«Ερμα ν’ τα μάτια που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα»
...Τότε πήραν τη μεγάλη απόφαση της Εξόδου. Ελαβον την ευλογία του τοπικού, εθνικού ημών ήρωός τους, Γεωργίου Λασσάνη, από τον πίνακα του Κ. Ντιό, ο οποίος στον προθάλαμο κεκλιμένος κοιτούσε με οίκτο τα πολιτικά, στρατιωτικά κι εκκλησιαστικά αθύρματα που διαφεντεύουν τον τόπο, κατέβηκαν τις σκάλες του Δημαρχείου και βγήκαν στο φως της γιορτινής μέρας.
Απτόητοι, γενναίοι κι ωραίοι ως εντελώς νεοέλληνες όλοι τους, ένοιωθαν για την περίσταση Μεσολλογγίτες της Εξόδου την οποία κατέγραψε έξοχα, ως επιζών αυτής, ο γνήσιος ήρωας εκείνης της εποχής Νικόλαος Κασομούλης (Κοζανίτης ορισμένως και μέγας παραμελημένος) αλλά μέγιστος απομνηματογράφος του Αγώνα στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά», τα οποία γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά, ούτοι. Περιδεείς ένδον, διατηρούσαν επιφανειακή άνεση έκφρασης και στο περιλουσμένο με «ου» βάδην τους. Μαθημένοι πλέον στο δημόσιο χλευασμό, αλλά τώρα είχαν πίσω τους μια 100δα πεινασμένων (από τις μειώσεις των μισθών τους και τις απομειώσεις του κύρους τους («σκυλιά...» τους φώναζαν οι πολίτες που τους πληρώνουν με το αίμα τους) φαιοχίτωνες της τάξεως,
κατάφεραν σώοι να παρελάσουν από το Δημαρχείο ως την εξέδρα και να επιβιβαστούν στην επίσημη κερκίδα. Κορδωμένοι δίναν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο, που κατάφεραν κι έχασαν οριστικά την έξωθεν καλή μαρτυρία κι έγιναν η χλεύη του κόσμου, και ως ξαλμυρισμένοι δε μπακαλιάροι της μέρας σφύριξαν την έναρξη του αγώνα του τέλους τους. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Ο πρώτος τους, πεντάκις λαοπρόβλητος (νυν λαογιούχαχτος) του τοπικού λαού, μάζεψε όλο το λαϊκό (φωναχτό ή ένδον) φτύμα πάνω του. Τι κρίμα –άξιζε καλύτερης τύχης- αλλά αυτά έχει η μπάλα με την οποία κουβαριάζονται.
...Το μίσος όμως έβγαλε κι εκείνο τη φωνή του
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, να πας αλλού να ρίξεις»
Οι «πεινασμένοι σκύμνοι» με μια πετυχημένη επιχείρηση μπόρεσαν ν’ απωθήσουν μια δράκα επαναστατών, ηρώων του αντιμνημονιακού κ.λπ. αγώνα, («σ’ ελέγχει η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι αυτήνη») οι οποίοι με τη ντουντούκα φώναζαν άγρια συνθήματα λίαν επίκαιρα περί της χούντας που δεν τέλειωσε το 73.
Τι θλιβερό τοπίο εθνικής εξάρσεως και τι ελπιδοφόρο λαϊκής εξάψεως!... «Θύρες ανοίξτ΄ ολόχρυσες για την γλυκειάν ελπίδα».
Τελικά στις γλυκερές αστικές δημοκρατίες ένα είναι το καθοριστικό όπλο στα χέρια των πολιτών, η ψήφος. Οπλο που πονάει, τσούζει, λυγίζει, εξολοθρεύει οργανωμένες πολιτικές συμμορίες και σαρώνει πολιτικά σκύβαλα. Οσοι έφεραν τον τόπο σ’ αυτό το χάλι –όπως ο Ιμπραήμ την Πελοπόννησο τότε- «που εδέχτη κόκαλο πολύ του Τούρκου και τ’ Αράπη», θα δοκιμάσουν στην όψη τους την τρομερή κόψη της ελεύθερης, χωρίς κανένα δίλημμα ή φόβο, ψήφου που με βία ή με βιά (όπως κι αν το διαβάσει κανείς) θα μετρήσει γη κι ανθρώπους.
Οταν οι δημοτικές και στρατιωτικές μπάντες παιανίζουν αμέριμνες τους πατριωτικούς μονολόγους τους, τώρα έχουν ξεφτίσει κι εκείνα τα μαρς που συγκινούσαν τους θεατές, σ’ αυτό το δημόσιο διάλογο έχουν πια λόγο κι οι λαϊκές ντουντούκες - σάλπιγγες. Δικαίωμα ελευθερίας αναφαίρετο.
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
Σημ. Ολα τα ποιητικά παραθέματα είναι από τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” του Δ. Σολωμού.
Μακάρι αγαπητέ Β.
ΑπάντησηΔιαγραφήΏστε ''Να παλέψουμε λοιπόν. (ενάντια σε τί;) όχι για το λαό ούτε για την πλειοψηφία, που είναι απαθής, ανόητη κι έχει πάντα άδικο.
...
Ας είναι τα μεγάλα λόγια! Τα μεγάλα, όμορφα λόγια εκφράζουν μεγάλες τολμηρές σκέψεις! Αγαπώ τρομερά τις λέξεις, την όψη τους, τον ήχο τους, τη μεταβλητότητά τους, τη σταθερότητά τους.
...
Για την ελεύθερη έκφραση πέθανε ο Τζιορντάνο Μπρούνο...
...
Ελεύθερη έκφραση! Πόσο όμορφα ακούγεται!
Έτσι απευθύνεται η Μαρίανα Τσβετάγιεβα στον Πιότρ Ιβάνοβιτς Γιουρκέβιτς, αδερφό μιας συμμαθήτριάς της στο χωριό Ορλόφκα