Κυριακή 19 Ιουλίου 2009
Ξεφλουδίζοντας σώματα ποίησης αγαπημένα
Με τον «Ταξιδευτή» (εκδόσεις) αφίχθη η «Διπλή άρθρωση» ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, εγκρίτου φιλολόγου κι ακόμα πιο εγκρίτου ποιητρίας, η οποία υπάρχει στη Θεσσαλονίκη σώματι και στο σύμπαν της πνευματικής δημιουργίας, ψυχή.
Εφευγες προς το ολιγοήμερον καλοκαίρι, μεσούντος του Ιουλίου για τον ενιαύσιον ξεφλουδισμόν σου ή τους οιονεί παρόμοιους, κάτω από ίσκιους αδιάτρητους της φύσης ή κάτω από τις κατά τη φύση ή των φόβων σου σκιές («Μη φύγεις ποτέ από το σώμα ή τη σκιά των αγαπημένων»), και πληροφορήθηκες για τη συλλογή την οποία βρήκες να σε περιμένει με την επάνοδό σου στα γνώριμα τοπία της καθημερινότητας. «Στην υγεία της αγίας Ρουτίνας, σηκώνω το ποτήρι, με ένα ανεπαίσθητο κλείσιμο του ματιού προς τα κει που ξέρω» (Κ.Α.).
Επέστρεψες τα βρήκες και τα περιφέρεις αυτά τα ποιήματα στα παντού σου. Λιγοσέλιδον όπως είναι το σώμα τους σε δύο ενότητες χρόνου δημιουργίας παράλληλες: α. Η παράσταση (2002-2005) και β. Προς ποικίλους αποδέκτες (2002-2007). Τα περισσότερα οικεία από τις προδημοσιεύσεις τους αλλά τώρα έχουν θαρρείς άλλη βαρύτητα αίσθησης. Το εφήμερο κατέστη διαρκές· τα πτερόεντα φύλλα γίναν σώμα «και τούτο εστί το σώμα μου (της ποίησης) και το αίμα (της ψυχής) με όσα στίγματα πταισμάτων κι εμπτυσμάτων φέρει. Το εξώφυλλο ήδη σε προδιαθέτει για τη διπλή ανάγνωση με το κόκκινο και το μαύρο του άνθους, τι δηλαδή θα διεξέλθεις λόγω πυκνώ και σε γραφή όρθια και πλάγια. Μια νηφάλια, ελαφρώς ειρωνική αλλά πικρή κατά βάθος συνομιλία της ποιήτριας με τα «άτρωτα» του φθαρτού είναι μας, όπως αυτά βιώνονται στο ίδιον δέρμα ή γίνονται διαγνώσεις ως συμβάντα σε αλλότρια πάθη λόγου και πάθη σώματος
«Ποιός είπε ότι δείχνω το πρόσωπό μου;/ Προσωπεία φορώ/ φωνές δανείζομαι/ αφηγήσεις φίλων/ διαλόγους από λεωφορεία και καφετέριες.// Παρακαλώ ν’ αρθεί αμέσως η αδικία./ Εχει και η ποίηση δικαίωμα στο άλλοθι. (Κ.Α.).
Είπα, έτσι στα γρήγορα να πω τον πρώτο λόγο, τον αγαπητικό, πριν ακολουθήσουν άλλοι, διεισδυτικοί κι εμβριθείς περί την κρίσιν. Δε με νοιάζει άλλωστε η ούτω πως εμβάθυνση την οποία ούτε και δύναμαι. Μου αρκεί η εμβάπτιση στον κόλπο των λόγων της και όποιο τυχόν «ξεφλούδισμα» υποστώ στο σώμα, κέρδος ψυχής θα είναι. Αυτά συμβαίνουν με την ποίηση της Κ.Α αλλά και κάθε άξια λόγου ποίηση. Σου παραχωρεί γυμνή την ψυχή της να την ασπαστείς λατρευτικά και να την καταφιλήσεις γήινα, ανθρώπινα, μοναδικά, μοναχικά. Μετά να νιώθεις κάπως πιο ανάλαφρα, ότι, ό,τι ξεφλουδίζεις από το σώμα της επικάθεται προσθετικά ένδον σου ως καθαρτήριος τρόπος.
Τώρα αποσύρομαι.
Λέω να ονειρευτώ κάποια από τα ποιήματα της.
Φαντάσου λέει να ζω με υποκατάστατα.
Υποκατάστατο ασβεστίου.
Υποκατάστατο του καρναβαλιού της Βενετίας
μάσκες στον τοίχο της Comedia del arte
Υποκατάστατο του έρωτα-
συνουσία του ορού με τη φλέβα μου.
Υποκατάστατο ζωής
η ζωή που ζω;
Μοδιάνο-Καπάνι
Καθόταν άκεφος, πιγούνι στην παλάμη, σαν κουρασμένος.
Μου ‘δωσε τα λαχανικά, κάνα δυο μήνες έμειναν,
κι ο γιος ψάχνει αλλού, αφού είναι βέβαιο, θα φύγει η αγορά,
σ’ αυτόν τον τόπο βέβαια πολλά συμβαίνουν, πάντως είμαστε και δεν είμαστε, φίλε.
Ξέρω πως είναι, του είπα. Σαν να ‘χες περάσει μπόρα
και να σου λένε μάλλον τη γλίτωσες, αλλά και πάλι ποιός μπορεί να ξέρει,
οπότε είσαι και δεν είσαι, μέσα αλλά και λίγο έξω.
Κάνε παιχνίδι, κανείς ποτέ δεν ξέρει πως θα παν τα πράγματα
και πως θα κλείσει ο κύκλος.
Μπήκε στο μαγαζί σκυφτός, σέρνοντας τα πόδια
Iris
Παρατεταμένο καλοκαίρι
Φιλιά στην άμμο.
Κάπου ξεμυτίζει ένα γυμνό στηθάκι από παράμερα,
άλλα στήθη κρέμονται με αναίδεια περίοπτα.
Κάθομαι με τις ‘Αιρις στην ακροθαλασσιά.
Ανάποδος αέρας έφερε, μαύρη τεθλασμένη, τα φύκια έξω.
Η ‘Αιρις παίρνει πλατιές πέτρες και στερεώνει κόλλες, λευκές.
Εμένα μου χρειάζονται μικρότερες πέτρες, που στερεώνω ελπίδες.
Μια ανασούλα, μία ακόμα, μια πιο βαθιά;
Το κύμα ορμητικό, απροσδόκητο, με τύλιξε και τα ‘σβησε όλα.
Με το ρίσκο να θεωρηθώ βέβηλος ποιητικά εδώ, καταχωρώ μία άλλη εξίσου ''ποιητική'' προσέγγιση της αγοράς του Μοδιάνο-Καπάνι από το blog των Δειπνοσοφισμάτων (από παλαιότερη αναζήτησή μου...) που μου άρεσε πολύ :
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ εύρεση φρέσκου αστακού σε Μοδιάνο/Καπάνι τον τελευταίο καιρό είναι υπόθεση εξαιρετικά δύσκολη. Μια που σήμερα μου χαμογέλασε η τύχη και βρήκα, θα μαγειρευτεί πάραυτα. Να σημειωθεί πως φρέσκος αστακός είναι μόνο ο ζωντανός - καθώς αυτά τα αρθρόποδα μπορούν να ζήσουν και 48 ώρες έξω απ' το νερό.Κάτι ακόμα: Ο θηλυκός αστακός είναι νοστιμότερος απ' τον αρσενικό. Αλλά αν βρίσκουμε αστακό μια φορά το χρόνο, ε..., είναι λίγο υπερβολικό να ψάχνουμε το φύλο του...Βάζουμε λοιπόν σε μια κατσαρόλα νερό να ζεσταίνεται και παράλληλα ετοιμάζουμε τη σάλτσα για τα μακαρόνια. Τα μακαρόνια που θα χρησιμοποιήσουμε είναι μεσσαρίτικα :Μόλις αρχίσει να βράζει το νερό, ρίχνουμε μια κουταλιά αλάτι και τον αστακό (αφού πρώτα τον ξεπλένουμε - προσοχή μην μας αρπάξει κανα δάχτυλο με τις δαγκάνες του, όχι οτι θα πάθουμε τίποτα σοβαρό, αλλά λίγη προσοχή δεν βλάπτει...) Μόλις βράσει ο αστακός, τον βγάζουμε απ' τη κατσαρόλα, ξαφρίζουμε και ρίχνουμε στο ίδιο νερό τα μακαρόνια. Από το νερό του αστακού μπορούμε να βάλουμε μια-δυο κουταλιές στη σάλτσα. Τρίβουμε κεφαλοτύρι, ετοιμάζουμε τα συμπράγκαλα (καρυδοσπάστη ή κάτι άλλο για να σπάμε το κέλυφος), ένα καλό λευκό κρασί (να ξαναδιαφημίσω τον "Αμέθυστο"?) αρκετές χαρτοπετσέτες, βγάζουμε στα γρήγορα μια φωτό για ενθύμιο (μας περιμένει αστακομακαρονάδα, οι φωτογραφίες μας μάραναν...) και πέφτουμε με τα μούτρα στη μάσα.
ΥΓ: Θυμήθηκα τον Χόμερ Σίμπσον, ο οποίος είχε αστακό για κατοικίδιο. Κάποια στιγμή η γυναίκα του τον μαγείρεψε (τον αστακό, όχι τον Χόμερ...) και ο ήρωας μας τον μασουλούσε κλαίγοντας ..."έπρεπε να 'σουν εδώ, σνιφ, αστακέ μου, κλαψ, να δεις τι νόστιμος είσαι... λυγμ..."
Και τον Νταλί που είχε κατοικίδιο ένα κουνέλι θα πρόσθετα εγώ και το οποίο του το μαγείρεψε η Γκαλά εν όψει επικείμενων διακοπών !!!! Που να το άφηναν εξάλλου; Το πήραν μαζί τους (!) αφού τόσο πολύ το αγαπούσαν...και πάλι !!!
Αυτά...