Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Ο Στράτος Ηλιαδέλης περί του Σκαληνού τριγώνου...




Βασίλη Π. Καραγιάννη, Το σκαληνό τρίγωνο της αμαρτίας, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013, σελίδες 222.

Στη ρέουσα σειρά των λογοτεχνικών εκδόσεων του Β.Π.Κ. με προέχουσα πάντα την «Παρέμβαση» (της οποίας το τελευταίο εμβόλιμο τεύχος αρ. 171 «Περί Θεσσαλονίκης αλλά από μακριά», των εκτός των τειχών της δηλ. λογοτε­χνών που έγραψαν γι' αυτήν, εσχάτως απολαύσαμε), η
παρούσα απαρτίζεται από δεκαέξι τον αριθμό διαφόρου μορφής, χρώματος και σχήματος κείμενα. Αν και πρόθεσή μας ήταν ο σχολιασμός ενός εκάστου, εν τούτοις, λόγοι ουτοπικοί και πεζοί μας οδηγούν στη γενική τους μόνον θεώρηση (να περιορίζουμε, λέει, τα κεί­μενα γιατί επί εποχής κρίσεως τα έξοδα της έκδοσης αυξήθηκαν επικινδύνως...).
Επισήμανση πρώτη: Η σειρά των διηγήσεων αρχίζει από τα «σκληρά» για να καταλήξει στα πιο εύπεπτα. Το πρώτο εξ αυτών δηλονότι, «Το μακάπι των πε­δινών λίθων, χωμάτων και σωμάτων» δεν ενδείκνυται για ...σεμνότυφους (έμ­μεση διαφήμιση) καθότι «πρέπει να έχεις φύση σκληρή σαν το μακάπι (σουβλερό κομπρεσέρ) για να εξυπηρετήσεις τις άνευ σειράς και πρωτοκόλλου...κατατιθέ­μενες... αιτήσεις προς την εφήμερη ή διαρκή διάτρηση...». Τούτο προς ενημέρωσιν καθότι τα επόμενα, όπως λ.χ. τα περί του Μωραϊτίδη, Αναγνωστάκη, «Απροσώπων αγίων», ταξιδιωτικών περιδιαβάσεων κτλ. είναι ευκράτου κλίματος και συνιστώνται ιδιαιτέρως.
Επισήμανση δεύτερη: Τα νοήματα και οι έννοιες της προσωπικής και ιδιότυ­πης, πάντως απολαυστικής, γραφής του Καραγιάννη είναι πυκνές, δηλαδή όχι ευκόλως κατανοητές διά της απλής (και ανέξοδης εγκεφαλικώς) ματιάς, ευπεπτότερες οπωσδήποτε για τους θητεύσαντες στη λογοτεχνία. Η ανάγνωσις, όθεν, ενδείκνυται υπό κάτω σκιωδών φυλλωμάτων, πλατάνου π.χ (επί ορεινών πεδίων) ή εις απομάκρους αιγιαλούς (επί των θαλασσίων), πάντως εν απολύτω ησυχία και ηρεμία. Ιδεώδης ως εκ τούτου χρόνος, το προσεχές θέρος (ευτυχώς πλησιάζει), προς κατανόησιν και απόλαυσιν (τούτο όχι για διαφημιστικούς λόγους).
Η «Φυλλομαζώχτρα», σε παπαδιαμάντειο ύφος αλλά κοζανίτικο είδος μας αγγίζει ιδιαίτερα: «Έστιν ουν η εν λόγω κυρία, πολύχρωμη στα ενδυματολογικά ράκη της ... (με) πρόσωπο γαιώδες και χαραγμένο, όπως τον καιρό της αρόσεως τα χωράφια...Τα καφέ ξηραμένα ή εν σήψει φύλλα, σαρώνει με αγάπη λατρευ­τική ...επιμελείται κάθε μέρα τις αυλές των ναϋδρίων, καθαρίζει το έδαφος, κα­θορίζει τη βλάστηση, επικαθορίζει τη φυτική συνέχεια...Βωβή στην ακοή και τον λόγο, κοινώς κωφάλαλη, κι ακόμα πιο κοινώς μουγγή, από κει το «έρχεται η μουγγή» των τσογλανόπαιδων της κεντρικής πλατείας... Νιώθει φοβία να συγχρωτισθεί μέσα στα ναΰδρια του λόφου εν ώρα ευχάριστηριακή, όταν όλοι είναι ίσοι αλλήλοις, υποτίθεται, με τις άλλες κυρίες γυναίκες του λόφου. Γηραιές σε­βάσμιες, νεαρές ευσεβάσμιες, μεσηλικούσες παρασεβάσμιες, με το σέβας όλες τους έως ακρα βαμμένων χειλεών...».
Τα περί των ταξιδιωτικών αναμνήσεων και περιηγήσεων είναι σε άλλο κλίμα και πολλαπλώς ενδιαφέροντα: Από τις χώρες των παλαιών ημετέρων αποδήμων επί ημερών αρχαίων και λαμπρών (Αυστρουγγαρία), τους Παρισίους, μέχρι και του Αγιωνύμου Όρους, αλλά και της ευάνδρου Άνδρου, γενέτειρας του μακαρι­στού μας γέροντος, μητροπολίτου Διονυσίου. Μέσα από αυτό το πέλαγος των λέξεων και νοημάτων του Β.Κ. βγαίνεις ενίοτε εξουθενωμένος, μα με την αίσθηση του κερδισμένου ποικιλοτρόπως. Με το κλείσιμο (τελευταίο κείμενο «Πόλη πα­λαιών βιβλίων και νέων χωρικών») μας... «στολίζει» (και πάλι) τους εντός και εκτός «ντόπιους», μας παίρνει και μας σηκώνει δηλαδή, μεθ' επαίνων ή άνευ: Από τον συνονόματό του Χ. Φον Κάραγιαν (συγγενή εξ συναισθησίας ή δυστρο­πίας, διερωτάται), μέχρι τον θρυλικό «ασπάλακα» των ιερών και οσίων της ιστο­ρικής Βιβλιοθήκης μας, αοίδιμο Νικ. Δελιαλή και τους νεότερους επιφανείς και μη της ημετέρας γενετείρας (αυτογνωσίας ημών το κεφάλαιον). Πάντως τα «παρταλόπλα» τ' Αϊ-Δημήτρη (και εν συνόλω της πόλης) πιάσανε τα όπλα όποτε χρειάσθηκε, αφού ληστρικές επιδρομές υπέστησαν αθρόως εκ των πέριξ οικούντων, παλαιόθεν, αλλά και εκ των μακρόθεν ελθόντων, στα πρόσφατα χρό­νια, βαρβάρων (βλ. συγγράμματα και πονήματα τοπικής ιστορίας, όπως λ.χ. το περιεκτικό αλλά αρκετά κατατοπιστικό «Χρονολόγιο Κοζάνης», έκδοση «Πα­ρέμβασης», 2012). Και βέβαια ο πόλεμος δεν γίνεται πάντα δι' αυτών (όπλων) αλλά και διά της πολιτικής οξυνοίας στην οποίαν ικανώς οι ημέτεροι προπάτορες ενδιέτριψαν. Πάντως, έτσι ή αλλιώς, μετά «στολισμών» ή άνευ, ο Βασίλης είναι το άλας της σήμερον ημετέρας γης. Γένοιτο!

(Από τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ τχ. 72 που μόλις κυκλοφόρησαν) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου