Γέρνω, γυρνώ, γερνώ...
Γέρνω (γυρνώ, γερνώ) σ’(με) τις βιβλιοκλίμακες του καθημερινούκι αυτές αλλού να βλέπουν χωρίς στο λίγο έστω να μικραίνουνΚαμπαναριά δίχως καμπάνες ορίζοντας το ατέλειωτο του ουρανούκι όσο η ζωή μαζεύεται οι αδιάβαστες τύψεις να μ΄ αρρωσταίνουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου