Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010
Μουσικήν ποίει και ποίησιν μη απεργάζου
Η ΠΟΙΗΣΗ
Η «Προτελευταία εποχή», ποιητική συλλογή της Μαρίας Δαλαμήτρου είναι μια φθινοπωρινή ελεγεία που απλώνεται σε 3 ραψωδίες. Τα ποιήματα αυτά μου θυμίζουν σε πολλά τους τρόπους από τις μακριές ποιητικές συνθέσεις του Τάκη Σινόπουλου και στο βάθος τους μια σεφερική ηχώ απομακρύνεται. Αυτό βέβαια μπορεί και να συμβαίνει σε μένα μόνον. Επομένως έστω και μ’ αυτό το πλάσμα αίσθησης μου ήρθαν πολύ κοντινά στη διεξαγωγή τους, οικεία ως ατμόσφαιρα αυτά τα ποιητικά «πρόσφορα».
Ναι, μέσα τους σαν κάτι να χάνεται, να σβήνει, να φεύγει οριστικά από έναν κόσμο των τρυφερών αισθήσεων και μιας πραγματικότητας, η οποία είναι λεπτή όπως μια ίνα από ένα σαιξπηρικό όνειρο ή ένα σονέτο του.
Μια ευγενική κι ελεγχόμενη λύπη κατά συνέπεια διαβρέχει τις σελίδες που είναι ξεδιπλώματα ή κυματισμοί μιας συναισθηματικής έντασης που στην μεταβιβάζει η ποιήτρια σχεδόν ανεπαίσθητα και κατά την ανάγνωση επιμέρους αλλά και στο τελείωμα, αυτού του λεπταίσθητου (σελ.45) βιβλίου.
Είναι η σύνθεση μιας απώλειας σ’ ένα φθινοπωρινό τοπίο στο οποίο εισέρχεται με αντίστροφη ημερολογιακά πορεία, αρχίζει από το τέλος της εποχής και τον Νοέμβριο και πηγαίνει προς τα πίσω, δηλαδή μπροστά για να συναντήσει την αφετηρία της αίσθησης. Και ξανά πάλι να επιστρέψει κάνοντας τον κύκλο των εποχών μέσα στο χρόνο στον οποίο υπάρχουμε, μας υπάρχει και μας ζει και μας τελειώνει.
Η Μ.Δ. από την πρώτη στιγμή που δημοσίευσα συνεργασίες της στην «Παρέμβαση» με ξάφνιασε με τον τρόπο της κι όχι μόνον εμένα. Ξεπερνούσε αμέσως, παρά το νεαρόν της ηλικίας της, τα χωρικά και χρονικά εσκαμμένα της σκέψης και της γραφής.
Διαβάζοντας μετά συνεργασίες της, ποιήματα και πεζά, σε περιοδικά της Αθήνας, ομολογώ πως την παρατηρούσα με κάποια μικρή ευχαρίστηση να «συμπλέκεται» με καθιερωμένα ονόματα.
Φαίνεται ότι ήθελε κι ήταν αποφασισμένη γι’ αυτό, να κατακτήσει το δικό της τρόπο έκφρασης διεκδικώντας το μικρό χώρο που ανήκει, που πρέπει να ανήκει, σε κάθε δημιουργό. Αυτό είναι ένα κέρδος γι’ αυτήν πρωτίστως και στη συνέχεια για όσους διαβάζουν τους στίχους της στο μέτρο της πρόσληψης και της συγκίνησής τους ο καθένας.
ΚΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Πως γράφεται η μουσική;
Φυσικά και δεν ξέρω. Μπορώ όμως, εν αμηχανία διατελών, να περιγράψω μια εικόνα. Καθισμένοι(η) στο τραπέζι μπροστά σε μια σειρά από ραβδωτές πεντάγραμμες κόλλες αρχίζ(ει)ουν να σημειών(ει)ουν εκείνα τα σημάδια που ενώ φαίνονται ακατανόητα στο κοινό μάτι, έχουν ξεχωριστή το καθένα φωνή· αφήνουν ήχον εξαίσιον είτε από μόνα τους αλλά κυρίως σε σειρά συντεταγμένα σύμφωνα με τα ευ-αισθήματα εκείνων(ης) που τα χαράζει(ουν) στο χαρτί. Με το ίδιο τρόπο που άλλοτε χαράζονταν (όργωναν) στο βινίλιο με τις χιλιάδες στροφές-αυλακιές οι ήχοι· τώρα απλώνονται στο δίσκο ακτίνας αφού κόψουν πρώτα και μια βόλτα στο αίμα της οικείας ψυχής. Αλλά υπάρχει άραγε, ψυχή;
Δε γράφω, ακούω μουσική, και αυτό κάπως απλοϊκά το φαντάζομαι να συμβαίνει στους ωραίους εκείνους ανθρώπους που καταφέρνουν να χαλιναγωγούν τους ήχους (αφήνοντας συνήθως τα πάθη τους ανεξέλεγκτα) του σύμπαντος κόσμου (του ένδον τους και του έξω). Εκεί άτακτα διασκορπισμένοι περιφέρονται και περιμένουν να τους συνάξουν οι δημιουργοί μετά από επίμοχθη εργασία ή άλλοτε, σπανιότερα, πηγαίνουν και τους βρίσκουν οι ίδιοι. Τότε αυτό θεωρείται κάτι σαν θεία γενναιοδωρία, χάρισμα αγάπης μεροληπτικόν. Καθότι δεν πιστεύεις ότι κάποιες υπερβάσεις του δυνατού και της ωραιότητας σε μουσικά έργα είναι μόνον ανθρώπινης σκέψης κι εργασίας προσπάθεια! Ισχυρίζονται πως απόδειξη της ύπαρξης του Θεού είναι και η ύπαρξη του Μπαχ και της μουσικής του.
Ο καιρός συνήθως είναι στη φθινοπωρινή στάση, γιατί αυτή η εποχή εμπνέει το μουσικό ο οποίος βρίσκεται σε μια ώριμη φάση της ψυχής -όχι της ζωής απαραίτητα- κατά την οποία καταμετριούνται οι οριστικά ήδη ή και οι επερχόμενες απώλειες. Από που έρχονται εκείνοι οι ατελείς ήχοι που γίνονται όμως τόσον μουσικά εντελείς· από το χτες, το τώρα, το αύριο, το πέραν, το υπερπέραν το κάτω, το πουθενά, το οπουδήποτε...
Πως ακούμε τη μουσική;
Φορές με τη σιωπή καθώς σκέφτεσαι τον συνθέτη ή παρατηρείς την κυρία συνθέτρια έναντί σου. Ναι, με τη σιωπή όσο παράλογο κι αν ακούγεται. Και τη φαντασία. Ετσι έχοντας μπροστά σου ένα ερασιτεχνικό στην κατασκευή του, σιντί, αλλά με τον υποβλητικό τίτλο «Suite for Otono» (1. Nοvember, 2 Ocktober, 3. September) δηλαδή μια «Σουίτα για το Φθινόπωρο» μουσική για άρπα, βιολοντσέλο και φλάουτο, σύνθεση της κ. Αγνής Δαδαμόγια, που γράφτηκε με αφορμή, αλλά κι ανεξάρτητα απ’ αυτήν -και πως αλλιώς θα γινόταν;- την ποιητική συλλογή της Μαρίας Δαλαμήτρου “Προτελευταία εποχή”, νιώθεις πως γύρω σου αρχίζει ένα ήσυχο φθινόπωρο το οποίο σε τυλίγει μαλακά όπως οι κουβέρτες της εποχής. Αναρωτιέσαι τι προηγείται η ποίηση που διάβασες ή η μουσική που δεν άκουσες γιατί το μαγνητόφωνο δεν λειτουργούσε. Ομως ο τίτλος της σουίτας από μόνος του ήταν μουσική.
Το πως ακούμε τη μουσική είναι και το πως μπορούμε να ζούμε τον απόηχό της. Η ποίηση είναι μια στιγμή κορύφωσης στην οποία θα επανέλθεις. Η μουσική σε δένει στο συνεχές. Σε ακολουθεί και άλλοτε σε προσπερνάει και περιμένει. Κι έτσι συμβαίνει να την νιώθεις χωρίς να την ακούς και τότε είναι που την έχεις μέσα σου κι υπάρχεις μ’ αυτήν παντού: σπίτι, γραφείο, αυτοκίνητο, στο δρόμο και στα μάτια που προσπερνάς και σε προσπερνούν ή καθώς βλέπεις τα σύννεφα που φεύγουν προς το πουθενά τ’ ουρανού.
Και μετά...
Πρωινό φθινοπωρινό το λοιπόν κι ακούς το σιντί της Α.Δ. Βρέχει· οι άνθρωποι της καθημερινότητας στον πεζόδρομο με ομπρέλες. Εχασες και τη δική σου κι αγόρασες μια καρό ...σκωτσέζικη με 3 ευρώ («Πρώτη κατάθεση δραχμαί τριάντα» εν τω μεταξύ στην «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη στην κάθε Πρέβεζα της επαρχίας). Πέρασες μια δύο φορές από τη μουσική της κι ύστερα όλη τη μέρα έφερες μαζί σου τα θραύσματά της, σαν μια ευεργετική θλίψη εποχής που κόλλησε στις δίπλες του είναι σου. ‘Η μήπως σαν μια μικρή τύψη για ό,τι αφήνεις και φεύγει; Τι να προλάβεις όμως να εξαντλήσεις από το ωραίο εν γένει και εν είδει στο πέρασμα του καιρού. Εξαντλείσαι με τη σκέψη αυτή καθώς σε γονατίζει ορισμένως· ανοίγεις κι αφήνεσαι στη «Σιγανή Βροχή» του Ναγάι Καφού (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Γι’ ασημαντότητες πως έκλαψα παλιά!
Κι είναι τώρα οι θλίψεις μου τόσο μακριά...
Με λέξεις μυστηριακές όσο κι αν μου μιλάνε
Ανάλαφρα όσο κι αν με καλούνε στη σκιά
Γι’ αυτές τα δάκρυά μου πια δεν κυλάνε.
Οι θλίψεις μου τώρα σαν άγνωστες μου ‘ναι:
Περαστικές ίσως του τότε αγαπημένες
Μα που δεν περιμέναμε να ξαναρθούνε·
Και πέρα εκεί σαν άγνωστες περνούνε
Γιατί τώρα είναι αργά, οι ψυχές είναι κλεισμένες
ΥΓ. Την Παρασκευή το βράδυ (24/9) στο Βιβλιοπωλείο ΣΥΝ. έγινε η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Μαρίας Δαλαμήτρου “Προτελευταία εποχή” από τον συγγραφέα Σέργιο Μαυροκέφαλο η οποία κυκλοφορεί στις εκδόσεις ΑΩ. Από το πολυπληθές κοινόν, ευάριθμον μόνον μέρος του ένιωθε περί τίνος επρόκειτο…
ΥΓ. Στο βάθος σιωπηλός και διακριτικά παρακολουθούσε ο Γιώργος Χρονάς (“Οδός Πανός” κλπ κλπ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου