Ηταν ένα μακρύ παλτό χρώματος μπλε, έφτανε μέχρι τους αστραγάλους –κάτι λίγο παραπάνω τους, έστω στο μέσον της κνήμης. Το είχε χρόνια πολλά και το φορούσε τις δεσποτικές εορτές στην καρδία του χειμώνα: Χριστούγεννα Αις Βασίλης, Φώτα, είχε δεν είχε χιόνι και κρύο, το τραβούσε ο καιρός, όπως κι ο περιβάλλον τρόπος. Παρόμοια φορούσαν οι επίσημοι στην εκκλησία κι ήθελε κι αυτός ούτω πως, να τσιμπολογήσει εκ της ενδυματολογικής ιδιαιτερότητας κάποια από τα ψιχία ματαιότητας που έπεφταν από την τράπεζα εκείνων των μοναχοφάηδων, οι οποίοι χρόνια τώρα αδιατάρακτοι στο ξεγλέντι τους, είχαν κολλήσει αποκρουστική πέτσα λιπαρή και λιγδερή πάνω στα σώματα των πολιτών. Ενα Δεκέμβρη του 200... το φορούσε μοναδικό πανωφόρι σ’ ένα ταξίδι στη Σόφια, μέλος μιας βορειοελληνικής αντιπροσωπείας για την απονομή βραβείων λογοτεχνικών στους Βαλκάνιους συγγραφείς! Εκεί συναντήθηκε με το άλλο μεγάλο παλτό, της αυτής κοπής, αλλά εκείνο έφτανε μέχρι τους κανονικούς αστραγάλους στον φέροντα ανθρώπινο οργανισμό, ο οποίος ανήκε στον άλλοτε υπουργό ατομικών (!) δικαιωμάτων της μεταχοτζικής Αλβανίας, έλληνα στο φρόνημα και ποιητήν Νίκον Κτσλδν. Αν και πρώην υπουργός τον ένιωθε κάπως προστατευόμενό του. Ετσι τα δύο παλτά αεράτα όπως τ’ ανεμίζοντα ράσα ή τ’ αναπεταμένα πανιά σκιαθίτικης σκαμπαβίας, πήγαν ν’ εντυπωσιάσουν τους πενόμενους τότε Βούλγαρους αλλά το γκαρσόν του πολυτελούς ξενοδοχείου δε μάσαγε και τους γείωσε. Εκανε το χρέος του όπως ήξερε, αυτοί μάλλον δεν γνώριζαν τη διαλεκτική των επίσημων σαλονιών, δεν ανήκαν άλλωστε στη προαναφερθείσα πέτσα που την έπαιζε στα δάχτυλα και ως εκ τούτου κράταγε και μάσαγε γερά. Κέρασε εκών άκων τον κύριο Υπουργό. Τούτ’ αυτό έκανε άλλωστε και στην πόλη του -αυτός φτωχός και πένης με τα μέτρα των ασύδοτων- όταν τον κάλεσε επιχώριος μεγαλόσχημος υπουργός για ένα τσίπουρο, κι είχε στην παρέα κάτι επιφανείς φύρες που ο λαός του τόπου και της περιοχής ονομάζει ζητλάρηδες (= ελεεινά φτωχοί).
Το άλλοτε ταπεινόν εμποροραφείον που είχε ήδη προαχθεί από πολλών χρόνων σε μεγαλοκατάστημα ανδρικών νεοτερισμών, από τα ένα δύο της πόλης, τριών ορόφων –ο τρίτος ήτο το γαμβριάτικον σαλόνι, στο οποίο οι υποψήφιοι προς διανύμφευσιν, απε-γδύ(ν)ονταν τον παλιό εαυτό τους κι ενδύονταν την εφήμερη πρόσοψη, για να περάσουν αυτοί την καθοριστική του βίου διάβασή τους καλά, το δε μαγαζί καλύτερα... Βρίσκονταν στο τέλος της κατωφερικής, εμπορικής οδού, η οποία μέρα τη μέρα γέμιζε από χάσκοντα ισόγεια με την πένθιμη δήλωση «Πωλείται» , «Ενοικιάζεται».
Παρέκβαση. Γράφει τα παραπάνω ανήμερα της 100ης επετείου του θανάτου του Αλεξ. Ππδ., Δευτέρα 3 Ιαν. 2011, παρότι μια κάποια μνήμη του συμβάντος διέρρευσε ήδη στο διαδικτυακό υπερπέραν, εκεί που όλα χάνονται στη στιγμή αλλά μένουν στην αιωνιότητα. Εβαλε και μια φωτογραφία του, (τυχαία; δεν νομίζω!) -μάλλον εσκεμμένα συμπτωματικά (πως προετοιμάζει τίς κάποιες συμπτώσεις και τότε το τυχαίο θεωρείται άνωθεν σταλμένο αλλά μόνον αυτός γνωρίζει το πόσον κοπίασε για να φέρει την τύχη στους τρόπους του), φανταστική βέβαια την οποία είχε αφίσα στο μνημόσυνο των 90 χρόνων που έκανε στο ναΰδριο της Μεταμορφώσεως επί επισκόπου Αμβροσίου του Α’, (το ‘σκασε εντίμως και παλικαρίσια από την επισκοπή της μετανοίας του), του συναρπαστικού εφημέριου Ναούμ Σκαρκαλά, εγκόσμιου ιερομονάχου κι επιτρόπου του φιλακόλουθου Γ. Γκαγκή. Η φυσιογνωμία του είναι η γνωστή από τη μόνη ζώσα φωτογραφία, αλλά η σωματική διάπλαση μετά πίλου ήταν η εικαζόμενη από τον καλλιτέχνη, με ένα χοντρό παλτό παλιόκαιρο και όπως αυτή ερχόταν από τις διηγήσεις και τα γραπτά των συγκαιριανών και των μελετητών του. Ηγουν: «...Πουκάμισο σα νυχτικό. Λαιμοδέτη, άλλοτε φορούσε κι άλλοτε όχι. Πανταλόνι με ξέφτια στα γόνατα και χρώματος ακαθορίστου. Παπούτσια σαν αρβύλες. Και για να κρύψει όλο αυτό το χάλι, εφορούσε από πάνω ένα μαύρο χοντρό παλτό, που είχε όλα τα χρώματα της ίριδος, φόδρες σχισμένες, λεκέδες, τρύπες, μπαλώματα, ξέφτια στα μανίκια, τσέπες ξεχαρβαλωμένες σαν σακούλες. Μ’ αυτό έμενε ώρες εις το γραφείο του, με αυτό έγραφε, με αυτό έτρωγε, με αυτό περπατούσε στο δρόμο, χειμώνα καλοκαίρι ίσως και μ’ αυτό κοιμόταν...»
*
Το τριώροφο πέρασε οικονομικές κρίσεις, άντεξε πολεοδομικές μετακομίσεις, έζησε ειρηνικές, αδελφικές διασπάσεις κι ήταν ήδη σε μια φάση αναδιάταξης, όταν ήρθε το μεγάλο σφίξιμο του κόσμου, στην ψυχή πρωτίστως κι ύστερα στα άλλα του έριξε το αγοραστικό ηθικό και τον οδήγησε στα εντελώς απαραίτητα του ανθρωπίνου είδους των νεοελλήνων. ‘Εσφιγγε τα χρήματα, τα οποία συνεχώς του τα έκοβαν διεθνείς χασάπηδες σε συμφωνία με τους επιχώριους χασαπόγατους για να βγάζει κάτι από το ζουμί τους έστω και μόνον για την εφήμερη ασφάλειά τους. Ο φόβος της οριστικής απώλειάς τους, όταν θα φούντωνε το πράγμα κόλλησε χαλκομανία στην ψυχή του καταναλωτικού λαού. Ετσι οι πελάτες αραίωναν, το σκεφτόταν, κοιτούσαν και προσπερνούσαν οριστικά.
Μόνον εκείνος, ουδέτερος πολίτης υπεράνω πάσης άλλης προσοχής στην καθημερινότητά του, τις μέρες των γιορτών, τον έβλεπαν κάθε λίγο και λιγάκι να στέκεται και να χαζεύει στη βιτρίνα ένα παλτό χρώματος γκρι. Στην αρχή τους διέφυγε όπως όσα βλέμματα σε προσπερνούν και δεν τα ξαναβλέπεις, όμως αν τυχόν τα ξαναδείς κάτι σου θυμίζουν κι αν για τρίτη και τέταρτη τα διασταυρώσεις, τότε σε διασχίζουν ορισμένως. Οτι τα μάτια δεν αντέχουν και πολύ σε αμοιβαία παρατήρηση και ή ρίχνονται χαμαί («έριχνες τα μάτια σου μικρή μου χαμηλά») προς τη γη ή ρίχνονται κατευθείαν μπροστά να συναντήσουν τα άλλα κι ό,τι ήθελε προκύψει.
Κοιτούσε τη βιτρίνα. Ο κ. κρεοπώλης από έναντι παρατηρούσε τις πλάτες του, δεν θύμιζαν κανένα από τους γνωστούς τύπους που σύχναζαν στο μαγαζί, ακάλεστοι συνήθως, κι επί του ορθίως διαλέγονταν για τα μικρά ή μεγάλα μεγέθη του εμπορισμού. Οπως καλή ώρα συμβαίνει και στο μόνον βιβλιοπωλείον της πόλεως, όπου από το πρωί στρώνονται κάτι χαρμάνηδες της εαυτών απελπισίας κι επί τρίωρον, τουλάχιστον, γίνονται βάρος ασήκωτο στην αισθητική του χώρου των βιβλίων και στων πελατών την τρυφερά επί των γραμμάτων λεπτολογία, της διευθύνσεως βαρυνομένης δι’ εσχάτην καλοσύνην, αφέλεια, ου μην αλλά και αδυναμία διαλύσεως αυτής της μολυσμένης πάχνης οποία διαλύεται οίκοθεν άμα τη επελεύσει της μεσημβρίας.
Κάποτε μπήκε μέσα αμήχανα...
**
«- Καινούργιο παλτό! πρόφερε τέλος, σα να ονειρεύονταν.
- Ναι καινούργιο επανέλαβε φλεγματικά αυτό το τέρας ο Πέτροβιτς.
- Κι αν τυχόν έφτιαχνα καινούργιο, τι θα...Τέλος πάντων...ας πούμε...
- Θέλετε να πείτε, τι θα στοιχίσει;
- Ακριβώς
- Τρία χαρτονομίσματα των πενήντα ρουβλιών, τελευταία τιμή, είπε σουφρώνοντας τα χείλια του ο Πέτροβιτς.
- Εκατόν πενήντα ρούβλια ένα παλτό φώναξε για πρώτη φορά ασφαλώς στη ζωή του ο δυστυχισμένος Ακάκι Ακάκιεβιτς...», ο φουκαράς δημόσιος υπάλληλος και ήρωας στο διήγημα «Το παλτό» του Γκόγκολ.
«Το παρατήρησε στο σπίτι του με την άνεσή του και ανακάλυψε πως σε δύο ή τρία σημεία, ακριβώς στην πλάτη και στους ώμους, το ύφασμα είχε πάρει τη διαφάνεια της γάζας, και πως η φόδρα είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Πρέπει να ξέρουμε πως το παλτό του Ακάκι Ακάκιεβιτς τροφοδοτούσε κι αυτό τους σαρκασμούς των συναδέλφων του. Του είχαν μάλιστα αφαιρέσει την ευγενική ονομασία του παλιού και το αποκαλούσαν περιφρονητικά «πατατούκα».
***
-Πόσο, πάει;
Η τιμή στην ετικέτα έγραφε 220 ευρώ μείον το 20% της εκπτώσεως.
– Μου το αφήνετε με 40%... ψέλλισε
– Λυπάμαι όχι, ευγενικά οι κυρίες ιδιοκτήτριες του ισογείου αρνήθηκαν. Επέμενε ευγενικά κι αυτές ευγενικότερα τον υπέμειναν ότι ο πελάτης ακόμα και αψώνιστος είχε ένα κάποιο δίκιο. Εφυγε αλλά την επαύριον, παραμονή τέλους του χρόνου και προς την λήξη της εμπορικής μέρας ξαναπέρασε, με ένα ηθικό, εμπορικό εκβιασμό στην όψη του. - 30 % του είπαν τώρα, ακατέβατα. Δε δέχτηκε. - Θα περιμένω τις εκπτώσεις. - Ιδια τιμή θα είναι πάλι. Ηταν κάτι σαν δημοδιδάσκαλος κι έφερε παλτό τριμμένο σε σχέδιο, ψαροκόκκαλο!
Πέρασε ο παλιός ο χρόνος και την επόμενη ήρθε ο νέος.
Πρωτοχρονιά ο κυρ’ Χρήστος, ιστορικό αφεντικό του τριωρόφου εμπορικού, εκκλησιάσθη στον καθεδρικό. Πάροδος. Εκανε μπακαλόραφτος στην πόλη, μετά τον πόλεμο μέσα δεκαετίας του ‘50 έφυγε στη Θεσσαλονίκη όπου διέπρεψε στη ραφή παντελονιών «μάλτα», κι όταν γύρισε σύστησε ραφείο, στη συνέχεια εμποροραφείον για να μετατραπεί με τον καιρό σε μεγάλο οίκο πώλησης ανδρικών ειδών· ονομασία προελεύσεως.
Με το που τέλειωσε η λειτουργία κι η δοξολογία επί τω νέω έτει, είπε να περάσει για το καλό, από το μαγαζί. Ηδη είχε υποστεί τα καμώματα του προκαθημένου των υποταγμένων χριστιανών του ναού, ο οποίος έπαιζε στην έδρα του με αντιπάλους όλους τους τοπικούς νεοκλεγμένους μικροεπίσημους, ως χριστουγεννιάτικους γάλους εμφανείς, κατάντι του, οι οποίοι μόλις είχαν καταφτάσει ασθμαίνοντες παριστάνοντας ο καθείς για τον εαυτό του, τον τύπο και υπογραμμό, αλλά τόσον μακράν εκείνου του «τύπος και υπογραμμός» του τιμωμένου Ουρανοφάντορος της ημέρας. ‘Ακουγαν ψυχικά χασμώμενοι αλλά τυπικά καρφωμένοι στο πολύχρωμο, ευθυτενές παλούκι της εξουσίας τους, το παγόνι, όπως τον ονόμαζαν τα θρησκευόμενα γύναια και του ασπάζονταν με ευλάβεια το χέρι -φτερό-, ότι στις κατά συνθήκη ψευδοϋποχρεώσεις των Χ.Ο. περιλαμβάνονταν κι αυτά τα χειροφιλήματα, άλλως θα εύρισκαν ολόκλειστες τες θύρες του Παραδείσου όταν κ.λπ. κ.λπ.
***
Τον είδε μπροστά στη βιτρίνα να ρουφάει ηδονικά με τα μάτια το παλτό.
Ανήμερα της πρώτης μέρας του χρόνου και τις πρώτες της ώρες, όταν άλλοι ακόμα κοιμούνται μετά τη βραδινή τους βάρδια στη σταλία της ματαιότητας, περί την διάβαση (από που για που;) της αυταπάτης του χρόνου, εντελώς αΰλου κι ανυπάρκτου πράγματος στην υλόφρονα εποχή μας, αλλά και πάντα, αφού μόνον οι πληγές του μετριούνται με τον καιρό.
Αυτός εκεί, στην απραγματοποίητη επιθυμία του περασμένου χρόνου, στο αντικείμενο του πόθου του.
-Μου το δίνεις με 40% τόλμησε ο πείσμων δάσκαλος.
Ο κυρ’ Χρήστος θυμήθηκε, μέρα που ήταν, με γλυκιά νοσταλγία (τι περιττός προσδιορισμός!) τη δική του επιμονή κι υπομονή με την οποία επιτέθηκε κατά της ζωής, όταν μικρός, φτωχός έφυγε από το χωριό και την κέρδισε στα σημεία αλλά και στους όποιους τελικούς της. Κάτι το γιορτινό πλημμύρισε μέσα του...
«Αφού το θέλεις, πάρτο...»
.....................................
Το βράδυ της αυτής ημέρας άκουσε το περιστατικό κι άνοιξε αμέσως τον Αλεξ. Ππδ. και Νικ. Γκόγκολ κι επέπεσε επ’ αυτών στα τυφλά.
Ιανουάριος 2011
κ. Καραγιάννη, για άλλη μια φορά εξαίρετος. Ελπίζω κάποια στιγμή όχι μόνον εμείς οι εκ Κοζάνης και περιχώρων, αλλά και οι πέραν της βορείου Ελλάδος αναγνώστες να ανακαλύψουν τα κείμενά σας. Είναι φορές που επανέρχομαι στο μπλογκ σας ή την Παρέμβαση με την αίσθηση της μυστικής κοινωνίας της ατμόσφαιρας του γενέθλιου τόπου, συν μια ελαφρώς μεταφυσική (εκ του θρησκευτικού αισθήματος φυσικά) διάσταση (ειδικά τώρα το χειμώνα με τις πολλές εορτές).
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτά τα λίγα, ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Γ.Π.
Η έντιμη λαμπερότητα του κειμένου επισκιάζει την ανεντιμότητα του ακροατηρίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ καθαρότητα του λόγου στέκεται επάξια δίπλα στην των κλασσικών μας.
Κομίζει σχεδόν ψυχαναλυτική πρόταση αυτοσυνειδησίας και χαίρομαι που δεν επιλέγεται η σιωπή. Τόσα χρόνια.
Όπως ο Παπαδιαμάντης άνοιγε τις φτερούγες της ψυχής και της γραφής του και σκέπαζε τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους
ΑπάντησηΔιαγραφήέτσι και εσείς
Γελάσαμε και σήμερα πάλι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιστροφή των blogηλίθιων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι λέγαμε, δεν θα ξαναφανείτε;
Blogoηλίθιοι είστε εσείς που γράφετε και σχολιάζετε εκ του ασφαλούς και ανώνυμα και όχι αυτοί που επώνυμα υπογράφουν. Εκτός κι αν ανήκετε στο ανέντιμο ακροατήριο όπως λέει ο Μεντεσίδης και γι αυτό ενοχληθήκατε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμήν.
"Είναι γνωστό ότι η μισή πίκρα σού φεύγει, φτάνει να καταφέρεις να βρεις κάποιον ένοχο για όλα αυτά, κι είναι ακόμα χειρότερο αν δεν μπορέσεις να βρεις κανέναν..."
ΑπάντησηΔιαγραφή"Ανούσιες, χωρίς νόημα εικόνες, ντρέπομαι μάλιστα να τις παραθέσω στο ημερολόγιό μου.
Στο μέλλον θα προσπαθήσω να είμαι πιο σοβαρός"
ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ Μικρές εικόνες
Τι γέλιο!
ΑπάντησηΔιαγραφή