Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021
Ενσταντανέ εκ του μη συγγραφικού μου βίου
Εις μάτην προσπαθώ τη μάνα να θυμηθεί κάτι που «νήπιο» ων θα έδειχνε πως θα γινόμουν ό,τι έγινα. Τίποτα. 20 Αυγούστου 1953 εγεννήθην πάνω σε ένα σωρό στάρι. Εβαπτίσθην υπό μανδάμας που διατηρούσε μεγαλόσχημο «οίκο» στην πόλη.
Δημοτικόν σχολείον.
1960 Στην πρώτη τάξη ελάμβανα στην καλλιγραφο-ορθογραφία συνεχώς «Eύγε δέκα» ως καλλιγραφο-γράμματος από την κυρία Ιωάννα, δασκάλα γλυκύτατη, ως μέλι.
Στη Δευτέρα έλαβον δημόσιον προφορικόν έπαινον εντός της τάξεως, από την κυρία Πόπη Καλομάλου εκ Καλαμάτας διότι είπα απέξω το τροπάριον των Θεοφανίων «Εν Ιορδάνη». Από τότε γνωρίζω την ορθήν αποστροφήν «του λόγου το ασφαλές» των ελαχίστων κι όχι «του λόγου το αληθές» των απείρων...
Τρίτη Δημοτικού κατέθεσα μάρτυς στο Πλημμελειοδικείον Κοζάνης σε υπόθεση ποδηλατικού ατυχήματος. Tον φίλου μου Λεωνίδα τον είχε παρασύρει ο αδελφός(!) του Γιώργος (Γιορίκας) στην κατηφόρα Πρωτοχωρίου-Λευκοπηγής μια Κυριακή του Θωμά. Επιστρέφαμε από τον ποδοσφαιρικό αγώνα Μ. Αλέξανδρος Λευκοπηγής -Κένταυρος Πρωτοχωρίου στον οποίο τα «φάγαμε» εννοείται. Βαδίζαμε δίπλα δίπλα. Σώθηκε, μου χάρισε το βιβλίο «Φώτος Τζαβέλας». -Εσύ τα μαζεύεις αυτά μου είπε, τότε, εγώ τι να το κάνω· είχα ήδη τον «Ηρωα της Αλαμάνας» και τα «Παιδικά διηγήματα» του Αλξ. Ππδ.
Η μαρτυρική μου κατάθεση εντυπωσίασε το ακροατήριον και τη θεωρώ την καλύτερη αγόρευσή μου σε όλη τη μετέπειτα δικηγορική θητεία.
Τετάρτη. Ξέχασα το ποίημα που απάγγελνα σε σχολική γιορτή στο προαύλιον του Τιμίου Προδόμου. Κοιτούσα τα κεραμίδια του ναού και αφαιρέθηκα -που ταξίδευα; Γεμάτος ντροπή κι από κάτω μου λέγαν «φεύγα...». Δε θυμάμαι πως έφυγα κάπως κατουρημένος όπως εκείνος ο βουλευτής που εψήφισε κάποιο μνημόνιον. Εκείνο τον καιρό έπαιζα μπάλα νυχθημερόν.
Στην Πέμπτη έλαβα την πρώτη θεατρική μου εκδίκηση Επαιξα σε σκετς τον Πρωτομάστορα (όχι του Καζαντζάκη φυσικά) κι ήταν μια ικανοποίηση. Ο δάσκαλος Κ. Παπαδόπουλος από το Πρωτοχώρι περιέφερε στην τάξη μια ζωγραφιά μου πάνω σε κόντρα πλακέ κομμένο (του ήρωα Αχιλλέα) λέγοντας: «Αυτός –εγώ- θα γίνει ζωγράφος. Εγινα πεζογράφος· κάπως...
1965. Εκτη κι έλαβα την τελική πανηγυρική εκδίκηση-δικαίωση. Επαιξα τον ήρωα της Αλαμάνας Αθανάσιο Διάκο στη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Αποθέωση (χωρική) κάτι σαν τον ομότιτλο πίνακα του Κ. Παρθένη. Η μάνα με τα μαλλιά της μου έκαμε μια περούκα. Ακόμα την κρατώ, ακριβό φυλακτό. Φορούσα το καλημαύχι και το ράσο του Παπατσεβά. Στο ακροατήριο ο θυμόσοφος Αϊθανάσιος Νιανιάτσιος κι ο λίαν ευσυγκίνητος κυρ’ Ιωάννης Ντούντας, αριστερός ψάλτης, εκλαίγαν γοερά εκ της συγκινήσεως («Κλαίγαμε σα γομάρια»! είπαν στον πατέρα). Την θητεία μου αυτή στο σχολικό θέατρο την αναφέρω και στο βιογραφικό μου που κατέθεσα στην Εταιρεία Συγγραφέων. Εξελέγην στις μαθητικές εκλογές του 1965 αντιπρόεδρος τάξεως και σχολείου αφού η πληθύς των (αλησμόνητων) συμμαθητριών μου εψήφισαν την συνυποψηφίαν μου· οι άρρενες είμαστε μόνον 8, αλίμονον! Από τότε με εφάγαν οι γυναίκες! Ηταν αυτό το μόνο αιρετό αξίωμα της ζωής μου. Είχα στην αρμοδιότητά μου να αναθέτω σε δύο συμμαθητές να οδηγούν το καζάνι με τα σκουπίδια στο σχολικό σκουπιδότοπο. Ο δάσκαλος μου ανέθεσε την διαχείριση του μαθητικού Πρατηρίου αλλά μέχρι τέλους δεν τα πήγα και τόσον καλά.
– «Κύριε υπήρξα έμπορος κακός…».
Τότε διάβασα δις όλη τη σχολική βιβλιοθήκη (και ξεκίνησα τα ατέλειωτα ταξίδια μου με τα βιβλία). Εκτελούσα παράλληλα χρέη οιονεί σχολικού αστυνόμου μάζευα δηλ. τους σκασιαρχούντες που σύχναζαν κάτω από το δεύτερο πλάτανο σε έναν ευκαιριακό σαγματοποιό από την πόλη ο οποίος ερχόταν και επιδιόρθωνε τα σαμάρια του χωριού και κάπνιζαν ομού τσιγάρες.
Οχι, χρέη μαθητικού κουρέως δεν έκαμα, αλλά υπήρξα θύμα πολλαπλό του συμμαθητή μου Ζησούλη «διαπρεπή» τερματοφύλακα μετέπειτα το χωριό που έπαιζε το ρόλο του με θυσιαστική αφοσίωση…
Το 1965 απολύθηκα των τάξεων το Δημοτικού και εισήχθην στην Α’ του Βαλταδωρείου Γυμνασίου άνευ εξετάσεων και πηλικίων ότι μόλις είχαν καταργηθεί και τα δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου