Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009
Σακουλοφόροι και Κουκουλοφόροι
Οι σακουλοφόροι κι οι κουκουλοφόροι
της Β’ Παρασκευής των Χαιρετισμών
Του Β.Π.Καραγιάννη
Ο αυλόγυρος, καλοδιατηρημένος δε λέω, του παλαιϊκου ναϋδρίου (9ος αιών μ.Χ.) κι ο ελάχιστός του νάρθηκας, ήταν γεμάτοι ανθρώπους. Προς στιγμήν ανησυχήσαμε, ότι αυτός, ο έναντι της ήδη δύουσας αλλ’ απελεύθερης από τους πολιορκητές φρουρούς της, Ακροπόλεως και στις παρυφές του Φιλοπάππου λόφου, ευρισκόμενος ναός του αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, θα ήταν έμπλεος πιστών, οι οποίοι αφού τον ξεχείλισαν ένδον χύθηκαν έξω. Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας τις Παρασκευές της άνοιξης είναι από τα αισθαντικότερα ακροάματα που διαθέτει, αν δεν κάνω κανένα ιστορικόν λάθος, μόνον η Ελλαδική Ορθόδοξος Εκκλησία (όχι αυτή φυσικά που αθώωσε τον φυλακισμένο, παραδόχρηστο μητροπολίτη -ιδιότητες λίαν διαδεδομένες στις τάξεις αυτές), ούτε οι Σλάβοι ομόδοξοι ούτε οι ρωμαιοκαθολικοί και τα λοιπά δόγματα έχουν παρόμοια εσπερινή ακολουθία της «ωραιότητας» και μαζεύουν τόσο κόσμο. Σ’ αυτές το ποσοστό των ...απίστευτων ανθρώπων είναι μεγάλο! Δεν χρειάζεται να θρησκεύεις με βαρύτητα αρκεί και η ελαφράδα του πράγματος όπως και η ευμενής ουδετερότητα περί αυτών, για να σε εγκλωβίσουν χωρίς πλήξη σε μια εκδήλωση υψηλής ποιητικής στάθμης. Η Παναγία είναι στην καθημερινή πρακτική των πιστών, μόνο στην Αστυνομική ταυτότητα, η πλέον πρόσφορος υβριστική διέξοδος, αλλά και η ικετήρια καταφυγή. Αυτή το πρώτο το συγχωρεί ως σε απέραντη μεγαλοκαρδία διατελούσα, όσο για το δεύτερο συνδράμει αμελητί, καθότι είναι το πιο κοντινό πρόσωπο, μετά τους εξ αίματος συγγενείς, εις πάσαν αιτούμενον τη μεσιτεία της. Δεν υπερβάλλω, δοκιμάστε, δεν έχετε να χάσετε και τίποτε. Γι’ αυτό στην πόλη μας και στον καθεδρικό ναό της, δίνονται δύο παραστάσεις, να προλάβουν όλοι τους Χαιρετισμούς της. Η λαϊκή απογευματινή μετά τις 6.30 και η κανονική βραδινή μετά τις 8.30 για τους εμπόρους οι οποίοι διπλοκλειδώνουν πλέον τα μαγαζιά τους -ότι η παραβατικότητα που λεν οι μορφωμένοι της τηλεόρασης, πήρε τα πάνω της- τους ελεύθερους επαγγελματίες που κλείνουν τα γραφεία τους και τέλος τους εν γένει ραθυμούντες του απογεύματος.
Ενα κοπάδι ανθρώπων οι οποίοι μιλούσαν όλες τις γλώσσες τις ανθρώπινης πείνας, της κανονικής του στομαχιού κι όχι της πνευματικής, συνωθούνταν με κάποια σειρά και τάξη βέβαια κι όχι μπουλούκι ατάκτων, εκεί. Επαιρναν από τα χέρια λυγερών νέων και νεάνιδων μια πλαστική σακούλα με το ημερήσιο φαγητό τους (φακές και φρούτα λόγω Παρασκευής προέβλεπε η διανομή). Η γενιά των 700 ευρώ των διανομέων έδειχνε κι έδινε στη γενιά των μείον 700 ευρώ, το ελάχιστο δυνατό της συμπόνιας τους. Και κάθε μέρα να γίνεται αυτό. Εκατό νοματαίοι τρώνε από τα περισσεύματα ή μήπως και τα μόλις αναγκαία της γειτονιάς; Διάφοροι τύποι γυναίκες και άνδρες που το παρουσιαστικό τους άλλοτε νομιμοποιούσε την παρουσία τους εκεί κι άλλοτε ήταν εντελώς ασύμμετρο με ό,τι υφίσταντο με τη θέλησή τους, φυσικά. Στάθηκα και τους παρακολουθούσα λίγην ώρα. Ισως να με πήραν κι εμένα από τους δυνάμει «ψωμοζητούντες». Ομως κανείς λαθρεπιβάτης της αγάπης τους δεν γίνεται δεκτός στο συσσίτιο. Ολοι διαθέτουν την κάρτα του πένητα μετά φωτογραφίας κι έτσι τυγχάνουν της βοήθειας που μαγειρεύεται από εθελοντές σε παρακείμενο του ναϋδρίου μαγειρείον. Οσοι παρέμειναν εκεί με την πρώτη δόση βοηθείας ανά χείρας, περίμεναν μήπως και δεν φανούν κάποιοι, οπότε είχαν λαμβάνειν και δεύτερη μερίδα-σακούλα, μέχρι και τρίτη! Αλλά αυτό σπανίως γίνεται αφού συνήθως όλοι τρώνε μια φορά τη μέρα τουλάχιστον ακόμα κι οι φτωχοί αλλά κι αυτοί που κάνουν δίαιτα αδυνατίσεως σώματος.
Είναι οι σακουλοφόροι του καιρού μας και ειδικά του αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη στην Αθήνα. Πρόσωπα κοινά, κ(οι)ενότατα δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα με τους άλλους που σε λίγο θα γέμιζαν το ναό. ‘Η μάλλον σε κάτι διαφέρουν. Εχουν μια αδιόρατη θλίψη που το γυρίζει στιγμές προς τη σκληράδα εκ της κοινωνικής ανισότητας· αλλά και με την αξιοπρέπεια του λησμονημένου πάντων και του ατομικά ναυαγισμένου. Ανήκουν στη διεθνή της ανέχειας, της απελπισίας μήπως και του μάταιου λόγου ύπαρξης! Που επιμένει και δεν καταλαβαίνει θεό δίπλα της στην κυριολεξία, παρότι ο Θεός των Χριστιανών στ’ όνομα του Παπα-Χρήστου (έτσι μου φάνηκε πως τον λεν), ελεεί άνευ διακρίσεων όλες τις πεινασμένες εθνικότητες. «Αθλιοι σαν τους στόχους της ζωής που ζούμε χωρίς να τους έχουμε θελήσει» ( Φ. Πεσσόα : Το βιβλίο της ανησυχίας, μετ. Μαρία Παπαδήμα εκδ. Εξάντας).
Την ίδια μέρα οι επίσημοι κουκουλοφόροι του βλακο-παρα-κράτους μας, έκαναν λίμπα κοινώς το Κολωνάκι. Ευτυχώς! Αλλά κύριοι κουκουλοφόροι το βιβλιοπωλείο της Εστίας, όπως και τα μαγαζιά και τ’ αυτοκίνητα τι σας πείραξαν δηλαδή; «Χτυπάτε», ως άλλοι «πολεμάρχοι» τον όποιο πατριάρχη της μανίας σας, αλλά να είναι όμως και κάπως τέτοιοι... Ολη μέρα φρύαζαν, κι έτρεμε το φυλλοκάρδι των μικρο-μεγάλων αστών, οι νεαροί (που ανήκαν κι αυτοί στη γενιά των αδιευκρίνιστων ευρώ) οι οποίοι απαιτούσαν από το κράτος να τους δώσει πίσω εκείνον τον φυλακισμένο νέο, που πήγε ν’ «απαλλοτριώσει», λέει, είδη της τράπεζας (χρήματα κι όχι καθίσματα) και δεν φρόντισε να μην τον πιάσουν. Τώρα εις υγείαν του γίνεται σποραδικά αλλά σταθερά ο μετρημένος χαμός. Πήγε να ληστέψει, αλλά όμως αυτό ήταν πολιτική πράξη! Σωστούν! Αλλά μπορείς να ληστέψεις, αθώον, ληστρικόν μειράκιο, τους επαγγελματίες του είδους, οι οποίοι και αυτό το παράνομο 1, 20 ευρώ της καθημερινής τραπεζιτικής σου συναλλαγής, τρελαίνονται αν δεν σου το αρπάξουν.
Στις 7 χτύπησε η καμπάνα. Ο μικρός χώρος του κυρίως ναού γέμισε ασφυκτικά από τους περίοικους και τους λίγο περίεργους· όλοι μέτοχοι του αυτού θρησκευτικού πράγματος. Ανδρες Αθηναίοι μη διακρινόμενης επαγγελματικής υφής, μετρημένης ωραιότητας κοπέλες, αλλά και μεγαλύτερα παρόμοια όντα, που βουτούν το είναι τους στην προσωπική προσμονή και στις άδηλες, πλην βουερές επιμονές, όχι της άνοιξης, αλλά άλλων εποχών, στις οποίες προσβλέπουν χωρίς και να προσπέφτουν με την όποια ευκολία. Ολοι αυτοί μάλλον δίνουν τη βοήθεια σε τρόφιμα, πότε με διάθεση εξωστρεφή και πότε και το συνηθέστερο με τη δέουσα ταπεινότητα. Ποιός ξέρει και άλλωστε δεν έχει σημασία, η πράξη μετράει. Στάθηκα κυρίως στις περασμένης νεαροσύνης, κοπέλες και τους γνήσια νεαρούς, που αν μη τι άλλο έδιναν το πολυτιμότερό τους, το χρόνο τους σε κάτι χωρίς υλικό αντίκρισμα, εθελοντές του καλού χωρίς να ελπίζουν σε κρατικά μόρια αθλιότητας. Πιστεύουν στην ουτοπία πως μια επίγεια επιμέρους ευεργεσία σ’ ένα καθολικό τίποτε, ίσως φέρει εκείνες τις ρήξεις που θα γίνουν ρωγμές και θα φέρουν την πτώση της υλόφρονης και σαλεμένης εποχής μας. «Σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, δεν δύνανται ν’ ανέλθωσι εις τον ιερόν βράχον της Ακροπόλεως» (Αλξ. Ππδ.). Της όποιας Ακροπόλεως! Δίνουν το χρόνο τους, όπως δίνουν το βυζί οι μάνες στο παιδί, απ’ το οποίο βυζαίνουν οι οίκαδε απελπισμένοι, μπορεί και κάτι σαν την ελπίδα. «Ωραία γυναίκα/περασμένη στα χρόνια/ξεδίπλωσε μ’ ευλάβεια/το πουκάμισο του άντρα/ έντυσε το άγαλμα της/ το ‘να στήθος της/τ’ άφησε απ’ έξω/ πέτρινο. (Γ. Ρίτσος).
Ενας σακουλοφόρος κάθισε για λίγο στην εκκλησία, ενώ ο άλλος που τον ακολούθησε παρέμεινε ως το τέλος κι σταυροκοπιούνταν πολλαπλώς, να τον βλέπει ο παπάς. Ατολμα στην αρχή, αλλά με έμφαση στη συνέχεια πήραν και διεξήλθαν τον λυρικότατο κανόνα των Χαιρετισμών, οι ψάλτες. Δίπλα αλλά και πίσω μας δύο γυναίκες του λαού τόσον ενθουσιώδεις ήταν με τα διαπραττόμενα, ώστε προέλεγαν σαν αναγνώστες στ’ αναλόγιο, τα πάντα της ακολουθίας, την οποία γνώριζαν, αλίμονο, όλην απ’ έξω! Ακουγα, δηλαδή δυσανασχετούσα εις διπλούν, ό,τι εις απλούν όφειλα ν’ απολαμβάνω, αφημένος σε αλλότριους λογισμούς. Το θυμίαμα πυκνό, βαρύ, ζαλιστικό να σε βυθίζει σε υγιεινές μικροπαραισθήσεις απ’ όπου ελαφρώς παραπατούσες στις σκέψεις. Είπα να πω αλλά δεν είπα τίποτα. Νευρίαζα· ηρέμησα όμως και το ‘ριξα στην πλάκα, όταν θυμήθηκα τον Αλξ. Ππδ. και το διήγημά του «Ντελησυφέρω». Θα μπορούσα να πω κι εγώ στις προπετείς κυρίες, όπως ο καπετάν Γιωργής ο Κονόμος του διηγήματος στον Νταραδήμο, όστις προηγούνταν κάθε λειτουργικού λόγου παπάδων και ψαλτών: «Τ’ ακούσατε χριστιανοί; δύο λειτουργίες κάνουμε τώρα...Πάνε και σκοτίζονται και πληρώνουν για να γίνουν παπάδες...δεν βάζουν τον Νταραδήμο, που είναι ο ίδιος παπάς και διάκος και ψάλτης».
- Ημείς, τρεις παρακαλώ Χαιρετισμούς υπέστημεν, τελικά.
***
Προχωρημένο το βράδυ μας βρήκε στο Τριανόν για «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη». Προηγούνταν της ταινίας μια μικρού μήκους λίγων λεπτών δηλαδή με αφηγητή της τον Γ. Κοροπούλη, του οποίου και μόνον η φωνή του της έδινε το ιδιαίτερο χρώμα τέχνης. Σ’ ένα τοπίο μιας αίθουσας σκοτεινής και φωτεινής συνάμα από τις εικόνες των ποιητών (πριν χρόνια εκεί είδα το «Ημερολόγιο καταστρώματος» ταινία για το Γ. Σεφέρη), τις άριστες εικαστικές, τις εξαίσιες ποιητικές κινηματογραφικές αίσθησες του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου (προς το ντοκυμανταίρ το έφερνε το έργο). Αναμασούσα τις αναγνώσεις μου, ξανά και ξανά στον Αλεξανδρινό, τις άπαξ στον εκ Λισαβόνας, σε μια απόπειρα μίμησης των θλίψεών τους ατελέσφορη. Ταινία με πολλά βραβεία. Ο λιγοστός κόσμος έβγαινε εν σιωπή σαν από τελετή μυήσεως. Η ποίηση δε σηκώνει φωνές στόματος, τις αρκούν οι σπαραγμοί της ψυχής. Οι ποιητές που διαλέγονταν εν πανοίς και επί σκηνοίς σκέψης και λόγου, απαιτούσαν απόλυτη περίσκεψη («χωρίς περίσκεψιν χωρίς αιδώ») και αφοσίωση εδώ, όπου «ο κόσμος ο μικρός» κι «ο μέγας», ήταν μια συμμαζεμένη φωλιά ωραιότητας, στην οποία κούρνιαζαν στη θαλπωρή της η νοσταλγία του άλλοτε κι η απόγνωση του σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου