Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010
«Θέλω να φωτογραφήσω απλά...»
«Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά – σιγά βουλιάζει
Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ
που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της
Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια
γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.»
Δε θα πω τα τελευταία λόγια μου απόψε αγαπητοί φίλοι αλλά θα πω τα τελευταία χρονικά, λόγια που μου ήρθαν στα γρήγορα, αυτό το ζεστό κι υγρό απόγευμα, ερεθίσματα μιας γρήγορης επίσκεψης στο χώρο σας την σήμερον. Φιλοδοξία άλλη καμία δεν έχω.
Τη στροφή από το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ενας γέροντας στην ακροποταμιά» συλλογιζόμουν το μεσημέρι καθώς κοιτούσα τους πίνακες αυτής της λιτής, σαν το πρωινό αντίδωρο της μέρας, έκθεσης φωτογραφίας, και δίπλα μου ο καλός φίλος Αποστόλης μου μιλούσε για τους ανθρώπους και τη θεματική της.
Τον άκουγα αλλά και δεν τον άκουγα, γιατί υπήρχα ταυτόχρονα στα θέματα και στους υπογράφοντες αυτά και στις συνοδευτικές πινακίδες δίπλα από τους πίνακες με σκέψεις κι αποφθέγματα διαφόρων σοφών που έρχονταν ενισχυτικές ίσως και κάπως διευκρινιστικές του θέματος. Αυτά όλα μαζί ήδη μ’ οδηγούσαν μέσα στο σκιερό ρουμάνι («Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας/σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι/τι ‘ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος» («Θεία Κωμωδία» Δάντης) με λέξεις, λόγους, σκέψεις, στίχους γύρω από τη γενική εικαστική και λογοτεχνική κατεύθυνση του πράγματος, που είναι το μίνιμαλ στην τέχνη· το ελάχιστο, το λίγο, αλλά το εκλεκτό, το εξαιρετικό αυτό με το οποίο μπορείς μεν να υπάρχεις με την έλλειψή του, αφού σίγουρα δεν είναι το απαραίτητο της ζωής παρακολούθημα, αλλά, όμως χωρίς αυτό δεν είναι καλά. Το ελάχιστο μέσον για να δημιουργήσεις αλλά και το ελάχιστο θέμα για να υποδηλώσεις το σημαντικό. Εκείνη η τεχνική σε όλες τις τέχνες κι ιδίως του λόγου και της γραφής κι όχι μόνον της φωτογραφίας, στην οποία όσο αφαιρείς επί της παρουσίας τόσο υφίστασαι επί της ουσίας, αφού η ανθρώπινη υπόσταση στο διαρκές είναι η πνευματική του οντότητα.
Θέλησαν οι δημιουργοί της αποψινής τέχνης να την ονομάσουν με τον ελάχιστο φωτογραφικό λόγο μίνιμαλ. Δεν μπορώ να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να αισθανθώ στην ουσία της την τεχνική που χειρίζονται. Ομως επειδή αυτό το ρεύμα υπάρχει σε όλες τις τέχνες, η περιδιάβαση στους πίνακες με φέρνει κοντά και σε άλλες συγγενείς της αισθητικής αυτής. Στη μουσική λ.χ. Οταν ακούς μονοτονικά ένα όργανο, μια σύνθεση με λόγο μόνο ή με ελάχιστη μουσική ένδυση, κάτι το γυμνό και το γνήσιο σε περιτυλίγει. Με μια αμεσότητα ζεστή σαν το σώμα, σημαίνον και σημαινόμενο σε διαποτίζουν. Παρακολουθώ τελευταία με τη γυναίκα μου κάτι μουσικές βραδιές στο Ωδείο Δ. Δημόπουλου για λίγους, εννοώ είναι μόνον λίγοι οι ακροατές κι όχι για εκλεκτούς όπως εσφαλμένα μπορεί ν’ ακουστεί. Ομως επειδή το φέρνει έτσι η περίσταση νιώθουμε πως παίζουν για μας τα μοναχικά όργανα, το βιολί, το φλάουτο, το πιάνο παρότι διακονούν μια μεγάλη τέχνη ακόμα πιο μεγάλων δημιουργών. Το ελάχιστο της εκτέλεσης και του τρόπου σε συνδυασμό με το μικρό κλειστό χώρο ακρόασης νομίζεις πως έχει όλα τα ελάχιστα στοιχεία αυτή της μίνιμαλ έκφρασης, όπως το αντιλαμβάνεσαι στην έκθεση και στην τεχνική αυτών των θεμάτων. Νομίζεις πως το καθένα χωριστά απευθύνεται σε σένα και μόνο από την φωτογραφική του λιτότητα του λόγου του.
Αυτά τα απλά άχρονα κι αόριστα τοπία που φεύγουν προοπτικά προς το πουθενά καθότι δεν θέλουν να ορίζουν άλλο τι εκτός από κείνη την στιγμή της ψυχής την οποία συνέλαβε ο φακός και τ’ απαθανάτισε έστω και δια την προσωπική απόλαυση, τη λέω απογείωση μάλλον ο δημιουργού, ομολογώ πως με θέλγουν. Τα κοιτώ και τα ξανακοιτώ ουδέτερα φαινομενικά, αλλά μέσα μου κατακάθονται προσθετικά· στοιχεία μιας τέχνης που δεν ξέρω να τη διατυπώνω αλλά γνωρίζω να τη βιώνω έστω κι ως λαθραναγνώστης της. Μας μεταφέρουν στα ωραία, μικρά, κλειστά δωμάτια του είναι μας, όπου έχουμε φυλακισμένους –όχι πάντα με επιμέλεια αφού συνεχώς κάτι αφήνεται και διαρρέει απ’ αυτούς στην καθημερινότητά μας για να μας χαρακτηρίζει με μια φευγαλέα κρίση ή μια ετικέτα- τους άλλους πολλούς μικρούς εαυτούς μας με τους οποίους αμίλητοι συνυπάρχουμε. Είναι αυτοί οι άλλοι μας σύντροφοι με τους οποίους πηγαίνουμε στους άλλους ανθρώπους ή κοσμούς ως σώμα, ως σκέψη, ως όνειρο, ως δημιουργία. Η μοναξιά μάλλον η μοναχικότητά τους που εμπεριέχουν οι περισσότεροι πίνακες της έκθεσης είναι από μόνη της ένα πολυφωνικό έργο καλλιτεχνικό· σιωπή, μουσική, ποίηση.
Το ελ μαςχιστο που σε πρώτο επίπεδο παρουσιάζουν είναι γεμάτο από εικόνες της απλής ζωής αλλά και διακυμάνσεις της πολυεπίπεδες ψυχής. Τα δύο μαζί ή το καθένα χωριστά είναι αρκετά να σε κρατούν σε μια αισθητική εγρήγορση αλλά και οργισμένη έξαψη μιαν που οι μέρες και οι καιροί που μας διασχίζουν σαν ξίφη αμφίστομα, αδιάφορα κι ισοπεδωτικά τον πόνο μόνο φέρουν. Η καλή τέχνη σε κάθε της μορφή είναι μια αντίστασης στο τρέχον. Η διάρκεια της σε κρατά στην επικαιρότητα αυτής και σε γεμίζει με αντοχές. Αφού υπάρχουν άνθρωποι-δημιουργοί που αντέχουν τον καιρό και τον τρόπο του, μπορείς να πάρεις απ’ αυτούς την είδηση και να τους δώσεις το αντίστοιχο δικό σου μήνυμα πως τίποτε δεν είναι εκ περισσού στη σχέση του δημιουργού και του δέκτη. Ακόμα και η πιο απλή αίσθηση του ωραίου σε κάνει ανθρωπινότερο για να ανθίστασαι επί του προσωπικού (η τέχνη είναι τόσο μοναχική άλλα και τόσο αποτελεσματική σε ατομικό επίπεδο) σε όποιον σε θέλει μάζα, πολτό, φτήνια, όντα ασήμαντα και εύκολα για κάθε χειραγώγηση. «Οχι όντα ιδέες είμαστε και ζούμε πολεμόντα» που διατύπωνε ο Κ. Βάρναλης
Οι φωτογράφοι καταπιάστηκαν με την πιο δύσκολη τεχνική την διατύπωση του απλού φωτογραφικού λόγου χωρίς, προσμίξεις, επεμβάσεις πόζες κλπ. Το ενσταντέ στην κρίσιμη και μόνον στιγμή ύπαρξης τους και πέραν αυτού τίποτε άλλο.
Αφαιρείς και προσθέτεις αλλά πάντα το αποτέλεσμα που θα δίνεις να είναι απλό, στην πρώτη του ανάγνωση φυσικά, γιατί η δυνατότητα του απλού είναι από τις πλέον δύσκολες σ’ όλες τις μορφές της τέχνης. Η παιδική ζωγραφική έχει τα πιο απλοϊκά στοιχεία μέσα της αλλά είναι τόσο μεστά στην ερμηνεία του ψυχισμού. «Επρεπε να γίνω 80 χρόνων για να μπορώ να ζωγραφίζω σαν παιδί» έγραψε ο Πικάσο.
Το άσπρο και το μαύρο που κυριαρχεί στην φωτογραφική απεικόνιση του τρόπου μας, βοηθά ορισμένως στην κατανόηση. Το μαύρο εισχωρεί μέσα στο άσπρο και το αντίθετο. Ταξιδεύουν τα βασικά χρώματα της ζωής μας σε μια προοπτική πάνω στη ζωή, για να μας δείξουν τα ελάχιστα βασικά υλικά της. Μια καρέκλα διαθλάται στο νερό και παραμορφώνεται με τέτοιο τρόπο που νομίζεις πως ταξιδεύει στον ουρανό, στο σύμπαν ή στο τίποτα και στο άπαν. Τα μοναχικά δέντρα στην άκρη ενός θέματος νομίζεις πως είναι από κείνα που φεύγουν πίσω σου έξω από το τζάμι ενός τραίνου που απομακρύνεται κι αφήνει το σήμερα για να εισέλθει στο χτες της μνήμης και πρωθύστερα στο αύριο της νοσταλγίας. Με τόσο λιτό και λεπτό τρόπο οι φωτογράφοι του ακίνητου παρόντος μας σε ταρακουνούν και σε πηγαίνουν μπρος πίσω στο χρόνο.
Είπα κάπου στην αρχή για τις συνοδευτικές πινακίδες με τα ρητά. Στάθηκα σ’ ένα: «Αγία απλότης», λατινικόν, παπικόν κάτι τέτοιο. Θυμήθηκα δεν ξέρω αν είναι το ίδιο, κάτι από την ιστορία. Είχαν πάνω στην πυρά και τον έκαιγαν οι της Ιεράς Εξέτασης τον Ιωάννη Χους, μέγα μεταρρυθμιστή και θρησκευτικό ηγέτη της Τσεχοσλοβακίας του 15ο αι. και πέρασε από κει μια γριούλα φορτωμένη με ξύλα. Βλέποντας τη φωτιά έριξε η αγαθή έριξε κι αυτή το δεμάτι της. Τότε ο μέγας ανθρωπιστής που αγωνιζόταν για τη λύτρωση του απλού ανθρώπου από τα δεσμά το σκοταδισμό και την εξουσία της Εκκλησίας του Πάπα είπε: «Ω θεία απλότης». ΛΙνα αμφίσημο το μήνυμα αλλά δεν μας αφορά, εν παρόδω ελέγχθη.
***
Τα μέλη της Φωτογραφικής Λέσχης Κοζάνης, κινούνται σε μια δονικοχωτική καλλιτεχνική εκδοχή του τρόπου τους, δεν χτυπούν πόρτες και παραθύρια, αλλά θέλουν να υπάρχουν στον κόσμο τους ανιδιοτελείς ως προς κάθε εφήμερο κέρδος αλλά ιδιοτελείς προς το ωραίο και το απλό.
Κάποιους τους γνωρίζω είναι φίλοι στην πλατιά ή στενή έννοια και χρησιμοποιώ ερήμην τους συνήθως (εκ των υστέρων συνεννοούμαστε) έργα τους στα δημοσιεύματά στο περιοδικό μου είτε στο μπλόγκ. Τους παρακολουθώ με ενθουσιάζουν χωρίς να τους το εκδηλώνω πάντα κι απόψε είναι μια αφορμή να τους ευχαριστήσω δημόσια για αυτήν την ας πούμε ανοχή που δείχνουν στην κλοπή που υφίστανται από μένα. Τους όφειλα αυτό το λόγο παρότι περισσότερο έμεινα στα αισθήματα που μου προκάλεσαν τα έργα τους, παρά σε μια κάποια κριτική τους αποτίμηση που ούτε και την μπορούσα άλλωστε. Αλλά νομίζω πως η τέχνη τους είναι από εκείνα τα ελάχιστα αλλά εξαιρετικά που γίνονται στον τόπο μας στο χώρο του πολιτισμού, Τους θεωρώ κι αυτούς αντίπαλους σε κάθε εκζήτηση, στο συρφετό, και στην καλπάζουσα ευτέλεια που μας κατακλύζει
(Εισήγηση στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας της Φωτογραφικής Λέσχης Κοζάνης την 13 Ιουνίου 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου