στον Αντώνη που ξεκίνησε αλλιώς…
- Ποιοί είναι για Γερασιμαίους...
Ο Αλβανός το διαλαλούσε μόλις ξεφόρτωσε η Αγία Αννα τα λάφυρα της, τους πρωινούς δηλαδή προσκυνητές. Το κύμα, ο αέρας (τέσσερις φορές για να πιάσει το λιμανάκι της Διονυσίου) σκόρπισε τη φωνή. Κίνησαν με τα πόδια. Ομως η τύψη τον έτρωγε. «Εστειλα πέντε μουλάρια» στον αρσανά του διεμήνυσε ο λίαν αγαπητός, μήπως κι αγαπημένος, πατήρ Ευθύμιος της Σκήτης. Να πάει στράφι η χειρονομία ότι ο Κύριος και την πράξη τιμά και την πρόθεση επαινεί. Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν των ...αχαμνών βαδιστών δηλαδή τα σαμάρια των μουλαριών. Γύρισε.
- Αιντι φωνάζει τόση ώρα που είναι;
Να φορτώσουν τουλάχιστον τα σακίδια ότι η ανηφόρα είναι ελικοειδώς κάθετη. Οπως κι ο πειρασμός εδώ. Επιχείρησε να ανέβει στο «Μωρό» (μικρό ή χαζό;) μουλάρι αλλά κρεμάστηκε στην πλευρά του σαν βαϊσμένο φορτιό. Τον σήκωσαν. Δικαιολογήθηκε όπως τον έπαιρνε. Ηταν Παρασκευή, έφαγε τυρί (πρωί πρωί πάνω στην «αγία Αννα» τη θαλασσοφίλητη) άρα να η πρώτη τιμωρία σκέφτηκε. Ηταν και το μουλάρι μακριά από την πέτρα... Φύσαγε κι αέρας. Ο Θδρς, νέος στη συνοδεία, στάθηκε πρώτα ...όρθιος στο σαμάρι και μετά έκατσε, όπως η Αποστόλαινα, νύφη στο χωριό τα παλιά χρόνια, όταν την ανέβασαν στο άλογο για την εκκλησία, στάθηκε όρθια ωσάν ξυλάγκουρον στο σαμάρι με κίνδυνο να καταπέσει ως τραπεζιτική εγγύηση εργολήπτου δημοσίων έργων -η δύσμορη και μικρόνους- κι ο γαμβρός ένδον να μονολογεί: «μωρέ δεν την αμπώχτε καταής...»
Στη βρύση της Αγίας Αννας αφήνουν τα μουλάρια ελεύθερα στην ευχή της Παναγίας και του Αλβανού βορδονάρη την καθοδήγηση. Στάση για συνάντηση με τους δύο άλλους (κυρ’ Νίκος + Αλέξανδρος), οι οποίοι φτάνουν κάθιδροι αλλ’ ανδρείοι της ηγιασμένης αναβάσεως. Τυχεράκηδες (όχι ακόπως) αφού λαμβάνουν επιπλέον ευλογία (πόσην;) ότι οι περιπατούντες τα μονοπάτια του Ορους έχουν αυτό το προνόμιο σε σχέση με τους ναυτιλομένους και περιπλέοντες ή τους εποχούμενους κονιορτολεωφορείων.
Ο πατήρ Πρόδρομος ανεβασμένος παραπάνω στο νέο σπίτι που έκτισαν μαζί με τον πατέρα Θεοδόσιο (ο αλβανός μουλαράς τώρα εκεί σκάβει ένα λάκκο για περισυλλογή στερεών λυμάτων, ήγουν κοπριές) στο ενδιάμεσο η αρχαία, μικρή Κοίμηση της Θεοτόκου, παλιά ερειπωμένη εκκλησία την οποία λογαριάζουν να ξανακτίσουν, νυν αποικία νυχτερίδων και όφεων. Αφηγείται για τους εφτά θεόγδυμνους αγίους, το τριχωτό τους κάλυπτε τη γύμνια, οι οποίοι εκκλησιάζονταν εκεί. Θαρρείς τους βλέπεις ήδη στο μεταξύ ύπνου και ξύπνου σχόλασμα του είναι σου. Δεν ξέρω αν ο γέρων Μωυσής, ο οποίος «Μεταξύ ουρανού και γης» στο Κελλίον του ιερού Χρυσοστόμου της επικράτειας Κουτλουμουσίου και το «Πρωτάτον» του, αδιαλείπτως κατασυγγράφων συνθέτει τη μέγιστη, αγιορείτικη, πνευματική ακολουθία, θα τους περιλάβει στο opus magnus του για τους διαλάμψαντες αγίους του Ορους το οποίο ετοιμάζει πυρετωδώς, όταν τον αφήνουν οι πυρετοί του σώματος κι ιδίως όταν υπηρετεί τους αντίστοιχους της ψυχής έξω, στον μετά την Ουρανόπολη κόσμο, των εν πόνω διατελούντων δούλων του Θεού.
***
- Αλλος για Βατοπέδι... τελαλούσε ο υπεύθυνος των οδικών λεωφορειογραμμών στις Καρυές, την αύριον της εισόδου, ημέρα Σάββατο Κύριον τον Θεόν σου στην Παλαιά Διαθήκη. Καθ’ οδόν μπάρα διοδίων άνευ τελών τους σταμάτησε για έλεγχο. Σε ποιά χώρα μπαίνουν άραγε; Ο ήπιος Σερδάρης με τις καταστάσεις στο χέρι περνά από τον καθένα. Μια αγωνία, άραγε είμαστε στη λίστα; Και το όνομα αυτού επικαλέσωμεν ότι ο γέρων Μωυσής μας συστήνει. – «Είσαι ο συγγραφέας με τη συνοδεία του»; Ο πολυγράφος μοναχός είχε καθαρίσει. Οι επισκέπτες αμέτρητοι για το πολύφερνο και τόσο συζητούμενο στα εγκόσμια, μοναστήρι. Τι λέω μείζονα μοναστική επικράτεια! Ο αλλοδαπός οδηγός μας σταμάτησε σε απόσταση από την μεγάλη πύλη αφού μας ξάφρισε τα εισιτήρια άνευ αποδείξεων. Ελεγχος διαμονητηρίων! Εδώ είναι νόμω και θεού κρατούσα πολιτεία δεν είναι ξέφραγη των συνόρων, Ελλάδα. Τα τελευταία γεγονότα μήπως; Την είχα πρωτοεπισκεφτεί πριν 20 τόσα χρόνια μόλις είχε ξεπεράσει την διαλυτική ιδιορρυθμία της και έμπαινε στο κοινοβιακό καθεστώς κι είχε ήδη αναλάβει γέρων της ο Εφραίμ. Ενα απέραντο ημιερείπιο. Τώρα όλα είναι αλλαγμένα. Στον κόσμο τα όσα της Μεγίστης Μονής, τ’ ακούμε μεταλλαγμένα. Το απέραντο Βαλτοπέδι της πολιτικής όλα τα διαστρέφει κατά το καραδοκούν του, άλλωστε.
Ψάχνεις τον π. Γεώργιο, κύπριος, όλοι Κύπριοι είναι εκεί, υπεύθυνο της έκθεσης και του τεράστιου κι έμπλεο αγαθών πωλητηρίου. Δηλώνεις το διαμεσολαβητή, διάσημο συγγραφέα, ευεργέτη κι υπερασπιστή του «κρατιδίου» σε καλές και δύσκολες ώρες («Οι Βατοπεδινοί άγιοι» του κ.α.). Οι «πόρτες» φιλοξενίας ανοίγουν διαφορετικά πλέον κι είναι 300 τόσο οι προσκυνητές της μέρας και που να τους πρωτοχωρέσουν· αλλά γι’ αυτούς μοναστηριακή σουίτα δύο δωματίων και 4 κρεβατιών, όπου άπλωσαν αμέσως την εγκόσμια, κάπως νωχελική, αρίδα τους.
- Ας είναι ευλογημένο...
Προχωράμε παρακάτω.
Δηλαδή πίσω στη Σκήτη όπου οι συνθήκες, εννοείται, ανετράπησαν με το που έφτασε ο παλαιός υπουργός και καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας με το λόγιον υπογένειο, έμαθα κι εθαμβήθην ότι περπατά τα μονοπάτια του Ορους μόνος με τη βακτηρία του («η ράβδος Σου κι η βακτηρία Σου αυτές με παρεκάλεσαν») άρα άξιος εστί- ευλαβής προσκυνητής, φιλακόλουθος ψάλτης. Τότε, στο μπαλκόνι στους Αρχαγγέλους με τον πρωθύστερο τάφο του ευεργέτη επιχειρηματία μεγαλομυλωθρού –«επιτέλους εστεγάσθην»- να τον περιμένει (όποτε), η απογευματινή αναπόληση του παντός και του καθόλου με την άπλα του Σιγγιτικού ενώπιον τους, τα κύματα της θάλασσας (...μου το ‘πανε) ελαφρώς ρυτιδωμένα και διακατασχιζόμενα υπό των ταχύπλοων των μονών και των αργοκίνητων Ferry, τη δυτική ουράνια σφαίρα καταπάνω τους χυμένη, αφεθήκαν στις κρίσιμες συζητήσεις περί των δαιμόνων της νυν κι όχι της μελλούσης να συμβή κρίσεως. Ολα εδώ πρώτα πληρώνονται και στην κυριολεξία τους μάλιστα.
Ο εσπερινός λειψός ελλείψει ιερομονάχου κι είπαν τα χύμα -γεμάτη αναγνώσματα η βραδιά- και τα ψαλτικά ο γέρων Σπυρίδων παντεπόπτης και γλυκο–βροντόλαλος, ο λυγερός πλέον πατήρ Ευθύμιος, ο των κινητών επόπτης κι ένας κοσμοκαλόγερος ρέκτης των κουζινικών· κάτι ουρές δε ψέλλισαν κι οι προσκυνητές. Μετά την τράπεζα έναστρη σύναξη, κάπως θολή, στο βάθος και κάτω η αγριόμορφη γεωλογική σούδα, η νύχτα, οι χρυσικοί Θωμάδες κωλοφωτιές, έναντι οι ισοϋψείς εικονογράφοι Δανιηλαίοι και πίσω η γνήσια πέτρα του Αθω να φυλάγει τα νώτα τους από τις τυχόν επιθέσεις από τα άτιμα δαιμόνια του σκότους. Τότε είναι που βγαίνουν να πάρουν το βραδινό τους αέρα, να τα πουν κάπως, οι ψυχές των απόντων κι επί γης χωμένων και ήδη χώματι χωνεμένων μακαρίων Γερασίμου, Διονυσίου και Μητροφάνους, να μυρίσουν τον απόηχο της τράπεζας (μακαρόνια με μανιτάρια) ότι κι οι ψυχές πεινάν κανονικά φυσικά κι ας χορταίνουν τελικά μόνο με τη σκέψη των ζώντων.
Ομως στη μεγάλη-Μεγίστη (διεκδικεί αυτοβούλως κι αυτοδικαίως το τίτλο που έχει μόνον, ιστορικά, η Λαύρα) Μονή ο εσπερινός της υπέρλαμπρος. Παρών ο επίσκοπος Πριγκίπων Ιωσήφ. Οι προσκυνητές πήχτρα, στο όρθιο. Στην επίσημη Τράπεζα, και ποιός να πρωτοχωρέσει τρακόσιοι, είπαμε, τόσοι νοματαίοι πεινασμένοι, λειτουργούσε κι αναπληρωματική τοιαύτη, ο π. Γεώργιος (το μέσον) μας έμπασε δια της πλαγίας εισόδου και μετείχαμε έτσι της λαμπράς φιλοξενίας (σεμνά κουκιά τη μια και ακκιζόμενο παστίτσιο την άλλη) μετά ψυχοφελούς αναγνώσματος από τον αναγνωσματάρη, λογυδρίου από τον καθηγούμενο και λόγον κανονικό κι αγαπητικόν απ’ τον επισκέπτη επίσκοπο, όστις στον πρώην μετόχι της μονής, τη νήσο Αμμουλιανή, έφερε τεμάχιον του ελάσσονος αγίου Ευδόκιμου (;) κι έκαναν γιορτές και δοξολογίες, ίσως κι από κει το έκτακτο ανθρωπομάνι.
Χύθηκε το ευλαβές κι ασύντακτο πλήθος πεινασμένο για ευλογίες αν κι αυτές δεν είναι και για χόρταση, χορτάτο στην κοιλιά, να προσκυνήσει τα άγια λείψανα στα οποία εξέχουσα θέση κατέχει τμήμα της Τιμίας Ζώνης της Παναγίας. Περνούσαν σε φάλαγγα κατά προσκυνητή και πάνω τους ορισμένοι ακράγγίζαν διάφορα χαϊμαλιά, κομποσχοίνια, σταυρουδάκια προς ατομικήν επί το πλείστον (μοναχοφάηδες) λήψιν και χρήσιν της χάριτος. Κι αυτουνού τι του ‘ρθε να περάσει το κινητό από τις ηγιασμένες κάρες και τ’ άλλα μυροβόλα τεμάχια αγίων; Γιατί όχι, εκεί μέσα είναι μαζεμένα τόσα και τόσα προσφιλή, αγαπημένα και γνώριμα ονόματα άρα και υπάρξεις. Γιατί να μη λάβουν κι αυτοί έστω εμμέσως ως φωνή, μήνυμα ή φωτογραφία μόνιμα εμφωλευμένη εντός του διαβολικού μηχανήματος, ευλογίαν Κυρίου, μάλλον εκ της Κυρίας Παναγίας την τιμία Ζώνη.
Η σύναξη στο τεράστιο μοδέρνο Συνοδικό είχε ομιλία του επισκόπου με πρόλογο του ηγουμένου άρτι ανανεωθέντος στη ηγεσία της Μεγιστομονής μετά τις εγκόσμιες περιπέτειες. Αυτόγραφα υπέγραφε ως σταρ λίαν αγαπητός στους επισκέπτες. Δε βαριέσαι. Ολα περνούν, τελειώνουν επανέρχονται, κύκλοι στην άμμο και «μη μου τους κύκλους (της μνήμης και της ζωής) τάραττε».
«Θάλασσα του πρωιού κι ανέφελου ουρανού». Τα λευκασμένα ξύλα (όπως τα κόκαλα μετά την ανακομιδή) στο λιμάνι της Μονής αμέτρητα. Κόκαλα άψυχης φύσης (μόνο;) γλειμμένα κλοτσάμε, μαζεύουμε, πετούμε. Επί της άμμου η αμηχανία υγραίνεται από την ήπια οιονεί παλίρροια κι άμπωτη. Σε τι είμαστε, λοιπόν σε τι πορευόμαστε; Από την αμέτρητη ως άμμος πολυπλοκότητα στα ορισμένα λευκά επ’ αυτής συντρίμμια ναυαγίων ή και απλώς κυμάτων. Στο ενδιάμεσο εντελώς διαφανές το νερό και βράχοι που εισχωρούν μέσα της γεμάτοι με τη θαλασσινή πατίνα του χρόνου. Μας καθρεφτίζει το πρωί κι η θάλασσα καθαρούς κι ενώ μας φορτώνουν στο «ταξί» πίσω μας αφήνουμε μια πολιτεία του θεού και των ανθρώπων, παίρνοντας μαζί μας μια αίσθηση ότι εδώ κάτι το εντυπωσιακό εξελίσσεται.
Στην επιστροφή και πάνω στα καράβια της, ειπώθηκεν αυτό το οποίο ροκάνιζε τη σκέψη, τουλάχιστον τις παλιοσειρές της συνοδείας. Δεν επισκέφτηκαν την σπηλαιοεκκλησιά, εκεί στους Μικραγιαννανίτες των οσίων Διονυσίου ρήτορος και Μητροφάνους, μεγάλη η χάρη τους, μαζί και τον τάφο του αη-Γεράσιμου μέγα υμνογράφου (χιλιάδες οι ακολουθίες του) της ανατολικής Χριστιανοσύνης (κάτι σαν τον Μπαχ των Δυτικών). Αυτές τις μέρες βρήκα στα ευτάκτως πεταμένα μου χαρτιά, γι’ αυτό και εύκολα προσβάσιμα, εκ τύχης δηλαδή, μια ακολουθία του άλλοτε Επισκόπου Διονυσίου Ψαριανού, για την καθέλκυση καραβιού και τη μελέτησα ορισμένως προς εξιλέωσιν. Αλλά το διπλό κρίμας παραμένει. Πως είναι δυνατόν να λησμονήσαμε τα πλέον αγαπητά κι ευλογημένα μέρη της Σκήτης; Αν απολέσουμε τον Παράδεισον εξ αυτής της λησμοσύνης θα τον χάσουμε και δικαίως. Ο κυρ’ Ν. δάκρυσε κάπως.
Καθιερωμένη η στάση στο καρνάγιο της Ιερισσού για την αναμνηστική φωτογραφία (πως μας κόλλησε κάθε χρόνο αυτή η αναμνηστική της επιστροφής) ενώπιον της ασφάλτου και της πράσινης θάλασσας που ετοιμάζεται να περάσει στο κίτρινο του θερισμού, πίσω μας η κανονική γαλάζια αλλά και τα προς επισκευή λιψανάβατα καράβια των μικρών οριζόντων και των οικείων πόντων.
Από κει έφυγε το μήνυμα:
Λησμόνησα –ήμαρτον- τη σπηλιά Διονυσίου και Μητροφάνη
κι ένα κερί στου Αη Γεράσιμου το μνήμα να κολλήσω
κάπως σαν άδειο εφέτος το προσκύνημα μου εφάνη.
Ομως, το πρόσωπο της αγάπης μου τ’ άφησα πίσω...
Ο τοίς Χερουβίμ εποχούμενος, καί υμνούμενος υπό τών Σεραφίμ, επέβης επί πώλου, Δαυϊτικώς Αγαθέ, καί Παίδές σε ανύμνουν θεοπρεπώς...
ΑπάντησηΔιαγραφή