Δεν είμαι εγώ στη φωτογραφία (ο τότε
φωτογράφος του χωριού Ν. Kερασιώτηςωζει
απο τα φιλμς)ανατιζε τς κατστασεις κι ο γι απαθανάτιζε τις καταστάσεις
κι ο γιός του Κώστας σήμερα τις διασώζει από τα καταχωνιασμένα φιλμς) αρχές του
’60. Δεν ε της μνημηςα / ΟΙ Βοημοίχα
αδέλφια αλλά μ’ αυτούς έζησα μέχρι τα 10 χρόνια
αυτή τη σχέση, στο μεγάλο, χωρικό σπίτι. Ο μαθητής γυμνασίου είναι ο
Μποέμ που πρωταγωνιστεί στο διήγημα «Ο
Μποέμ και οι Βοημοί της μνήμης» («Χρώμα της νοσταλγίας» εκδ. Γαβριηλίδης) ως
αρχηγός παιδικής, χωρικής «γλυκιάς συμμοεςω﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽κης καταδι των νέων). ρίας», ατίθασος άχρι ποινικής
καταδιώξεως, η οποία συν τοις άλλοις εσύχναζεν σε μια ρούγα:
«...Εκεί όπου διεξαγόταν και της
αγάπης ο μονήρης, άγονος αγώνας με τη στενή, όμως, παρέα της γειτονιάς. Εφ’
ενός ζυγού καθήμενοι και στο ρυθμό του: «τρεις ανθρώποι μ’ ένα μάτι φούσκωναν
ένα δερμάτι» κωπηλατώντας και σιωπηλοερωτοαλγούντες, ο ένας πλάι στον άλλο, να κοιτάζουν
την άωρη αλλ’ εν υψίστη εγέρσει, φύση τους και να μηρυκάζουν τις αδόκιμες κι
ανέμπειρες φαντασιώσεις τους, από τον ελληνικό σινεμά του τοίχου, στην
προσπάθεια της εκτόξευσης του μοναχικού, ερωτικού υγρού πυρός και λόγου,
ποιανού δηλαδή η χύση (ωχ, λόγος) θα διαγράψει τη μεγαλύτερη τροχιά, καμπύλη
. Για να προσγειωθούν οι
ρανίδες ατελέσφορα στης γης τα χώματα και τα χορτάρια και να υπολευκαίνουν τα
ξεχασμένα φύλλα από λάπατα ενώ για άλλα φύλα ήταν ο προορισμός τους. Η ηλικία
και η μεγάλη πυκνότης του από την αραιότητα (έως μηδέν) της φυσιολογικής χρήσης
(η μονήρης προπεοπόνηση, που έδινε αλλά δεν έπαιρνε, ήταν εξάσκηση τρόπον τινά)
επέτρεπαν (ω, η χωρική μας νεότης) τέτοια άδολα αγωνίσματα και καταμετρήσεις.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου