«Μου φαίνεται πως πάω και ταξιδεύω
στην ερμιά του πέλαγους εις τ’ όνειρό μου...»
(«Το όνειρο της Μαρίας» από τον «Λάμπρο» του Δ. Σολωμού)
Γυρίζω πίσω πολλά χρόνια· μαθητής Γυμνασίου. Το αστικό λεωφορείο μας έφερνε από το χωριό στην πόλη 8 παρά. Το κουδούνι στο Βαλταδώρειου χτυπούσε στις 8. 30. Η
καθημερινή, πρωινή βόλτα ήταν μέχρι τη βιτρίνα του Βιβλιοπωλείου-Πρακτορείου Αθηναϊκού τύπου «Αφοι Παπαϊωάννου». Εκεί σήμερα είναι μικρή αλέα με τον ανδριάντα του Ν. Κασομούλη. Ατέλειωτα χαζέματα σκιρτήματα, αδημονίες, επιθυμίες προκαλούσε η βιτρίνα με τους τίτλους. Εμπαινα, όταν είχα χρήματα -όλα εκεί πήγαιναν άλλωστε- σιωπηλός. Στο ταμείο αυτή. Μεγαλύτερή μου λίγα χρόνια (το διαπίστωσα στο ύστερο προσκλητήριό της καρφωμένο σε κολόνα της ΔΕΗ). Πάντα έτσι τη θυμάμαι όπως ήταν τότε. Την είχα συνδυάσει με τους «ήρωές» μου σε φτηνές εκδόσεις και χαρτί (Δαρεμά- Μαρή, κ.α.): Παπαδιαμάντη, Ντοστογιέφσκι, Σαίξπηρ, Τολστόι, Κρόνιν... όταν ακόμα δεν είχα ξεκαθαρίσει τον τίτλο του βιβλίου από τον συγγραφέα και ποιός έχει την πρωτοκαθεδρία. Α, και η ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Την πρωτοαγόρασα στη Β’ Γυμνασίου, δρχ. 10. Λίγα της καταλάβαινα. Αυτή πάντα εκεί.· σιωηλή. Ούτε που την καλημέριζα. Απλως με κοιτούσε. Εχω (είχα πλέον) συνδέσει την παρουσία της με τα ωραιότερα μαθητικά μου χρόνια και τους θελκτικότερους τρόπους του πρώιμου βιβλιοζείν μου. Κι ήμουν μετριότατος μαθητής, εννοείται. Αργότερα οι μόνες κόρες μας έγιναν φίλες στο Λύκειο, στο Πανεπιστήμιο κι όχι μόνον. Στο δρόμο την χαιρετούσα τυπικά, όμως την ένιωθα οικείο μου πρόσωπο από κείνα τα χρόνια. Ηταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώριζε τι διάβαζα η Μαρία Αμπάζη -Δημάκου υπάλληλος τότε στο βιβλιοπωλείο. Τώρα που δε ζει πια θαρρώ πως ένα μικρό κομμάτι χωμάτινο του άλλοτέ μου ξεκόλλησε και θρυμματίστηκε μαζί με τόσα άλλα, αλίμονο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου