Η Σαρακοστή έρχεται κι εμπρός με βήμα ταχύ
να την προϋπαντήσουμε στων φανών την ιαχή:
«Μπρε μπρε άξιτι πως πέντε αδέλφια παν στο μύλο
Με τη θειά τους τη Βασίλω...κλπ.
Είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του παλιού ναού. Πίσω από το θρόνο του δεσπότη τρία, τέσσερα στασίδια. Αδειος να είναι ο ναός αλλά εκεί οι ανάσες των πιστών να περιπλέκονται. Μήπως κι οι σκέψεις των; Τα σιγομορμυρίζοντα ποικίλως καταληκτικά των τροπαρίων, σίγουρα. Μόνιμη και σταθερή αναφορά το στασίδι του κ. Ν., όπως το στέζιρο στα πλακόστρωτα αλώνια των χωριών, γύρω από το οποίο
έφεραν γύρες τα βαριά βόδια ή τα αγέρωχα άλογα κι αλώνιζαν τα γεννήματα. Κάτω από τον ξυλόγλυπτο φανοστάτη (θυμίζει παρόμοιους στην παλαιά, ελληνική πρωτεύουσα όπου στηρίζονταν οι σκιτσογραφημένοι στο Ρομάντσο, οινόφλυγες) κι έναντι του Ευαγγελιστού και ζωγράφου («την ιστορηθείσαν υπό του αποστόλου Λουκά ιερωτάτου...») τον οποίο ο λαϊκός, μεταβυζαντινός ζωγράφισε ζωγραφίζοντα την εικόνα της Οδηγήτριας ως επί γραμματοσήμου με οδοντωτό περίγυρο. Το στασίδι εκ της πολυετούς καθημερινής (εσπερινής) παρουσίας του, κατέστη άβατον (ακάθιστο κατ’ αρχήν από άλλον). Απ’ όλο το γνωστό εκκλησίασμα κανείς δεν «τολμά» να το προσεγγίσει. Αλίμενος τόπος για πάσα εκκλησιαζόμενη στον καθεδρικό, ανθρώπινη θαλασσοδερμένη αλλά στη στεριά, σκαμπαβίαν. Αν και καμιά φορά κάποιο, εντελώς αθώο ανθρώπινο δεμάτι άχυρο, το πιάνει, ενώ όλος ο ναός είναι άδειος, (η αναποδιά που λεν) και τότε μια αθυμία κατέχει τον νομέα και ίσως θυμηδία τους ελάχιστους γείτονες που «ενοχλούνται» από την καθιστική ανορθογραφία και περιμένουν, εις μάτην όμως, την αντίδραση του προσωρινά αποβληθέντος. Αλλά στα στασίδια δεν υπάρχει κυριότητα, νομή και κατοχή. Οποιος το προλάβει το κατέχει διανοία κυρίου και κατά πλάσμα δικαίου, λέει το Πηδάλιον. Γι αυτό ας μη ραθυμούν οι στασιδιολάτρες ότι οι ευκαιριακοί, έστω, στασιδιοκλάστες καιροφυλακτούν και κτυπούν πάνω από δύο φορές. Παλιότερα στο μόλις εμπρός του σύχναζε, όχι και τόσο τακτικά, υποτονθορίζων την ακολουθία του ιερού Χρυσοστόμου, κατάλοιπο της κατηχητικής νεότητάς του, ο διαπρεπής ιατρός οφθαλμών της πόλεως Χρ. Μπ., με τα κάπως χρυσά γυαλιά, τα εντυπωσιακά μαλλιά των χρόνων του, και την χαμηλογένεια όψη του, μια δυό φορές φενακισθείσα ανεπιτυχώς· οικο-πνευματο- λόγιος αλλά εντελώς ξένος με τα σημερινά οικολογούντα κι οικολογημένα οντάρια.
(Σημ. ένδον. Για καιρό έβλεπα μια δωρεά του σε άλλο ναό, τον περικαλλή άγιο Δημήτριο μετά την πυρκαγιά του, στη γειτονιά μας, ένα στασίδι που έφερε σε εγχάρακτο μέταλλο το όνομά του. Το πήγαινα με χίλια αλλά δεν το προλάβαινα πάντα, για να χάνομαι στο άλλοτε (το παρελθόν που πάντα ωραΐζουμε) σ’ εκείνη την εν τόπω στάση και «προσευχή» με την ανάμνηση παραμάσχαλα εκείνου του αλήστου μνήμης φίλου. Ηταν αυτό και το μοναδικό ένυλον αγαθόν του δώρημα, δι’ ου διαιωνιζόταν η υπόστασή του. Το σάρωσε ο καιρός και Κύριος οίδε που κείται κι αυτό κι αυτός.
Από τότε που πέρασε στη μνήμη των άλλων –ποιός τον θυμάται πια;- είχε ήδη αφήσει τη δική του να διασκορπιστεί κονιορτός στο πουθενά της μικροϊστορίας, η θέση του είναι αδειανή, αφού ο εφ’ όλης της ύλης των διαδρομών, συνοδός του, κολλά σαν η μύγα στο πίσω του κ. Ν. στασίδι σχεδόν ενοχλητικά για τον προσηλωμένο στα λόγια και τα έργα της τελετής. Παλιότερα από κοινού είχαν δώσει μια μάχη λάθος αλλά με έμφαση και πάθος νεοφώτιστων. Νόμισαν πως οι άγιοι επίτροποι θα άλλαζαν όλα τα στασίδια του ναού («πόσες προσευχές άκουσαν, πόσα δάκρυα στέγνωσαν σ’ αυτά» έλεγε ο λυρικός κι αισθηματίας ιατρός και ποιητής μιας ανέκδοτης συλλογής, αλλά και κάτοχος μιας έκδοτης σε τρυφερότητες ψυχής) και το έριξαν από κοινού στις δημοσιεύσεις και καταγγελίες. Ο και δασολόγος όμως του καθοριστικού μας στασιδιού, κ. Ν., είχε επισημάνει προς το ιερόν επιτροπείον πως τα στασίδια είχαν υποστεί επίθεση σκόρων κι εκινδύνευαν με εσωτερική κατάρρευση. Εδόθησαν προς συντήρηση και ταυτόχρονα σκοροαπολύμανση. Αυτό ελήφθη από τους βιαστικούς ρέκτες ως επιχείρηση αντικατάστασης και σήκωσαν τη δημόσια διαμαρτυρία. Την πάτησαν τελικά.
Προχωρούμε.
Στο έναντι αναλόγιο των αριστερών ψαλτών κολλημένος βδέλλα δίπλα του, η άλλη μυστήρια περίπτωση του καθημερινού εσπερινού αλλά και των πρωινών ακολουθιών. Με το αυτό όνομα αλλά όχι και με την αυτή γεραρά φωνή του κύριου και του επικουρικού ψάλτη, ο δικός του ψαλτικός πετεινός είναι κάπως υψίφων, βιώνει μια εσωτερική, ψυχική υπερορία και ταπεινωτικούς, ορισμένως, αποκλεισμούς. Αυτά υπό προϋποθέσεις τον τοποθετούν στη μοίρα του κάπως «μάρτυρα», σε εισαγωγικά σε εισαγωγικά ενοοείται, των ψαλτηρίων.
Εξηγούμαι όσο δύναμαι σε πρώτο πρόσωπο αλλά σε τρίτο αναλύομαι.
...Χρόνια τον βλέπει και τον ακούει στις σποραδικές εσπερινές του εμφανίσεις στην ανωτέρω πυκνοκατοικημένη περιοχή πίσω από τον όσιο Ν. όπου και κουρνιάζει. Διέγνωσε καθήμενος κι αυτήκοος αλλά και νύσταξ, το πως και πόσο θέλει η ψυχή του να διαδηλώσει κι αυτός τη δική του ψαλτική ύπαρξη και ουσία, αλλά δεν του επιτρέπεται, ποιός ξέρει γιατί; Να διαβεί τη χύμα ανάγνωση να χωθεί, να χαθεί, να διαχυθεί στην ουράνια μελωδία, την οποία κατέχει φυσικά, όπως γνωρίζει και το τυπικό σχεδόν καλά. Οι συγκύριοι δεν του ρίχνουν κανένα κομμάτι απ’ τη δική τους δόξα (λόξα που την έχουν οι ψάλτες του θεού, τους ειπώθηκε άραγε ή γράφτηκε σε καμιά «αφλάδα» πως θα τύχουν ιδιαίτερης μεταχείρισης κατά την μέλλουσα κρίση. Μήπως όσο περισσότερες χιλιάδες τροπάρια πουν, τόσο το καλύτερο, μιαν που πιθανόν αυτά να διαγράψουν από το χριστιανικό αμαρτωλογικό τους μητρώο, (κατά τους ιεροκήρυκες αμαρτίες διαπράττουν μόνον οι χριστιανοί ψηφοφόροι ενώ τους άθεους και τους πολιτικούς καρφί δεν του καίγεται) όχι βέβαια ισόποσες, όμως ένα κρίσιμο μέρος από τις γήινες αμαρτίες τους, ώστε να μην τα «γυαλίζουν» στις παρυφές του Δαντικού Καθαρτηρίου και να τους έχει ο άγιος Πέτρος συνεχώς στο περίμενε;
Ισως και να εκκρεμεί σε βάρος του κάποιος μικρός «εξοβελισμός», γιατί κάποια αποκριά εφωράθη (υπό του παντεπόπτη καθεδρικού αγίου, κολλητού με την πλατεία) μαζί με άλλους συνήλικους, τρόφιμους του δημοτικού ΚΑΠΗλείου, να ορχείται στην εξέδρα της, άδων κεφάτος τολμηρά της ημέρας άσματα.
Τέλος πάντων. Εκλιπαρεί αξιοπρεπώς, λάθρα βιών κι ευλαβώς υποτονθορίζων, για κανένα ψαλτικό κόκαλο, ένα τροπάριο ν’ ακουστεί κι αυτός εις δόξαν θεού κι αγίων. Είναι δε τόσο τακτικός εκεί που και μόνον η σωματική του παρουσία τον καθιστά δικαιούχο. Αλλά οι άλλοι είναι αδηφάγοι, μοναχοφάηδες των θείων αίνων και του ολίγιστου εκκλησιάσματος των επαίνων .
Σε κάποιες περιπτώσεις του αφαιρείται εντελώς ακόμα κι ο χύμα λόγος του, όπως στο «Αγιος ο Θεός», ή το «Καταξίωσον Κύριε...», όταν εφημερεύει ο μη φίλιος προς αυτόν εφημέριος. Οπότε είναι ωσεί απών. Βωβός λουφάζει και περιμένει να περάσει η εβδομάδα του ολικού αποκλεισμού· την επόμενη θα τα πάει λίγο καλύτερα. Του αφήνουν να λέει τα χύμα, αυτά τα οποία συνήθως λένε τα λιγνόφωνα μειράκια και μαθητευόμενα των ψαλτηρίων, αν κι εδώ προς το τέλος τον παίρνει σβάρνα ο ιερέας στο «Ευλογία Κυρίου...», όστις έχει φτάσει στη μέση της απολυτήριας κατεβασιάς των αγίων, ενώ αυτός λίαν ευλαβής, συνεπής και κάπως πείσμων, επιμένει να σέρνει ως βόμβο που σβήνει, την «Τιμιωτέρα των Χερουβίμ» (χύμα πάντα) από το καπίστρι της ευγενούς μωροφιλοδοξίας του. Την τρίτη εβδομάδα βρίσκεται σε φιλικό έδαφος όποτε λέει όλα τα χύμα του (ως και το «Φως ιλαρόν» του παραχωρείται) ακωλύτως με άνεση, με αργό κι ευλαβικό τρόπο (λες και βρίσκεται στο καθολικό του Πατριαρχείου, άρχων πρωτοψάλτης, ενώ όλοι βιάζονται να τελειώνουν). Λέει, δηλαδή γλείφει με άφατον, ευλαβή ηδονή, όλα τα γυμνά βυζαντινών ήχων, κόκαλα που του ρίχνουν.
Το πράγμα το συνδιασκεδάζουν δίχως δόσιν κακίας τα κολλητά στασίδια και χωρίς να παίρνουν θέσιν υπερ τινός. Μεταξύ των προϊσταμένων των ακολουθιών και των υφισταμένων τους στα ψαλτήρια, αλλά ισταμένων όρθια ακοίμητοι κι ανύστακτοι, εμφιλοχωρεί κατά καιρούς και σε όλες τις προεξοχές της λατρείας, ο εγωισμός, τόσο ανθρώπινο στοιχείο, τυπικά ασυγχώρητος αλλά επί της ουσίας συγχωρητέος, αφού όλοι από κοινού κοινωνούν του ιερού μυστηρίου και το διακινούν προς τους παρακολουθούντες αυτούς έτσι ή αλλιώς, πιστούς εκατό τοις εκατό ή σε μικρότερο ποσοστό.
Περιπλέον οι κύριοι έμμισθοι και οι συγκύριοι άμισθοι του αριστερού πάντα, αναλογίου, φορές μεροληπτούν βάναυσα σε βάρος του, όταν εντελώς, μα εντελώς σποραδικά, εμφανίζονται, διάφοροι τυχάρπαστοι, αλλά που έχουν γεραράν φωνή, κάμνοντες ένα πέρασμα από κει, τους προχωρούν ασμένως και με ρεβεράντζες μάλιστα, όχι μόνον τα χύμα του, αλλά κι ολόκληρα τροπάρια (το ευλογημένο απωθημένο και το άγιο πένθος του δηλαδή), τα οποία κι εκτελούν κορδακιζόμενοι. Και τότε δίκαια λυπάται λύπην πηχτή για την αδικία που του γίνεται και μέσα στο ναό, όπου δεν προσδοκά πλέον ανά(σ)ταση, και λογάριασε τι γίνεται στον απλό κοσμάκη έξω, στην κοινωνία της έσχατης παρακμής χωρίς καμιά ελπίδα για επανάσταση.
Αυτά δεν είναι ψαλτών πάθη ούτε ιερατικά λάθη. Είναι συνέπειες της εκ της μ(ν)υσταγωγίας και του θυμιάματος μίξεως των ιερών πραγμάτων με των ανθρωπίνων σωμάτων τις ψυχικές αναθυμιάσεις, που κάνουν τα αδύναμα ανθρωπάρια του κόσμου τούτου, να μη στέκονται στερεά ακόμα και σε χώρους και τρόπους ηγιασμένους, με τη ματαιοδοξία, τη φιλαυτία, τη φιλοπρωτία, το φωνητικό διαγκωνισμό, το γελοίο ευσεβισμό, από τα βλαβερά εν επαρκεία συναισθήματα σε έξαρση. Παρότι ο μέγας ασκητής Ευάγριος ο Ποντικός (για τον άσχετο όχι μόνον της «Φιλοκαλίας» αλλά και της στοιχειώδους «γεροντικής» γνώσης, Ποντικός ως εκ του Πόντου κι όχι από τυχόν ποντικόφατσα- ήμαρτον) παραγγέλλει πως: «Μέγα μεν το απερισπάστως προσεύχεσθαι· μείζων δε και το ψάλλειν απερισπάστως».
Ας το φιλοσοφίσουμε κατά τι.
Ο αποκλεισμένος ολικά ή μερικά νομιμοποιείται να νιώθει, τηρών υπακοήν μόνιμη κι υπομονή αδιάλειπτον, ως «νεομάρτυς» της ψαλτικής καθημερινότητας· στο κάτω κάτω ανιδιοτελώς προσεγγίζει προς τους έμμισθους ασματολόγους του θεού, και μόνον από εσωτέρα κλήση εφορμά προς τη ζυγιά τους. Τι φταίει αν αυτή τη λόξα τού την εμφύσηξεν ο Κύριος των δυνάμεων· αν δεν τον ήθελε στη δούλεψή του ψάλτην, ας μην του έδινε το κατά Ματθαίον τάλαντο (λεπτοφυές και λεπτόφωνον δε λέω) το οποίο και καλλιέργησε δεν το έθαψε στ’ αμπέλια και τους μπαξέδες να το ψάχνουν οι λαθροκυνηγοί με τους μηχανικούς ερευνητές λιρών. Ούτε και το επένδυσε στο χρηματιστήριο την εποχή που αυτό ήταν η μεγάλη ιδέα του έθνους των νεοελλήνων μη προνομιούχων· ούτε και στα ιατρεία της Βαβυλώνος κατά τον ψαλτολόγιον του αγίου Ελισσαίου Αλέξανδρον Ππδ. και τον οιονεί διάδοχο του στη συγγραφική πράξη και ψαλτικό λόγο, ελλόγιμον Π. Β. Πάσχο, του ναού της Μεταμορφώσεως Βριλησίων. Εκεί αν και μη ακαδημαϊκός εισέτι προεδρεύει μετά την Κυριακάτικη απόλυση, αυτοσχέδιας ακαδημίας λόγων, λογίων και καφέδων (αυτών προϊσταμένη κατασκευής είναι η κ. Αφροδίτη, ιατρός παιδικών οφθαλμών και ποιήτρια παρακαλώ). Η ολομέλεια λαμβάνει χώρα στο νάρθηκα ή σε καμαράκι του ναού.
Ο κ. Ν. του στασιδίου ειρηνικά και μυσταγωγικά διάγων εκεί, δικαίως θα μπορούσε να φέρει τον όσιον στέφανον (και τον γιό του) εκ της αδιάλειπτου, στωικής, σωματικής παρουσίας, βρέξει χιονίσει ή καλοκαιριάσει, αγόγγυστα γονυκλινών πλειστάκις και σταυροκοπούμενος χιλιάκις, εντελώς υπάκουος των διαδικαστικών κάτσε σήκω κι ουδέ κατά χιλιοστόν παραβάτης τους.
Στην αντίπερα όχθη ο ψάλτης υφίσταται το πεπρωμένο του με καρτερία. Αν οι παλαιοί μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθαν εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος o κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης...(απ. Παύλος), ετούτου, τηρουμένων των αναλογιών και των εποχών, του έκαναν τα νεύρα (άρα και την ύπαρξή του) σμπαράλια, την δε αξιοπρέπεια, κουρέλι. Απορία περιφέρεται στα στασίδια, πως δεν ξέσπασε καμιά φορά για να κάνει κατάληψη της Παρακλητικής, του Ψαλτηρίου ή του Τριωδίου, (τι θα του κάνουν στο κάτω κάτω;) ασκών ακόμα και βία και να τραβήξει ένα ουρανομήκη δοξαστικό σαν αυτό των ημερών εκ των Αποστίχων του εσπερινού της Κυριακής των Απόκρεω (συν Φιλοθέης Αθηναίας και Χλόης οσίας) σε πλάγιο δ’: «Οίμοι μέλαινα ψυχή, έως πότε των κακών εκκόπτεις; Εως πότε τη ραθυμία κατακείσαι...»
- Ελα ντε, ως πότε;
Παπαδιαμάντειας πλοκής και δομής χειμαρρώδης λόγος, με χαραγμένο πάνω του το λαμπρό προσωπικό ύφος του συντάκτη του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διάβασα,εκτυπωμένο, όλο το βράδυ πάρα πολλές φορές και δε βρήκα ούτε το παραμικρό σημείο όπου να υστερεί συγκρινόμενο με γραπτό λόγο κάποιου των μεγάλων λογοτεχνών μας.
Είναι νομίζω, κατά την προσωπική μου ταπεινή άποψη πάντοτε, η μόνη κατεύθυνση την οποία οφείλει ο κ.Καραγιάννης να διακονεί.
Θα αφήσει εκπληκτικής λαμπρότητας παρακαταθήκη πνευματική.
Η καθημερινότητα της πόλης και του βίου, τολμώ για πρώτη φορά να το καταθέσω δημόσια με πλήρη συναίσθηση η οποία απορρέει από την πολύχρονη μελέτη των κειμένων του, πρέπει πια να τον αφήνει ασυγκίνητο, όσο κι αν αποτελεί αιτία δημιουργίας καταπληκτικών χρονογραφημάτων και εξαίσιων παρεμβατικών λόγων.