Παρασκευή 30 Απριλίου 2010
“Υμνος και Θρήνος” για τον επιχώριο Καλλικράτη
Λάκκος δηλαδή ωραίος ρύαξ όταν ακόμα το χωριό ανήκε στους χωρικούς του
Ο αυτός ρύαξ όταν το χωριό περιήλθε στην αρμοδιότητα της πόλεως επί Καποδίστρια και στους αρχοντοχωριάτες της
«Ακούσατε του ενυπνίου τούτου, ου ενυπνιάσθην· ώμην ημάς δεσμεύειν δράγματα εν μέσω τω πεδίω, και ανέστη το εμόν δράγμα και ωρθώθη, περιστραφέντα δε τα δράγματα υμών προσεκύνησαν το εμόν δράγμα.»
Γένεσις 37, 5
Αυτό ήταν λοιπόν!
Οπως και κάθε τι που μας προκύπτει εδώ και μερικούς μετανεοδημοκρατικούς μήνες έχει, πλην των άλλων, και τις ναυτιακές εκδοχές ήταν η αιτία ν’ ανάψει πανελληνίως ο δημοτικός κλεφτοπόλεμος έχει κι αυτή στις λεπτομέρειες ή τις αφετηρίες, το αυτό αίσθημα της ένδον σωματικής ανακατοσιούρας.
Μαύρες σημαίες διαμαρτυρίας και οργής βγήκαν στους δρόμους (οι κόκκινες της σαρωτικής εξέγερσης λανθάνουν εισέτι ή τις χρησιμοποιούν για ιδεολογικά ξεσκονόπανα).
Χαίρετε γενναίοι Κρητικοί κλπ. από το Βραχάσι
αλλά μη επιχαίρεις και πολύ χώρα της Γερμανίας
δεν ξέρουμε στο τέλος ποιός περισσότερα θα χάσει
από τη χώρα μας, χώρα τυφλής κι άγριας ονανίας. (1)
Ο καποδιστριακός Δήμος Βελβεντού, λοιπόν, μένει στην ίδια τάξη αυτόνομος, αυτοδύναμος «μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος» όρθιος στην ενσκήψασα πανώλη του Καλλικράτη, θέλω να πω του Πασοκοδημοτρομοκράτη, που θερίζει δημάρχους και δήμους σαν στάχυα. Ολα τα υπόλοιπα δημαρχιακά δεμάτια (δράγματα) έπεσαν και προσκύνησαν το βελβενδινό. Οτι αυτό αποτελεί κάτι το ξεχωριστό, το συναρπαστικό, το αριστοκρατικό, το μοναδικό, το υπέροχο, το τέτοιο και τ’ αλλιώτικο. Ολα τ’ άλλα από άγανα, παράσιτα και σκέτα άχυρα αποτελούνται. Θυμίζει η υπόθεση τον πάγκαλο (απλή συνωνυμία με τον νυν) Ιωσήφ εν μέσω των αδελφών του, λίγο πριν την αλυσιτελή ρίψη του στο πηγάδι.
Ομως τι σε ενοχλεί εσένα αυτό; Τίποτα κατ’ αρχήν και καλά τα κατάφεραν στη συνέχεια. Αλλά επί του ηθικού και μόνο πεδίου με ροκανίζει μια θλίψη. Τι το ιδιαίτερο αποτελούν στο λεκανοπέδιο του Ν. Κοζάνης αυτοί, κι όλοι οι λοιποί είμαστε κάτι χύδην όντα (ηλίθιοι «όχι όντα, ιδέες είμαστε και ζούμε πολεμόντα»). Επειδή δεν έχουμε θείτσα, θείο ή έστω μπαρμπαγιάννη στην επικράτεια της πολιτικής πασοκαρίας αυτό είναι κάτι το μειωτικό για μας αλλά ευεργετικά μειονοτικό γι αυτούς. Δε λέω, ο τόπος τους, ανήκει σε διαφορετικό, φυλετικό είδος (φιλεόρτιον, φιλοτραγούδιστον και φιλαρχούμενον) αλλά αυτά είναι από μόνα τους αρκετά; Οχι. Εχει τους πιο πολλούς και παλιούς ναούς της ιεράς μας Μητροπόλεως -τότε ας γίνουν Μητροπολιτικός Δήμος- έχουν όλοι οι κάτοικοί του μετοχές στο Μετόχι· έχει χωρικές αποικίες, τη ριγανοφόρο Σκούλιαρη και του Παλαιογράτσανου την εύανδρο χώρα· διασχίζει το κέντρο του ασκέπαστη μεν νεροσυρμή, έχει όμως τον Σκεπασμένο τόπο· έχουν ροδάκινα, μαρμελάδες κι άλλα αλοιφοειδή είδη, και στο σβέρκο τους το Φλάμπουρο, το Καταφύγι, τα Πιέρια. Ο ήλιος του λεκανοπεδίου μας από τα βουνά τους ανατέλλει, ακόμα κι η προχθεσινή Πανσέληνος, την οποία είδαμε από το μηχανουργικό κτήμα γαμβρού βελβενδινού! Εχουν Αη Θανάση κι ανήμερα της γιορτής του στις πλαγιές και τους γύρωθεν λόφους, ψήνουν και τρώνε λουκάνικα, ενασμενίζονται δε στις παρέες, διάφοροι σαλτιμπάγκοι της εξουσίας έχοντας το λουκάνικο στο στόμα. («Με ένα Λουκά και με ένα Νίκο απέκτησα λουκάνικο» ο Ντ. Χριστιανόπουλος). Με όλα αυτά τα εξόχως ντιλετάντικα ας τους ανατεθεί κι η διοίκηση του νομού εξ ολοκλήρου να μας βάλουν σε μια σειρά επί τέλους να μη γκρινιάζουμε διαρκώς ως ανάγωγα εκ του πολιτικού κνησμού.
***
Απάντηση επί του καθαρά πολιτικού, καθαρού μας τοπικού πολιτικού.
«Ας είχαν ή ας έτρεφαν κι οι άλλοι (όλοι οι υπόλοιποι μαζί) στους κόλπους ή τους κόρφους τους κρύφα ή φανερά: α) Αννα (με την τραμαντζάνα ή επί το λογιότερον «Αννα τ’ όνομά της το μικρό»), β) Γιώργο («...Κρατιέμαι από ένα λουλούδι» ή «πόθεν μας προέκυψε αυτός ο κοκοβιός» που λέγαν οι δικοί του, του κ. Ρούλη μη απολιπομένου -Ρούλης! Ακου Ρούλης;-, γ) λίγο Γιάννη («γειά σου τί χαμπάρια;» ή πως οι 45 τόσοι συνώνυμοί του στη Βουλή έχουν ενός και μόνο κοκόρου γνώση).
Η κωμικοθλιβερή αρχή -χαμένη και χαμένη από πολύ χειρότερες πληγές (φαραωνικές τηρουμένων των αναλογιών)- φέρμαρε στο λαό με άγριο τρόπο μέτρα (δεν υπήρχε σάλιο κατά δήλωσιν υπουργού) ως του διεθνούς κλότσου και των εσωτερικών της «μπάτσων» που είναι, διαλυόμενη εις τα εξ ων συνετέθη, πρακτικά βρίσκεται στο ό,τι προλάβει ο πασοκοένας, συλλογικά ή ατομικά. Σε λίγο θα αμοληθούν τα ενημερωτικά χαλκεία μαζί τα κοινοβουλευτικά κύμβαλα, που καίγονται για την πάρτη και το προσωπικό τους πάρτι, να πείσουν τους άπειρους, οικείους χάνους και τους εναπομείναντες Χαγάνους (λαότης που εξέλιπε των τάξεων της ανθρωπότητας από έξεις, εθισμούς και θεσμούς - εσμούς, παρόμοιους με τους ελληνικούς), οι οποίοι τους κοιτούν καθώς αγορεύουν (δηλαδή αγρεύουν) όπως η αγελάδα το τραίνο, λέγοντες, βοώντες και κεκραγότες: το άτιμον γένος των ΔΝΤων μας χαντάκωσε ενώ εμείς 30 τόσα χρόνια την μεταπολιτευτική Ελλάδα σας καλά της το κάναμε (το κακό) αλλά κανονικά και με το νόμο, ώσπου δεν άντεξε άλλο και απ’ την ασίγαστη ιμεροκλινο-κραιπάλη μας και χρεοσκόρπισε.
«Τώρα κατάλαβα τι η νύχτα που είμαι!» (2)
Σε ποιούς λοιπόν θα εμπιστευτούμε να μας πάρουν τα μέτρα για να μας απο(σώσουν) οριστικά κι αμετάκλητα; Αυτοί που μόνο για το τομάρι τους νοιάζονταν τόσα χρόνια; Από τον τοπικό Καλλικράτειο όνυχα φαίνεται ο λέων της προδοσίας, της προσωπικής τους «κηδείας» και της δημόσιας ακηδείας. Ηρθε ο καιρός να τους αλλά και να πληρώσουμε, στην κυριολεξία, γιατί μέχρι τώρα μας βόλευε η φτήνια του συστήματός τους, άλλωστε πρόσωπά μας ήταν, τους μοιάζαμε, τους θέλαμε, τους γλείφαμε, μας έγλειφαν κλπ. τους ψηφίζαμε μας έκλεβαν.
***
Τους Αιανιώτες όμως συλλογίζομαι (3) και πως την έπαθαν οι δύστηνοι απ’ τους δικούς τους μάλιστα κι όχι από τους δεξιούς και περί αυτών επιδέξιους. Ενας πρώην δήμαρχός της ονόμασε την αρχαία τους πόλη, έκπαλαι (ίσως από την εποχή του δρομέα Απολλόδωρου) πασοκομάνα (κατά το ...ανταρτομάνα της πόλεως Κοζάνης).
Επί των αρχαίων τους ερειπίων τώρα θρηνούν, όπως οι Εβραίοι επί των ερειπίων του Ναού (στην Αιανή ακόμα δε βρέθηκε αρχαίος ναός γι’ αυτή τη χρήση, ο δε νέος πυρποληθείς αλλά κι αναφυής, δε δόθηκε για τέτοιες θρηνώδεις χρήσεις). Τι ταπείνωση να γίνουν προσάρτημα της πόλεως Κοζάνης! Μάλιστα θα περνάνε υποχρεωτικά από τη Λευκοπηγή, όπου θα αποδίδουν τιμές στον Πλάτανο και τον λάκκο της, αυτήν την οποία επί Καποδίστρια ήθελαν να την προσαρτήσουν οι χωρικο-ιμπεριαλιστές. Παν τ’ αρχαία, παν’ τα νέα, παν τα δημαρχιακά. Ο κυρ’ δήμαρχος, ο οποίος έφερε μέχρι και τον κλωνοποιημένο ΥΠΠΟ να ξεσκεπάσει τα αγάλματά της (με όλες τις συνακόλουθες ρεβεράντζες των υπηκόων της επαρχίας) και το Δημοτικό Συμβούλιο, πρέπει να παραιτηθούν αύτανδροι. Για απεργία πείνας δε τους βλέπω να έχουν ανθεκτικές γαστέρες. Η τοπική δε περίλαμπρος αρχαιολογία της, ομοίως, αφού όχι μόνον δεν κατάφερε να ονομάσει το τοπικό Πανεπιστήμιον «Αιάνειο» (το ‘ριξε στις βραδιές ποίησης, αυτές τους μάραναν) αλλά της διέφυγε η τεκμηρίωση urbi et orbi της αρχαιολογικής, αναγκαιότητας της αυτόνομης, δημοτικής τους υπάρξεως. Σέρνονται αιχμάλωτοι, αυτοί οι περήφανοι αρχαίοι με τις ευειδείς Λαζαρίνες, στου Λαζάρου τη θύρα, κουρταλώντας την. Τώρα όλοι οι δημότες από Ρημνίου έως αγίας Παρασκευής, της Ροδιανής, Κτενίου, Κερασιάς παρεμβαλλόμενων, αποφάσισαν να είναι θυμωμένοι απ’ άκρου εις άκρον σώματος και ψυχής. Ολοι καταλαβαίνουν βέβαια τι απαντάει ο απλός λαός και η εξουσία σ’ αυτής της μορφής το θυμό, μη γινόμαστε και χυδαίοι. Κάθονται στις περί την πλατείαν ψησταριές (ΣταμουΓκούνα) και συλλογίζονται διαδακτυλίζοντες τα κομβολόγια της απελπισίας τους περιμένοντας του Βαρβάρους της πόλεως Κοζάνης να τους συν-περιλάβουν κανονικά.
Αλλά και στη Σιάτιστα (το μέγα άλλοτε φλουροχώρι νυν δε εν αποσυνθέσει γουνοχώρι) θυμήθηκαν τα κλέη του Φαρδύκαμπου και στα μέρη της Μπάρας βάλαν αμπάρα στα τούρκικα οχήματα της νταλικοκρατίας.
- Θέλανε στο Δήμο τους στη Νέα Δημοκρατία σε καιρούς με άκρατη και άφρονη πασοκρατία...
– Τώρα ας φάνε τη Νεάπολη και να ‘ναι κρύα.
Σημειώσεις
1. Τζων Μαρέν «Ονανία», 1708
2. Δημήτρης Λιοσάτος «Η χρονιά που έχασε την άνοιξη της»
3. Γιατί κι εγώ τώρα συλλογίζομαι τους στίχους του Κ. Ουράνη;
Τους ναυτικούς, τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγάλα των χειμώνων βράδια
με υπομονή κι αγάπη για τα εγγόνια τους
είτε γι' αυτούς μικρά φτιάχνουν καράβια.
Και δεν μπορούν πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμάνι πάνε
κι άνεργοι, ανώφελοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσανε κοιτάνε.
την άγκυρα στο στήθος τους φοράνε
και που, όταν περπατάν, σκαμπανεβάζουνε
σαν μέσα σε καράβι ακόμα να’ ναι.
Δευτέρα 26 Απριλίου 2010
Περιοδικά και ποίηση στα χρόνια της ΔΝΤρομοκρατίας
Από αριστερά όπως (μας) κοιτάμε το περιοδικό “Εμβόλιμον” Ασπρα Σπίτια Βοιωτίας δηλ. ο Γιώργος Θεοχάρης), “Εξώπολις” Αλεξανδρουπόλεως με τον Βασίλη Κάργα), “Νέα Εστία» Αθηναίων και πάσης Ελλάδος ο Σταύρος Ζουμπουλάκης -ήταν και ο συντονιστής του πράγματος- ), “Παρέμβαση» κλπ., “Πόρφυρας” Κερκύρας και Περικλής Παγκράτης).
Στα κάτω της φωτογραφίας (της κ. Δώρας Ζίγρα) ίχνη από κεφάλια κοινού στη σειρά. Ο χώρος είναι το «Φιλολογικό καφενείο» της έκθεσης, Κυριακή πρωί αμέσως μετά την απόλυση των εκκλησιών της Θεσσαλονίκης. Στα κεφάλια που δεν φαίνονται κι ένα ήδη μεγάλο κεφάλαιο και κεφάλι της σημερινής ποίησης, ο Θανάσης Μαρκόπουλος, («Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά για ένα γράμμα χάνεις την Αθανασία» ο κυρ’ Ντίνος Χριστιανόπουλος), ο οποίος την προτεραία διέπρεψε, ίσως ως η σημαντικότερη ποιητική παρουσία της 7ης διεθνούς εκθέσεως βιβλίου (η 8η αν θα υπάρξει θα είναι το 8ο θαύμα του ελλαδικού κόσμου την εποχή της Διεθνονομισματοταμειοκρατίας –μπορεί να διαβαστεί και ως Διεθνούς Νομισματικής Ταμειοτρομακρατίας). Στην αίθουσα «Νίκος Καββαδίας» (μαζί με τον «Στρατή Τσίρκα» ήταν εκεί αλλά και είναι οι τιμώμενες μνήμες της εκθέσεως και της λογοτεχνικής χρονιάς εν Ελλάδι), έγινε η παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής του «Μικρές ανάσες», εκδ. Μελάνι, από τον επίσης ποιητή Μιχάλη Γκανά (μόλις κυκλοφόρησε κι αυτός το «Γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» εκδ. Μελάνι («Υπάρχουν γυναίκες που φοράνε /την ομορφιά τους σαν πένθος» της Λευκής Μολφέση ως εισαγωγικό δίστιχο). Το ζευγάρι των ποιητών, λειτουργούσε υπό τον τύπο μιας μουσικής συνομιλίας δύο βιολοντσέλων σε μουσικό έργο με κυρίως αργά, υποβλητικά μέρη. Ο εκλεκτός φίλος Δ. Μντσδς ας με βοηθήσει κι ας μου προσδιορίσει ένα αντίστοιχο μουσικό κομμάτι.
ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ
Την απόγνωση του τοπίου σκέφτομαι
όταν με τις πρώτες βροχές
βλέπει τους επισκέπτες του θέρους
να μαζεύουν βιαστικά τις ομπρέλες
να κλείνουν ερμητικά τα παράθυρα
να φεύγουν
αφήνοντας πίσω τους γούβες στην άμμο
Την απόγνωση του νεκρού συλλογίζομαι
όταν μετά την επιχωμάτωση αποσύρονται όλοι
και τον εγκαταλείπουν μόνο
Θανάσης Μαρκόπουλος
Παρασκευή 23 Απριλίου 2010
Εκθεση (διεθνής και 7η) Βιβλίου και έκθεση συμβάντων της Εταιρείας Συγγραφέων
Από τον Σεπτέμβριο του 1999 το μελετούσαν στην Κοζάνη που συναντήθηκαν τα ασύμπτωτα βλέμματά τους, στο διεθνές συνέδριο για το Μυθιστόρημα που διοργανώθηκε από το τότε ΙΝΒΑ και τον Λάκη Προγγίδη με το περιοδικό του L' Αtelier du roman, να συναντηθούν και ως πρόεδρος ο εις και διευθύντρια η ετέρα του ΕΚΕΒΙ Αθηνών και κάπως πάσης Ελλάδος.
***
Εν τω μεταξύ από την Εταιρεία Συγγραφέων ανακοινώθηκαν τα κάτωθι:
Αθήνα 19 Απριλίου 2010
Α.Π. 10/1142
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Στις αρχαιρεσίες της Γενικής Συνέλευσης της 18ης Απριλίου 2010 εξελέγησαν:
Ως επίτιμα μέλη οι:
Πέτρος Μάρκαρης (πεζογραφία, μετάφραση, θέατρο)
Χρήστος Σαμουηλίδης (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, ιστορ. έρευνα)
Ως αντεπιστέλλον μέλος εξελέγη η Γιάννα Μπούκοβα (ποίηση, μετάφραση)
και ως τακτικά μέλη οι:
Βασίλης Καραγιάννης (πεζογραφία, εκδ.Παρέμβαση)
Δήμητρα Κολλιάκου (πεζογραφία, γλωσσολογία)
Λίλα Κονομάρα (πεζογραφία, μετάφραση)
Θωμάς Κοροβίνης (πεζογραφία, μουσική)
Κλεοπάτρα Λυμπέρη (ποίηση, μετάφραση)
Αλεξάνδρα Μπακονίκα (ποίηση )
Γιάννης Παππάς (ποίηση, εκδ. Διαπολιτισμός)
Έρη Σταυροπούλου (φιλολ. έρευνα, κριτική)
Αγγελική Στρατηγοπούλου (πεζογραφία)
Νίκη Τρουλλινού (πεζογραφία)
Ο πρόεδρος
Αλεξης Ζήρας
Ο Γενικός Γραμματέας
Κώστας Κατσουλάρης
***
7η Δ.Ε.Β.Θεσ/νικης 25/4/2010 Συζήτηση: Λογοτεχνικά περιοδικά της περιφέρειας - προκλήσεις και προοπτικές.
Εκδήλωση για τα περιοδικά λόγου και στοχασμού στην 7η
Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (22-25 Απριλίου)
Κυριακή 25 Απριλίου, 10.30 στο φιλολογικό καφενείο (Περίπτερο 15) Με σκοπό την προβολή και την ανάδειξη του έργου των λογοτεχνικών περιοδικών, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου οργανώνει, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, συζήτηση με θέμα: «Λογοτεχνικά περιοδικά της περιφέρειας: προκλήσεις και προοπτικές». Στην εκδήλωση συμμετέχουν οι διευθυντές τεσσάρων περιοδικών: Γιώργος Χ. Θεοχάρης (Εμβόλιμον), Βασίλης Κάργας (Εξώπολις), Β. Π. Καραγιάννης (Η Παρέμβαση) και Περικλής Παγκράτης
(Πόρφυρας). Συντονίζει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, διευθυντής της Νέας Εστίας.
Τετάρτη 21 Απριλίου 2010
«Ωρα που λύνουν απ’ το ζυγό τα βόδια...»*
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΤΟΝΑ
Οχι, για μένα η πιο μεγάλη απόλαυση είναι
που δεν μπορείς κανένα με τα λόγια σου να πείσεις...
Σοφοκλή «Οιδίπους επί Κολωνώ», μφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη
Ανακατώνω το καζάνι ή μήπως τη χύτρα της μνήμης.
Το μυθιστόρημα της ‘Ελενας Χουζούρη «Πατρίδα από βαμβάκι» (Κέδρος 2009), μου θύμισε το βιβλιοπωλείο Μαστορίδη επί της αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη το 1971. Ανηβος σχεδόν πνευματικά κι νεογνό πολιτικά άρτι αφιχθείς από Λευκοπηγή Κοζάνης στη Θεσσαλονίκη, πρωτοετής της Νομικής, μπήκα εκεί ν’ αγοράσω του Τ. Παπατσώνη τα Ποιήματα, τα οποία με έθελγαν μαθητή (τι καταλάβαινα άραγε;) που δημοσίευε κυρίως τις δεσποτικές εορτές η «Νέα Εστία», τότε δραχμές 10 και τώρα 10, αλλά ευρώ. Ο βιβλιοπώλης σχεδόν έχωσε στο σακάκι μου ένα βιβλίο: «Πάρε κι αυτό». Ηταν τα «Δεκαοχτώ κείμενα», τέταρτη έκδοση, Κέδρος 1970, δρχ. 70. Το ίδιο ακριβώς το 1972 ο γεράκος πωλητής εφημερίδων στην περιοχή Αγίας Τριάδας μου έβαλε αποφασιστικά μέσα στο τζάκετ το 1ον τεύχος του περιοδικού ΑΝΤΙ και τον ευγνωμονώ έκτοτε όπου υπάρχει η μνήμη του.
Τώρα. Στην φερτή πλαστική και αλουμινοκατευσκευαμένη αίθουσα του Θεατροδρομίου Κοζάνης (πρώην υπηρεσία εγγείων βελτιώσεων (πόσο μ’ άρεσε τον αμφίσημον ακουστικά «εγγείων»), Σάββατο βράδυ της 17ης Απριλίου κι ο Δ. Ν. Μαρωνίτης διαβάζει σε μετάφρασή του, ραψωδίες από την Ιλιάδα δημοσιευμένες στις εκδόσεις Αγρα αλλά κι αδημοσίευτες. Το κοινό, γυναικομάνι κι επί το πλείστον φιλόλογοι και φιλολογύδρια («τον είχαμε καθηγητή κλπ.») και σποραδικά κάτι σαν αύρα αρσενικού να διέρχεται, αυλάκι νοσταλγίας, στα κόκκινα, πάνινα καθίσματα, τον ακούν καθώς δίνει μια ομηρική, θεατρική παράσταση εκτάκτου ωραιότητας ου μην αλλά και ενδιαφέροντος. Βαθύς ο λόγος του (και εκ της βραχνής φωνής του) έρχεται θαρρείς από το παρελθόν και από αρχαίο ραψωδό.
Αρχων του λόγο και του τρόπου, άνετος στο κοίλον της σκηνής ο κατ’ αντιστροφήν των αριθμών της επί γης χρονικής του ύπαρξης ...18χρονος μέγας διανοητής, αφηγητής, μεταφραστής, πολυδιανοούμενος κλπ. Την πρώτη βραδιά της «Ιλιάδος επαφής» βαθύτατα συγκινημένος για ό,τι διάβαζε και βίωνε ορισμένως από τις ραψωδίες με τον γενικό τίτλο «Πατρόκλεια»- ο φόνος του Πατρόκλου, ο διασυρμός του Πατρόκλου, το πένθος για τον Πάτροκλο, το επόμενο μεσημέρι ως εκ του θέματος πλέον «ελαφρύς» κατά το καβαφικόν.
Τον γνώριζες σαν όνομα (όταν ήρθε και μίλησε στην Κοζάνη με τους «Φίλους της Τέχνης», Χρ. Μπέσσας κλπ 1975 και μετά, ήσουν εκτός της) από εκείνα τα 18 κείμενα τα οποία με αφορμή τις μέρες που διερχόμαστε και την ανάμνηση της 21ης Απριλίου 1967 (πόσο μακριά, κοντά στους περσικούς πολέμους φαντάζει), ξανακοιτάς την ομίχλη μη πω τη μούχλα του καιρού. Το πρωί της η ΕΣΑ σταμάτησε το αστικό λεωφορείο γεμάτο με μαθητές που πηγαίναμε στο Γυμνάσιο της Κοζάνης από το χωριό. -«Που πάνε όλοι αυτοί;» γάβγισε στον οδηγό ένας λοχαγός. Που πηγαίναμε; Εκ των υστέρων και συν τω χρόνω μάθαμε πως «στα σκοτεινά πηγαίναμε στα σκοτεινά προχωρούσαμε» μ’ εκείνους τους γελοίους. Δευτέρα Γυμνασίου και διάβαζες κρύφα κι επί των γονάτων τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, εκδ. Μαρή και συνεχώς έριχνες έξω τη μπάλα της προσοχής από τα μαθήματα, γι’ αυτό και ήσουν από τους πρώτους στις μαθητικές επιδόσεις, αλλά από το τέλος.
Το κείμενό του Δ.Ν.Μ. σ’ αυτήν την τόσο αισθαντική, τελικά, έκδοση ήταν το «Υπεροψία και μέθη» (ο ποιητής και η ιστορία) αφιερωμένο «σε έξι φίλους». Το ξανακοιτάς και το βρίσκεις ίσον κι απαραλλάκτον στη σειρά του «Γραφή κι Ανάγνωση 2», Κ. Π. Καβάφης Μελετήματα (Πατάκης 2009), με κάποιους μόνο τίτλους περιπλέον και μεταθέσεις παραγράφων-ενοτήτων.
18 Απριλίου 2010, Κυριακή μεσημέρι πάλι στο Θεατροδρόμιο. Τώρα η ανάγνωση πέρασε από το πένθος στον έρωτα με κύριο δρων θέμα τη «συνομιλία» (έρωτας κανονικός δηλαδή κι ανθρώπινος, όπως και θεϊκός –πως είναι αυτός άγνωστον, το γνωρίζουν όσοι διετέλεσαν κανονικοί θεοί, και όσοι εκ της ποιότητας του διαφράγματος, «Θεέ μου» ...βογγούν εν τη ρύμη των ...κλπ.) του Πάρι-Πάρη-Αλέξανδρου(1) με την Ελένη. Αμέσως μόλις τη σκαπούλαρε ο «μορφονιός» της υπόθεσης με τη βοήθεια της Αφροδίτης από το δόρυ του Μενελάου («Με δόρατα μακρόσκια τώρα θα χτυπηθούν για μια γυναίκα» άνευ θαυμαστικού λίαν αμφίσημο κι αυτό), η Τρωοτρωθείσα θεά τον οδήγησε προς την ακκιζόμενη, ελαφρώς ζηλιάρα (ξέσπασε στιγμιαίως εναντίον της) και κάπως τυψοφέρουσα άλλοτε κυρία της Σπάρτης δια τα περαιτέρω. Κατά δεύτερον του Δία με την ‘Ηρα του! Για αυτό και φώναζαν (τα χρόνια μας εκείνα) «ΗΡΑ είσαι γκόμενα» οι αντίπαλοι θεατές του Ηρακλή Θεσ/νίκης. Εδώ έχουμε την πρώτη ενυπόγραφη κι εμποίητη αιμομειξία (τονίζει στις παιγνιώδεις συνεχώς παρεκβάσεις του ο ομιλητής), κανείς δεν κάνει λόγο γι’ αυτό ότι Δίας και η Δίαινα ήταν τέκνα (αφάγωτα) και οι δυο του Κρόνου. Ας είναι.
18 Απριλίου 1973. Στη μέσα σελίδα εξωφύλλου του τότε περιοδικού «η Συνέχεια» ευλύγιστο και περιπόθητο που συνέχιζε επί το τακτικότερο τα μέχρι τότε αντιδικτατορικά «Δεκαοχτώ» και «Νέα Κείμενα», διαβάζω εκ νέου, στη μονή στήλη «Πέτρες και στίγματα», λευκή για την περίσταση: «Η Συνέχεια είχε προγραμματίσει στη θέση αυτή ένα σημείωμα του Δ. Ν. Μαρωνίτη. Το σημείωμα αυτό δε γράφτηκε. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης συνελήφθη στις 10 Απριλίου...». Γράφει αυτά μια από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες του νεότερου πολιτισμού μας ο Παύλος Ζάννας (από τους υπευθύνους του) και μόλις εκείνο τον καιρό είχες αγοράσει τον Α’ τόμο «Από τη μεριά του Σουάν» του «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Μ. Προυστ, εκδ. Ηριδανός, χωρίς ημερομηνία έκδοσης δι ευνοήτους (ποιούς;) λόγους κι όχι εκ τυπογραφικής αβλεψίας υποθέτω, τον οποίο μετάφρασε και μετέφραζε στη συνέχεια στη φυλακή ο Π.Α.Ζ., όπως υπέγραφε. Που ήξερες εσύ τότε χωρικόν μειράκιον τι είναι αυτό (το μέγιστο) που προσπαθούσες να διαβάσεις;
Στο γραφείο μου σε λιτή κορνίζα καρφωμένη από χρόνια μια ζωγραφιά του ποιητή Τ. Σινόπουλου, απ’ αυτές που συνόδευαν το «Το Γκρίζο φως», ποιήματα με οχτώ πίνακές του και με του Δ. Ν. Μαρωνίτη την «Πρώτη ανάγνωση» που δημοσιεύτηκαν πρώτα στον «Πολίτη» κι αργότερα αυτοτελώς, από τον Κέδρο (1982) με υψηλή καλλιτεχνική φροντίδα. Ισως να είναι η μόνη σκισμένη εκ προθέσεως σελίδα του αγοραστικού σου βιβλιοβίου και μια μικρή ενοχή επ’ αυτού σε τρυπάει αφού υπέπεσες σε αμάρτημα ότι έβλαψες την ακεραιότητα βιβλίου και μάλιστα τόσον ωραίου. Στον ποιητή επανήλθε ο Δ.Ν.Μ. με το αυτό κείμενο στο υπ’ αριθ. 6 από τα «Μελετήματα» του από κοινού με τον Μ. Σαχτούρη.
Στα «Νέα Κείμενα 2», φθινόπωρο του 1971, Κέδρος, (πόσο «μεγάλος» -σε ηλικία- είμαι τελικά αλλά και πόσο νέος νιώθω γυρίζοντας σ’ αυτά!) ήταν απών στο κυρίως σώμα τους (ως έγκλειστος) στο παράρτημα όμως ένα σχόλιο θυμίζει την επιστολή (Μ. Αναγνωστάκη, Αλεξ, Αργυρίου κ.α) στους «Τάιμς» του Λονδίνου πως: «Φυλακισμένος στην Ελλάδα εκτός από τον δικαστή Σαρτζετάκη είναι κι ο Δ. Μαρωνίτης υφηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κλπ.» (2)
Τα χρόνια μπρος πίσω οι μνήμες τω αυτώ. Από τις πενιχρές άμεσες ή έμεσες γνωριμίες οι οποίες όμως τώρα έχουν μια άλλη αίσθηση γλυκειάς πραγματικότητας αναδρομικά. Οταν τον έβλεπες επικεφαλής των τιμητικών ψηφοδελτίων της πολιτισμένης Αριστεράς (τότε, τώρα;) σε συγκινούσε βαθύτατα η πολιτική του πράξη όπως κι αυτή του Μανόλη Αναγνωστάκη (Στην «Πολιτική και ποιητική ηθική» του τα τεκμηρίωνε). Ασημος εσύ εν μέσω διασήμων και μη, στη Σμύρνη και στο συνέδριο για τα 100 χρόνια του Γ. Σεφέρη ή πάλι σε κάποιο όροφο του ΥΠΠΟ σε συνεδρίαση του Δικτύου του Βιβλίου της βενιζελογενούς κι αλήστου (διαλυτικής) μνήμης «Επικράτειας Πολιτισμού», εκπρόσωπος του επιχωρίου ΙΝΒΑ κι αυτός αρχηγός του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, να προτείνει την έκδοση, εν όψει των Ολυμπιακών του 2004, των 12 Πινδαρικών Πυθιόνικων.
Στο τώρα οριστικά πιά.
Διαβάζει τα χειρόγραφά του και πετά κάτω τα αναγνωσθέντα φύλλα. Τρέχουν να τα σηκώσουν. -Αφήστε τα είναι σκηνικό παρακαλώ.(ε) Τα μεγαφωνικά εξαρτήματα κάτι σαν χαλινά ανοιχτής κοπής τον ενοχλούν και τα πετά, κάθε αφή με το λεπτοφυές πρόσωπό του ακούγεται ψόφος. Οσο διαβάζει τα λόγια του ποιητή αναρωτιέσαι μήπως είναι δικά του και όχι μόνον στη σημερινή τους γλώσσα.
Να μη τα πολυλογούμε.
Εχουμε κι εδώ στην Κοζάνη το μεταφραστή του Ομήρου. «Ομήρου Ιλιάς παραφρασθείσα και ομοιοκαταλήκτως στιχουργηθείσα, Α-Δ ραψωδίες. Γεωργίου Ρουσιάδου του εκ Κοζάνης. Εν Βιέννη 1817». («Τον Ομηρον τυφλόν ειδών/ηρώτησεν ο Αδης/και ποίος σε ετύφλωσεν/Ο Γιώργος Ρουσιάδης» μνημόνευσε το γεγονός ο Κ. Θ. Δημαράς στην «Ιστορία» του. Προς γνώσιν και δια τας νομίμους συνέπειες, που γράφουμε και στα εξώδικα, καταχωρώ το επίδικο τμήμα της ερωτικής ομιλίας των αθάνατων δια της ποίησεως θνητών (οι θεοί έχουν τα δικά τους cone επ’ αυτού τούτου) υπό του Γ. Ρσδ. μετα-παραφρασθέν.
Εν χαρμοσύνω ηδονή, έλα να ευφρανθώμεν·
Διότι φλόγ’ ερωτική, ουδέποτε τοιαύτη
Αλλοτ’ ησθάνθην καθώς νυν, αλλά ούτε τοσαύτην·
Μήτε εκείνην την στιγμή ημέρας της γλυκυίας,
Οτ’ από πόλιν την καλήν της Λακεδαιμονίας
Αρπάξας σε, τ’ ορμητικά πλοία με σε ανήλθον,
Κ’ επί την νήσον Κραναήν (4) εις συνουσίαν ήλθον
Τόσην ησθάνθην ηδονήν, τέτοιαν ευθυμίαν
Οσην αισθάνομ’ εν ψυχή ήδη επιθυμίαν,
Τούτα ειπών, πρώτον αυτός επί την κλίνη ήλθε,
Είτα η σύνευνος αυτού, πλησίον του ανήλθε
Και ούτω πάλιν τοτ’ αυτοί άμφω φιλιωμένοι
Εκειντ’ επί την τορνευτήν κλίνη των ηπλωμένοι...
Το αντίστοιχο τμήμα στην μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη έχει ως ακολούθως, έτσι για την ιστορία του τώρα κι όχι για τυχόν συγκρίσεις που θα χωρούσαν όμως σε ένα εν ου παικτοίς παίγνιον.
Ελα ωστόσο τώρα ν’ αγκαλιαστούμε στο κρεβάτι,
ποτέ ως τώρα ο έρωτας δεν άναψε τόσο πολύ το μέσα μου.
Ούτε και τότε, όταν σ’ άρπαξα από την λατρεμένη Σπάρτη
κι έβαλα πλώρη με τα ποντοπόρα πλοία, φτάνοντας
στη νησιώτικη Κρανάη, όπου δοθήκαμε πρώτη φορά στον έρωτα.
Τόσο και τώρα φλέγομαι, λιώνω ποθώντας την αγάπη σου.»
Μιλώντας προχωρούσε στο κρεβάτι και πίσω του η Ελένη...
κλπ., κλπ.
Και είτα η απόλυσις.
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης (5)
21 Απριλίου 2010, 43 χρόνια μετά!
Σημειώσεις ίσως και σχόλια
1. Ο Πρίαμος τον Αλέξανδρό του τον είχε για ξέκαμα. Οταν τον γέννησε η Εκάβη, αυτή ονειρεύτηκε πως έτεκεν μια φλόγα. Ολοι οι μάντεις της Τρώας γης γνωμάτευσαν πως το παιδί αυτό θα γίνει η αιτία να καεί η Τροία. Τον έδωσαν στο δούλο Αγέλαο να τον αφήσει στο βουνό. Αλλά μετά από πέντε χρόνια που τον ξαναέψαξε ο δούλος, τον βρήκε εκεί να τρέφεται από μιαν άρκτο. «Ελαβεν αυτό μεθ’ αυτού εις την οικίαν του και ωνόμασεν αυτό Πάριν». Πάρις- Πάρης –Αλέξανδρος. Ονόματα και γραφές ποικίλες του ωραίου μας. Γράφει στις εκτενείς σημειώσεις του σε κάθε ραψωδία ο κοζανίτης λόγιος μεταφραστής του Ομήρου, Γ. Ρουσιάδης: «Τινές θέλουσιν ότι το όνομα αυτού παράγεται από του Παριέναι· επειδή τον κίνδυνον της ζωής αυτού επί το όρος ευτυχώς παρήλθεν· άλλοι, από της Πήρας, εις την οποία ετέθη και εφέρθη επί το όρος· και άλλοι πάλιν, από το Πηρούν· διότι δια της ωραιότητός του θάμβωνε κάθε εις αυτόν ατενίζον όμμα». Αφροδίτη και Ελένη γνωρίζουν εξ ιδίας πείρας το πηρούν του». Πιο είναι το αληθές; Του Γ. Ρουσιάδη ο Πάρις του Πάριδος ή του Δ. Ν. Μ. ο Πάρης, ο οποίος είναι πιο κοντά στο Παρασκευάς. Για να το ξεκαθαρίσει (επιτέλους) κι ο άλλοτε Δήμαρχος Κοζάνης που γράφει το όνομά του ως Πάρις, ενώ Παρασκευά τον εβάπτισε ο νονός του εις το όνομα της αγίας Τριάδος.
2. Ευθύς παρακάτω στα «Ν.Κ. 2» σχόλια του ‘Αλκιμου Απαρέμφατου (ποίος;) με τίτλο «Νέα Δημοκρατία, Νέα Διανόησις». Το σύνθημα είναι διαφωτιστού τινός της εθνικής ημών δικτατορίας κι εξ αυτού ετέρα ενθύμηση προς το σπαρταριστό. Αμέσως μετά την μεταπολίτευση, όταν η μεγάλη δεξιά παράταξη έλαβε τον τίτλο «Νέα Δημοκρατία» το τότε σκληρόν ΚΚΕ (οι του «Εσωτερικού» το ονόμαζαν και «Εξωτερικού» οι δυσεβείς), εδογμάτισε δημόσια ότι ο νεοκαραμανλισμός πήρε το τίτλο αυτό εκ της μεγάλης απηχήσεως που είχε στο λαό («Κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό»), το βασικό σύνθημα συνεδρίου του που έλεγε: «Εμπρος για μια Νέα Δημοκρατία». Συμπτώσεις διπλές, τριπλές να σε φυλάει ο Θεός.
3. Το ίδιο βράδυ διάβαζα στην «Καθημερινή» για τον άθλο του πιανίστα Τίτου Γουβέλη ο οποίος ερμήνευσε 840 φορές το έργο του Σατί Vexations (διάρκεια 15 ώρες) και σκόρπιζε σιγά σιγά τις παρτιτούρες στο πάτωμα. Μ’ άρεσε ιδιαίτερα αυτή η ασύμπτωτη σύμπτωση του ωραίου μουσικής και λόγου επί του σκηνικού πατώματος.
4. Γ.Ρ. «Δια τούτων των λόγων του Πάριδος θέλει να διασκορπίσει ο Ποιητής την υποψίαν, την οποίαν εδύνατο να συλλάβη ο αναγνώστης, ότι η Ελένη κατένευσεν εις την εκπλήρωσιν της επιθυμίας του Πάριδος προτού ν’ αναχωρίσει από τον οίκον της». Διότι κυρίες και κατά κάποιον τρόπο κύριοι (που έλεγε στις αλήστου γεύσης σκορδοκαΐλιες συνάξεις της σαρακοστής στη Φλώρινα ο ελλογιμότατος κ. Μ. Σουλιώτης) έχουμε και κάποιες αρχές όχι και μέσα στο σπίτι μας ή έστω εν πλω, αλλά επί σταθερού εδάφους στη νήσο την καλούμενη σήμερα Μαραθονήσι· μέχρι εκεί άντεξε ο ωραίος την της ωραίας στέρηση και ακολούθησε η πρώτη διάπραξη.
5. Γ. Σεφέρη «Οι γάτες τ’ αη Νικόλα» στον τόμο «Δεκαοχτώ κείμενα»
(*) Μήπως όμως μεταφράζει ο Δ. Ν. Μ. «Ωρα που κάνουν στο ζυγό τα βόδια». Μ’ άρεσε όμως και το κοπάνησα έτσι έστω και μ’ επιφυλάξεις για το τι άκουσα.
***
ΥΓ. Δεν μπόρεσα να δω τον Δ.Ν.Μ. στο περιθώριο του 2ου διεθνούς κι ωραίου (ξεπατώθηκε η κυρία Κούλα Καλογερίδου ενώ απογειώθηκε ο εκ Πελασγίας Στέλιος Πελασγός αφηγητής στο επάγγελμα) φεστιβάλ περί την αφήγησιν στο οποίο ήταν «επίσημος» καλεσμένος (γιατί όχι επίτιμος) ότι τον παρέσυρε ο τουριστικός συρμός κι η επιφάνεια των πνευματικών πραγμάτων της πόλης μας, αλίμονο. Ηθελα, όμως να του γνωρίσω πως στο ταξίδι που κατά αντίστροφον φοράν έκανε αυτός προς τον Όμηρο από Οδύσσεια σε Ιλιάδα, ημείς προηγήθημεν όλων τους κανονικά κάποτε στη νοητή Αυλίδα. Δηλαδή Εξαμίλια και παραλία Κορίνθου κινηματογραφικά, Αύγουστος του 1976, όταν ο κ. Μιχ. Κακογιάννης (γύριζε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι») 8000 τόσους νεοσύλλεκτους, ολόγυμνους και κουρεμένους εν χρώ με τη ντουντούκα μας «διέταζε» να κοιτάμε με ...νοσταλγία το πέλαγος (δεν το πετυχαίναμε καλά) κι οι λοχίες υπηρεσίες μέσα στις γραμμές μας (γυμνά σώματα και ψυχές) με τις ζωστήρες ανά χείρας γαυριούσαν: «Νοσταλγείστε ρε στραβάδια να τελειώνουμε, μας έχει τρελάνει ο ...
(Β. Π. Καραγιάννη «Το χρώμα της νοσταλγίας» από την ομότιτλη συλλογή με διηγήματα, εκδ. Γαβριηλίδη 2008)
Κυριακή 18 Απριλίου 2010
H εντός πόλεως οδική βοήθεια του Δήμου κλπ.
Εν αρχή ην αντινομάρχης παρελθούσης χρήσεως (κάποιος από τους συνήθως καημένους μετά τη διέλευσή τους απ’ αυτό το εφήμερον και διορισμένον είδος ανθρώπου της αυτοδιοικητικής υποθέσεως, της αυτής νοητικής και πνευματικής εμβέλειας με τους αντιδημάρχους), ο οποίος πήγε στη Βουδαπέστη για την έκθεση «Ελληνική κληρονομιά-Η ελληνική ορθόδοξος διασπορά στην Ουγγαρία τον 17ον-19ον αιώνα» (ως έκτακτος απεσταλμένος του τοπικού μας έθνους), είδε ότι καλόν, εθαμβήθη και πρότεινε μετάκλισή της «αύτανδρη» εις την πόλη της Κοζάνης εν ευθέτω χρόνω, δηλαδή σε ένα χρόνο. Δρομολογηθείσα (κι αρμολογηθείσα στους τοίχους του Λαογραφικού Μουσείου Κοζάνης) η έναρξή της έλαβε καιρόν την εσπέραν της 14ης Απριλίου ε.ε., μνήμη Λεωνίδου επισκ. Αθηνών. Εν τω μεταξύ εντός πόλεως ήταν σε εξέλιξη ένα διεθνές φεστιβάλ αφήγησης ποικίλης καλλιτεχνικής ύλης. Σε μια εκδήλωση του, Άγγλος τις, διάβαζε την Ιλιάδα αγγλιστί κι οι πολύτροποι κοζανίτες θεατές, ημιλιποθυμούσαν από μέθεξη πνευματική. Επίσης και ένας διεθνές διαγωνισμός (διαγκωνισμός εκ της πρωτεύουσας θέσης των αγκώνων κατά τον χειρισμό) ακορντεόν έδινε και έπαιρνε. Κάτι μόνιμα δυσπραγούντες, βαλκάνιοι δηλαδή, χτύπησαν φλέβα θεσμικής αφελείας και τραβούν κορδόνι το πράγμα. Σύμπασα η υπαλληλία της Ν.Α., μετά των διευθυντών και των λοιπών υπέρ και υπό χρεωμένων σ’ αυτήν και τα πρόσωπά της, ήταν παρούσα στο μέγα ισόγειον του ναού του τοπικού λαογραφισμού (καμία σχέση πλέον ο χώρος (1) με τα γράμματα και τις τέχνες επί της ουσίας τους) για τους επιούσιους, επίσημους λόγους και λήρους και στη συνέχεια στην παράπλευρη αίθουσά του, όπου είχε απλωθεί η έκθεση. Παρών ο πρόξενος Ουγγαρίας στη Θεσσαλονίκη-μια ώρα δρόμος- ως κατά τόπον αρμόδιος μετά της κουστωδίας του. Ενώπιον και δίπλα του, λιγωμένοι και ζαλισμένοι από μέθη παραγοντισμού και οίησιν ασημαντοεξουσίας, διάφοροι κι αυτός, πιθανόν έκπληκτος, παρατηρούσε τους σαλτιμπάγκους που τον γυρόφερναν. Το διοργανωτικό επιτελείο της κινητής έκθεσης, κάτι σαν τις αντίστοιχες κινητές εορτές του Ορθόδοξου εορτολογίου, το αποτελούσαν κάποιοι δυσανάγνωστοι στις επιστήμες, το εμπόριο και στα άλλα εφόδιά τους, αναμεταξύ τους και Κύπριοι (μήπως η υπόθεση είχε και οικονομικό ενδιαφέρον;). Οι διοργανωτές τέτοιων επιχειρήσεων (ίσως οι εν λόγω να εξαιρούνται, μη τους αδικώ άνευ στοιχείων αφού δεν το έψαξα κιόλας) συνήθως δι' αυτού του τρόπου βγάζουν το ψωμί τους. Κάτι σαν γυρολόγοι της τέχνης και της ιστορίας. Αρκεί να υπάρχουν τα θύματα κι αυτά ευτυχώς γι’ αυτούς υπάρχουν παντού. Παλιότερα μια περιφερόμενη έκθεση ζωγραφικής από Καβάλα, φάνταζε στα μάτια των ιθαγενών της μακεδονικής υπαίθρου, ως μέγιστον καλλιτεχνικόν γεγονός. Μάλιστα, οι τοπικοί αλλά κι οι αδαείς της προεδρικής συνοδείας παρέσυραν τον τότε και νυν δια δευτέρα φοράν Πρόεδρο της Δημοκρατίας (δανειστής του πατρός του νυν πρωθυπουργού το «βρόμικο ’89 για να μη ξεχνιόμαστε), και εγκαινίαζε τα καλλιτεχνικά φύκια ως μεταξωτές ζωγραφικές κορδέλες. Αλλος δε πάλι διαβόητος καλλιτέχνης του ελλαδικού μακεδονισμού και ελληνοχριστιανισμού, γέμισε (με το αζημίωτο) κάθε δημόσιο χώρο με έργα του (γλυπτικής και ζωγραφικής) τα οποία τα έβγαζε με τον τόρνο, όπως οι Μετσοβίτες παράγουν τις αυθεντικές, «χειροποίητες» γκλίτσες (2). Δεν υπάρχει όμως ούτε εισαγγελέας (έναν που γνώριζα, τον πλέον έντιμο και ηθικό δικαστικό, με επαγγελματική κι επιστημονική υπερεπάρκεια κι ευρύτατη παιδεία, συνταξιοδοτήθηκε), αλλά ούτε και συνήγορος της τέχνης για να επιληφθούν.
- Επαρχία κατέσχε με!
Ακουσα, το ομολογώ με συντριβή μέχρι τον κυρ’ Δέσποτα, προϊστάμενο του επιχώριου κλήρου και του εκκλησιαστικού και αρχαιοελληνικού λήρου. Ημουν στενεμένος στη θέση δεν μπορούσα να φύγω διακριτικά, ας με συγχωρέσει ο θεός.
Ωραία λόγια μετ’ ανθέων είπε ο κ. Νομάρχης που αποκάλυψε το ήδη γνωστόν από το τχ. 126 του περιοδικού «Παρέμβαση» (μετάφραση άρθρου ουγγρικού, ιστορικού, περιοδικού από τον γιατρό Μαυροδή Μαυρουδή) για τον πρωθυπουργό της ΟυγγαρίαςTeleki Pal (1879-1941), η μάνα του οποίου καταγότανε από τους αποδήμους εκ Κοζάνης στην Πέστη (το γένος Μουράτη). Ο εν λόγω, δις πρωθυπουργός (1920 και 1938) αυτοκτόνησε στο γραφείο του το 1941, όταν ερήμην του ο Κυβερνήτης ναύαρχος Horthy υπέγραψε συμφωνία με το Χίτλερ και η Ουγγαρία έμπαινε στον πόλεμο σαν σύμμαχος της Γερμανίας. «Τοποθετηθήκαμε στο πλευρό των παληανθρώπων. Θα γίνουμε λαός τυμβωρύχων, το πιο επαίσχυντο έθνος της Ευρώπης. Δεν σε εμπόδισα αποτελεσματικά στην ενέργεια σου αυτή. Αισθάνομαι ένοχος…» έγραφε στο σημείωμα που άφησε ο ευγενής αυτός πολιτικός. Οποία ευθιξία πολιτικού και πατριώτη (ακριβώς ίδια μ’ αυτήν των ...νεοελλήνων πολιτικών της σήμερον του τόπου και της χώρας, οι οποίοι αν και φτώχυναν τη χώρα το πιστόλι που είχαν πάνω στο τραπέζι τους ήταν αποκριάτικο) στη Βουδαπέστη (άλλοτε Βούδα+Πέστη και στη μέση της ο «Ωραίος, γαλάζιος, Δούναβης» του Γ. Στράους). Με την πράξη του ο τόσο μακρινός «κοζανίτης» ξεπλήρωσε το κοζανίτικον άγος της προδοσίας του Ρήγα Βελεστινλή από τον έμπορο Δ. Οικονόμου στην Τεργέστη το 1798 (3). Οταν δημοσιεύτηκε το άρθρο τα πνευματικά κι εγγράμματα σαΐνια του τότε Δήμου και Δημάρχου (πολυχρόνιου και πολυχρονεμένου) πως δεν το είδαν αμέσως, αφού έπιαναν και πιάνουν τα πουλιά της δυστυχίας τους στον αέρα μαζί με τις υψηλές πτερόεντι ιδέες και να προτείνουν το ελάχιστον, δηλ. να δοθεί σε δρόμο της πόλης το όνομα αυτού του ωραίου ανθρώπου. Εως έστι, λοιπόν, καιρός ο κυρ’ Λάζαρος (ο Δήμαρχος όχι ο οικολόγος που αποχώρησε από την ηγεσία στην τοπική οικολογία ίνα ασχοληθεί απερίσπαστος, κι όχι απερίσκεπτος, με την πρασινολογία), ας επιληφθεί της ονοματοθεσίας, αλλά και μιας ίσως πιο πλέον επίσημης αναφοράς του προσώπου.
Επανερχόμαστε. Η έκθεση θα ερχότανε στην Κοζάνη. Αρα έπρεπε να είχε και κάτι γι’ αυτήν. Δυστυχώς ο σάκος των διοργανωτών ήταν σχεδόν άδειος από Κοζάνη. Αλλωστε δεν το είχαν στο πρόγραμμα όταν τύπωσαν τον αρχικό τους κατάλογο. Τους προέκυψε στην πορεία άρα χωρούσαν εμβαλωματικές λύσεις. Εστειλαν το περιεχόμενο του καταλόγου στη Νομαρχία Κοζάνης για να τυπωθεί εδώ, εξόδοις της, εννοείται. Οι αρμόδιοι επ’ αυτού (για τις εκδόσεις, τα γράμματα, τις τέχνες κ.λπ.) της Ν.Α, δηλαδή ο κανένας («ούτις» ομηρικά εξ ου και η αντωνυμία της λίγο πριν γλώσσας μας, «ουτιδανός») οδήγησαν, (που άραγε;) τον κατάλογο προς έκδοση, ακοίταχτο, αδιάβαστο κοινώς αμελέτητο (εξ ου και τα «αμελέτητα»).
Παρένθεση. Οι της κάθε εξουσίας θεωρούν εαυτούς αναντικατάστατους στο πόστο τους και καλά κάνουν, αφού όλοι μας ακόμα κι οι πιο άσημοι αυτής της γης θεωρούμε εαυτούς μοναδικούς. Τι να κάνουν αυτοί που δεν έχουν αφήσει και κανένα καλάμι ακαβαλίκευτο για να επιβιβαστεί και κάποιος άλλος έστω για δοκιμή (4). Αμέσως μετά, θεωρούν ότι ο τοπικός τους τόπος, δεν διαθέτει ικανό, γηγενές προσωπικό, για να διεξέλθει ζητήματα παρόμοια (και μάλιστα με πλέον εμφανή και με πιο σοβαρό και χρηστικό τρόπο), γι’ αυτό και προσφεύγουν σε ξένες αυλές κι αγκαλιές. Δεν μπορούν να δημιουργήσουν οι ίδιοι και οι θεσμοί τους (κομματικοί εσμοί στην καλύτερη εκδοχή), γεγονότα πολιτισμού, δεν ξέρουν ή δεν θέλουν γενικότερα, κι αρκούνται στους άλλους και στα δανεικά. Ζούμε άλλωστε και σαν χώρα με τα δανεικά γιατί να είμαστε και σαν τόπος διαφορετικοί (5). Αρκούνται να ανακατώνουν τον ανεξάντλητο χυλό της ανικανότητας, της μετριοκρατίας των υπηρετών τους, που οφείλουν όμως να τους τακτοποιήσουν, ως όφλημα κομματικό.-
Στον αρχικό κατάλογο αναφέρεται σε δυο τρεις σειρές ο μέγιστος άνδρας της Ουγγαρίας, έλλην κοζανίτης στην καταγωγή, Παύλος Χαρίσης (πέθανε το 1902). Επειδή ο εκθεσιακός τζερτζελές (της πρώτης και μόνης μέρας των εγκαινίων) όμως θα γινόταν στην Κοζάνη έπρεπε να δώσουν και κάτι περισσότερο. Ετσι δημοσίευσαν το ιδρυτικό του Κληροδοτήματος κακοτυπωμένο κι ανάποδα. Στο τέλος έβαλαν και μια φωτογραφία κάποιου κι έγραψαν από κάτω της ότι είναι Παύλος Χαρίσης, οι αδιάφοροι συντάκτες του καταλόγου (στην ξένη) και οι ολιγογράμματοι (αρκούνται στα πλέον απαραίτητα δηλ. γραφή, ανάγνωση και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής) εκδότες του εδώ, αφού ότι να τους ρίχνουν το τρων σαν βόδια στο παχνί. Τι γελοίον πένθος; (6)
Ο Π. Χ. με το Κληροδότημά του, που το αποτελούσαν ακίνητα, χρήματα, χρεόγραφα κι ομολογίες, θέσπιζε υποτροφίες για παιδιά κοζανιτών για να σπουδάσουν στην Ουγγαρία (μπορεί άραγε κάποτε ο κ. Δήμαρχος δια των υπηρετών του να πληροφορήσει την πόλη -όποιους νοιάζει δηλαδή-, επί του ιστορικού και μόνον, τους κοζανίτες που έκαναν χρήση του κληροδοτήματος και σπούδασαν στη Βούδα και Πέστη). Επίσης να συσταθεί πρότυπος Γεωργική Σχολή (ιδρύθηκε το 1932). Μέχρι πριν από κάποια χρόνια, τιμής ένεκεν, υπήρχε στο κτίριο στη Λευκόβρυση η πινακίδα μνήμης. Οταν στεγάστηκε εκεί η υπηρεσία συγκοινωνιών εξαφανίστηκε κάθε ίχνος του δωρήματος. Η λήθη των αχάριστων και των αγνωμόνων είναι η δικαιοσύνη του σήμερα. Για να γίνει πραγματικότητα το τότε Κληροδότημα βοήθησε ο Υπουργός Οικονομικών της Ουγγαρίας Κλέμπεσμπεργκ (η πόλη που οι τότε άρχοντές της γνώριζαν γράμματα και ιστορία, έδωσε το όνομά του στον ανηφορικό δρόμο προς χαμηλό Αη-Λια που τώρα είναι η οδός Π&Λ. Παπασιώπη (λίγο πιο πριν ονομαζότανε Μοράβα αντί του ορθού Μόροβα, που γράφαν κατά ιστορικό λάθος οι εντοιχιστές του Δήμου και ο διερμηνευτής των δρόμων της Λ. Παπαϊωάννου («Ανά τας οδούς και τα ρύμας») παράλληλη με την νυν οδού Α. Δελμούζου ο οποίος τότε ήταν υπουργός των ελληνικών Οικονομικών (μαζί με τον Μ. Τριανταφυλλίδη και τον Δ. Γληνό αποτέλεσαν το επιφανές τρίο του Εκπαιδευτικού Συνδέσμου) (7).
Τόσο λίγο των περιστάσεων είναι λοιπόν το πολιτικό μας προσωπικό κι ακόμα πιο εδαφιαίο το πνευματικό, που αλληλοσυμπληρώνονται είτε πληρώνονται είτε όχι.
Σκέφτομαι πως ίσως μόνον η Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Κοζάνης να καταλαβαίνει την σήμερον θλιβερή πραγματικότητα των γραμμάτων της πόλης. Να πενθεί μυστικά για το κατάντημα αφού δεν μπορεί να κάνει και κάτι (αυτό θα σημαίνει πως υπερβαίνει προσωπικές αναστολές και πολιτικές δεσμεύσεις). Ας πάρει όμως μια σωστική κι αναγεννητική πρωτοβουλία, καθώς τώρα σβήνει εκ των πραγμάτων μια ολόκληρη εποχή και μαζί μ’ αυτή διάφορα βαρίδια της πόλεως τα οποία και επιστρέφουν στην πολιτική και πνευματική τους αφάνεια εξ ης ελήφθησαν. Ισως να είναι η τελευταία απόπειρα της οργανωμένης πόλεως για την πνευματική κι ιστορική της αντίδραση στην επελαύνουσα ερημοποίησή της.
Σημειώσεις
1. Στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου τυλιγμένος στο επίσημο γαλάζιο πλαστικό του περιμένει ο ανδριάντας του Κ. Ε. Σιαμπανόπουλου τον ...Οικουμενικό Πατριάρχη να τον αποκαλύψει! Απελπισία! Ενας δάσκαλος πρωτοπόρος, ορθολογιστής και κάθε άλλο παρά θρησκευόμενος και σκοταδιστής, να υφίσταται τέτοια βεβήλωση η μνήμη του από τους επιγόνους του! Η τοπική πολιτεία δια του κ. Νομάρχου της, που χρηματοδότησε την κατασκευή του, παραμερίζεται περιφρονητικά. Επαρχία γαρ και «Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω ανίατα μεσοπόλεμος» (Βύρων Λεοντάρης)
2. Η δύσμορφος προτομή του Μ. Αλέξανδρου στην είσοδο του Νομαρχιακού μεγάρου Κοζάνης υπάρχει σ’ όλη τη Μακεδονία σε πολλές κόπιες. Τι ασχετοσύνη εξουσίας μέχρι και ποινικά διωκτέας για καλλιτεχνική κι ιστορική προσβολή.
3. «Το καθήκον του πολίτου και η πίστις προς τον ηγιασμένον θρόνον της Α. Μεγαλειότητος, κατόπιν η αγάπη προς τους ανθρώπους και η αγάπη προς τον πλησίον με παρεκίνησαν ενδομύχως και κατείγγειλα εις Υμάς το άφρον εγχείρημα του Ρήγα Βελεστινλή, όπερ θα ηδύνατο να στοιχήσει την ζωήν χιλιάδων αθώων...» (Β.Π. Καραγιάννη: Ο Ρήγας Βελεστινλής και η Κοζάνη ή οι Κοζανίτες, από το βιβλίο «Ο Πανβαλκάνιος Επαναστάτης Ρήγας Βελεστινλής και η Δυτική ΜΑκεδονία» Πρακτικά ημερίδας Σιάτιστα 1998 (εκδ. ΙΝΒΑ 2002)
4. Ρώτησαν τον Ο. Ελύτη πως και στην εποχή του δεν καβαλίκευσε κι αυτός κάποιο καλάμι κι απάντησε θυμόσοφα πως δεν βρήκε κανένα ελεύθερο ότι τα είχαν καταλάβει όλα άλλοι...
5, Η χώρα των άλλοτε υψηλόφρονων ιδανικών έγινε η αξιολύπητη των υψηλότοκων δανεικών.
6. Για τον Π. Χαρίση, που κυριαρχεί στις ιστορικές σχέσεις της Κοζάνης με την Ουγγαρία υπάρχει το μνημειώδες για την πόλη και την ιστορία της σ’ εκείνους τους καιρούς και κόσμους, σύγγραμμα του Ν. Π. Δελιαλή «Αναμνηστική εικονογραφημένη έκδοσις Παύλου Χαρίση». Οταν είδα πως απουσιάζει το βιβλίο αυτό από τη βιβλιογραφία του έρμου Καταλόγου κατάλαβα περί ποίας προχειρότητας πρόκειται με όλα τα συμπαρομαρτούντα και για τα καθ’ ημάς. Ας σταματήσουν κάποτε αυτές οι εκδοτικές αηδίες τις οποίες χρηματοδοτεί ερήμην του ο λαός του νομού.
7. Πριν μερικά χρόνια ένας αντιδήμαρχος με κάτι υπόλοιπα όρμηξαν, όπως οι μπαστουνόβλαχοι σε μαντρί κι έκαναν άνω κάτω τον ιερό χώρο του Αρχείο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης· για μέρες φωτοτυπούσαν, ερήμην των διευθυντών του χώρου, φακέλους για να ...διεκδικήσουν, οι ανιστόρητοι, το κληροδότημα Π. Χαρίση από τους νυν Ούγγρους! Κάποιος δικηγόρος ή βουλευτής ή κάτι τέτοιο, εκ Πατρών, αν θυμάμαι καλά, τους ξεσήκωσε. Τι έγινε άραγε εκείνη η γελοία επιχείρηση η οποία δεν είχε καμιά ελπίδα επιτυχίας, αλλά ήταν κατάφορτη με τα σταφύλια της ασχετοσύνης, της άγνοιας, από τη μια και της οργής μας από την άλλη, καθώς έβλεπα με απέραντη θλίψη κι ατελέσφορο θυμό αυτά τα πνευματικά κατώτερα όντα, να ασελγούν πάνω στο σώμα της ιστορίας της πόλεως.
Η εικόνα είναι από την έκθεση στο Λαογραφικό Μουσείο. Επιτέλους βρήκα μια αγιογραφία με τους τρεις ιεράρχες και τον Μ. Βασίλειο στη μέση μάλιστα ψηλότερον των άλλων. Ως εκ τούτου ανακαλώ τα όσα έγραψα παραπάνω για τους διοργανωτές, χάριν της προσωπικής μου αγιοφιλαυτίας...
Παρασκευή 16 Απριλίου 2010
Τρόποι και τόποι της εγκατάλειψης
Στους τόπους που έφαγε το κάρβουνο και η ανάπτυξη ρημάζει
Κλείτος, Χαραυγή, Κόμανος ερπυστριοφόροι εκσκαφείς θερίζουν
άδειες ψυχές και δρόμους. Σ' αποθήκες κάτι σαν έρωτας στενάζει.
Τους έρημους στρατώνες που εγκατέλειψε η ζωή να σου θυμίζουν
(φωτογραφία του Χρ. Λαμπριανίδη "Παλιά Χαραυγή"
από το Kozan.gr
Τρίτη 13 Απριλίου 2010
Επειδή όλοι ταξιδέψαμε ή και ταξιδεύουμε με το ΚΤΕΛ παντός καιρού
ΕΓΩ ΕΙΜ’ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ
Με λεωφορείο του ΚΤΕΛ, Τρίτη, 14 Ιουλίου, με των 12, από Πάτρα για Αγρίνιο. Μαζί με το ξεκίνημα του αυτοκινήτου μπαίνουν και τα σκυλέ του ραδιοφώνου. Δηλαδή, για μιάμιση ώρα, ο οργανισμός μου θα πρέπει να αμύνεται μ’ όλες του τις δυνάμεις, απέναντι σ’ αυτό το δηλητήριο, που αποσυντονίζει τα κύτταρά μου και παραλύει τα μέλη μου.
Ακούω αυτό το ξεκίνημα του ηχητικού εμετού και προσπαθώ να ηρεμίσω τον εαυτό μου. Σχεδόν, επειδή τον φοβούμαι, του δίνω διαταγές: «Κοίταξε να ξεχαστείς ρε γαμώ το… Κάνε όμορφες σκέψεις… ψιθύρισε Καβάφη, Έλιοτ, Ρεμπώ,… ή, κρατήσου από αυτό το πανέμορφο τοπίο…».
Λέω στον εαυτό μου, αυτά που του λέω πάντα σ’ αυτή την περίπτωση… Πάντα αποφασίζω ότι δεν θα εξεγερθώ…(δεν γίνεται σε κάθε ταξίδι να μαλώνω με τον οδηγό)…Και πάντα ο εαυτός μου εξεγείρεται, ερήμην μου, έτοιμος αν χρειαστεί να σκοτώσει ή να σκοτωθεί…
«Αλλά σήμερα όχι… όχι κι αυτή τη φορά….Προσπάθησε….Όχι σου λέω ρε γαμώ το, άχρηστε, που σωματοποίησες ανάμεσα στους άγλωσσους βαρβάρους τη σχέση αίσθησης κι αισθητικής… όχι!...».
Έδωσα τις διαταγές στον εαυτό μου, αλλά η πραγματικότητα πραγματικότητα... Αρχίζω να λειώνω σαν παγωτό πάνω στη ζεστή άσφαλτο. Μόνο ο θυμός μου ακόμα με κρατάει κάπως από την κατάρρευση. Που δεν αντιδρά κανείς ρε γαμώ το. Που με βασανίζουν εν καιρώ ειρήνης και δεν το αντιλαμβάνεται κανείς…
Αλλά να, μια γυναίκα ακούγεται, μια γυναίκα που αντιδρά:
«Σας παρακαλώ… σταματήστε αυτά τα σκυλοτράγουδα, επιτέλους, σας παρακαλώ…είμαι άρρωστη…»
«Σε μένα μιλάτε;» λέει ο οδηγός.
«Μα σε ποιόν άλλον; Σε σένα…».
«Μα τα θέλει ο κόσμος κυρία μου. Δεν τα θέλετε;».
«Και βέβαια τα θέλουμε» απαντά μια κυράτσα…
«Μα πονάει το κεφάλι μου κυρία μου…Έρχομαι από γιατρό… Δεν είμαι υποχρεωμένη….» λέει η γυναίκα.
«Κι εγώ θέλω να χαλαρώσω με τραγούδια κυρία μου, δεν είμαι υποχρεωμένη…», απαντά η κυράτσα..
«Και γιατί σκυλοτράγουδα κυρία μου;…» φωνάζει ο οδηγός, «ελληνικά τραγούδια είναι…»
«Υπάρχουν και ξένα σκυλοτράγουδα; Δεν το ’ξερα…Αλλά δεν θα κάνουμε τώρα συζήτηση…κλείστε το».
«Βάλε Μπετόβεν στην κυρία παιδί μου…» φωνάζει η κυράτσα.
«Μα και Μπετόβεν να ήταν δεν είμαι υποχρεωμένη…καταλαβαίνετε… είμαι άρρωστη… έρχομαι από γιατρό….Και Μπετόβεν να ήταν δεν επιτρέπεται να μου τον επιβάλετε. Το λεωφορείο είναι μισθωμένο, ανήκει στους επιβάτες…».
«Επιβάτις είμαι κι εγώ κυρία μου», επιμένει η κυράτσα, κάνοντας τον οδηγό να καγχάσει χαιρέκακα, ενώ, ενώ χαμηλώνει κατά τι το εμετόριο…
Αυτή η φασαρία με δυνάμωσε. Αλλά στην ησυχία που ακολουθεί, τα χαμηλωμένα σκυλέ φτάνουν καθαρά ως εμένα. Και νοιώθω να με παραλύουν… Προσπαθώ από κάπου να πιαστώ…Κι ευτυχώς, ευτυχώς που υπάρχει κάτι να θυμώσω…ευτυχώς… αφού εντοπίζω πίσω μου δεξιά, έναν νεαρό, ήρεμο, απαθή. Έχει όλα όσα είχα στα εικοσιπέντε μου. Γένι, μαλλιά μακριά, επαναστατική εξάρτυση…όμως, μέσα του είναι χυλός… Η γενιά της καφετέριας γαμώ το… Όχι δεν είναι από αυτούς που βάζουν μπριλ κριμ και κλειστό παπουτσάκι με σοσόνι τον Ιούλιο… είναι απ’ αυτούς που υπολογίζουν να ρίξουν καμιά γκόμενα, διαφοροποιούμενοι, παίζοντάς το εμφανισιακά ολίγον τι Τσε Γκεβάρες. Γαμώ το καντήλι τους…
Έχουμε διανύσει κάπου το ένα τρίτο της διαδρομής, περάσαμε την Παλιοβούνα, φάνηκε ο Εύηνος. Πιο κάτω εκεί, δεξιά, στη στροφή, πάνω από τον Εύηνο, υπάρχει κάτι σαν ανεπίσημο πάρκινγκ. Όταν ταξιδεύω με τ’ αυτοκίνητό μου, σταματώ σ’ αυτό το σημείο, να δω τον Εύηνο από ψηλά... Αχ εσύ αέρα της ελευθερίας…Αλλά τώρα, τώρα είμαι σε λεωφορείο του ΚΤΕΛ, τώρα είμαι στην κόλαση, στα πρόθυρα εγκεφαλικού…
Μα ξάφνου, τι συμβαίνει; Βλέπω το νεαρό να περνά με σπουδή δίπλα μου κρατώντας πιστόλι. Λίγο πριν το ανεπίσημο αυτό πάρκινγκ, το άγναντο αυτό, πάνω από τον Εύηνο... Πριν καταλάβω καλά τι γίνεται ακούω:
«Κόψε δεξιά και σταμάτησε ρε σκατόμαγκα. Κόψε δεξιά, εδώ, εδώ, αλλιώς θα σου την ανάψω».
Ο οδηγός κόβει ταχύτητα, μπαίνει δεξιά και σταματά…Ο νεαρός πηγαίνοντας προς τον οδηγό, χτυπά στον ώμο την κυρία που ήθελε να χαλαρώσει.
«Σήκω να χαλαρώσεις κυρία μου. Μπρος, έξω, έξω… Κι εσύ έξω καριόλη…» λέει στον οδηγό. «Έξω κ’ οι δυο γαμώ την κωλοκοινωνία σας, γαμώ τις δημοκρατίες των πολυεθνικών…έξω…».
Δεν προλαβαίνω να δω. Οι δυο έχουν βγει έξω κι από κοντά τους ο νεαρός με το πιστόλι… Δεν προλαβαίνω να δω…κάποιοι σηκώνονται να κοιτάξουν…ακούω μόνο…όλοι σηκώνονται να κοιτάξουν… ακούω μόνο: «Εσύ γαμημένε βασανιστή για να πας στα αιώνια σκυλάδικα!». Κι ακούω την πρώτη πιστολιά. «Κι εσύ αγάμητη σκυλού για να βρεις την αιώνια χαλάρωση». Κι ακούω τη δεύτερη πιστολιά.
Βρίσκω τη δύναμη να σηκωθώ. Και προλαβαίνω να δω τον νεαρό να δίνει σάλτο προς της δασωμένη πλαγιά. «Δεν θα τον πιάσουν» σκέφτομαι. «Όχι. Δεν θα τον πιάσουν… Φεύγει προς τα βουνά…. Προς τις πηγές του Εύηνου… και… του Γαλαξία…».
Tο ανωτέρω κείμενο του ποιητή Γιάννη Υφαντή είναι αλιευμένο από το προσωπικό του μπλοκ http://ah-ach.blogspot.com/
Παρασκευή 9 Απριλίου 2010
Ολοι κι όλα στη δημόσια γύρα
Ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής (στο άλλοτε ομώνυμο, κομβικό σημείο της οδικής διαδρομής Κοζάνης – Θεσσαλονίκης, γίνεται πλέον της Ζωοδόχου πληγής από την ερήμωση του δρόμου και του αναψυκτηρίου τόπου) είχαμε στη πόλη δύο σημαντικές αφίξεις οι οποίες βγήκαν δηλαδή στη γύρα.
α. Η εικόνα της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας (ή και Μυδραλιοφόρος καλουμένη μόνο από ημάς), βγήκε στην ετήσιά της πολύμηνη γύρα και ζητεία, δεόντος πακτωμένη στα οπίσθια στρατιωτικού οχήματος. Κι άλλη φορά συνεχάρημεν τον στρατηγό Δκτη του Α’ΣΣ για την ευρεσιτεχνία των υπηρέτων του και επαναλαμβάνουνε (τι έχουμε να χάσουμε) τον συγχαρητιαριασμόν· ήταν ίσως το μεγαλύτερο μεταπολεμικό κατόρθωμα του εν λόγω σώματος, για το οποίο έγιναν και οι απαραίτητες παρασημοφορίες. Διέσχισε τα χωριά μετά την λίμνη-ποτάμι και κατέλυσε κατάκοπη, μεθυσμένη σχεδόν από το λιβανωτό και τις δεήσεις που της επιδαψίλευαν οι πιστοί χωρικοί των χωριών της διαδρομής, στον ένδοξο ναό των ισαποστόλων Κων/ντίνου και Ελένης που βρίσκεται στην οδό Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη όπισθεν τους ευαγούς οίκου DALLUZ και δίπλα από τις ανενεργές ράγες του Σ. Σ. Κοζάνης.
Σημείωση ανωφελής. Οποιος πιστός ρίπτει στο ευρωσυλλεκτήριο κυτίο που λανθάνει δίπλα της εικόνας άνω του 1 λεπτού του ευρώ προσφορά, διαπράττει το αδίκημα της δωροδοκίας και απόπειρα εκμαυλίσεως θείου κι ιερού προσώπου, αφού προσπαθεί να εξαγοράσει την εύνοια ή την γρήγορη μεσιτεία της Παναγίας όλων μας κι όχι μόνον όσων έχουν τα ευρώ περίσσευμα και μάλιστα σε δύστηνους καιρούς. Ας το έχουν υπ’ όψιν ότι μπορεί εν ζωή να τύχουν της ευνοίας Αυτής αλλά στην άλλη ζωή είναι χαμένοι από χέρι.
Σημείωση ετέρα. Η θαυματουργός εικόνα δεν παρέστη το αυτό βράδυ στο Λαογραφικό Μουσείο όπου εδόθη η μουσικοποιητική παράσταση με θέμα: «Η Ανάσταση του Ερωτα και της Ζωής στη μουσική και τη Θεολογία» που διοργάνωσαν τα ιερά παραρτήματα της Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης περιοδικό «Λειμωνάριο» και το Γραφείο Νεότητας αυτής (κάτι σαν ΚΝΕ των θρησκευομένων παίδων). Ευχαρίστησε για την πρόσκληση αλλά δήλωσε ότι ήταν πολύ κουρασμένη και μάλλον την περιτριγυρνά εκ της περιτριγυρίσεώς της, κάποια ίωση. Μια άλλη φορά ίσως. Εστειλε όμως δια του επί της γης Κοζάνης αποστόλου του Θεού την ευλογία της στους διοργανωτές. Ομοίως δεν παρέστη και στη εκδήλωση που λάβαινε χώρα στο έναντι του καταλύματός της, διασκεδαστήριο χώρο του DΑLLUZ, όπου ιερουργούσαν αι ωραίαι κυρίαι μετ’ ανθέων, Γαλάνη και Τσαλιγοπούλου.
β. Την αυτή ημέρα αφίχθη στην πόλη ο εκλαμπρότατος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως κ. Σαμαράς Αντώνιος. Δεκάδες πολίτες με τα φαιά κουστούμια τον ακολουθούσαν ως τον μέλλοντα πρωθυπουργό τους. (Με τέτοιο νυν που έχουμε και με τη συνοδεία αυτού, ο πάσα ένας διεκδικητής θα κάνει εκλογικό, νικητήριο περίπατο). Η μάζα αυτή αποτελούσε την ένζωη επιβεβαίωση του κύματος που σιγοβράζει κι έρχεται έρχεται για να επικαθίσει επί της κυβερνητικής "καλύβης ως η όρνις ύβης".
Συζητούσαν εδώ στην πόλη μας για το μέλλον που μας έρχεται καθώς και για το τώρα που μας φεύγει κάτω από τα ποδάρια. Δεν μου φταίει σε τίποτε ο ευλογημένος κι ερχόμενος, αλλά όπως γράφει και στο ειλητάριό του στην εικόνα του στη Μονή Σιάπκας, ο καθηγητής της ερήμου μέγας Αντώνιος: «Μην απατάσθε εις χορτασίαν κοιλίας» ας μην παρασυρθεί κι αυτός απ’ την αχορτασία του πλήθους· ίνα ευ σοι γένοιτο και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης (νεοελλήνων νεοδημοκρατών). Για να μην ακουσθεί από τον μυστικό θίασο το λυπητερόν καβαφικό «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον». Αλλά και το πιο κοντινό μας, που είναι γραμμένο πάνω στη Χάρτα του Ρήγα, η οποία ευλογείται πλέον στον ιερό ναό της Χαρτοθήκης Κοζάνης, μια εγγραφή του Ρήγα Βελεστινλή στο σημείο που είναι το ακρωτήριον Ακτιον: «Ακτιον Πούντο, εδω ενικήθη ο Μάρκος Αντώνιος από τον Οκτάβιον. Εχασε και την Κλεοπάτρα».
Την αυτή ημέρα αφίχθη επίσης, αλλά δι άλλης οδού και ο απεσταλμένος(;) της άλλης Κλεοπάτρας η και Θεοδώρα λεγομένη η οποία ηττήθη ως γνωστόν από τον νυν Αντώνιο, αδελφός της, ο έχων τα μάτια διαρκώς εν εκπλήξει, ήγουν κάπως γουρλωτά για ν’ ακουστεί από τον λαό των προσκυνητών: «Βρε καλώς τα μάτια μας τα δυό και η παράφραση του τραγουδιού «Δακρυσμένα μάτια» σε «Γουρλωμένα μάτια».
Ετσι:
Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.
Xωρίς μανούβρες κ’ ελιγμούς
και δισταγμούς
κι’ ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.
κλπ.
(Του Αλέξανδρου Μπάρα)
Υ.Γ. μεθύστερον
Την αυτή ως άνω ημέρα αλλά σε ώρες εντελώς νυκτερινές, αφίχθη στην πόλη και η καλλιτέχνης του σώματος εν γένει και εν είδει κ. Τζούλια Α. και έδωσε παράσταση σε ισόγειον διασκεδαστικό χώρο επί του κεντρικού πεζοδρόμου κείμενου. Από τις παραπάνω εκδηλώσεις δε γνωρίζω ποιά συγκέντρωσε τους περισσότερους προσκυνητές, αλλά τι σημασία έχει, ότι όλοι τον ίδιο θεό λατρεύουν απλά οι τρόποι και οι τόποι αλλάζουν και όλοι στο ίδιο κόμμα ανήκουν αυτό της συμπολίτευσης που λέγεται ζωή εδώ και τώρα και μόνο ορισμένοι ανήκουν στην αντιπολίτευση που λέγεται ζωή στο αλλοτε και στο μετά όπως και στην ποίηση δηλαδή που είναι παρελθόν και μέλλον
Τρίτη 6 Απριλίου 2010
Οι ποιητές στις σκάλες
Τω καιρώ εκείνω (μας) στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης οι Ελληνες συγγραφείς (ποιητές και πεζογράφοι ) είχαν λόγο ύπαρξης και εικαστικό, επί του φιλολογικού ούτως ή άλλως, εντός της. Περίπου μια εκατοντάδα φωτογραφικά κάδρα με τις φυσιογνωμίες τους ήταν αναρτημένα στον διάδρομο έτσι προς γνώση (σιγά δηλαδή) αλλά περισσότερο για την απόγνωση του πράγματος, αφού απ’ αυτούς, ελάχιστοι, πέρασαν και περνούν από τη μνήμη των σημερινών –δε θα πω των χρηστών της Βιβλιοθήκης ότι σ’ αυτούς επί το πλείστον είναι άγνωστον είδος - αλλά από τις ευρύτερες αναγνωστικές μας ελλείψεις άρα και μη παρουσίες τους. Εδώ και καιρό ως κάδρα μνήμης τους έθεσαν εκποδών αυτής και τους αράδιασαν, με κάποια συμμετρία δε λέω, στις σκάλες του θλιβερού οικήματος που εξακολουθεί να στεγάζει τη Βιβλιοθήκη, αλλά και τις υπό κάτω της δημοτικές υπηρεσίες. Σ’ αυτούς και σ’ αυτήν την κλίμακα, αναξιολόγητοι αλλά με προσωπική εκτίμηση κι αγάπη οι επιλεγέντες, ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος (1917-1981).
Ανήμερα Πάσχα του 1981 ο ποιητής πέθανε εντελώς. Τριάντα ίσως τώρα χρόνια - άπειρα λοιπόν- κι αυτός στα σβησμένα κεριά πίσω μας όχι μόνο του προσωπικού μας χρόνου αλλά και στο συλλογικό μας υπάρχειν με τους εν τη αθλήσει της ποίησης διαλάμψαντες.
«...μη ελπίσεις παρ’ εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι·
μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής
( ο Βύρων Λεοντάρης)
και ο Τ. Σινόπουλος από το “Νεκρόδειπνό” του
Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι' οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Kι' από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Kαστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Eλλάδα σύντομη ανασαίνοντας -
Πάσχα στην έρημη Kοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.
Υ. Γ. Τη αγία και Μ. Τετάρτη, γωνία οδού Πλατείας Αυλιώτη (!) και Π. Μελά βρήκα χαμαί πεσμένο ένα 20ευρω. Δεν είδα κανένα εκεί γύρω να το ψάχνει και το κράτησα. Αγόρασα μ’ αυτό και κάτι ψιλά ακόμη, τον «Απολεσθέντα Παράδεισο», μέγα ποιητικό έργο του Τ. Μίλτων, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του περιοδικού Οδός Πανός. Οποιος το έχασε και με ψάξει του το επιστρέφω.
Πέμπτη 1 Απριλίου 2010
Το μέγα υπέρ της δημοσίας υγείας Ευχέλαιον
Ο χώρος απόθεσης των αμιαντοποτισμένων αδρανών υλικών, ένα βουνό κατηφορικό που φαίνεται από την άλλη άκρη του νομού (όπως το σινικό τείχος από τη σελήνη) έχει καλυφθεί με δέντρα που υπόσχονται ν’ αναζωογονήσουν το πεθαμένο, θλιβερό τοπίο (με 1 ευρώ τ’ αγόρασε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση για να το απολυμάνει και να το αποκαταστήσει). Ισως και να θυμίζει τα γερασμένα, εγκαταλειμμένα εργοστάσια ή τα επικίνδυνα τοπία ερήμωσης γύρω από το Τσέρνομπιλ, μέρες Μεγάλες που είναι, αλλά χωρίς και ημερολογιακές συμπτώσεις. Το εργοστάσιο με το ατέλειωτο μπετόν, βασιλικά έξοδα θα χρειαστούν να κατεδαφιστεί υγιεινά χωρίς να βλάψει κανέναν και να γεμίσει τον τόπο με τον αμίαντο που πότισε το μεδούλι του, λέει ο Θδρς, που ξέρει απ’ αυτά, με τον οποίο οδεύουμε εκ νέου για το μεγάλο Ευχέλαίο, Μ. Τετάρτη απόγευμα στη Μονή Ζιδανίου. Η εξώπορτα ανοιχτή, περασμένες οι απαγορευτικές 4 μ.μ. Ψυχή στον περίβολο, αλλά το αρχονταρίκι ανοιχτό. Self service παρασκευής και προσφοράς ο καφές, το νερό και το λουκούμι. Στο κιόσκι δωρεά από τους καβαλάρηδες Κοζάνης και άλλων χωριών, περνούμε την ώρα μέχρι να σημάνουν οι καμπάνες στο καμπαναριό, κι αυτές προσφορά των καβαλάρηδων (μα τι ιππείς είναι αυτοί!). Παραδίπλα μας κοιμάται ο τάφος του μοναχού ηγουμένου Φιλάρετου (+1989) από το Αγιο Μύρο Κρήτης -του ρήμαξε ο αμίαντος τα πνευμόνια- επ’ ελπίδι αναστάσεως, δηλαδή μη λησμονήσεώς του. Αλίμονο, του ήδη απολησμονηθέντος αφού χρέος της ζωής είναι να ξεχνιούνται αυτοί για να συνεχίζεται Αυτή. Αρα όχι «Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε» του Λ. Μαβίλη αλλά καλότυχοι οι ζωντανοί, όσοι εν ζωή δεν λησμονιούνται.
Ο ιερομόναχος Ιλαρίων που κάθε βράδυ διεξέρχεται τα χρέη της Μ. Εβδομάδας εκεί, φτάνει στην ώρα του (5 η έναρξη), αλλά φλυαρεί επί μακρόν έξωθεν του περιβόλου με τους λογείς πόνους του...Η μοναχή Θεοπίστη, ηγουμένη του εαυτού της και της μητρός της (κοσμικής όμως) μας χαιρετά, θροΐζουσα σκιά, και χτυπά το σήμαντρο ενάρξεως, ενώ η σύζυγος του ψάλτη, ψάλτρια κι αυτή, τραβά της καμπάνας το σχοινί.
Ολα αρχίζουν όπως κάθε χρόνο «σεμνά και ταπεινά». Τι αηδία πλέον έκφραση...
Γκρεμίστηκε ο παλιός πρόναος για να γίνει ακόμα πιο εντυπωσιακός (ματαιότητες κανονικές δηλαδή αλλά δεν μας πέφτει λόγος). Το μέγα ευχέλαιο έχει προφανώς μια ατομική πρόθεση αφού διαβάζεται και τελείται υπέρ συγκεκριμένου ατόμου (πάσχοντος συνήθως) στην υγεία σωματικά ή ψυχικά. Γι’ αυτό στις ευχές που παρεμβάλλονται στα 7 Ευαγγέλια (με το «Τω καιρώ εκείνω» που αρχίζουν, ανάβει κι ένα κερί από τη δέσμη τους, τη χωμένη στο πιάτο με το αλεύρι), υπάρχει στα χαρτιά με κόκκινο η δεικτική αντωνυμία τόνδε που γράφεται όμως αναλόγως (τάδε τόνδε, τούδε κ.α.) για να μπει το όνομα του υπέρ ου το ευχέλαιο. Ποτέ στον πληθυντικό. Ομως αυτό της Μ. Τετάρτης μας αφορά όλους.
Οι έντυπες παρακλήσεις, χαρτάκια «υπέρ υγείας» ήταν δυσανάλογα των παρόντων, ραβασάκια προς τον υπέρτατο Αγαπημένο για τους επίγειους ομοιόβαθμους πληθυντικούς μας αριθμούς, καταλογάδην, κατεβασιές τρυφερότητας, με το βαπτιστικό εν έκαστον το αγαπημένο πρόσωπο άνευ επιθέτου. Αυτός γνωρίζει φυσικά όλους. Κάτι σαν τ’ ανεπίδοτα γράμματα, τα ελλείψει παραλήπτη ή αυτά με ανεπαρκή διεύθυνση, τα οποία όμως σου δημιουργούν μια γλυκιά προσδοκία κι αν μη τι άλλο αυτό είναι ένα κρίσιμο έλλειμμα την σήμερον.
Διάβαζε καλλικέλαδα ο ιερομόναχος, σεγοντάριζε λιανοκέλαδα (τι το ήθελε η ευλογημένη;) μοναχή όπως κι ο ψάλτης και η ακολουθία τραβούσε το δρόμο της. Ομως σε κάθε ευχή, αφού περί ασθενείας επρόκειτο, αιτούνταν η προστασία από «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Ο ιερέας κατάπινε την αμφίσημη και λίαν δυσάρεστη σήμερα λέξη, ως να κατάπινε ιδρώτα κροκοδείλου, άλλοτε δε την έπνιγε όπως πνίγουν τα τυφλά γατάκια οι καλοί μας ζωόφιλοι. Η έμφυτη (και σωματικά) σεμνότης του, του απαγόρευε να διαβάζει λέξεις που κατάντησαν του δρόμου και ψωμοτύρι του κεντρικού πεζοδρόμου της πόλεως και των παράπλευρων αυτού σοκακίων, άσχετα αν είναι γραμμένες και στα Ευαγγέλια (θεόπνευστα) ή στους ψαλμούς και τις ευχές. Ομως μπορεί στην καθομιλουμένη μας ζωή (κυρίως πολιτική) να μας δέρνει μεγάλη μ..., γενικώς κι ειδικώς, εν τούτοις η λέξη στην αρχαία της ουσία και στην εκκλησιαστική πολυπληθή παρουσία, έχει σχέση με την μαλακότητα, τρυφερότητα και επί ανθρώπων την εκθήλυνση, μαλθακότητα, θηλυπρέπεια, συνάμα δε και ατονία.
Κατά τα άλλα το ευχέλαιο διεξήχθη όπως κάθε χρόνο κανονικά. Εχρίσθημεν με μπατονέτες που καθαρίζουν τ’ αυτιά, με λάδι από το φως της καντήλας στο μέτωπα και στα χέρια, όχι στις παλάμες κι ανάλαφροι απήλθαμε.
Επιστρέψαμε στην πόλη ηγιασμένοι λαδοπόντικες.
Ομως:
«Με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς
εφέτος
Προς την Ανάσταση...
Παραμερίζοντας πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω
τη μαλλούρα του
το γεγονός είν’ ολοφάνερο:
βαρέθηκε.»
Νίκος Καρούζος (εννοείται)
ΥΓ.1. Τη μέρα και την ώρα που στους ναούς διαβάζονταν ευλαβώς το μέγα Ευχέλαιο -λίγο πριν την ακολουθία της Αλειψάσης τον Κύριο («Υπέρ την πόρνη αγαθέ...») με μύρο άσωτο σε σημείο να ενοχληθεί ο ταμίας Ιούδας (ο τότε Υπουργός Οικονομικών κ.λπ.), κι ο κάθε Ιούδας δηλαδή, για τη σπατάλη, μια πράξη αγάπης -πάντα σπάταλη άλλως θλιβερή φαίνεται- κι ανθρώπινη από γυναίκα ξεφωνημένη προς άνδρα Αφώνητον), σιωπηλό πλήθος σαν κάτι να περίμενε στην κεντρική πλατεία της πόλεως μας, βορειοδυτικά της λύπης. Διαμαρτύρονταν για τα οικεία χάλια της δημόσιας υγείας. Λαός αυθόρμητα συναθροισθείς –άνευ κομματικών εκκλήσεων ούτε καν του λίαν ορθόδοξου ΠΑΜΕ που διαχειρίζεται εργολαβικά τις δημόσιες κινητοποιήσεις, αλλά μόνον των αγαθών μελών του), μετά την έκκληση των Facebooker’s του τόπου. Το πρόσωπο της τοπικής (αλλά και γενικά μην γελιόμαστε) δημόσιας υγείας έχει τα χαρακτηριστικά αυτών που διαχειρίστηκαν τον τόπο. Επειδή αυτή είναι συγκεκριμένο υλικό μέγεθος και πολιτική πράξη και όχι ηθικολογία και μεταφυσική πλησμονή, έχει και καθορισμένους πρωταγωνιστές: τον απλό κόσμο αλίμονο, που δεν μπορεί να διαφύγει από τη θαλπωρή και τη «θαλπωρή» της και εκείνους τους διαχειριστές της επί μισθώ, δόξα, αντιμισθία, αρπαγή κ.λπ. Νομάρχες, δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί, διαμεσολαβητές, πωλητές, προσωπικό του μικρού μας υγειονομικού τόπου και τρόπου· μικροεξουσίες δηλαδή ξεπουλημένες πάντα στο συμφέρον και την ιδιοτέλεια της μεγάλης κεντρικής εξουσίας από την οποία προσδοκούν κανονικά προσωπικά οφέλη γι’ αυτό και προδίδουν τον κόσμο και τις προσδοκίες του, για να μη φέρουν σε δύσκολη θέση τους εκάστοτε κρατούντες, απαιτούντες με άγριο τρόπο μέτρα και σταθμά για τον τόπο και τους ανθρώπους τους. Τώρα κάνουν και τους έκπληκτους κι ανησυχούντες. Φαρισαίοι και Γραμματείς υποκριτές κανονικοί και ουαί τους!. Αλλά αυτούς διαλέξαμε για να μας φροντίσουν και σ’ αυτό. Είναι το πρόσωπό μας. Δίνουν μάλιστα συνεντεύξεις τύπου. Τι φοβερή πράξη αντίδρασης! («Δώσε μου σαν ενθύμιο τον ορισμό της εξουσίας/Ως προς εμένα η εξαχρείωση του χτήνους». Ν. Καρούζος από τη «Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη»). Παραφύλαγαν όλοι αυτοί στο σιωπηλό συλλαλητήριο ένοχοι εκ προθέσεως ή αμελείας (δεν έχει σημασία αφού αυτοί λένε ότι στην πολιτική το αποτέλεσμα μετράει), ακόμη κι αυτός ο ερίτιμος κ. Ρούλης Κκλδς αυτόκλητος πρέσβης της οικολογικής κ.λπ. τοπικής μας αιθεροβαμοσύνης στον ΟΗΕ κι όποιου άλλου στον κόσμο παρόμοιου οργανισμού, στον οποίο φτάνει η χάρη του συνεχώς (μάλλον της μέσω του διαδικτύου παρουσίας του!).
Το σιωπηλό κι ευγενικό κίνημα («Η σιωπηλή άνοιξη») με τον κόκκινο σταυρό δε φτάνει. Το κακό πρέπει να χτυπηθεί στο σταυρό ακόμα και στα τυφλά. Αντί ευχέλαιο το φραγγέλλιο των ημερών επί των εμπόρων της δημόσιας υγείας και των μεταπρατών αυτής σε κέρδος προσωπικό, ιδιοτελές, κομματικό, πολιτικό. Να πονέσει το όλο σύστημα. Αλλά ποιό είναι αυτό; Είμαστε κι εμείς που το διαιωνίζουμε. Πρώτοι εμείς λοιπόν να πονέσουμε, μήπως έτσι και μας συμπονέσει η ιστορία.
Υ.Γ. 2 Δι’ ευχών του αγίου Νίκου Καρούζου ημών!... Η Κροστάνδη, έστω και στην ιστορική της λυπημένη ατυχία, δείχνει το δρόμο.