Παρασκευή 1 Μαΐου 2009
Πρωτομαγιά υπό βροχήν. Τι ωραία!
Κάτω από το γραφείο είπαν τα συνηθισμένα τους λόγια με τα περί τσιμινιέρας που πάγωσε εδω και δυό ίσως και τρεις δεκάδες χρόνια. Στην πλατεία η αντίστοιχη πολιτική, κρατική, δημοτική και συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
...Ας είσαστε καλά, κ’ εγώ τα ξεχνάω όλα. Μονάχα να μη μου παραπονιόσαστε και να μην ψάχνετε για δικαιολογητικά -πως είναι τα πολλά που θέλετε να πείτε και σας μπουκώνει το στόμα το πλήθος των σκέψεων και των αισθημάτων. Μήπως το ίδιο δεν είναι και για μένα; Ας πούμε τα μισά ή το 1/10 ή το 1/100. Σήματα είναι τα λόγια, χαιρετισμοί, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπιούνται -τα υπόλοιπα μαντεύονται κι ακούγονται. Νάγραφες τουλάχιστον ποιήματα. Θάλεγα: δε θέλει να εξαντλήσει η Καιτούλα την ποιητική της διάθεση γράφοντας γράμματα. Γιατί έχει ειπωθεί: “ό,τι γράφεται σε μια μια επιστολή, δεν μπορεί πια να περάσει στην ποίηση”, ή ακόμα: «η αλληλογραφία καταβροχθιζει το χρόνο και τη διάθεση της ποίησης”. Αλλά όλα τούτα είναι για τους ψυχικά τσιγκούνηδες. Δε δίνω διάρα γι’ αυτά. Και γράμματα, λοιπόν και ποίηση και πάλι ποίηση και πάντα ποίηση.
Γ. Ρίτσου : Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Αρη Αλεξάνδρου. Εκδ. Αγρα.
Και ποίηση λοιπόν:
Αρη Αλεξάνδρου Ανεπίδοτα γράμματα
Σύντροφε κοιμάσαι
θα΄θελα να μου πεις καμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν την σιωπή μου
μες στις κόρες των ματιών της.
Ο Πέτρος που κοιμόταν στο τσιμέντο
δίχως φόδρα στο σακάκι
κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
για τον είχαν για προδότη.
Βάλαμε τις στάμνες
εκεί που έστρωνε μια τρύπια κουρελού
μιλάμε για τη δήλωση
τις ώρες που έμεινε σκυφτός
διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα
Τότε έπρεπε νάταν που μας έπιασε βροχή...
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσαν στα μαλλιά σου και το σβήσανε.
Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
λέω πως αν ήταν να διαλέξω
θα γύριζα κοντά σου
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
θα σ’ έπαιρνα μαζί μου
Στο θάλαμο κρυώνουν
Με τα πόδια στις κουβέρτες
με το παλτό στην πλάτη
παίζουν σκάκι.
Ο Νικόλας στη γωνιά
ξαναδιαβάζει το γράμμα του Σεπτέμβρη.
Σκαλίζει μες στις λέξεις
μετράει τα γρατσουνίσματα της πέννας
τούτο το σίγμα το πάτησε πολύ
και σε φιλώ-αχ θεέ μου
άλλοτες έγραφε πολύ
τόσο μικρό δελτάριο δε χώρεσε στην άκρη
Εκανε το γράμμα χωνάκι
ρίχνει μέσα τη στάχτη
μη λερωθεί ο θάλαμος
ρίχνει τη σιωπή.
Θέλω να σου γράψω
μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή μου
κάτω από τη βροχή.
Οπως και τώρα που κόπασε η οχλοβοή των συντρόφων: Μιχάλη Γρηγορίου – Αρης Αλεξάνδρου: Ανεπίδοτα Γράμματα ( Αφροδίτη Μάνου-Σάκης Μπουλάς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου