Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Αποθήκη Δ’ Λιμάνι Θεσσαλονίκη




«...Tο πρώτο βράδυ της έναρξης ήμουν στο προεδρείο. Kάποια στιγμή έσκασα μύτη κι ως ποιητής! O Aργύρης Xιόνης που με ακολούθησε στο βήμα διάβασε ένα ποίημά του για κάποιο
κοκκινολαίμη. Eίχα προηγηθεί κι εγώ με ένα παρόμοιο για το αυτό πτηνό. ‘Oλα έγιναν στη Δημοτική Bιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και στην Aποθήκη Δ’ στο λιμάνι. Εκεί έβρεχε συνεχώς, ωραία μαρτιάτικα και νότιζε τη θάλασσα. O κόσμος στάγδην, ερχόταν φυσικά με ομπρέλες. Πολλές οι αναγνώσεις. Γύρω από ένα «μαγιάτικο» ψάρι, κάτι ξαπλωμένα αρνιά ή μήπως γουρούνια, περιφέρονταν στη  λήξη όλη η ποιητική και μη μαρίδα – φύρες τις ονόμασε σε μια άλλη παρόμοια σύναξη ο ζωγράφος Κ. Λαχάς- και ροκάνιζε τα προσφερόμενα απλόχερα κι απλόχωρα στο ισόγειο της Αποθήκης στο λιμάνι που έκτοτε δεν ξαναπάτησα σ’ αυτήν, ενώ στο λιμάνι μόνιμα καταφεύγω...» (Από το «Ταξιδιωτικό στα βιβλία μαθητεία στο ταξίδι»)

         Κι όμως ξαναπήγα.
         Προχθές. Κόσμος πολύς τώρα. Χωρίς πάθος αλλά με παθήματα. Ανθρωποι παλιοί, γνώριμοι κι άγνωστοι συνωστίζονταν και γύρω από τη λέξη που ξανάρθε στην επικαιχος﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ικιωμενο ζευγκαιτοι συνωνστιζοντνα και γρότητα. Τελευταία ξανάρθαν και οι σεισμοί στον τόπο. Ηπια διεγερσιμότης. Ενα ηλικιωμένο ζευγάρι προσεγγίζει. Βασίλης Παπαζάχος. Κάποτε κρεμόταν από τα χείλη του οι σεισμολικνιζόμενοι. Ενα περίεργο αυτοκίνητο κατεβάζει τον Πάνο Δημητρίου άνω των 90 ετών. Μια διαρκής ενθλιθοθς τ﷽﷽γλυφο κυβονπματς της, η Καιτητσαρουχαι γύμηση της Αριστεράς. Μια γυναικεία φιγούρα συνηθισμένη, κοινότοπη στην όψη αλλά όχι και στην κόψη του ονόματός της, η Καίτη Τσαρουχά, δυσκολεύεται κάπως στους ανάγλυφους κυβόλιθους του χώρου. Ομιλεί ο τρίτος  μεταξύ ίσων συνάρχων. «Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις για την έξοδο από την κν﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ώρα. Χωριλιγοστελυεια εξεοδο απο την κ γρίση. Μόνον δημαγωγικές». Η πραγματικότητα όμως κάθε μέρα μάς λιγοστεύει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου