Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Ο Λιθοξόος των γραμμάτων και των πραγμάτων (Νίκος Καλογέροπουλος εκ Ροδοχωρίου)



                    “Πρόσωπα βάναυσα ευτυχισμένα”

         Ο Νίκος Καλογερόπουλος είναι μια εμβληματική προσωπικότητα του τοπικού μας πολιτισμού. Ενας ενεργός διανοούμενος που δεν αφήνεται κι ούτε κλείνεται στις κυψέλες δημιουργίας αλλά υπάρχει συνεχώς κι ολοκληρωτικά μέσα στον κόσμο για τον κόσμο· στο πολύβουο μελίσσι της δημιουργίας αυτής που ακόμα και το πιο μικρό έργο αποτελεί ψηφίδα στο μεγάλο ψηφιδωτό του πολιτισμού. Ανήκει στον κόσμο που ζητά, ψάχνει, μαθαίνει, δρα, υπάρχει στο τώρα, ακόμα κι όταν διερευνά το χτες ή οραματίζεται το αύριο. Τα έργα της σκέψης, των χεριών και του βίου του, τον κατατάσσουν σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων που ο Γκράμσι, ο τόσον προσφιλής γι’ αυτόν πολιτικός και φιλόσοφος της αριστεράς, ονομάζει οργανικούς διανοούμενος, εκείνους δηλαδή που δεν είναι κλεισμένοι στον εαυτό τους και το έργο τους, αλλά είναι χωμένοι κι ίσως κάπως χαμένοι (και ...βαρεμένους τους λένε) στον κόσμο.

         Αυτό κάνει με το βιβλίο του «Συζητήσεις στην επαρχία...» το οποίο στάθηκε η αφορμή να μιλήσουμε, γι’ αυτόν περισσότερο, κι όχι για ό,τι σ’ αυτό διαπραγματεύεται. Γιατί αν θες κάτι να πεις για τα περιεχόμενά του, είναι σαν να μιλάς για τον ίδιο και τα έργα του στη ζωή, στους κυριότερες πτυχές της.
         Οι ενότητες του είναι ενότητες γραφής και πράξης της ζωής του. Το πολυσχιδές του βίου του ως εκπαιδευτικός, συγγραφέας-δημιουργός και ενεργός πολίτης, είναι σαφώς ορατό. Η ύπαιθρος, η αγωνία για το μέλλον της, οι ιδέες που έζησε, ζει κι υπηρετεί, τα ζητήματα της καθημερινής δημοκρατίας, η οποία είναι ακόμα και τώρα πλημμελώς θεμελιωμένη κι όχι όπως τα γέρικα, αλλά άριστα παραδοσιακά γεφύρια του Βοίου και σ’ αυτά το λίαν αγαπητό του Ν.Κ. στο ποτάμι της Προμόρτσας. Η τοπική ιστορία που τον θέλγει ιδιαίτερα, τα γράμματα, ο πολιτισμός αλλά και ό,τι ακόμα πονά και συνεγείρει κάθε τίμια κι ελεύθερη συνείδηση καθώς βιώνει το πισωγύρισμα της ελληνικής πραγματικότητας από την κορυφή της κυρίως, ως τα νύχια της κατά δεύτερο, αλλά όχι αμελητέο λόγο.
         Το εξώφυλλο του βιβλίου με την εικόνα των καβαλάρηδων για το παζάρι και από την πρώτη του φράση του τίτλου: «Οι συζητήσεις στην επαρχία», έχουν κάτι το ειδυλλιακό  και προσωπικά μου φέρνουν εικόνες από το βιβλίο του Αλφόνσου Ντωντέ «Γράμματα από το μύλο μου». Οι συσχετισμοί είναι προφανώς μακρινοί όμως κάποιες εικόνες και θέματα που θίγει ο Γάλλος συγγραφέας, όπως και οι λέξεις «επαρχία» και «μύλος» είναι τόσο συγγενείς έννοιες και πράγματα, με όλη την κατ’ αρχήν αθωότητα και γνησιότητα που σηματοδοτούν από μόνες τους, με εκείνες τις οποίες ο Ν.Κ. στην ευρύτητα του τρόπου του, έζησε, ζει κι αγαπά. Οι άνθρωποι της υπαίθρου, οι εργασίες, οι ιστορίες και η ιστορία των τόπων που έζησε και μεγάλωσε αλλά υπάρχει ακόμα και στο τώρα τους, αποτελούν μια θελκτική πολύεδρη αφήγηση για κάθε καλόπιστο πολίτη ενός τόπου μικρού είτε μεγάλου. «Τα γράμματα από το μύλο» έχουν μια λογοτεχνική αρτιότητα (Ντωντέ μετέφρασε αριστουργηματικά κι ο Αλεξ. Ππδ.), οι «Συζητήσεις στην επαρχία» μια διαρκή πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.
         Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αρχών και οραμάτων δίδαξε και διδάχτηκε, ο Ν.Κ. και δε μειοδότησε υπέρ των εύκολων  της ζωής, απεναντίας πλειοδότησε υπέρ των δύσκολων που του ήρθαν σε διάφορες φάσεις και περιστάσεις του βίου. Είτε ως οικογένεια, να φεύγουν από τη μικρή πατρίδα τους, το Ροδοχώρι, είτε αργότερα με τις μετακινήσεις  του σε άλλες πόλεις. Στη διάρκεια της δικτατορίας απολύθηκε από δάσκαλος των Λατινικών στη φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ και οργανώθηκε με το παράρτημα της Δημοκρατικής Αμυνας Θεσσαλονίκης, συστήνοντας  μάλιστα δική του ομάδα. Τότε ήταν που γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με ό,τι καλύτερο από άποψη ανθρώπινων χαρακτήρων και πολιτικών διαθέσεων διέθετε η πόλη αυτή κι η Βόρειος Ελλάδα. Ο Ν.Κ. στάθηκε τυχερός. Μ’ αυτήν  την παρέα που σιγάθεν λιγοστεύει κι αυτό είναι της μοίρας το αναπότρεπτο, κατάφερε να συνυπάρξει και ν’ αποτελέσει κι αυτός κομμάτι της λαμπερής γενιάς των ανθρώπων των γραμμάτων αλλά και της υψηλόφρονης πράξης, όταν το απαιτούσαν οι καιροί οι οποίοι όλοι τους περνούν κι ευτυχώς στη μικρή ή τη μεγάλη ιστορία των τόπων αλλά και στη νοσταλγία των ανθρώπων.
         Ο καθηγητής κύριος ...Κόκκινος, όπως τον προσδιόρισαν οι τότε μαθητιώσες ηλικίες στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο κι αλλού εκ του αιματώδους της όψεως, φέρνει στη σκέψη μου τον Μιχ. Περδικάρη, ριζοσπάστη λόγιο του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού στην Κοζάνη, αλλά και τον κόκκινο παπά, όπως ονόμαζαν το διαβολικό ιερέα και μουσικό Βιβάλντι εκ της πυρόξανθης κεφαλής του στη Βενετία. Βέβαια αυτό είναι και το χρώμα της πολιτικής του Ν.Κ. ιδεολογίας την οποία υπηρετεί αταλάντευτα, αλλά εμβαπτιζόμενη μέσα στο ανθρωπιστικό ουμανιστικό της πηγάδι.
         Είναι ο άνθρωπος που παίρνει σβάρνα τα πράγματα, τις συνθήκες ως εκ του ορμητικού χαρακτήρα του κι αφήνει πίσω του ολιγωρίες, ταλαντεύσεις, μεμψιμοιρίες. Το έργο μετράει κι αυτό μόνον κρίνεται και μέσα απ’ αυτό ο άνθρωπος-δημιουργός.
         Θέλω να επισημάνω με μια μικρή αναφορά επί του συγκεκριμένου τη διοργανωτική διάθεση κι εμψυχώτρια θέληση του Ν.Κ στη δημιουργία συλλογικών γεγονότων  πολιτισμού και δράσεων, που να έχουν κι ένα αποτέλεσμα χρήσεως κι όχι μόνο μια φιλολογική ή άλλη ικανοποίηση. Είναι στη φύση του καθοδηγητής, εμπνευστής και συνοδοιπόρος σε ό,τι αποφασίζει ή συναποφασίζει με άλλους.
         Συνδημιουργός του 1ου Συνεδρίου για τον Πολισμό και την Ιστορία της Κοζάνης· ιδρυτικό, μάλλον καθοριστικός παράγων στη σύσταση της Εταιρείας Μελετών Ανω Βοϊου με τα συνέδρια και τις εκδόσεις της· στην Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών  Αρχείων (1940-1974) Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Οι δράσεις του στον τοπικό Σύλλογο Ροδοχωρίου αλλά και το Ινστιτούτο Μελετών Ελληνικής σύγχρονης  Ιστορίας. Η σύλληψη της ιδέας και ο συντονισμός της έκδοσης  του μεγάλου τόμου «Κοζάνη- Γρεβενά. Ιστορία Πολιτισμός» μια συλλογική προσπάθεια 50 τόσων επιστημόνων του ΑΠΘ, τους οποίους συντόνισε στο μήκος, το πλάτος και το βάθος της ιστορίας των δύο πόλεων, ένα έργο πρώτης επιστημονικής γραμμής, το οποίο του στάθηκε κι ένα πένθος, αφού κατά κάποιον τρόπο ένιωσε να εξετέθη στους συγγραφείς του, από την ολιγωρία και ανεπάρκεια της κατ’ επίφασιν οργανωμένης πολιτείας, αλλά διαλυμένης στην πράξη ότι έκπαλαι ένα σκορποχώρι προσώπων και νοοτροπιών την αποτελούσαν.
         Με τις επιμέλειες κειμένων αντιστασιακών κι απλών ή επώνυμων αριστερών στην πράξη συμπολιτών δημιουργεί μια κρίσιμη ύλη πλέον γνώσης και διάσωσης της καθ’ αυτό αγωνιστικής μνήμης και παρουσίας των ανθρώπων της Δ. Μακεδονίας, σε οριακές στιγμές του νεότερου βίου της.
         Η οργανωτική του επάρκεια, ο ενθουσιασμός που τον καταλαμβάνει όταν προγραμματίζει μια δράση, είναι και μια εγγύηση της ποιότητας του περιεχομένου της, αλλά και της διαδικασίας. Αυτό αποτυπώνεται και στις συλλογές εγγράφων, στις περισυλλογές αναμνήσεων, στις καταγραφές απομνημονευμάτων από παλιότερους  ή στη συλλογή πολύτιμου παλαιϊκού υλικού. Μέχρι και ιδιωτική συλλογή όπλων διαθέτει στο σπίτι-μουσείο στο Ροδοχώρι. Δε μιλώ (μίλησα άλλοτε και για πολύ) για την καλλιτεχνική του έφεση με τη δούλεψη της μαλακιάς πέτρας της περιοχής με την οποία διέπραξε μικρά γλυπτά αριστούργημα και γέμισε τον οίκο του αλλά και το χωριό.         
         Εδωσε και δίνει το παράδειγμα για μιμητές του τρόπου του ως προς την έρευνα, διαφύλαξη και δημοσιοποίηση της ένυλης και άυλης παράδοσης και ιστορίας.
         Με αφορμή την τελευταία σκέψη θα κάνω μια συγγνωστή παρέκβαση του κυρίου θέματος αλλά λόγω συνάφειας του μ’ αυτό.
         Αναλογίζομαι τις ηρωικές, συναισθηματικές, συγκροτημένες, επιστημονικές, σωστικές προσπάθειες του Ν. Κ για την ιστορία και τον πολιτισμό της μικρής πατρίδας του ή του τόπου μας ευρύτερα κι αυτό σε σχέση με το δικό μας τώρα και με αφορμή - μεγάλη που ήδη χάνεται ο καιρός της- του εορτασμού των 100 ελεύθερων χρόνων της πόλεως Κοζάνης. Επέτειος στην οποία θα μπορούσαν να γίνουν έργα στον τομέα των γραμμάτων που θα σηματοδοτούσαν την πόλη και την περιοχή.
         Αλήθεια ποιός συλλογικός διανοούμενος (μικρός έστω) για να μιλήσουμε με όρους πολιτικής θεωρίας, αν και δεν πιστεύω σ’ αυτό το σχήμα καθοδήγησης, ότι η ατομική αυτοθυσία απαιτείται για τα μεγάλα (πάντως όχι το Δημοτικό Συμβούλιο και οι αποσαθρωμένες έως ανυπαρξίας υπηρεσίας γραμμάτων και τεχνών της πόλης), θα εκπονήσει πρόγραμμα των πνευματικών αναδασώσεων στον έρημο τόπο μας; Ποιά συλλογική ή ατομική προσπάθεια, θα πάρει πάνω της το αυτό το συναρπαστικό παιχνίδι της πνευματικής αναδημιουργίας του τόπου μας; Πότε και με ποιούς ερευνητές συμπολίτες ή ετεροπολίτες αλλά όχι τους πνευματικά δανεικούς κοσμοπολίτες, οι οποίοι θα έχουν φλόγα αγάπης για την ιστορία, τα γράμματα της πόλης και σχέση με την έρευνα, καταγραφή, ανάδειξη εκείνων των πτυχών του ιστορικού, κοινωνικού, πνευματικού βίου της πόλεως που λανθάνουν εν επιγνώσει ή από παντελή άγνοια.        
         Μελαγχολώ για κάποιες μεγάλες παρεμβάσεις στον τομέα των γραμμάτων που θα μπορούσαν να γίνουν με αφορμή τη λαμπρή χρονική συγκυρία καθώς βλέπω το χρόνο να φεύγει και το άδυνατόν τους να έρχεται με βεβαιότητα φυσικού φαινομένου. Θα αρκεστούν και πάλι στα εύκολα οι κρατούντες και θ’ αρκεστούμε στα ασήμαντά τους αλίμονο.
         Σκέφτομαι ενδεικτικά κάποιες μακρόπνοες προσπάθειες και  έργων που θα μπορούσαν να περάσουν στην ιστορία του τόπου νέο καθαριστικό βερνίκι ανανέωσης κι όχι αναπαλαίωσης για να φανερώσουν την κρυμμένη του ιδιαιτερότητα, αν έχει δηλαδή.
         Συγκεκριμένα:
         α. Στη Γαλλία υπάρχει αδιερεύνητο το αρχείο του γαλλικού προξενείου στην Κοζάνη του 1916-1918 κατάλοιπο της Στρατιάς της Ανατολής.
         β. Στην Αθήνα στα Αρχεία του ΑΣΚΙ (ένα θεσμό που αγαπά ιδιαίτερα ο Ν.Κ.) η κοινωνική και πολιτική ιστορία του τόπου μας σε μεγάλο αριθμό εγγράφων αρχειακής μορφής, περιμένει τον ερευνητή τους.
         γ. Στη Βιέννη ο ηρωικός στην κυριολεξία  Φ. Πάμπας μονάχος κι αβοήθητος, φορές δε και περιφρονημένος, περιμάζεψε όλη τη Δυτικομακεδονική περιπέτεια 2-3 αιώνων στην κεντρική Ευρώπη. ‘Εργο μεγαλειώδες. Η πόλη αν έχει κάτι να σεμνύνεται στην ιστορία της είναι αυτή η περίοδος με το έπος της αποδημίας των κοζανιτών και με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Πότε όλο αυτό το βουνό του υλικού θα γίνει κτήμα καλλιεργήσιμο από τους επιχώριους και μη ερευνητές. Ποιός θα βοηθήσει τον μέγιστο ερευνητή να φέρει σε πέρας το ανιδιοτελές έργο του. Καλές οι προσκλήσεις για ομιλίες αλλά ο ανώριμος συναισθηματισμός με τον οποίο τον περιβάλλουν δεν έχει καμιά αξία επί της ουσίας της προσπάθειάς του και σχεδόν μου φέρνουν ναυτία.
         δ. Η Σύναξη των σύγχρονων κοζανίτικων γραμμάτων με μια συνολική καταγραφή παρουσίαση και γνώση, σχολάζει.
         ε. Η Κοζάνη την περίοδο του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού,  και μη ξανακούσω ότι είμαστε η κοιτίδα του από τη βοώσα αγραμματοσύνη, δεν υπάρχει συνολικά διατυπωμένη σε μια σειρά χρηστική αλλά κι ως εκδοτικό καύχημα της πόλεως.
         στ. Ο δεινόσαυρος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης που παραμένει όχι απλά αργοκίνητος αλλά σε αφασιακή παραλυτική κατάσταση. Δεν είναι το κτίριο που λείπει κι ίσως κάποτε γίνει, αλλά  Βιβλιοθήκη είναι τα βιβλία, το υλικό, τα αρχεία κι οι άνθρωποι γύρω και πρωτίστως μέσα σ’ αυτά. Ποιοι θα εμπνεύσουν και θα καθοδηγήσουν τις μεγάλες επεμβάσεις στα σωθικά του ανεξερεύνητου πλούτου της. Η παγκόσμια διατυμπάνιση της βιβλιοθήκης της Βέροιας, η οποία σε υλικό και ιστορία ούτε κατά διάνοια μπορεί να συγκριθεί με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης μου έφερε μια θλίψη επί του προσωπικού. Αλίμονο είμαστε λοιπόν τόσο ασήμαντη πόλη, άνθρωποι, εξουσίες, αρχές που ακόμα και τα μοναδικά διασωθέντα κειμήλια της πίστεως μας, όπως είναι η μεγάλη ιστορική μας βιβλιοθήκη, την αφήνουμε να σέρνεται κουφάρι στο τίποτα της μακραίωνης ύπαρξής της.        
         Επανέρχομαι και κλείνω:
         Πριν από μερικά χρόνια σε μια συνάντηση συγγραφέων της Δυτικός Μακεδονίας που διοργάνωσαν τα λογοτεχνικά περιοδικά «Παρέμβαση» Κοζάνης και «Εταιρεία» Φλώρινας με την αιγίδα της τότε Περιφέρειας Δ.Μ., ονομάσαμε τον Νίκο Καλογερόπουλο στην διάκριση που του δόθηκε  για όλα όσα έδειξε, έπραξε και δείχνει με το έργο, το ήθος, το πάθος την ορμητικότητα του, ως τον Λιθοξόο  των γραμμάτων και των πραγμάτων.  Αυτό είναι, χωρίς τυμπανοκρουσίες, κορδακισμούς και καμώματα γελοία, στα οποία συνηθίζουν όλοι οι ημιμαθείς κι ασήμαντοι του είδους· ένας επώνυμος και ευώνυμος ενεργός πολίτης της καθημερινότητας, της λαϊκής τέχνης, της παράδοσης, της ιστορίας, των γραμμάτων, του πολιτισμού μας.




                           Το κείμενο διαβάστηκε στο Κοβεντάρειο την 8                                     Ιουνίου κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Ν.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου