτικό δωμάτιο κι ήμουν χαμένος στους ονειρικούς τόπους και κόσμους του, ξένος του εξωτερικού γεγονότος που ήδη λάβαινε καιρό και χώρα στη χώρα, στο χώρο της ψυχής ορισμένων και στο κατάστικτο σώμα της νεοελληνικής ιστορίας. Αν η Ελλάδα έμπαινε σε δοκιμασίες των οποίων η έξοδος έχει πάντα αιματηρά επακόλουθα, όπως θα σημείωνε δυο χρόνια μετά ο Γ. Σεφέρης στη «Δήλωσή» του, αυτό ούτε που μ’ ένοιαζε προσωπικά, εκ λόγων παιδικής αγνοίας, ούτε και το καταλάβαινα άλλωστε, όπως πιστεύω και η συντριπτική πλειοψηφία των Νεοελλήνων τότε, που έβλεπε ή δεν έβλεπε κάτι παρανοϊκούς και γελοίους αξιωματικούς (ξεχάσαμε και τα ονόματά τους κάτι σαν Παττακός, Παπαδόπουλος κ.λπ.) να ασελγούν επί μια επταετία στην κοινή πολιτική νοημοσύνη και τα ζητούμενα της καχεκτικής ελληνικής δημοκρατίας που ασφυκτιούσε από τους κατ’ εξακολούθησιν βιασμούς της. Ο μήνας Απρίλιος ήταν κάπως στις κρύες του εκδοχές. Εβλεπα άνδρες των TEA στο χωριό οπλισμένους, με τις κάννες των τουφεκιών προ τα κάτω (μάλλον γιατί κάπου κάπου ψιλόβρεχε και δεν ήθελαν να μπουν σταγόνες μέσα τους και μετά να τρίβουν με τις μέρες και τον σχοινοκαθαριστήρα που είχε διασωθεί από την τσαρουχο-χρήση προς γυαλισμόν τους) να περιπολούν και να ανιούν κατά δυάδες. Ενας χωριανός τούς έβαλε σε ...τάξη. –«Γιατί οι κάννες προς τα κάτω; Έχουμε Επανάσταση, έχουμε στρατό, Κεβέρνηση έχουμε... κάτι τέτοια. Επομένως, πρέπει οι κάννες νικηφόρα να κοιτούν τον ουρανό». Είπα νικηφόρα και θυμήθηκα, τώρα εννοείται, τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, δικηγόρο κι από τους πρώτους δολοφονημένους της χούντας στο ποίημα που του αφιέρωσε ο μεγαλομάρτυς Αλέκος Παναγούλης και μελοποίησε ο Μ. Θεοδωράκης («Δεν θα τολμήσουν έλεγες/ δεν έχουν άλλο δρόμο σ’ απαντούσα/ Αυτός ο δρόμος θάναι ο τάφος τους/ Φώναζες με πίστη/ Ναι, Νικηφόρε...). Οχι μόνο τόλμησαν, όχι μόνον πέρασαν αλλά γέμισαν τον εθνικό χώρο με τάφους, Κυπρίων κυρίως!
Οι οπλίτες των ΤΕΑ άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε το κάτω ούτε το πάνω. Με κάτι στραβοχυμένους μπερέδες σαν εκείνους που σου λαχαίνουν στο σωρό, όταν παρουσιάζεσαι στο κέντρο νεοσυλλέκτων και δεν μπορείς ούτε σε στάσιμο νερό να κοιταχτείς, όχι σε καθρέφτη. Tι φύλαγαν κι αυτοί οι ταλαίπωροι;
Τελικά έγινα ένα παιδί της Χούντας, με τον καιρό. Εξηγούμαι. Η Δικτατορία ήθελε νέα ιδεολογικά έντυπα για να προπαγανδίζουν τον κόσμο της τον διαφορετικό, εναντίον της φαυλοκρατίας. Μια εφημερίδα που κυκλοφόρησε τότε, η «Νέα Πολιτεία», ήταν Κυριακάτικη. Παιδί δευτέρας και τρίτης γυμνασίου την αγόραζα επειδή δημοσίευε ένα διήγημα από την Ανθολογία Νεοελληνικού Διηγήματος του Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη. Εκ των υστέρων, σε απολογητικό λόγο, ο Ρένος Απ. απεφάνθη, όταν τον έσφιξε ο ιδιότυπος πνευματικός δωσιλογισμός του, ότι αυτό ήταν μια πράξη υψηλής πνευματικής αντίστασης, διότι έπεισε, λέει, τους δικτάτορες να υποχρεώσουν τους εκδότες να δημοσιεύουν στις εφημερίδες τους τα διηγήματα της ανθολογίας -με το αζημίωτο; Ηταν όντως ωραία διηγήματα· ακόμα θυμάμαι του Δ. Κόκκινου το «Δυό ντουφεκιές στο γαλάζιο νερό»! Για ν’ ανοίξουν τα μάτια και τα μυαλά των αναγνωστών υπηκόων της δικτατορίας, ήθελαν δεν ήθελαν. Επιπλέον δε, και επειδή η ανθολογία είχε και διηγήματα αριστερών και κομμουνιστών συγγραφέων, με τον τρόπο αυτό έσπαγε τη ...λογοκρισία, έλεγε, είπε ο Ρ. Απ. Δεν ξέρω αν έκανε κι αντίσταση τότε που όλοι οι άλλοι τους έλεγε «αντιστασιακούς εκ των υστέρων» στο περιοδικό «Τετράμηνα» που επιμελούνταν- «ήταν κρυμμένοι από το φόβο τους κάτω από τις κουβέρτες επιποθούντες επιστροφήν εις την μήτραν». Ορισμένως τα πίστευα αυτά· αργότερα, εν επιγνώσει, όχι.
Κι εγώ εκ των υστέρων αποενοχοποιήθην, αναγνωστικά τουλάχιστον, γιατί τις Δευτέρες αγόραζα τη «Βραδυνή», που είχε τη σελίδα της «Φιλολογικής Βραδυνής» σε επιμέλεια του Μπάμπη Κλάρα (αδελφού, πολύ μετά το έμαθα, του Αρη Βελουχιώτη, παρακαλώ). Τι καταλάβαινα κι απ’ αυτά; Ελάχιστα. Ηθελα ωστόσο να υπάρχω στο κλίμα του φιλολογικού λογοτεχνικού πράγματος, όπως κι όσο. Τέλος πάντων.
Υπήρξαμε τρόφιμοι τελικά ενός συλλογικού ψυχιατρείου ή είμαστε ως λαός κομπάρσοι σε μια ιλαροτραγωδία, που έπρεπε να ανεβεί στο θέατρο της ιστορίας, αφού αποχαυνωμένο το κράτος πήγαινε κι ερχότανε, φτερό Σολωμικό; Θυμάμαι τους ηλίθιους γυψο-γιατρούς συνταγματάρχες και κωμικοτραγικούς ταξίαρχους με μια μελαγχολία και με μια αίσθηση συγχώρεσης. Δεν πιστεύω ν’ αμαρτάνω!
Κακά το ψέματα η δικτατορία δημιούργησε στενά νομικά, εν τη ανομία κι αδικία της, δίκαιο· επικράτησε, νομοθέτησε, κυβέρνησε· οι νόμοι της ακόμα κρατούν. Ετσι, και δεν την πήρε είδηση ο Αθηνών και της συμ-πασχούσης εξ αυτού Ελλάδος, μελετηρός αρχιεπίσκοπος! Λίγοι «απάτριδες» στο εξωτερικό, οι έγκλειστοι στις φυλακές, οι εξόριστοι στις νήσους του Αιγαίου, όσοι δηλαδή το πήραν επί προσωπικού πόνου και για να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους και τιμή, έκαναν ό,τι έκαναν εμφανώς, επώνυμα κι εναντίον της δικτατορίας. Η τεράστιας έκτασης και ποιότητας συλλογική μας ουδετερότητα του έθνους, εξ αυτής της ατομικής θυσίας, δεν εξαγοράζεται. Ακόμα κι όταν το μοναχικό, φοιτητικό, συλλογικό της εποχής πήρε και σηκώθηκε στα πόδια του, δεν αποτέλεσε παρά μια μικρή νησίδα αγωνιστικής, συναισθηματικής έξαρσης, έξαψης και τρυφερότητας εν γένει.

Το μετά, δηλονότι το σήμερα

Απόγευμα προς το βράδυ της Πέμπτης 19/4/2007. Αίθουσα τελετών Α.Π.Θεσσαλονίκης. Εκδήλωση μνήμης: «21 Απριλίου 1967-21 Απριλίου 2007. 40 χρόνια από τη Χούντα». Διοργάνωση Σύνδεσμος Φυλακισθέντων –Εξορισθέντων Αντιστασιακών (Σ.Φ.Ε.Α. 1967-74), Επιτροπή Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (Ε.Δ.Ι.Α.)1940-74, Ινστιτούτο Μελέτης Σύγχρονης Ιστορίας (ΙΜΕΣ). Στην είσοδο του χώρου μια οριζόντια έκθεση φωτογραφικών ντοκουμέντων. Μια φωτοτυπία σελίδας της εφημ. «Θεσσαλονίκης» του 1973 δείχνει το «στρατηγείο», δηλαδή τον αχυρωνοειδή, ισόπεδο χώρο της κατάληψης της Πολυτεχνικής, το Νοέμβριο του 1973 κι αμέσως μετά την αναίμακτη αλλά όχι «ασύλληπτη» κι «άδαρτη» «Εξοδο». Πότε έγιναν αυτά; Σαν να ψάχνω στο άδειο, θαρρώ της μνήμης. Στέκομαι σε μια φωτογραφία: Φυλακές Φλώρινας, 20 Σεπτέμβρη 1967, διαβάζω, και τρεις άνδρες· Τάκης Καρδάσης, Βαγγέλης Τσαμπούρης, Γιάννης Μάτσος, εκ Κοζάνης, φυλακισμένοι της 21ης . Σιγά σιγά οι ηλικίες και οι μνήμες μαζεύονται. Στη σκάλα χαιρετώ τον Πάνο Δημητρίου, ιστορικό πρόσωπο της κάποτε πολιτισμένης αριστεράς, υπερβεβηκίας ηλικίας μετά βακτηρίας κι υποβασταζόμενος σχεδόν. Ηθελα να του μιλήσω πιο ζεστά. Στο τέλος της αίθουσας ο Λευτέρης - Λαοκράτης Χαλβατζής διακριτικά δηλώνει παρών. Αυτός έχει να θυμάται πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Ο Χρίστος Ζαφείρης δημοσιογράφος, συγγραφέας και καταγραφέας της πόλης αυτής («Θεσσαλονίκης τοπιογραφία» το τελευταίο του βιβλίο) εκεί. Μπροστά, ο Γ. Μητλιάγκας που βρέθηκε στη Θ. και δεν μπορούσε να μην είναι εκεί. Ο γεραρός Νίκος Καλογερόπουλος, ψυχή πολλών ιστορικών διαπραγμάτων στη Θεσσαλονίκη και στον τόπο μας, από τους διοργανωτές. Αυτούς γνωρίζω ή αναγνωρίζω μόνον; Φευ! Πρόβα ορχήστρας; «Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί…». Ενας νεαρός με ευγενείς σχεδόν τρόπους, υπενθυμίζει την ύπαρξη της εφημερίδας «Σοσιαλιστική Αλληλεγγύη». Καιροί και τρόποι του άλλοτε, ξεθωριασμένοι. Προσφωνήσεις σημαντικών κι ασήμων με τη σειρά προσελεύσεως. Ο κ. πρύτανης προσεφωνήθη ερήμην του, ωσί παρών, ότι ήδη είχε αναχωρήσει δια σύσκεψιν. Ένα ντιβιντί δυσανάγνωστο αγωνίζεται επί της οθόνης κάτι να θυμίσει κινηματογραφικά. Χαιρετίζει μετρημένα ο Φώτης Προβατάς, πρόεδρος του ΣΦΕΑ. Ο Γ. Μαργαρίτης, καθηγητής ιστορίας, τεκμηριώνει επιστημονικά τον ιστορικό χρόνο. Ο Β. Δεμουρτζίδης προσπαθεί να φανατίσει τους εντελώς δικούς του ακροατές με κοινοτοπίες πολιτικής διδαχής περασμένου καιρού. Ο Μ. Μητσιάς, γλυκύτατος, σεμνός τραγουδιστής, έγκλειστος τω καιρώ εκείνω στο Επταπύργιο, θυμάται, τραγουδά, συγκινεί ανεπιτήδευτα κι αναχωρεί. Η γενναία Δημοτική αστυνομία Θεσσαλονίκης, την ίδια ώρα αφαιρεί την μπροστινή πινακίδα του αυτοκινήτου μου –γιατί μόνο τη μια κύριε δήμαρχε;- «διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις». Οταν το είδα το εισπρακτικό σαφάρι επί ανώδυνου δρόμου στη λεωφόρο Δικαστηρίων ήθελα να παραφράσω τον Μ. Αναγνωστάκη κάπως («Και πώς να τον πεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει 20 χρόνια φυλακή) αλλά τ’ αφήνω. Είναι και τόσα χρόνια εκλεγμένος και μόνον πολιτικά (τρέχα γύρευε δηλαδή) είναι ένοχος υπερβάσεων των χαμηλότατων, γενικώς, οργάνων του. Επιμένω πως κατά πλάσμα δικαίου και ως εκ της επιτοπίου συνηθείας δεν ήμουν έκνομος, αλλά πληρώνω· ότι φορές Δήμος = δήμιος.
Στο γυρισμό η σελήνη ήταν νύχι δύο ημερών του Κ. Λαχά, αλλά «Ενα φεγγάρι ολονυχτίς ταξίδευε / πάνω στην ασημένια σου χορδή / ποτάμι, σιγανό / ποτάμι», του Τάκη Σινόπουλου, επενδυμένο μουσικά εξαίσια από τον Μιχάλη Γρηγορίου.


Σημείωση

Το παρόν αφιερούται στον αγαπημένο φίλο Μάκη Καραγιάννη, όστις, ενώ εγώ, όρθρου βαθέως, έγραφα τα ανωτέρω, αυτός την ίδια ώρα έτρεχε στις υπηρεσίες του Δήμου Θεσσαλονικέων, στην αστυνομία του, στα ΚΤΕΛ, να πληρώσει, να πάρει και να μου στείλει τη νόμιμα κλαπείσα πινακίδα για να μην τεθεί το όχημα επί 20ήμερον σε αργία. Δεν άντεξα ούτε μια μέρα χωρίς αυτό, ενώ ο λαός των νεοελλήνων για εφτά χρόνια άντεξε τους δικτάτορες, παρότι τους πολεμούσε συνεχώς, νύχτα μέρα, μέρα νύχτα, ανεξάρτητα αν αυτοί δεν το καταλάβαιναν!
«Αλλα τέτοια ζώα που ήταν πού να το καταλάβουν» (Φ. Μπαρλάς)
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου