Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Αντώνιοι σε μείζονα κι ελάσσονα


                                      
Οσες φορές η διάθεση με βρίσκει υπολανθάνοντα ψυχικώς κι ελαφρώς υποκρυπτώμενον (μήπως και κοιμώμενον) σωματικώς στο στασίδι του εσπερινού, στον καθεδρικό της πόλεως, δίπλα από τον πάσχοντα από διαρκή, σωματική και ψυχική ακουρασία (κι ακορεστία) περί των θεοτικών, εκκλησιαστικών κι αγιονορείτικων ζητημάτων κ. Ν. Κ., κάθομαι κάπως αδόκιμα, σταυροποδητί δηλαδή, προκαλώντας την ήπια ενόχληση και χλεύη των ελάχιστων μετόχων της επιλύχνιας τελετής συνήθως έναντι ζεύγους αγίων ζωγραφισμένων εφ’ υγροίς. Είναι οι άγιοι Αντώνιοι, ήγουν ο Μεγάλος, Καθηγητής της ερήμου (ο όρος καθηγητής χρησιμοποιείται και στην ποδοσφαιρική τρέχουσα και την χαρτοπαικτική συντρέχουσα για τους βιρτουόζους του είδους) κατά τον Συναξαριστή (318 μ.Χ.) και ο Νέος, προστάτης Βεροίας και περιχώρων (15ος-16ος αι). Εχουν μία συντριπτική ομοιότητα λες κι έχουμε να κάνουμε με εξ αίματος συγγενείς. Ο λαϊκότροπος καλλιτέχνης της μεταβυζαντινής τεχνικής του κατάγραφου ναού, ο οποίος λάμπει από φως εικαστικό και μυσταγωγικό (κυρίως όταν απουσιάζουν οι θρησκευτικοί άνακτες) μπορεί και να υπέθεσε ότι επρόκειτο περί μακρινών συγγενών μεταξύ τους, αν και τους χωρίζουν οι αιώνες του άυλου καιρού και οι απέραντες γεωγραφικές εκτάσεις· ή έτσι θα του βόλεψε καθώς η απεικόνιση είναι αποτέλεσμα θεωρητικής περιγραφής των αγίων παρά μίμηση ή αντιγραφή αόριστων ή ανύπαρκτων προτύπων. Εννοείται πως δεν ακολουθεί και τόσο πιστά τις οδηγίες του κανόνα της ορθόδοξης αγιογραφίας, όπως διατυπώνονται στου Φωτίου Κόντογλου την δίτομη «Εκφραση», ένθα ο μ. Αντνς αποτυπώνεται ως «Γέρων, κοντοδιχαλογένης, έχων άτριχο το σαγόνι κρατεί ειλητάριον οπού γράφει: «Είδον εγώ τας παγίδας του διαβόλου ηπλωμένας εν τη γη. Και είπον: τις άρα φεύξεται ταύτας; Και ήκουσα φωνής λεγούσης: Η ταπεινοφροσύνη».  Στην ερειπωμένη μονή του αγίου παρά την Σιάπκα Σερβίων-Κοζάνης, όπου φιλοξενούσαν τους επιχώριους δαιμονισμένους προς ίασιν της ψυχής των-ακόμα υπάρχουν οι κρίκοι και οι αλυσίδες- στο ειλητάρι του γράφει: «Μην απατάσθε εις αχορτασίαν κοιλίας» προτροπή η οποία ήδη κατέχει το ρεκόρ των παραβιάσεων. Ο δε Αντώνιος ο Νέος, ο εν Βέροια εικονογραφείται ως «γέρων κοντογένης».
         Τη συντομία του Συναξαριστή μεταχειριζόμενοι αναφέρουμε πως: «Ο Μέγας ούτος πατήρ ακόμη το θνητό σώμα φορών, αρπάζετο έξω του σώματος, και έβλεπε τας αναβάσεις των ψυχών, όταν έβγαιναν από τα σώματα των ανθρώπων. Και ότι άλλων μεν ανθρώπων αι ψυχαί ανέβαινον υψηλότερα από τους δαίμονας, οπού εζήτουν να πιάσουν αυτές. Άλλων δε, επιάνοντο από αυτούς φευ! και εκαταβιβάζοντο εις χάσμα βαθύτατον...»
         Οι μυστακογενειάδες στην τοιχογραφία του ναού είναι ταυτόσημες με καρμπόν λες ανεφύησαν στα ηγιασμένα σαγόνια και ορίζουν πρόσωπα όμοια και μαυριδερά. Είναι τόσο ίδιες ώστε ούτε στο μουστάκι δεν διαφέρουν, για να θυμίζουν στους, ποιούς τελικά, πόσοι άραγε μπορούν και στέκονται προς στιγμήν σε τέτοιες λεπτομέρειες της ασήμαντης ιστορίας στη τέχνη λ.χ.; τον Θεόφιλο εκ Μυτιλήνης, σαλόν του χρώματος, ο οποίος άρχιζε να ζωγραφίζει με τις τέμπερες και τα λάδια τους ήρωες του ‘21 από τα πόδια κι ανέβαινε... Ερωτώμενος δε ποίον απαθανατίζει, «αντί ημίσεως δωδεκάδος παστών ιχθυδίων», (αυτό είναι του Αλεξ. Ππδ. το οποίον τιμά (και τσιμπολογά) δεόντως ο άλλος Αλέξανδρος εκ Λ. μεσημέρια Κυριακής με τη διμελή παρέα τσίπουρου) έλεγε ο μέγιστος: «Αυτό θα το δείξει το μουστάκι». Είπα λάδια και μόλις με σκόνταψε μια ποιητική στροφή του παλιού καιρού, του Αργύρη Εφταλιώτη για τον μυτιληναίον λάδι, την οποία και κοπανώ έτσι στο άσχετο.
         Λαδάκι μου, που έρχεσαι απ' τις ξανθές ελιές,
         που βύζαξαν οι ρίζες τους το χώμα που με βλάστησε,
         αγάπες μού ξανάφερες και θύμησες παλιές,
         που λέγω και το μάγιο σου από νεκρό μ' ανάστησε.
         Ο Νέος φερώνυμος του Μέγα, χαμηλότερης αγιοσύνης, χωρίς αυτό να σημαίνει κι αξιοσύνης (στον κόσμο των αγίων κι εκεί έχουμε ιεραρχίες, τάξεις, διατάξεις μέχρι και παρατάξεις), εγγύτερος γεωγραφικά και χρονικά στα δικά μας -μισή ώρα δρόμος τώρα με την Εγνατία (το τμήμα της αυτό δεν πιάνει ανεμοσούρια) η Βέροια του- έχει μιαν διαφορετική μαθητεία στην ασκητεία. Αντί της αχόρταρης (κι αχόρταγης βασάνων) ερήμου της Αιγύπτου, σε βουνό της, ήμερο και γλυκό εγκαταβίωσε το είναι του, κι εντός ευάερου κι ευήλιου σπηλαίου, άνευ φάτνης, εναπέθεσε το σαρκίον του στον τόπο αυτό της μετανοίας του. Παραθέτω σύντομα τον βίον του –δεόντος παραποιημένον- όπως αυτόν εκθέσαμε, άκουσον άκουσον, σε μια διήγησή μας σε συνέδριο για τον Γ. Σεφέρη στην Κέρκυρα, το οποίο έλαβε χώρα στο τέλος του μόλις απελθόντος ενιαυτού:
         «...Στην αρχή (ο ασκητής) υπέστη άγρια επίθεση (το στενό μαρκάρισμα της σήμερον) από τους δαίμονες (ιδίως ως εικός από τον «Δαίμονα της πορνείας») για να εγκαταλείψει το σπήλαιο· όμως με την προσευχή και τη νηστεία κατενίκησε αυτούς και τους ανάγκασε να τον αφήσουν ήσυχο. Εκεί έζησε 50 χρόνια και σε ηλικία 90 ετών παρέδωσε το πνεύμα, θέλω να πω πέθανε. Μετά από καιρό κυνηγάρικα σκυλιά βρήκαν το σκήνωμά του και οι κύριοι κυνηγοί τους, είδαν από μακριά μια οπτασία να τους καλεί προς τα κει. Προσεγγίζοντας αυτή χάθηκε, εννοείται, αλλά βρήκαν το ευωδιάζον λείψανο κι ειδοποίησαν πάραυτα τον κατά τόπον αρμόδιον Μητροπολίτη. Αυτός επιτοπίως εγνωμάτευσε περί του θαύματος και θέλησε να το πάρει δια τα περαιτέρω στην έδρα της Μητροπόλεως στην πόλη, από την οποία στο κάτω κάτω πέρασε κι ο απόστολος Παύλος καθώς γράφεται. Ομως διαβάντες τον Αλιάκμονα μετά της πολυανθρώπου κουστωδίας, οι πιστοί τσακώθηκαν μεταξύ τους αφού οι ντόπιοι ήθελαν να κρατήσουν εκεί το ηγιασμένο λείψανό τους και να κτίσουν προσκυνηματικό ναό στα χωριά τους, ότι δικό τους ήταν το θαύμα αφού βρέθηκε στην κτηματική τους περιοχή και κατά το Ρωμαϊκό δίκαιο, τους ανήκε. Ομως θεία επινεύσει ήρθη το αδιέξοδο κι άφησαν στα αγαθά βόδια ν’ αποφασίσουν γι’ αυτούς. Έζεψαν μια άμαξα και απάνω της έθηκαν το λείψανο. ‘Οπου αυτά θα σταματούσαν εκεί θα κτιζόταν ο ναός. Κάποιες εκατοντάδες χρόνια μετά για να χαράξουν το δρόμο πάνω από τη δύσβατη περιοχή της Καστανιάς, έναντι της μονής του Τιμίου Προδρόμου, οι γεωμέτρες κι οι χωροτάκτες έβαλαν μπροστά τους ένα μουλάρι κι όπου αυτό τραβούσε ακολουθούσαν οι άνθρωποι και χάραζαν πορεία. Μουλάρι που «εσύ χάραξες πορεία» αλλά αυτό ήταν μια άλλη παλιά ιστορία. Τα οιονεί ιερά βόδια, όπως τα Ομηρικά «του ‘Ηλιου τα αργά γελάδια», ξεκίνησαν για τον κάμπο της Βέροιας. Γύριζαν τον άγιο από μέρος σε μέρος, περνούσαν από τα χωριά της περιοχής και το ιερό σκήνωμα ευλογούσε τις διερχόμενες κοινότητες, όσο του το επέτρεπε η προ της επισήμου αγιοποιήσεώς, ευλογητήρια  τάξη. Η πομπή διέσχισε διάφορα χωριά τα οποία εκ του λόγου τούτου έλαβαν και τ’ όνομα όπως τα Διαβατά όταν τα διέβησαν  στα γρήγορα, το Ραψομανίκι γιατί κάπου πιάστηκε το μανίκι του ράσου του αγίου, σχίστηκε και το έραψαν, Μέση γιατί πέρασε από τη μέση της ο άγιος. Οταν η ηγιασμένη βοϊδοπομπή έφτασε στο μέρος της νυν κοινότητας Ξεχασμένης τα βόδια ξεχάστηκαν κι άρχισαν να βόσκουν, διότι πεινούσαν τα ζωντανά. Η παρασπονδία αυτή δεν θεωρήθηκε βέβηλη κι ως εκ τούτου δεν είχαν το τέλος που είχαν εκείνα τα γελάδια στην ακρογιαλιά από τους «συντρόφους του Οδυσσέα στον Αδη». Απλά «Πεινούσανε στης Βέροιας γης την πλάτη» κι ως εκ τούτου από αυτή την ολιγόλεπτη και εκ της πείνας λησμονιά , γιατί κάποια στιγμή συναισθάνθηκαν την ιερή αποστολή τους και συνέχισαν το δρόμο ως τη Βέροια, έλαβεν ο τόπος το όνομα «Ξεχασμένη». Τους πολύ μακρινούς απογόνους αυτών των ελλόγων βοδιών είδε ο Σεφέρης εκείνο το πρωινό της 16ης Νοεμ. 1936, όταν το τραίνο μετά το Πλατύ, πέρασε την «Ξεχασμένη» που κάπως τον συγκίνησε το όνομά της το ποιητικό και άνοιξε μια αυλακιά στον τόπο αυτό και στις ακόμα πιο εύφορες «Μέρες» του.
         Στα δικά μας και στο γήινό τους τώρα, με αφορμή την εορτή των αγίων.
         Εχω δύο φίλους, ίσως και κάτι περισσότερο, καθηγητάς (όχι της ερήμου αλλά της ελληνικής κι αγγλικής φιλολογίας) κατοικοϋπάρχοντες στις γύρωθεν πόλεις και μητροπόλεις με τις οποίες συνορεύει ο τόπος μας και ως εντελώς Αντώνιους τους γνωρίζει ο Θεός. Αυτός, ως γνωστόν, αγνοεί εν επιγνώσει Του, τα επίθετα των ανθρώπων και όπως τ’ αστέρια του σύμπαντός του όλα (όλα; ναι όλα) ένα ένα τα ονομάζει, έτσι και άπαντα τα επίγεια ονόματα των κτισμάτων του τα θυμάται. Ασχετα αν αυτό το λεν οι ποιητές (ποιό διαισθητικοί) κι όχι οι θεολόγοι (οι γραφειοκράτες της πίστεως), έτσι είναι.
         Ο εκ της μητροπόλεως Κίτρους, Πλαταμώνος και Κατερίνης, ο οποίος παραθερίζει, διαβάζει, γράφει, νυστάζει, κοιτά τη θάλασσα του Μακρύγιαλου -απωθημένο παραθαλάσσιο θέρετρον όσων παλιότερα σε χερσαίους τόπους αθαλάσσιους  κι άυγρους τα σώματά τους αφυδατούσαν- Αντώνιος Κάλφας (γενική του Κάλφαντος), είναι μια ξεχωριστή, ανθρώπινη πολλαπλότητα. Πανφιλολόγιος δημιουργός με λαμπερές δημοσιεύσεις υψηλής (είναι και ψηλός) εγγραμματοσύνης, ποιητής έξοχος, ερευνητής ακάματος (ως αβουκέντρωτο καματερό στο γεωργείν εν γένει και σπείρειν εν είδει). Πρόξενος ή συμμέτοχος συμβάντων, εφ’ όλης της πνευματικής ύλης κάποτε και πολιτικής, φαρμακοποιητολόγιος (παλαιάς υφής φαρμακοτρίφτης) αφού με λέξεις κατασκευάζει ψυχικά καταπλάσματα («Πληγώματα και Φαρμακείες» τα ονομάζει, κάτι σαν μια ποιητική του ομολογία πίστεως), τα οποία όσοι διεξέρχονται παρηγορίαν πρόσκαιρη και παραμυθίαν, διαρκή λαμβάνουν από χέρι. Ξένος πάσης προσπάθειας διακρίσεως, οι έξωθεν επιβραβεύσεις -προς τις οποίες τρέχουν όλοι οι σαλιάρηδες του γένους- είναι στο ανεπιδίωκτόν του. Γνήσιος εκπρόσωπος εκείνων που υπάρχουν σε κάθε πόλη της υπαίθρου ένας έως δύο το πολύ, οι οποίοι κινούνται στο ενοχλητικά αφιλοκερδές της ξεχωριστής δημιουργίας τους. Δεν τους ονομάζω αν και καίγομαι από εκτίμηση γι’ αυτούς.
         Ο της μητροπόλεως Γρεβενών (μόνον;) Αντώνιος Παπαβασιλείου περί την αγγλική διατρίβων δια τον επιούσιο, συμπλήρωσε ήδη δέκα χρόνια εκδότης και διευθύνων του λίαν αισθαντικού εντύπου εβδομαδιαίας περιοδικότητας «Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας» (της αυτής ωραιότητας με την ΟΔΟ Καστοριάς) από τον άγιο Κοσμά του νομού ερχόμενος. Διακονεί μια πίστη του ορθώς, γράφειν, λέγειν και δημοσιεύειν στον τύπο σε μια  εντελώς βάρβαρη εποχή και βάναυση συγκυρία, όταν ο κύριος (και καίριος λόγος) πνίγεται στην ακυριολεξία του δευτερεύοντος νοήματος και την βρωμολεξία της πράξης. Οι εξαιρετικές σελίδες που φροντίζει και παραδίδει ταχυδρομικά στους αναγνώστες της πόλεως και χώρας, όμως «κυματίζουν», κατά τον ιερομόναχο Ιλαρίωνα, αφού η ελληνική ταχ. υπηρεσία με τις σφαγιαστικές αυξήσεις τελών δεν απειλεί να στερήσει τα «Χ.Δ.Μ.» από τους παραλήπτες αλλά απλά και σαδιστικά να σβήσει κάθε έντιμη έντυπη φωνή της επαρχίας. Το τερατώδες στην εγκληματική του αμεριμνησία παρακράτος των αθλίων, πολιτικών μηδενικών αφού ρήμαξαν συνολικά τον τόπο, ρημάζουν και κάθε ευγενή τρόπο του υπάρχειν κατά μόνας.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         Στο  περιθώριο των εκδοτικών κι εκτυπωτικών χρόνων του, τυπώνει μονόφυλλα με κείμενα  άξια γι’ αυτόν λόγου, και τα διανέμει ιδίοις χερσίν, ενταγμένα στην σειρά των εκδόσεων της «Φαιδράς συντεχνίας», κατάλοιπο κι αυτό του άδολου και ανέφελου φιλοπαδιαμαντισμού που δεν έχει σχέση με τίποτε το αγοραίο και φτηνό περί Αυτού, που διεπράχθη το επετειακόν του έτος που πέρασε.
         Η γιορτή του μείζονος και του ελάσσονος αγίου έριξε στα «δίχτυα της σκέψης» (κλοπή κανονική του Π. Νερούντα εδώ) τους ανωτέρω φίλους, οι οποίοι στους περιθαλάσσιους ή μεσόγειους τόπους τους (κάποτε χωμένοι στην φοβερή ερημία του πλήθους) ο καθένας με τα όπλα του κυνηγώντας το εφήμερο του ατομικού, κατακτούν και προωθούν το διαρκές του συλλογικού. Μ’ αυτούς μπερδεύεται ορισμένως κι ο δικός μας χρόνος κι ό,τι κυλάει από κοινού αφήνει χνάρια νοσταλγίας.
        


         ΥΓ. Στους ήρωες του Συναξαριστή Αντώνιους που προσκυνούμε κανονικά, έχουμε και τον Αντώνιο της ιστορία και της λογοτεχνίας που ασπαζόμαστε συμβολικά κι ιδίως στην καβαφική του εκδοχή καθώς αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια που χάνεται, αφού λίγο πριν, όπως σημειώνει ο Ρήγας Βελεστινλής πάνω στη «Χάρτα» του και στο σημείο  του ακρωτηρίου Ακτίου: «Ακτιον Πούντα. Εδώ ενικήθη ο Μάρκος Αντώνιος από τον Αύγουστο. Εχασε και την Κλεοπάτρα»... Τι του στοίχησε περισσότερο, διαφωνούν οι ποιητές κι οι ιστορικοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου