Παραμονή του Α’ Ψυχοσάββατου/
κατά το οποίον οι κεκοιμημένες ψυχές/
παίρνουν την άνω (ή κάτω) βόλτα τους/
και συνομιλούν με τους επιζώντες/
στην επιφάνεια της γης/
προς το δείλι πέρασα από την επικράτεια/
της αέναης σιωπής τους εν τούτοις βοώσα/.
Του άφησα ζουμπούλια ευωδιάζοντα/
και κίτρινα άγνωστα εκ της αυλής μας άνθη/
«Πέρασαν το λοιπόν 2,5 χρόνια/
κι ακόμα δεν μπόρεσα εδώ να συνηθίσω...»/
-Είπε.../
Ούτε κι εμείς σε συνηθίσαμε εκεί.../
Στη τσέπη διαδακτύλιζα ένα στερεό δάκρυ/
χάντρα προσευχής από κομποσχοίνι.../
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου