Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Το σήμερα ως αύριον του χθες



Ο ιερός Αυγουστίνος όταν ρωτήθηκε τι είναι ο χρόνος απάντησε: «Οταν κανείς δε με ρωτάει, ξέρω τι είναι, μόλις με ρωτήσουν, δεν ξέρω πια¨. Προσπαθώντας να δω τον εαυτό μου μέσα στο χρόνο και στα 26 τόσα χρόνια της Π. και κάνοντας μια επιγραμματική αποτίμηση δεν καταλήγω σε συμπεράσματα θετικά ή αρνητικά αλλά ένα ερωτηματικό με συγκρατεί ορισμένως, το οποίο όμως μπορεί και να είναι και θέση ανάλογα του που και πως θα το δεις  είτε στον καθρέπτη σαν πραγματικότητα είτε στο παραμορφωτικό κάτοπτρο.
       
  Οταν ζεις την προσωπική σου μικροϊστορία ως κύριος μέτοχος ή εταίρος ενός τρόπου ύπαρξης ή συνύπαρξης, συνήθως φεύγεις κι εσύ μαζί με τον καιρό, ο οποίος από στάδιο σε στάδιο, σχεδόν γλιστρά από τα χέρια. Χάνεις την αίσθηση του προσωπικού σου χρόνου καθώς βαθμηδόν γίνεσαι ένα χαρμάνι καταστάσεων κι ανθρώπων με το οποίο χτίζεις τη ζωή σου όπως εβουλήθης ή σου προέκυψε. Δεν αντιλαμβάνεσαι την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα της στιγμής, που περιλαμβάνει λίγο παρελθόν και λίγο μέλλον, δεν απολαμβάνεις τον και στα χρ﷽﷽﷽ής, δεν απολαμβαιατεροδηλαδη σε διαδικαρό, δεν χάνεσαι στα χρόνια και στις διακυμάνσεις των ς﷽﷽﷽﷽διακυμ λίγο παρε τι ει των. Προέχει η ύπαρξη και η συνέχεια αυτού που κάνεις. Δένεσαι στενά με τον κόσμο αυτό, ώστε σχεδόν δεν καταλαβαίνεις τους λίγο πιό μακρινούς σου, αφού έγινε αυτός, ο ούτω πως βιωμένος χρόνος σου, ένα με το εσύ σου, έργο και δημιουργός το ίδιο.
         Είσαι πλέον ό,τι δείχνεις, γράφεις, κατασκευάζεις, διορθώνεις, νιώθεις, εξωτερικεύεις, κυβεις﷽﷽﷽﷽﷽ερικευεις, κεις,ό,τιρύβεις πενθείς, απολαμβάνεις, λυπάσαι, χαίρεσαι με ένα λόγο υπάρχεις.
         Ο χρόνος σ᾽ αυτήν την εκδοτική περιπέτεια είναι αρκετός πλέον για να μπορείς να μιλήσεις για μια συνολική υπαρκτή εμπειρία αφού σ’ αυτήν είναι μέσα η προσωπική σου ζωή, η επαγγελματική παρόμοια, η συγγραφική ορισμένως. Αυτό ήταν και είναι το τριπρόσωιναι ο χρονοςσ έσα του στην προω υλαδη σε διαδικαπο της εκλογής το οποίο τελικά αφομοιώθηκε στο ομοούσιο αλλά και μονομελές. Σ᾽ αυτήν την βιωμένη εκδοτική περιπλάνηση το τι σε κράτησε περισσότερα είναι ένα ζητούμενο. Δεν διαπρέψαμε στο επάγγελμα ούτε και το επιδιώξαμε, δεν διακριθήκαμε στη λογοτεχνική πιάτσα αν και θα το ύ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽κομιουργραητούμενο κατ υλαδη σε διαδικαθέλαμε –ποιός χι﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽απολαμβανειςα τηνειαευςόχι άλλωστε;- όμως κερδίσαμε το δικό μας χρόνο, κι ασχοληθήκαμε με ό,τι μας έθελγε –μια εποχή χρόνια μάλιστα με αμοιβή- μεταξύ αυτών δε και κυρίως με τη δημιουργία του περιοδικού με όλες τις παράπλευρες απώλειες και κέρδη. Τώρα νομίζω πως εκεί υπάρχουμε όταν θελήσει κάποιος να μας βρει και στην αύρα που αυτό αφήνει γύρω του σαν μια θολή υπόμνηση των μακρινών ή κοντινών εφικτών ή ανέφικτων, οριζτων επιθυμιαςόμνηση μακρινκιρνούόντων επιθυμίας.
         Ο,τι χάθηκε (φυσιολογικά αφού πέρασε) σε χρόνο, κερδήθηκε σε ανθ´ωρόνο ﷽﷽﷽ε (φυσιολογικά αφού πε υλαδη σε διαδικαρώπους και δημιουργία μέχρι και χειρωνακτική. Κι αυτός μένει πλέον ανεξίτηλος στις σελίδες κι ας ξεθωριάζει στη μνήμη. Αυτή η πρόχειρη διάγνωση ίσως να δικαιολογεί τον τίτλο της βραδιάς μας που με φστω﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽θωρι τον τίλκαι χειροκ υλαδη σε διαδικαόρτωσε με ένα άγχος απόδειξης του οιονεί αξιώματος. Είναι τν﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τεχν τον τίλκαι χειροκ υλαδη σε διαδικαόσο βαρύς στην ιστορία της λογοτεχνίας κι εμείς τόσον αβαρείς σ᾽ αυτήν. Ομως ήθελα, έστω κι αδόκιμα, να στροβιλιστώ στην θελκτική αοριστία ενός α μας.﷽﷽﷽﷽﷽την εκδφορμία ενριστουργήματος με αφορμή  ένα σχέδιο με το οποίο όρισε ο καλλιτέχνης Δ. Χάτσιος την εκδήλωσή μας. Ενα παγκόσμιο χρονόμετρο μέσα στο οποίο είμαστε ένα απειροελάχιστο μόριοπου θα πως αυτος χρ
         «Ο Ξανακερδισμένος χρόνος» μας προφανώς δεν είναι αυτό που θα πω, ή θα σιωπήσω. Θα σταθώ στην τυπική διάσταση κι  του ﷽﷽﷽﷽﷽ταφυσικω όπως μπορέσωκ υλαδη σε διαδικαόχι στη λογοτεχνική μεταφυσική του. Ο ομότιτλος, ύστερος τόμος της Αναζήτησης του χαμένου χρόνουυνοψη με τις περσσοτερες ατεελιεις κυκολορφηε αδιθρθοτως απο τον συγγρφαεα του Μ. Προύστ είναι μια υνοψη με τις περσσοτερες ατεελιεις κυκολορφηε αδιθρθοτως απο τον συγγρφαεασύνοψη όσων κύλησαν στην αφήγησή του με όλα τα π υλαδη σε διαδικαρόσωπα του επί της πραγματικότητας και  υλαδη σε διαδικασ᾽ ένα ιστορικό περιβάλλον παρότι έχει τις περισσότερες ατέλειες και κυκλοφόρησε αδιόρθωτος από τον συγγραφέα. Κρατώ τις ατέλειες του προς ενθάρρυνση μας, με τις οποίες συμβιώνουμε τεύχος τεύχος χρόνο το χα﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιεα τη δεκαετθαρρυνση , με τις οποoymeρόνο δεκαετία τη δεκαετία. Η «Π» ήταν το όχημα με το οποίο βγήκε η πόλη από το λήθαργο του λαογραφισμού και του επαρχιωτισμού στον τομέα των γραμμάτων κι ανοίχτηκε στο μικρό ή μεγάλο πνευματικό ακροατήριο του τόπου.
         Τώρα με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων ελεύθερης Κοζάνης ο Δήμος μαςεες﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽λι ξεφυλισσαμε,αξνασυνατησαμε ανθρoyme έδωσε τη δυνατότητα να προβούμε στη σύνταξη ενός ευρετηρίου των 26 χρόνων του περιοδικού.
         Γυρίσαμε πίσω, ξεφυλλίσαμε, ξανασυναντήσαμε ανθρώπους, κείμενα, επεες﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽λι ξεφυλισσαμε,αξνασυνατησαμε ανθρoymeοχές κι όλα αυτά ξαναέλαβαν ύπαρξη, συνολική τώρα, σ’ ένα τεύχος που φέρνει μέσα και πάνω του μια ξέπνοη ίσως νοσταλγία για ό,τι βιώθηκε πέρασε, ξεχ και κοινωνικης ιτισμου, μικασυνατησαμε ανθρoymeάστηκε αλλά ά και κοινωνικης ιτισμου, μικασυνατησαμε ανθρoymeφησε αυτό που δε φαίνεται, μια κάποια διάθεση πολιτισμού, μόρφωσης, ευαισθησίας, πνευματικής  και κοινωνικής εγρήγορσης. Κι αυτό το πένθος του αμετάκλητου παρελθόντος (του χαμένου χρόνου) έγινε, γίνεται μια κερδισμένη αναφορά ζωής εν τω βίω τέχνης, παρηγορίας και παραμυθίας «για το χντων﷽﷽﷽﷽﷽﷽συδυειτων  αναφορρλελθατησαμε ανθρoymeρόνο που κυλάει μέσα στη νντων﷽﷽﷽﷽﷽﷽συδυειτων  αναφορρλελθατησαμε ανθρoymeύχτα». Κι αυτός ίσως να είναι ο ξανακερδισμένος χρόνος μας. Για να δούμε πως ακόμα και τα πλέον εφήμερα καταλήγουν σε μια αιωνιότητα που «είναι ντων﷽﷽﷽﷽﷽﷽συδυειτων  αναφορρλελθατησαμε ανθρoymeόλα ως τα χτες, όλα τα χτες όλων των ενσυνείδητων όντων», όπως σημειώνει ο Χ.Λ.Μπόρχες.
         Ολα αυτά τα χ  Ολανης [που καταπινε και μ' αρεσε.ν μαστρ αυτ....................................................ρόνια νόμιζα πως ο εξωτερικός κ  Ολανης [που καταπινε και μ' αρεσε.ν μαστρ αυτ....................................................όσμος με καταβρόχθιζε. Τελικά ήταν μβασςη ﷽﷽﷽σε.ν μαστρ αυτ.................................................... ο κόσμος της Πα  Ολανης [που καταπινε και μ' αρεσε.ν μαστρ αυτ....................................................ρέμβασης που με κατάπινε και μ' άρεσε κιόλας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου