Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Μαντριά και στάνες

Με αφορμή την επικείμενη φορολόγηση των μαντριών -μήπως και της μνήμης των;- και τις αναφορές για ιδεολογικές περιχαρακώσεις αυτού του ποιμενικού τύπου. 


«...Σκύβω σ’ αυτές τις πλάκες που μόλις φαίνονται και φιλώ πάνω τους, το χρόνο, που δεν έζησα αλλά τον άκουσα να υπάρχει και να περνά στους άλλους, στους δικούς μου, κομμάτια ίδια είμαστε άρα και από μένα. 
Θέση Μπαράκος. Από που το όνομα; Ακουγα για ένα χώρο διασκέδασης –Θεσσαλονίκη, Αθήνα ποιος ξέρει;- για «Μια βραδιά στου Μπαράκου»! Στον «Αλιβάνιστο» του Ππδ. ένα μεγαλοβοσκό τον λέγαν Μπαρέκο...Τρεις οι στρούγκες προβάτων εκεί. Μηνά τ’ Ανέμελου στη μέση και κοντά στο πηγάδι με τις κουπάνες (ποτίστρες τις λένε οι αναπτυξιολόγοι κι οι καταχραστές σκανδαλοποιοί τους) ποτίσματος –χρησίμευε και για το ίδιον μπάνιο στη χάση και τη φέξη του χρόνου-, του Απόστολου Γκουτζιώτη, (κι αντιγράφω από τον «Αλιβάνιστο» μιαν εικόνα όχι όμως αυτού «.. Ο γέρων εφαίνετο αληθινός λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου απροσδιορίστου χρώματος και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην, μαύρην ακόμη και ψαρά σγουρά γένια.» πρώτη. Στην κορυφή του πεδίου ήταν των Μηντιλάδων ονοματοπαραποίηση των Δουγαλήδων, μεγάλης φάρας στο χωριό. Πριν φτάσεις εκεί- μνήμη εδώ σ’ έχω- σε ορμούσαν τα σκυλιά της πρώτης στρούγκας λυσσασμένα για άνθρωπο ξένο. Κάθεσαι τώρα στην οικεία στρούγκα του Μηνά στην ίδια πέτρα (της υπομονής) που κάθισες τόσες φορές όταν πήγαινες μαθητιών να κουβαλήσεις το γάλα από τα πρόβατα. Εσύ «λαλούσες» δηλ. τα οδηγούσες χτυπώντας τα πότε άγρια, πότε άκεφα, ποτέ όμως με όρεξη, προς την «Προβατική Πύλη» απ’ όπου ένα ένα περνούσαν για να αρμεχτούν. Αλλά εσύ συνήθως ήσουν χαμένος στο επί των γονάτων βιβλίο: Σαίξπηρ, οι Ρώσοι κλασικοί, ο Αλεξ. Ππδ. και σε φώναζαν λίαν προσβλητικά: «Αϊντε βάρε...». Αυτό σ’ έσφαζε ορισμένως αλλά και πάλι επέστρεφες («Επέστρεφε και παίρνε με...» στα προσφιλή σου. Εκεί πέταξες τη μεσαίου μεγέθους πέτρα για να μαζέψεις τα πρόβατα στη στρούγκα και χτύπησες κατακούτελα, στο σταυρό, το κατσίκι (είχε και μερικά γίδια το κοπάδι) κι αυτό πέθανε εντελώς κι αμέσως. Το πρώτο αλλά και το μόνο τόσο βαρύ, της ζωής μου αμάρτημα (Σιγά, έχασες το μέτρημα μάλλον!). Το ομολογώ τώρα κι ας με περιλάβει ο πρασινολόγος ως εριφιοκτόνο και δικαίως, παρότι παραγράφτηκε το έγκλημα από το νόμο των ανθρώπων αλλά όχι κι από το νόμο της φύσης...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου