Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Η «Χαρούμενη γνώση» του Νίτσε και η ...χαζοχαρούμενη εκδοχή του Δημάρχου Κοζάνης




Είχα εντελώς παραμελήσει τνα μια εξομολογησηεικές μας φαντασιφαεας πολλων βιβλ - λησμονήσει μάλλον- αυτό το βιβλίο ( «Ταξιδιωτικό στα βιβλία. Μαθητεία στο ταξίδι, 1995-2003 χρόνια στο ΙΝΒΑ και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, εκδ. Πα το ταξιδι, 1995-2003 χρόνιαρέμβαση, 2010) το οποίο τελικά ήταν μια εξομολόγηση άλλοτε επιφανειακή κι άλλοτε βάθους για τη δημόσια περιπτε πο﷽﷽﷽﷽﷽ντοναι εφ του ιδιτικοντασιφαεας πολλων βιβλέτειά μου στα βιβλία που μπορεί να έληξε ως τέτοια εκεί, αλλά δεν έληξε επί του προσωπικού και συνεχίζεται εφ’ όλης της ύπαρξής μας. Το έγραψα, εκτονώθηκα, ησύχασα ή έτσι νόμιζα.
   
         Το να κάνεις κάτι που σ’ αρέσει, όπως σ’ αρέσει και μάλιστα να αμείβεσαι γι αυτό, είναι μια συναρπαστική πραγματικότητα που λίγοι τη βιώνουν για αυτό κατ’ αρχήν θα πρέπει να πω έναν αναδρομικό λόγο ευχαριστίας σ’ αυτούς που μου ζήτησαν να αναλάβω το ρόλο και μου εμπιστεύτηκαν το άγνωστο γι αυτούς πνευματικό εγχείρημα έστω κι αν γρήγορα έδειξαν να το μετάνιωσαν!
            Ηταν μια πολύτιμη εμπειρία, επί χρήμασι αποκτηθείσα η διευθυντική διαχείριση δημοσίων πραγμάτων και χρημάτων στην κατηγορία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, εκεί που υπήρχε η ψυχή μου και συνακόλουθα η καθημερινότητα μου. Πρώτα ένοιωσα τον εαυτό μου αμήχανο ως προς τον τρόπο  διοίκησης αφού προσερχόμουν από το ελεύθερο επάγγελμα σ’ ένα δημοτικό υπαλληλικό λειμώνα με όλα τα συμπαρομαρτούντα άνθη του κακού, του καλού και του αδιάφορου. Μετά με την άνεση του μη αγκυλωμένου στη ρουτίνα ανθρώπου, κατάλαβα έκπληκτος το πως διασπαθίζονται τα δημόσια χς ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αρπαστικυτολιτιαπσπαθιζοντναι τα δημρήματα από ορισμένους πάντα υπέρ των πολιτών φυσικά. Στο ενδιάμεσο αυτών των δύο γνώσεων κι απογνώσεων, μια περίπου 8ετής πες ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αρπαστικυτολιτιαπσπαθιζοντναι τα δημρίοδος συναρπαστικής συνύπαρξης με τις αδυναμίες μας, τους ανθρώπους όλων των ειδών, τα βιβλία και τα χαρτιά, τα ταξίδια, τη μουσική, εκείνους που προϋπήρξαν κι εκείνους που συνεχίζουν κ.λπ. Ηταν όμως κάτι καταφανώς θελκτικόν...
            Αυτά διεξέρχομαι στο βιβλίο αυτό που τόσο καθυστερημένα θυμήθηκα και όσα απόψε θα πω υπάρχουν στον πυρήνα και στον πε  ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αυλπαρχουν και στον πυροντναι τα δημρίγυρο του βιβλίου, όπως και στο εσωτερικό του οίκου ή στον αυλόγυρο αυτής της πόλης. Αποτελεί η αφήγηση τη δική μου αλήθεια για  τα συμβάντα, τα γράμματα και τα βιβλία στην Κοζάνη οκταετία 1996-2003. Μπορεί να υπάρχουν και οι αλήθειες των άλλων αλλά που δε θα μάθουμε. Ομως έκανα τον απολογισμό μου και τον κατέθεσα δημόσια μάλλον προς σιωπήν. Ας έκαναν το παρόμοιο όσοι κατά καιρούς διαχειρίστηκαν κοινές υποθέσεις και πρωτίστως χί﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽σι κατακαιορύς διαχεισναι σε την εποσωπικρήματα. δια﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τα τα ταξυναμι τα δημίζοντναι τα δημ
                                                                                              
            Α’  Τι έγινε εκείνη η Αόρατη Πόλη του Βιβλίου;

            Ο,τι έγιναν  οι «Αόρατες πόλεις» του Ι. Καλβίνο. Πόλεις της ουτοπίας, της αναζήτησης, του διαφορετικού, του άπιαστου, του πε που ﷽﷽﷽﷽﷽κεφτηκαμε αυτεις τηςουτοπρίεργου, του αλλόκοτου, ν ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ικιακαραμπτή και επαναστγρφαεας πολλων βιβλόλες με ονόματα γυναικών, αυτά τα ονόματα άλλωστε σε υποβάλλουν σε φευγάτες διαθέσεις: Οκταβία, Σερμούνδη, Σωφρονία, Ολιβία, Βαλτράδα, Χλόη, Ευτροπία, Υπατία, Ευφημία, Ζηνοβία, Ζωή, Φεδώρα. Μαυριλία, Ισαθρα, Δέσποινα, Ζόρα , Ζαϊρα, Δωροθέα Ισιδώρα, Διομρχες﷽﷽﷽﷽﷽﷽πλυμοια, Ζφημί, Ζηνομβστγρφαεας πολλων βιβλίρα και άλλα. Μυσρχες﷽﷽﷽﷽﷽﷽πλυμοια, Ζφημί, Ζηνομβστγρφαεας πολλων βιβλτήριες αλλά πραγματικές στο φαντασιακό  του συγγραφέα μου θυμίζουν "το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων" του Χ.Λ. Μπόρχες.
            Αυτές οι πόλεις, όπως κι εκείνη η Αριστοφανική Νεφελοκοκκυγία, είναι κατασκευές ος δεν ﷽﷽﷽ρου διαφυγπιουργήματα των συγγραφέων απόρροια της διαφεύγουσας πραγματικότητας αλλά και του διαφυγόντος κέρδους τους στο χρόνου, ο οποίος δεν μπορεί να σταματήσει κι ούτε να τον σταματήσεις με σταματούρες ανθρώπινες. Τις πόλεις αυτές τις ζούμε καθ’ υπερβολήν μεθυσμένοι κι νν﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ονβολρατέθεσα δημόσια προς σιωπόχι καθ' υποβολήν ξεψυχισμένοι.
            Μια τέτοια πόλη φανταστήκαμε κι εδώ. Την «Πόλη του Βιβλίου» φτιαγμένη με τα υλικά απ’ αυτά που είναι φτιαγμένα τα σαιξπηρικά όνειρα. Τις πόλεις αυτές τις αγαπούμε συνήθως αμέσως μετά την άλωσή τους από το χρόνο πων ﷽﷽﷽﷽﷽﷽αν άλωεκαι τον τπων ﷽﷽﷽﷽﷽﷽αν άλωερόπο των μικρών ανθρώπων  που συνήθως από κάποια στιγμή και μετά τις διαδέχονται στη διαχείριση ή και απλώς τις κατοικούν. Απων ﷽﷽﷽﷽﷽﷽αν άλωεπου την διοικουν ή απλώς κατοικούνΑΑα ΑΑλλά κανείς ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αι ρτων αλλων συνόσια προς σιωπνείς τρίτος αγεωγράφητος στον έρωτα των βιβλίων δεν μπο ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αι ρτων αλλων συνόσια προς σιωπρεί  να διαχειριστεί τα  ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αι ρτων αλλων συνόσια προς σιωπόνειρα περί αυτών. Θέλω να πω τις νοσταλγούμε σαν ένα κομμάτι του άλλοτέ μας.
            μως﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ποκφυγοδημιουργήματα μαις διαφυγούσας και διαφεύγουσας από το υπερκτό  στο ονειρικό ανέφικτο το οποίο όμωςΤο 1995 συστήθηκε νομικά και το 1996 έλαβε οργανωτική ύπαρξη το ΙΝΒΑ. Οπως η πόλη της Σωφρονίας που δημιουργήθηκε από δύο μέρη, σαν τη Βουδαπέστη, δημιουργήσαμε αυτή τη νοητή συνθήκη πόλεως που ε ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽οητευτικκλαλβίνου  εφ'τασιφαεας πολλων βιβλίχε περισσότερο ηθικό περιεχόμενο και γοητευτική προοπτική, ανταποκρινόμενοι στις δικές μας φαντασιώσεις πασεων ﷽﷽﷽﷽﷽ν δρια καθε επαρχιασεμνηνεται για το σινρά στις απαιτήσεις του καιρού και του τόπου. Δύo τμήματα τη συνέθεσαν ένα ιστορικό, πανελλαδικό, μέγεθος γραμμάτων, η Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, και το άλλο μια θεσμική συνθήκη κίνηση του βιβλίου και ανάγνωσης πανελλήνιου ενδιαφέροντος και αναφοράς. Μπήκαμε σε μια περιπέτεια που αποδείχτηκε πραγματική στην ουτοπία της και δύσκολη ύπαρξη στη συνέχειά της. Οι καλύτερες των προθέσεων πάντα βρίσκουν καλύτερους κατεδαφιστέςλλων ﷽﷽﷽﷽﷽ καλυς μαζί με τα ανυπέρβλητα εμπόδια εκ της διανοητικής απελπλλου ﷽﷽﷽﷽﷽οσωπικεων παντνα βρικσουν τα ανυπερβλητα εμπισίας των άλλων.  Στο της κάπου στο 2003 εκδοτικά η Κοκι τναι τα δημτέλος της, κάπου στο 2003, εκδοτικά η Κοζάνη μετρούσε γενικό σύνολο εκδσε﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιθουντνα να σεμνηςόσεων κι όχι μόνον του ΙΝΒΑ, περί τις 250σεων ﷽﷽﷽﷽﷽ν δρια καθε επαρχιασεμνηνεται για το σιν, μακρά﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ςάν δηλ. κάθε άλλης επαρχιακής πόλης.
            Οι πα. Ομως﷽﷽﷽﷽ολλ  του προσωπικού για πολαι για το σινρόμοιες πόλεις φύονται στους γεωγραφικούς χάρτες αφού υπάρχουν ππαιθρο ﷽﷽﷽ς χωρια στην γαλληικα πολαι για το σινρώτα στους χάρτες των ονείρπαιθρο ﷽﷽﷽ς χωρια στην γαλληικα πολαι για το σινων μας,  φυτεύονται δε στιςπαιθρο ﷽﷽﷽ς χωρια στην γαλληικα πολαι για το σιν  πόλεις, όπως τα αντίστοιχα χωριά στη γαλλική ύπαιθρο, και δημιουργούνται από πολίτες γεμάτους ίσως πτώσεις επί του προσωπικού αλλά με ανατάσεις επί του συλλογικού είναι.
            Αυτή η ιδεατή πόλη εξαχνώθηκε φυσικά, όμως μια ευεργετική αύρα μνήμης μένει σ’ εκείνους που  τη δημιούργησαν, την έζησαν, την επωφελήθηκαν και την νοσταλγούν με εκείνη τη νοσταλγία και τη μελαγχολία των παλιών αδιάβαστων βιβλίων στα οποία σταματούν συλλογισμένες οι τις ευγενικές υπάρξεις και συνυπάρξεις.

            Β.   Γιατί  διέλυσαν το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης;

            Απάντηση μόνη. Γιατί δεν μπόρεσαν να το κρατήσουν ζωντανό αφού όσοι το διαχειρπροϊαν ﷽﷽﷽χειρηςς μετά την άλωσηίστηκαν μετά το 2003 δεν τους συνέδεε τίποτα με τον πολιτισμό, την αισθητική, τη συλλογιστική, την τρυφερότητα  του είδους του.
            Οσοι πέρασαν από την προεδρεία αυτής της ιδιόμορφης δημοτικής επιχείρησης, μετά τον κ. Γ. Τιάλιο, τον μόνο πρόεδρό της που γνλης και τη Β.γρικης πργήματα ώριζε  περί τίνος επρόκειτο, ήταν κι αποδείχτηκαν από ανεπαρκείς έως και βλαβεροί για τα γράμματα της πόλης και τη Βιβλιοθήκη, ανεξάρτητα του τι ήταν ο καθένας τους στην προσωπική, επαγγελματική ή πολιτική του ύπαρξη. Η μόνη τους ικανότητα ήταν να φέρουν την  αποτελμάτωση και να προκαλέσουν την έργω διάλυση. Τους ανέθετε καθοριστικούς ρόλους στο ΙΝΒΑ και τη ΔΒΚ η προϊ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ςϊσταμένη δημαρχιακή αρχή, κυρίως για να τους ξεφορτωθεί από τη διεκδίκηση άλλων αμειβϊ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ςόμενων δημοτικών αξιωμάτων. Στο πνεύμα να περάσουν υποχρεωτικά από διετή αγρανάπαυση μέχρι την επιστροφή τους σε θέσεις με  χρήματα. Να διοικήσουν μια άγνωστη σ’ αυτούς περι. ΗΤναμια χοντροκκμενοι  ρχη τους να διοκησουν μια οχή του τόπου μας στο τώρα και στην ιστορία του. Στη συνύπαρξή μου μ’ αυτού του είδους πρόσωπα, φορές σχεδόν ντρεπόμουν για την απελπισία του πνευματικού τους κόσμου στο ρόλο αυτό, σε σύγκριση με άλλους προέδρους  πόλεων στο αυτό Εθνικό Πολιτιστικό  και τηνΕΡΔίκτυο Πόλεων και την Επικράτεια Πολιτισμού. Ομως αυτός που τους όριζε κερδοσκοπούσε ψηφοθηρικά σε βάρος της πόλης, της ιστορίας της και των γραμμάτων της και άλλο τι δεν τον ενδιέφερε, από ένα σημείο και μετά. Αγνοούσαν, τους γενικούς νόμους, τις συστατικές πράξεις, τα διαδικαστικά, τις λεπτές αποχ. ΗΤναμια χοντροκκμενοι  ρχη τους να διοκησουν μια ρώσεις του θεσμού. Δεν ήξεραν, αλλά και δεν ρωτούσαν αρκούμενοι στο εγωιστικό γονίδιο κάθε εξουσίας ιδίως εκείνης της ασημαντοεξουσίας, η οποία εξ ορισμού γνωρίζει τα πάντα ακόμα και την λεπτολογία ενός πρωτοποριακού πανελληνίου θεσμού γραμμάτων, τον οποίο διαχειρίζονταν στο επίπεδο φανού της γειτονιάς. Ηταν μια φαιδρά συντεχνία προέδρων, που βρήκε αυτή τη σημαία ευκαιρίας για την εντελό﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽γοναλαμβασν, Επονεο ους να διοκησουν μια χωρίς τίποταυτορριυσίστηκαν δημίναι σε την εποσωπικ΄ωώς δική τους μικροαυτοπροβολή (στην αναβροχιά της καλή είναι κι αυτή) χωρίς τίποτα το θυσιαστικό, καμιά έμπνευση, χωρίς αγάπη γι’ ό,τι αναλάμβαναν και με απύθμενη άγνοια αυτού.        
            Μια αέρινη προσπάθεια η οποία έφερε τα πάνω κάτω στην πόλη και την έκανε πανελληνίως ενδιαφέρουσα, έπεσε θύμα της προσωπικής τους ανικανότητας, της δημοτικής αδιαφορίας, της διευθυντικής ιδιοτας﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιθυσΕοεθιχεισρησης αφοι τοον σκησουν μια λειας ﷽﷽﷽﷽ε τα πάνω κάτω στην ποηνιως γνωστεποσωπικέλειας, του δημοσιοϋπαλληλισμού. Θα μπορούσε ακόμα και σήμερα να συνεχίσει ας﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιθυσΕοεθιχεισρησης αφοι τοον σκησουν μια να υπάρχει το ΙΝΒΑ ως θεσμός και κίνηση γραμμάτων κι όχι απαραίτηταας﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιθυσΕοεθιχεισρησης αφοι τοον σκησουν μια  με τη μορας﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιθυσΕοεθιχεισρησης αφοι τοον σκησουν μια φή της Δημοτικής Επιχείρησης. Ομως το κύριο ζητούμενό της, ήταν κι αυτό που έλλειπε,  δηλ. η έμπνευση και η αυτοθυσία, λίθοι πολύτιμοι ως ανθρώπινη διάθεση κρυμμένοι και υπό ανακάλυψη κι  ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽κσευακλαλης αλλά εννοεακόχι υπό κατασκευή.  Αυτά όμως δεν είναι και τόσο αυτονόητα σήμερα στην πόλη μας κι όχι μόνον. Οσοι ακολούθησαν στη διοίκηση και τη διεύθυνση μετά την Ανοιξη του 2003 αυτοί στερούνταν καλλιτεχνικά που γράφει ο κ. Μουφλουζέλης, αλλά εννοεί στην περίσταση μας, τα κρίσιμα πνευματικά απαιτούμενα.

Γ.   Για ποια Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης;

      Διαχωρίζω εδώ την ιστορική Δ.Β.Κ. μια εξαλλ οποι ασημερα αποτλεοεακ από την Κοβεντ μια εξαλλ οποι ασημερα αποτλεοεακάρειο κτηριολογική μετονομασία της, λόγω δωρεάς ξεπερασμένης από το χέ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ς ξεπαρασμετης υαπρξης κρόνο και η οποία σήμερα αποτελεί μια εξαλλαγή προς το χαμηλό της ύπαρξής της.
            Στέκομαι στις πιο χαρακτηριστικές, καθοριστικές της χρονολογίες που σηματοδοτούν πρόσωπα και  πράξεις.
            1668  (ή 1676 κατά Χ. Πατρινέλη). Η ομιχλώδηςσεως﷽﷽﷽﷽﷽﷽ταρειον κγπιουργήματα  αφετηρία της ως σχολική της τότε Σχολής της Κοζάνης
            1813 Οίκος Βελτιώσεως (με τον Χρυσό Αιώνα των κοζανίτικων γραμμάτων)
            1916 Αναγνωστήριο Κοζάνης (Ο Επίσκοπος και μετέπειτα Πατριάρχης Φώτιος  να συγκεντρώνει γύρο της όλους τους επιφανείς λογίους της πόλεως).
            1923 Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (Ν. Π. Δελιαλής ο νεοφανής φτωχός άγιος της Βιβλιοθήκης)
            1964 Κοβεντάρειον κτήριον σεως﷽﷽﷽﷽﷽﷽ταρειον κγπιουργήματα της Δ. Β. Κοζάνης (ο Β. Γ. Σαμπανόπουλος να το προσπαθεί εξαιρετικά, διακριτικά αλλά κι εγωιστικά - λόγω επίγνωσης του τρόπου του- και να πέφτει θύμα της δημοτικής εγωιστικής ημιμάθειας.
            1995 Η Βιβλιοθήκη ως π ιστική﷽﷽﷽καθοριστικης Πατριατχης Φα διοκησουν μια ρώτη και καθοριστική συνιστώσα της Πόλης του βιβλίου με το άρτι συσταθέν ΙΝΒΑ και να της συμβαίνουν πργγματα ﷽﷽﷽μαογιενα ν πρνυεμτικει κάγματα τα οποία δεν έγιναν όλα τα προηγούμενά της χρόνια. γγματα ﷽﷽﷽μαογιενα ν πρνυεμτικει κ Μια ανθοφορία πρωτοφανής όλης της ύλης της.
            2003 Τέλος ανοίξεως. Η δεύτερη «σχολική» επιστροφή της. Εδώ το σχολική έχει την έννοια του παιδαριώδους. Η περίοδος του «ό,τι ‘ναι» της. Ποια πιο﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽συνετουν το πνυεμτικει κρόσωπα και έργα συνθέτουν το νυν πνευματικό μεγαλείο της έσχατης χατης  ανυποληψίας της αλήθεια;
            201... Το νέο κτίριό της που πρέπει να παραδοθεί στη γενιά των νέων ανθρώπων και παθιασμένων για τα γράμματα και την ιστορία της πόλης για να μην μείνει απλούν κέλυφος, ήγουν προϊστορικό κήτος ξεβρασμένο στον άνυδρο τόπο μας.
            Σκέψεις φτερού.
            α. Δεν είναι μόνον τα κτίρια που ολοκληρώνουν την έννοια της Βιβλιοθήκης. Αλλά πρωτίστως η ιστορία, το υλικό της, οι άνθρωποι, οι ερευνητές, οι χρήστες, τα βιβλία, οι συγγραφείς του τόπου και οι εκτός του.
            β. Η Ψηφιοποίηση της (αυτή που χαρακτήρισαν οι εφημερίδες των Αθηνών  υπονοώντας διάφορα ως «τι σου κάνω μάνα μου») με τον άμεσο Απόλογό της (δημόσιο απολογισμό αλλά και συλλογισμό για αναθεώρηση των προτεραιοτήτων που έχουν θέσει οι άσχετοι της ουσίας και  της ιδιαιτερότητας της Βιβλιοθήκης.
            γ. Ως πνευματική εμπροσθοφυλακή της μετάβασής της η συγγραφή λίγων εμβληματικών μονογραφιών, που λείπουν από την τοπική βιβλιογραφία και βιβλιοθηκογραφία με ανάθεση του έργου από την τοπική πολιτεία σε νέους επιστήμονες .
﷽﷽﷽ερεπισο την πολθτυγγρφαρη
ην σκησουν μια        δ. Η προσπάθεια καλλιέργειας σ’ εκείνους τους δεκτικούς και χαρισματικούς νέους της πόλεώς της ανάγκης τελικά να αγαπήσουν τη Βιβλιοθήκη, να εμπνευστούν απ’ αυτήν και σ’ αυτήν, να αναλώσουν και ν’ αναλωθούν σ’ αυτήν της οποίας θα είναι οι συνεχιστές  (. της πρκλυπτει
χοι πολθτυγγρφαρη
ην σκησουν μια της, όπως και της πνευματικής παράδοσης του τόπου. Μιας συνέχειας όπως της αξίζει κι όχι όπως της προκύπτει στα χαμένα εική κι ως έτυχεν.
            ε. Να σταματήσει χτεςκη﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ςε γνωησς στη ΒιβλιοθΗΞΣτοον σκησουν μια  το εμπόριο και το πακη﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ςε γνωησς στη ΒιβλιοθΗΞΣτοον σκησουν μια ρεμπόριο της γνώσης στη Βιβλιοθήκη που επέβαλε ο Δήμαρχος κι οι αδαείς υπηρέτες του, ως φόρο στους χρήστες της σε καιρούς άγριας λιτότητας.      
            ζ. Οι εποχές της Βιβλιοθήκης οι άνθρωποί της, η προσφορά τους σ’ αυτήν και στης πόλης τα γράμματα, να βγουν στο φανερό, να γίνουν οι συγκρίσεις αλλά κυρίως  οι συγκρούσεις  με το σημερινό της τίποτα για να ξεκινήσει το μετά της.
            η. Στις πόλεις με πανη ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽μικσημαντικ ς τους  θει τηςιδιατερρόμοιους θεσμούς υψηλής πνευματικνη ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽μικσημαντικ ς τους  θει τηςιδιατερότητας  επανδρώνουν αυτούς οι σημαντικότεροι στο είδος τους πολίτες όπως γινόταν και μέχρι πριν λίγα χρόνια στη Βιβλιοθήκη. Μήπως ο κ. Δήμαρχος μποσει ﷽﷽﷽﷽﷽﷽λίνηιοθντικ ς τους  θει τηςιδιατερρεί να μας μαρτυρήσει τους εκλεκτούς στα γράμματα συμπολίτες που τοποθέτησε ό﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τούς επιλεγμένουςς  θει τηςιδιατερ στη Βιβλιοθήκη, το σημαντικότερο πνευματικό θεσμό στην ιστορία της πόλης του. Αν ο Νοενη ﷽﷽﷽﷽﷽ινοτων πνεμτικαζοχαροίτσε μας κληροδοενη ﷽﷽﷽﷽﷽ινοτων πνεμτικαζοχαροότησε τη «Χαρούμενη γνώση» εδώ μας διακινούν τη χαζοχαρούμενη οενη ﷽﷽﷽﷽﷽ινοτων πνεμτικαζοχαροεκδοχή της.
            θ. Μια συνάντηση ανθρώπων καλής θελήσεως και γνώσεως με το ερώτημα - τίτλο: Τι ήταν τι είναι και τι θα ας﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιθυσΕοεθιχεισρησης αφοι τοον σκησουν μια ήθελε να γίνει η Βιβλιοθήκη ας﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιθυσΕοεθιχεισρησης αφοι τοον σκησουν μια ήκηή όταν μεγαλώσει  με τα το 4.500 τ.μ. δίπλα από Δημοτικό κήπο και πάνω στις πρώην αποθας﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιθυσΕοεθιχεισρησης αφοι τοον σκησουν μια ήκες γεωργικών προϊόντων με μικροοργανισμούς προσώπων και σαπρόφυτα  που παρέμειναν υλικο  νοοτροπιών που παρέμειναν από την προηγούμενη χ που παρέμειναν υλικο ρήση του χώρου αλλά επιβιώνουν και στη νυν Βιβλιοθήκη.
            Επιμύθιον.
            Συνηθίσαμε σε μια γκρίζα, δημόσια και μελαγχολική, πολιτιστική και πνευματική πραγματικότητα και τη θεωρούμε πλέον σαν κάτι μη ανατρέψιμο, αφού συνδέεται και συγχέεται με μια παγιωμένα βαλτωμένη και τελματωμένη δημοτική διοίκηση με την αφόρητη επανάληψη κι ανακύκληση των αυτών έως κι αισθητικού κορεσμού, προσώπων. Ολα δείχνουν αμετακίνηταές.που θαλά καθοριστικές ησησ.νδιατερ. Ομως δεν είναι αυτή η αλήθεια της σημερινής πόλης. Δεν είναι «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα». Σιγοβράζουν καζάνια δημιουργίας οργισμένα και στάχτες ανακατεύονται για τις μικρές αλλά καθοριστικές πυρκαγιές της.
            Ετοιμάζεται ήδη στις συνειδήσεις  των συμπολιτών ένα ασύντακτο κίνημα πολιτισμού της πράξης που θα σαρώσει τον κονιορτό νω μας που κατακαθισε σαν θ σαρώοχοκοαστικτεποσωπικ της μετριότητας ο οποίος κατακάθισε σαν ίζημα λάσπης στα γράμματα στην τέχνη στο πολιτισμό της πόλεως Κοζάνης.


            ΥΓ1. Το βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ έκλεισε, το ΕΚΕΒΙ ομοίως κι εγώ τελευταία δεν αισθάνομαι καλά, θα μπορούσε να πει ο εδώ χώρος αν είχε φωνή. Ομως  ηντριαςτου﷽ο νυν χισθανομια καλμο φωνή της διευθύνουσας αυτού του οικοτροφείου συνειδήσεων και βιβλιοσωμάτων ακούγεται και συνεχίζεται στην καθημερινή της ουσία. Κι ευτυχώς δηλαδή.  Ο χώρος που μας φιλοξενεί απόψε και μας φιλοξένησε τόσες φορές εδώ και 2,5 δεκάδες χώ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ μπορούσε να πει ο εδνης ουσρόνια ύπαρξης του είναι τώρα η μόνη, μοναδική, ώ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ μπορούσε να πει ο εδνης ουσμοναχική βιβλιοαίσθηση της πόλης αφού εδώ στο βιβλιοπωλείο των βιβλίων και μόνον διεξάγεται ο ουσιαστικός διάλογος γραμμάτων ραμμάτων  . Τα άλλα είναι απλώς επαρχία με όλα της τα μαρτύρια τα μαρτυρικά και χαζοχαρούμενα του βιβλίου διαπ αι χαζοχαρούθιο των βιβλτην εκδγια να μην μράγματα.         

            ΥΓ2. Εισήγηση που διαβάστηκε στις 23 Απριλίου παγκόσμια ημέρα του βιβλίου στην εκδήλωση του ΣΥΝ-Βιβλιοπωλείου με συν - εταίρο  στην παρουσίαση τον Αντ. Κάλφα («Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία ή όταν η Prada βραβεύει λογοτεχνικά ταλέντα») 

2 σχόλια:

  1. Γιάννης Κάβουρας4/24/2013

    1995-2003 χρόνια στο ΙΝΒΑ και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης
    Είχα την τύχη να είμαι κι εγώ σ΄αυτά τα οχτώ χρόνια υπάλληλος του ΙΝΒΑ. Μόνο που δεν αισθάνθηκα ποτέ υπάλληλος- υφιστάμενός σου (πιστεύω και άλλοι συνάδελφοι), αλλά συνεργάτης σου.
    Από μικρό παιδί, όταν ακόμα η Βιβλιοθήκη συστεγάζονταν με το Αρχαιολογικό Μουσείο στα υπόγεια του Δημαρχείου, πήγαινα τακτικά καθότι ο πατέρας μου Φώτης ήταν ο φύλακας του Μουσείου. Τότε γνώρισα και τον Ν. Π. Δελιαλή τον νεοφανή φτωχό άγιο της Βιβλιοθήκης όπως λες -και έτσι είναι- και τον Β. Γ. Σαμπανόπουλο, μιας και οι τρεις συγκάτοικοι στο ίδιο γραφείο. Τριγυρνούσα ανάμεσα στα βιβλιοστάσια, στο αναγνωστήριο και στους άλλους χώρους (ποιούς χώρους δηλαδή) αλλά δεν καταλάβαινα τον πλούτο της.
    Τον κατάλαβα όμως και τον είδα με την συνεργασία μας σ’ αυτή τη συναρπαστική για μένα οχτάχρονη περίοδο στο ΙΝΒΑ.
    Όταν γυρίζω το χρόνο πίσω, σταματάω με πολύ χαρά και ευχαρίστηση σ΄αυτή την περίοδο. Είναι σαν την αξέχαστη πενθήμερη εκδρομή στην 6η Γυμνασίου στην Κρήτη το ’76. Έτσι την αισθάνομαι.
    Σ’ ευχαριστώ πολύ Βασίλη γι’ αυτό.
    Γιάννης Κάβουρας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ένας γλυκύτατος και υπέροχα αυτοσαρκαστικός απολογισμός είναι το βιβλίο. Πέραν του γεγονότος οτι σχεδόν σε κάθε σελίδα του ο συγγραφέας αυτομαστιγώνεται με περισσό χιούμορ (αυτή η άλλη όψη των πραγμάτων-η άλλη ματιά...) ηθελημένα, παραδεχόμενος τα κίνητρά του. Αυτό είναι ίσως και η μεγάλη αρετή του κ.Καραγιάννη νομίζω.
    Η απλή-επιγραμματική και μόνο ανάγνωση των τελευταίων σελίδων, με το τι συνέβη στα χρόνια αυτά, αρκεί να πεισθεί και ο πιο δύσπιστος.
    Και να μην απορούμε βέβαια πως αν κάτι εγκατέστησε η πράσινη πανώλη στη χώρα είναι το ότι εξίσωσε τον πανεπιστημιακό με τον αρκουδιάρη.

    ΥΓ.1 Οι δυο λέξεις της αφιέρωσης του βιβλίου από τον αγαπητό Β. με ανάγκασαν να το θεωρήσω ίσως το πιο πολύτιμο κομμάτι της βιβλιοθήκης μου.
    ΥΓ.2 Κάθε έπαινος στο πρόσωπό του περιττεύει πια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή