Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010
«Πόσο καιρό έχεις ν’ ακούσεις ακορντεόν...» από πεινασμένο
Με τα “Κύματα του Δουνάβεως” στο ακορντεόν η μικρή Ρουμάνα
αιτείται τη δημόσια συμπόνια από των χορτάτων το ποδοβολητό
άδεια αγκαλιά χωράει μόνον ελπίδα αλλά χωρίς το επιούσιο μάνα
και ενώ δίπλα της στο καρότσι το μέλλον κυλάει ...πασοκολλητό
Mια υπόθεση αργίας μήτηρ πάσης αδολεσχίας.
Ελεγα, λέω μάλλον, αν ήμουν ποτέ πλούσιος ή μήπως Νομάρχης (αιρετός), Δήμαρχος (υπηρεσιακός), δεσπότης (φυτευτός), βουλευτής (βολευτικός) θα πέρναγα άπαξ της εβδομάδος μόνος μου, χωρίς τους λάκηδες (εδώ προαιρετικά και κατά περίστασιν μπορείς να προσθέσεις το πρόσφημα «μα») και τις ορδινάτσες της συνοδείας, από τους κεντρικούς δρόμους, να κάνω επίδειξη του φιλεύσπλαχνου κι ελεήμονος κομματιού του εαυτού μου. Να δείξω πως εκτός από συσκέψεις, υπηρεσιακούς παράγοντες, προγράμματα, σχέδια, επαφές (κυρίως), και άλλα σούξου μούξου που λέει ο λαός, υπάρχουν εντός μου και στοιχεία κοινωνικού πολιτισμού. Θα την έπεφτα δηλαδή σε κάθε ανήμπορο που απλώνει χέρι, καπέλο ή το άδειο κουτάκι τ’ αναψυκτικού και θα έδινα μια πρόσκαιρη λύση στον επιούσιο πόνο του. Οσο περνάει από το χέρι της όποιας εξουσίας μου. Να δείξω ότι τέλος πάντων υπάρχουν και σ’ αυτούς τους χώρους της ύψιστης ιδιοτέλειας κι ακόμα της πιο χαμερπούς ευτέλειας, ψήγματα ανθρωπιάς, κατανόησης στον ανήμπορο, τον φτωχό διπλανό μας και ιδίως στον ανέστιο και πένητα ξένο.
Μα έτσι, θα μου πει ο δαίμων του διαβόλου μου, ίσως πάω στην κόλαση γιατί θα επιδεικνύω αυτό που μου απαγορεύει η θρησκεία: «μη γνώτω η δεξιά σου τι ποιεί η αριστερά σου.»
Αν είναι να πάω εκεί γι’ αυτό ας πάω προκειμένου να βιώνω την καθημερινή κόλαση των άλλων.
-Μα έχουμε προς τούτο υπηρεσίες, θεσμούς, προγράμματα, προτάσεις!
Φυσικά εδώ γελούν όλοι μαζί.
Αλλά δεν είμαι κι ούτε θα πέσω σ’ αυτό το θλιβερό είδος των ανθρώπων, όσο κι αν μας χρειάζονται για να μας κολάζουν έστω, ότι σ’ αυτά τα δημόσια κόλπα είναι χωμένοι εκείνοι οι οποίοι το τομάρι τους έχει αργάσει από το να δέχονται πάνω τους κάθε είδους φτύματος.
ΥΓ. Στο τυπωμένο σε βιβλίο, εγκόλπιο των αλήστου θορυβοποιούς μνήμης, φετινών (αλλά και πάντα) αποκρεών, σε κάποια παράγραφο προτείνουν στους επισκέπτες τόπους και χώρους που μπορούν να επισκεφτούν και να θαυμάσουν. Στην κατηγορία των μοναστηριών μέχρι και τη Ζάβορδα πρότειναν, ήγουν 60 χιλιόμετρα μακριά (οι και άσχετοι), όπως και τη Λαριού και το Ζιδάνι. Ομως λησμόνησαν, στην καλύτερη περίπτωση αν άλλο τι δε συνέβη, τη μονή Αναλήψεως σχεδόν εντός της πόλεως οικουμένη. Η μαγείρισσα συγγραφεύς του οδηγού ξέχασε ότι στα δημοτικά μαγειρεία που διανέμουν καθημερινά συσσίτιο στους ημιπεινασμένους του Δήμου (παίρνουν μέχρι και συνταξιούχοι του ΙΚΑ) η κύρια πρώτη ύλη παρασκευής του φαγητού είναι από προσφορά της Μονής.
Δεν τέλειωσε η Σαρακοστή ο κυρ’ Δήμαρχος προλαβαίνει να ζητήσει (δημόσια) συγχώρεση. Οχι ότι έχουν αυτή την ανάγκη στο μονύδριον, αλλά για να δείξει ότι καταλαβαίνει ορισμένα πράγματα πολιτικού, ηθικού λόγου, ίνα μη ολίγιστος, όπως αποκάλεσε τον κ. Γ.Α.Π. ο κ. Χρ. Γιανναράς, φανεί.
Α! θέλεις να μάθεις γιατί σε μισώ σήμερα. Θα σου είναι λιγότερο εύκολο να το καταλάβεις απ' όσο εμένα να στο εξηγήσω, γιατί είσαι νομίζω το πιο ωραίο παράδειγμα θηλυκής παχυδερμίας που μπορεί κανείς να συναντήσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχαμε περάσει μια ολόκληρη μέρα μαζί που μου είχε φανεί σα λεπτό. Είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο πως όλες οι σκέψεις μας θα ΄τανε κοινές και πως δυο ψυχές μας από δω και πέρα δε θα 'τανε παρά μία - ένα όνειρο που δεν έχει τίποτα το πρωτότυπο, στο τέλος-τέλος εκτός από το ότι, ενώ όλοι το ονειρεύτηκαν, δεν πραγματοποιήθηκε από κανένα.
Το βράδυ, λίγο κουρασμένη, θέλησες να καθίσεις σ' ένα καινούριο καφενείο που ήταν στη γωνιά μιας νέας λεωφόρου, ακόμα γεμάτης από υπόλοιπα κατεδάφισης και δείχνοντας κιόλα με μεγαλοπρέπεια τις μισοτελειωμένες πολυτέλειές της.
Το καφενείο λαμποκοπούσε. Ακόμα και το φως του γκαζιού σκορπούσε όλη την αρχική του θέρμη, και φώτιζε με όλη του τη δύναμη τους εκτυφλωτικά άσπρους τοίχους, τα λαμπερά καλύμματα των καθρεφτών, τα χρυσά στις βέργες και τις κορνίζες, τους μικρούς ακόλουθους με τα φουσκωτά μάγουλα που τους σέρνουν σκυλιά δεμένα με λουριά, τις κυρίες που γελούν στο γεράκι το σκαρφαλωμένο στη γροθιά του χεριού τους, τις νύφες και τις θεές που χουν στο κεφάλι τους φρούτα, πίτες και κυνήγι, τις Ήβες και τους Γανυμήδηδες να προτείνουν με τεντωμένο μπράτσο το μικρό αμφορέα για το βαθαρέζικο τσάι, ή το δίχρωμο οβελίσκο των ανάμεικτων παγωτών. Όλη η ιστορία και η μυθολογία στην υπηρεσία της λαιμαργίας.
Ίσια μπροστά μας, πάνω στο δρόμο, ήταν στημένος ένας ανθρωπάκος καμιά σαρανταριά χρονών, με κουρασμένο πρόσωπο, με γκριζωπά γένια, κρατώντας με το ένα χέρι ένα μικρό αγόρι και μεταφέροντας με το άλλο ένα μικροσκοπικό πλάσμα, υπερβολικά αδύνατο για να περπατήσει. Έκανε χρέη παραμάνας και έβγαζε περίπατο τα παιδιά του ν' αναπνεύσουν το βραδινό αέρα. Όλοι ντυμένοι με κουρέλια. Αυτά τα τρία πρόσωπα ήταν τρομερά σοβαρά, και αυτά τα έξι μάτια απολάμβαναν ορθάνοιχτα το καινούριο καφενείο με τον ίδιο θαυμασμό, αλλά χρωματισμένο διαφορετικά από κάθε ηλικία.
Τα μάτια του πατέρα έλεγαν: "Τι ωραίο που είναι! τι ωραίο! θα 'λεγε κανείς πως όλο το χρυσάφι του καημένου του κόσμου ήρθε και μαζεύτηκε σ' αυτούς τους τοίχους".
Τα μάτια του μικρού αγοριού: "Τι ωραίο που είναι! τι ωραίο! αλλά είναι ένα σπίτι που μπορούν να μπουν μόνο οι άνθρωποι που δεν είναι σαν και μας".
Όσο για τα μάτια του πιο μικρού, ήταν υπερβολικά μαγεμένα για να εκφράσουν τίποτα άλλο εκτός από μια ηλίθια και βαθιά χαρά.
Οι τραγουδιστές λένε πως η ευχαρίστηση γλυκαίνει την ψυχή και μαλακώνει την καρδιά. Το τραγούδι είχε δίκιο εκείνο το βράδυ σχετικά με μένα. Όχι μονάχα ήμουν συγκινημένος από αυτή την οικογένεια ματιών, αλλά ένιωθα λίγο ντροπιασμένος για τις καράφες μας και για τα ποτήρια μας, πιο μεγάλα από τη δίψα μας. Έριχνα τη ματιά μου στη δική σου, αγάπη μου, για να διαβάσω εκεί τη σκέψη μου βύθιζα μέσα στα τόσο ωραία μάτια σου και τα τόσο παράξενα γλυκά, μέσα στα πράσινα μάτια σου που κατοικεί το καπρίτσιο και τα εμπνέει η Σελήνη, όταν μου είπες: "Αυτοί εκεί οι άνθρωποι μου είναι ανυπόφοροι, με τα μάτια τους ανοιγμένα διάπλατα σαν πόρτες αμαξιού! Δε θα μπορούσες να παρακαλέσεις τον ιδιοκτήτη του καφενείου να τους διώξει από δω;" Τόσο δύσκολο είναι να συνεννοηθείς, καλέ μου άγγελε, και τόσο είναι αδύνατο να επικοινωνήσεις με τη σκέψη, ακόμα και με ανθρώπους που αγαπάς!
Κάρολος Μπωντλαίρ,''Η ματια των φτωχών'' από τα ''20 πεζά ποιήματα'' εκδ. ΙΚΑΡΟΣ