Στην πυρά των φανών
Καίνε
ακόμα οι φωτιές που πήραν οι πρόγονοί μας από την Ήπειρο, στην
Τουρκοκρατία (1400), μαζί με τις γυναίκες ,τα παιδιά ,τα όπλα τους και
μετοίκησαν στα βόρεια ,Ανασέλιτσα και τέλος Κοζάνη, για να αποφύγουν την αλλαγή της πίστης τους.
Ακόμα καίνε οι λιγοστές φωτιές που λαμπύρισαν στη μαυρίλα της κατοχής και συλλάβισαν στην αφωνία της δικτατορίας.
Καίνε και τώρα γιγαντωμένες σε κάθε γειτονιά,
καίγοντας το φράγμα της απομόνωσης και της αδιαφορίας,
ονοματίζοντας το χάος της ανωνυμίας,
σβήνοντας το όρια των ηλικιών,
κάνοντας τους θεατές εκστασιασμένους συμποσιαστές, με τα κιχιά ,το εκλεκτό κρασί, τις μπάντες που γεννήθηκαν από τη μήτρα της Πανδώρας.
Δεν καίνε σα θλιβερή παρένθεση μιας απάνθρωπης ζωής των ημερών μας.
Σιγοκαίνε το χρόνο ολόκληρο στο γειτόνεμα, στα καλά και τ’ άσχημα.
Στη χόβολή τους λικνίστηκε η ελπίδα σε φτωχά και δύσκολα χρόνια με τα καρναβάλια-παρταλαίοι.
Στη χόβολή τους ανασταίνεται η αισιοδοξία για τα χρόνια που έρχονται, για πάλη μαζί με άλλους.
Είναι ο κόσμος της φωτιάς που στέλνει τα ρυάκια της παρέλασης, ξεκινώντας από το 1938.
Κι αυτό το πολύβουο ποτάμι ,φουσκωμένο ευρηματικά με τα ιδιωματικά λογοπαίγνιά μας για τις πολιτικές αθλιότητες, δε βγαίνει ποτέ από τις όχθες του.
Ο παφλασμός του κελαρύζει όλο το χρόνο στα θέατρα ,στα στέκια των νέων ,στις αίθουσες της μουσικής.
Με την ίδια πάντα κοίτη, τον Δήμο Κοζάνης ,κάνει την πόλη μας από νυφούλα του χιονιού κατά τον Δ.Μανέντη ,ξεχωριστή, βαλκάνια πόλη.
Αφιερωμένο στους Κοζανίτες και τις
Κοζανίτισσες από καταγωγή και από
επιλογή.
Τ.Σιόμου
Σημ. Το ανωτέρω δημοσιεύτηκε στον τύπο της Κοζάνης την 3η Μαρτίου 2009
Ά! μαρ Τσιτσιούλα… Ά! μαρ Τσιτσιούλα! Είσι κι απ’ Τσ’΄κρκα κι δεν κατάλαβις καν ντίπουτας… Ας πούμι πως σ’ν αρχή ήταν του χάους απ’ γέντσιν τ’ αυγό κι έβγαλιν του Φάν΄ (του Φανό). Τσυνέχεια ’ν ξέρς. Ύστιρας άντα γίγκιν κόσμους πουλύς χίρσαν καμόσ΄ να ρουτιούντι πως κι τι. Οι παραπάν΄ χόριυαν αλόϋρα απ’ τα δαδιά. Ικεί ήταν απ’ τς βρήκα ιγώ, στου Φανό. Του Χαλιούρα, τουν Πατιά, τουν Πλιξίδα κι τς άλλνους άντα ήμαν μ’κρος. Ισύ ήσαν αγγέντ΄ ιτότι. Ύστιρας απ’ τιτότι έσουσιν του παζάρ΄. Σέφκιν ου τουρισμός μέσα, σέφκαν οι παράδις, σέφκαν κι τι δε σέφκαν κι τάσουσαν. Μην ακούς κατ΄ φρέσκ΄ λαουγράφ΄ απ’ λέν για αστική λαουγραφία κι μιτασχηματισμό απ’ τα ιθίματα. Παν’ σώθκαν αυτά. Ότ΄ απόμνιν είνι απ’ αλλού. Δεν είνι θκο μας. Όπους ίλιγιν κι η Βαλασία: Μπίτσιν ου μπάτζιους! Σι φλω σταυρουτά μι μας παραξιγήσν κιόλαντς. Γιάντς τς Στιργιανής. (Κι τουν πάπου μ’ Σιώμου τουν ίλιγαν μα τουν απόμνιν του παρατσούκλ΄ Ντουντούραγας).
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρακολουθώντας τόσα χρόνια τον ''επαγγελματικό'' ερασιτεχνισμό με τον οποίο συνεχίζεται η προτεσταντικής διαχείρισης κοζανίτικη καρναβαλο-πολιτικο-ψηφοθηρικοαποκρηά από τους ψηφο(ψοφο)δεείς τοπικούς άρχοντες, δεν μπορώ να μην επιβεβαιώσω για μία ακόμη φορά τον ορισμό του ''επαρχιωτισμού'' : H ενασχόληση με τα επουσιώδη.................
ΑπάντησηΔιαγραφή.............και νομίζω θα συμφωνήσω με τον κ. Βανίδη στη διαχείριση περί λογοκρισίας των αναρτήσεων. Ποτέ δεν εκτίθεται ο δεχόμενος την κριτική. Αυτός που εκτίθεται είναι πάντοτε ο γράφων είτε αυτός είναι ο αναρτών είτε ο ανηρτημένος, οπότε ελπίζω και εγώ σε μια αμεσότερη και λιγότερο περεμβατική συμπεριφορά, για να επιβεβαιώνεται και ο κανόνας ηθικής του μέσου αυτού.
ΑπάντησηΔιαγραφήδ.μ
..............ά!! και λησμόνησα να συμπληρώσω υπογράφοντας : Koζανίτης από επιλογή...δηλαδή περισσότερο κοζανίτης από πολλούς ...από καταγωγή.
ΑπάντησηΔιαγραφή