Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Ολόγυρα στη λίμνη Καστορίας στους Δ' Χαιρετισμούς


Σκυμμένα όλα τα παράθυρα προς τη μεριά της Δύσης
καθώς της λίμνης τα νερά διαθλούν τα βλέμματά μας.
Το Δ’ απόγευμα των Χαιρετισμών εκεί θα χαιρετήσεις
κι ό,τι λείπει ας το επιστρέφουμε κάπου στα όνειρά μας


Οταν βγαίνουμε στον ερχομό για την Καστοριά από την Κοζάνη, δηλαδή από την αισθητική ημιαφασία
μας στην έκτακτη γεωγραφική ιδιαιτερότητα, αυτό το ταξίδι είναι μια
μικρή εμπειρία ανέξοδης ομορφιάς, που μας στοιχίζει τίποτα και μας
αφήνει πολλά.
Στην πόλη της λίμνης και στον ολόγυρο, («Ολόγυρα στη λίμνη») ολόγλυκό της τρόπο, που αποτελεί για τους δυτικομακεδόνες
μια έξοδο προς το διαφορετικό, θέλουμε να βρίσκουμε αιτίες και κάτι που
να μας φέρνει εκεί, να παίρνουμε τις βαθιές ανάσες και να επιστρέφουμε
ελαφρώς διαφορετικοί, ότι έστω και για λίγο περάσαμε από ένα μικρό
καθαρτήριο που μας ξέπλυνε από τα λέπια του συνηθισμένου.
Η Καστοριά για τους δυτικομακεδόνες είναι το επίνειο από το οποίο θα ξεκινήσουν ταξίδι στην ημερήσια κι αδιαμφισβήτητη ωραιότητα. Εστω και χωρίς μακρινούς ορίζοντες αυτή η προσομοίωση
φυγής είναι μια έξοδος από την καθημερινότητα προς τη φυσική ομορφιά,
την παραδοσιακή, αρχιτεκτονική, τη βυζαντινή πολυπλοκότητα ακόμα δε και
στηλιμνιαία προϊστορική μοναδικότητα. Η πόλη αυτή είναι κοντά μας,
δίπλα μας, τη φτάνουμε μας δέχεται, την παρακολουθούμε. Με τη ευκαιρία
της έκδοσης ενός βιβλίου μου περί «Νοσταλγίας κ.λπ.» έψαχνα για
καφενεία και άλλους δημόσιους χώρους άφεσης σώματος και ψυχής, το είχα
δει σε ξένα κράτη, που να φέρουν την παγκόσμια ονομασία της νοσταλγίας.
Οταν βρήκα κοντά στο μυχό του λιμναίου κόλπου ένα καφενείο ή κάτι
παρόμοιο με το αίσθημα αυτό στη τεμπέλα του, γέμισα από μια επιπλέον
τρυφερή διάθεση για την πόλη της λίμνης.
....
Μεγάλοι δρόμοι ανοίγουν δίπλα μας και συντομεύουν την απόσταση, μας τρώνε το χρόνο που μας διατίθεται για την αλλαγή του ημερήσιου πουκάμισου, φίδια τρυπωμένα στην νάρκη του ασάλευτου τρόπου και καιρού, που εντούτοις τον διασχίζουμε με χρονική αμετροέπεια. Συμμαζεύουν τις μνήμες που τυλίγονται και ξετυλίγονται κι είτε σ’ ακολουθούν είτε σ’ οδηγούν, μίτος της Αριάδνης, στους δαίδαλους του φαντασιακού, το οποίο επιδιώκουμε αν όχι να βιώσουμε, τουλάχιστον να το μεταπλάσουμε
σε γραπτή πραγματικότητα, δηλαδή στην υλικότητα της λογοτεχνίας όπως θα
ονόμαζα αδόκιμα. Αυτή που μας φέρνει από τη μοναδικότητα και τημοναχικότητα του δημιουργού στην ευγενική συνύπαρξη με τις μοναξιές αλλά και τις ιδιαιτερότητες των άλλων.
.........................
Μια αναγκαία παρέκβαση, για οιονεί διακειμενικότητες, μάλλον για διανθρώπινες σχέσεις που μας συνέχουν ιστορικά σαν πόλεις κι ανθρώπους.
Στον προεξάρχοντα ούτως ή άλλως στους δικούς μας καιρούς και στην Καστοριανή λογοτεχνία, Δημήτρη Μάνο, παρακολουθούμενο από το νεότερο Ηλία Παπαμόσχο στο διήγημα, τώρα προστίθεται και η Ουρ. Μπάγγου.
Αυτά γνωρίζω εγώ που δεν ζω την εγγράμματη καθημερινότητα της πόλης
αυτής, απλά ως περαστικός, την αισθητική της βιώνω, αλλά παρακολουθώ
την πνευματική της κίνηση της από δίπλα, αφού οδυτικομακεδονικός χώρος
που μας ορίζει και σαν παρελθόν κι ιστορία, ¬μας υποχρεώνει σε μια
επιθυμητή συνάφεια εκ των πραγμάτων μας. Νιώθω πολύ κοντινό μου ό,τι
έρχεται από την πόλη αυτή και κυκλοφορεί στον ευρύτερο χώρο. Το
περιοδικό που εκδίδω, στο τεύχος που κυκλοφορεί δημοσιεύει μια
πολυσέλιδη μελέτη για τονΑθ. Χριστόπουλου του κ. Γιάννη Μπάκανου, σχολικού συμβούλου Θυμόμαστε από την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας την ποιητική διαμάχη περί της χρησιμότητάς της ...βαρελοθήκης του εντελώς ποιητού Αθ. Χριστόπουλου ή της βιβλιοθήκης του κοζανίτη ιατρολογίου Γ. Σακελλάριου. Ο διάλογος έκπαλαι υπήρχε μεταξύ των πόλεων και των περιοχών που διασχίζει κοινός χρόνος και αέναα ο Αλιάκμονας. Στο διήγημα της Ο. Μπ. «Η κεραμίδα» η υδρορροή μου θύμισε τον Κλ. Μάγκρις και το εμβληματικό μυθιστόρημά του «Δούναβης», όπου ψάχνοντας την αφετηρία και τις πηγές του ποταμού ξεκινά από μια παρόμοια υδρορροή σ’ ένα σπίτι κάπου στις Αλπεις ή στην Αυστρία. Διέκοψα τότε την Ουρανία κι ξανάπιασα τον Μάγκρις για το κομμάτι αυτό, όπως έγινε και με το «Παλτό» του Γκόγκολ που ανέφερα παραπάνω. Δεν μοιάζουν με τις κ. Μπάγγου τα κείμενα αλλά ο ερεθισμός που δέχτηκα απ’ αυτήν με ξανάφερε στις παγκοσμιότητας της γραφής. Διανθρώπινες και διασυγγραφικές διακειμενικότητες
θα λέγαμε Δεν αναφέρομαι και στις τόσες συνεργασίες κυρίως του Δ. Μάνου
και της συγγραφέως φυσικά με το περιοδικό μας. Γιατί όμως και να μη
θυμηθώ και τον αισθαντικό συλλέκτη γιατρό Γ.Γκολομπία από το Βογατσικό, με του οποίου της παλιές «Καρτ-ποστάλ της Κοζάνης» ξεκίνησε η εκδοτική περιπέτεια μας στο ΙΝΒΑ
, όπως και την γλυκύτατη εφημερίδα «Οδό», που δεν γνωρίζω παρόμοιο,
εβδομαδιαίο έντυπο τέτοιας αισθητικής αρτιότητας στο Μακεδονικό χώρο,
το οποίο φιλόφρονα φιλοξενεί και κείμενά μας...

1. Μόλις πριν λίγο γύρισα από τους Χαιρετισμούς στην Παναγία την Μαυριώτισσα και αυτό το καταχωρώ στις φετινές μου εξαιρετικές προσκτήσεις της άνοιξης. Διεξάγονταν με τέτοια αργή μυσταγωγική και ημίλαμπρη απλότητα που δεν ήθελες να τους αφήσεις, αλλά τους άφησες στο «Χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία».

1 σχόλιο:

  1. Από το κείμενο πήρα την αφορμή να θυμηθώ τον μαγικό ''Δούναβη'' του Κλ. Μάγκρις, τον οποίο δεν θυμάμαι πόσες φορές διάβασα (τι υπέροχα νοερά ταξίδια στη συναρπαστική ιστορία της Κεντρικής Ευρώπης ουσιαστικά..!!!), λάτρης γαρ της Mitteleuropa. Από το βιβλίο θυμάμαι και κρατώ....:
    ''H καταγωγή εσαεί ανεντόπιστη και πάντοτε αβέβαιη, δεν σημαίνει και πολλά πράγματα.....η ιστορία δε γνωρίζει την καταγωγή κανενός λαού, γιατί κάτι τέτοιο δεν υπάρχει αλλά είναι δημιούργημα της ιστοριογραφίας που θέτει και ερευνά το θέμα της καταγωγής.........''

    ΑπάντησηΔιαγραφή