Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009
O "Οροφος μείον ένα" της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου στο ισόγειο του Σντρστκ. Βιβλιοπωλείου Κοζάνης
“Η ψυχή μου θ’ ανυψωθεί
πάνω από τη σκιά αυτής
που κείτεται αιωρούμενη στο πάτωμα”
Ε.Α. Πόε
Τι γίνεται με τα ποιήματα, τις ποιητικές συλλογές σήμερα γενικά και ειδικότερα τις μικρές, ολιγοσέλιδες, αισθητικά γλυκιές σαν τα αποκριάτικα πετεινάρια ανεξάρτητα τι θα βρεις μέσα τους, μόλις τα γλείψεις και τα ξαναγλείψεις μέχρι το ξύλο τους; Διότι αφού τις διαβάσεις, εκ του λόγου ότι μάλλον ποτέ στην ποίηση το γλυκερό και το εύχαρες δεν επιχωριάζουν, μπαίνεις σε μια φάση στην οποία όλα τα στερητικά της πνευματικής αμηχανίας σου εμφανίζονται επιτακτικά: αδιέξοδη, αδιανόητη, απερινόητη, ακατανόητη, ατελέσφορη, αμαρτύρητη. Ολες οι παραπάνω εμφανίσεις αφορούν φυσικά την ποίηση για την οποία υπάρχει λόγος να γίνεται λόγος.
Σ’ αυτήν την κατηγορία δηλαδή που ανήκει η ποίηση της κυρίας Ευτυχίας –Αλεξάνδρας Λουκίδου. Δεν ξέρω όμως πως να τεκμηριώσω αυτή μου τη διαπίστωση, έτσι ώστε η ελάχιστη διεξαγωγή μου, να μην είναι κάτι σαν μια εξ υποχρεώσεως φιλοφρόνηση προς μια φιλοξενουμένη στην πόλη που ετοιμάζεται και από αύριο θα αφεθεί σε μια δωδεκαήμερη τοπικά, οικονομικά λυσιτελή αλλά ποσώς και λυσιμελή, γενικευμένη, εορταστική μαρτυρία λόγου και πράξης. Κινούμενος περισσότερο στην περιφέρεια του ποιητικού της όντος, θα προσπαθήσω κι ο,τι ήθελε προκύψει. Γιατί δεν το κρύβω πως μέρες τώρα τριγυρίζω με την ποιητική της συλλογή στη σκέψη και στη τσέπη της οιονεί χλαίνης μου, προσπαθώντας να βρω μια χαραμάδα να χωθώ στον ερμητικό της κόσμο, όπως τουλάχιστον καταχωρείτε στην λιγνή σε όγκο ποιητική συλλογή της «Οροφος μείον ένα» που κυκλοφορεί στις εκδόσεις Καστανιώτη. Μόνο το άδειο του θανάτου μου ανοίγεται και το φωτεινό ποιητικά χάος. Οταν μου ζητήθηκε από τον φίλτατο Αλέξη Ζήρα να κάνω αυτήν τη παρουσίαση, όπως κι όσο μπορώ, την ποιήτρια δεν τη γνώριζα, μετά διαπίστωσα ότι είχα διαβάσει στο παρελθόν και σε περιοδικά, ποιήματά της. Η πρόταση με βρήκε σχεδόν έτοιμο, ότι είχα κορεστεί και κουραστεί να ακούω για μένα, καθώς φίλοι καλοί κι αγαπημένοι μου παρουσίαζαν το βιβλίο μου εδώ και στις γύρω πόλεις –κι εγώ ακκιζόμενος ...- έχει κι ο ναρκισσισμός τα όρια του- κι ήθελα να επιστρέψω σύντομα σ’αυτό που εδώ και χρόνια επιδίδομαι, να μετέχω δηλαδή ή και να ετοιμάζω ό,τι ωραίο έχει σχέση με την ποίηση και τη μουσική. Θυμήθηκα τον αλησμόνητο Αύγουστο που μας πέρασε (2008) στο περιστύλιο του Ξενία με την ποίηση της Ι. Μπάχμαν, το πιάνο του Δ. Δημόπουλου, την απαγγελία του Στάθη Νατσιού, κι όλους όσους μετείχαν εκείνης της νυχτωδίας στο εξαίσιο. Λίγο πριν αρχίσει η οχλοβοή της αποκριάς εδώ μια συνύπαρξη μικρή που δεν ενσωματώνεται απαραίτητα στο τρέχον σύστημα του διασκεδαστικού πολιτισμού που μας επιβάλλουν κατά ναυτιώδη τρόπο, θέλω να πιστεύω ότι αποτελούμε, όσοι απόψε μετέχουμε αυτής της κοινωνίας την όντως δύσκολα προσεγγίσιμη νήσο της αναπαλλοτρίωτης από κάθε αγοραία απόπειρα, συμπύκνωσης της υψηλής αισθητικής και της διαρκούς ωραιότητας. Εταίρος του πράγματός μας απόψε το Ωδείο του Δημήτρη Δημόπουλου με την Ελένη Τσαουσάκη δασκάλα στην άρπα. Ακου, άρπα!
Αλλά ας αρχίσω από τα εύκολα.
Η Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο το 1965. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης όπου ζει και εργάζεται ως φιλόλογος. Έχει γράψει μελέτες και συνεργάζεται με τα λογοτεχνικά περιοδικά "Νέα Εστία", "Νέα Πορεία", "Ακτή", "Εντευκτήριο", "Λέξη", "Οδός Πανός", "Ευθύνη" και "Έρευνα". Έχει εκδώσει τέσσερις + μία ποιητικές συλλογές: Λυπημένες μαργαρίτες, Το τρίπτυχο του φέγγους, Εν τη ρύμη του Νόστου, Να ανθίζουμε ως το τίποτα. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Μέχρι και βραβεία πήρε η κυρία ποιήτρια για να συμπληρώσει έτσι τη διαρκώς αναζητούμενη, επίγεια, εις μάτην, ευτυχία της. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και τα γερμανικά. Επομένως είναι μια δόκιμη ποιήτρια με τα όλα της κι ακόμα πιο δόκιμη κριτικός λογοτεχνίας και άλλων πραγμάτων.
Στο επάγγελμά της, θέλει να νιώθει και το γράφει άλλωστε, πως είναι στη φιλολογική της ειδικότητα κάπως πιο ειδική στις εκθέσεις δηλονότι εκθεσιολόγος. Ορος επίκτητος κατακτημένος στην πράξη κι όχι εκ πανεπιστημιακής αναγνωρίσεως. Σε πρώτη εντύπωση μου ακούγεται σαν απόηχος διαφήμισης. Δεν ξέρω τι να σημαίνει επακριβώς αλλά μάλλον θα μαθαίνει στα υποψήφια, ηλικιακά δυστυχή εκ της εξεταστικής τους συγκυρίας, μαθητικά όντα, πως να γράφουν καλές εκθέσεις και έτσι να εισάγονται στα πανεπιστήμια κι από εκεί κατευθείαν στην επιστημονική ανεργία ή την εργασιακή ευτέλεια, αφού υποστούν την βία του ΑΣΕΠ, που μαραίνει κάθε νεανικό ανθό δημιουργίας. Αλλά σ’ αυτό δεν φταίει αυτή όπως και κάθε αρωγός των μαθητόπαιδων. Απεναντίας νομίζω πως το να μαθαίνει στους άλλους ένα τρόπο να σκέφτονται και να μπορούν να διατυπώνουν τις σκέψεις τους αυτό είναι μια λίαν σημαντική προσφορά γενικότερα. Μακάρι να διατηρήσουν κάτι απ’ αυτές τις γνώσεις.
Για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα όμως και επί της πρακτικής στην παρουσίαση βιβλίων ποίησης έχω να πω τούτο.
Δεν μπορεί, όταν γίνεται παρουσίαση βιβλίων ποίησης μετά να αισθανόμαστε ότι προσεγγίσαμε κιόλας τον ποιητή. Το όποιο του πλησίασμα σίγουρα αφορά τα σταθερά γνωρίσματα κάθε ποιητικού λόγου του δημιουργού που προφανώς διακρίνεται έστω και με κάποια προσπάθεια· τις ιδιαιτερότητες, τις τεχνικές, αλλά πρωτίστως τις απελπισίες με τις οποίες δοκιμάζεται και κατ’ επέκταση δοκιμάζεσαι κι εσύ, ως τρίτος αλλά και άμεσα οικείος του πράγματος, όταν τα διαβάζεις. Μέχρι εκεί δηλαδή που σου επιτρέπεται εκ της νοητικής συνθήκης να εισέρχεσαι ακροποδητί. Στην ποίηση κρύβουμε αντί να φανερώνουμε, συμπυκνώνουμε αντί να αφηνόμαστε, τραυλίζουμε αντί να αγορεύουμε. Αρα, ευκαιριακοί διερμηνευτές του ποιητικού τρόπου, κυνηγάμε μια χίμαιρα, ωραία δεν λέω, και το κυνήγι στο άπιαστό της πέρα δώθε, είναι μια θητεία στο ανήκουστο και βολές ρίχνουμε στον αδιαπέραστό της τελικά πυρήνα. Μόνον την πέτσα της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας λόγου σπάζουμε.
Κυρία Ευτυχία, όπως καλώς γνωρίζεις, κι αγαπητοί φίλοι της ποίησης, δεν υπάρχει ευτυχισμένος ποιητικός τρόπος, δεν θα ήταν άλλωστε τέτοιος αφού ο εν λόγω λόγος από σάρκες μνήμης αποτελείται, από τρίμματα απελπισίας συντίθεται, με κομμάτια θλίψης τρέφεται, συντηρείται δε στην άλμη του αμνιακού σάκου μιας οιονεί κυοφορίας και με την αβάσταγη νοσταλγία αναπαράγεται.
«Ενώ λοιπόν η ευτυχία είναι σωτήρια για το σώμα, μόνον η θλίψη αναπτύσσει τις νοητικές δυνάμεις» γράφει ο Προυστ, που γνώριζε πολύ καλά το άπιαστο της ευτυχίας, το αδιάτρητο κέλυφος της μοναξιάς, του μοναχικού και του μοναδικού, αλλά και πως δημιουργείται το μεγάλο έργο· το μεγάλο έργο του, αλλά αυτό το γνωρίζουν, όσοι κι όποιοι τέλος πάντων.
Περιφέρομαι γύρω γύρω από το θέμα ενώ θέλω να πω με μια κουβέντα πως η παρούσα ποίηση της Ε.Λ., όπως διαποτίζεται στο βιβλίο και όπως διαποντίζεται στον αναγνώστη της συλλογής: ‘Οροφος μείον ένα’ είναι μια θλιμμένη κάπως, υπόθεση ποιητικής εργασίας, αφού το κεντρικό της αναζητούμενο είναι η απώλεια, το αναπόφευκτο, το ύστερο βλέμμα, το τελικό μας τέλος· και λίγο πριν απ’ αυτά, η απελπισμένη προσπάθεια του πεπερασμένου όντος να εναντιωθεί, να σωθεί όπως όπως πρόσκαιρα, για να χαθεί φυσικά οριστικά. Κάπου διάβασα πως: «η Ε-Α.Λ. διαθέτοντας σταθερή ενότητα ύφους, κινείται γύρω από έναν αφηγηματικό πυρήνα, όπου το ποιητικό ‘εγώ’ παρατηρεί τον απελπισμένο αγώνα της υλικότητας του όντος να εναντιωθεί στο αμετάκλητο». Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον απόντα πατέρα της, άρα η απώλεια έχει πρόσωπο κι αυτό την κάνει πιο δραματική αλλά και πιο ανθρώπινη.
Μια ακόμα δήλωση.
Εχω την εντύπωση πως αντί να διαφωτίζω την ποίηση της Ε-Α.Λ. συσκοτίζω αυτήν και χάνομαι στο αδιαπέραστο μυστήριό της· αυτό το μυστήριό της όμως είναι η γοητεία του υψηλού λόγου που μας ξεσηκώνει από τα κλινοσκεπάσματα του εφησυχασμού, μας ξεβολεύει από το απλοϊκό, μας συμμαζεύει δε πνευματικά. Δεν είναι για τις εύκολες αναγνωστικές στιγμές η ποίηση της Ε-Α.Λ.
Συνεχίζω.
Oταν βρεθείς σε ασανσέρ κυρίως πολυορόφων κτιρίων ένθα στεγάζονται «εμπορικά γραφεία κι εταιρείες» ή υπηρεσίες δημοσίων συμφερόντων, εάν πατήσεις την ένδειξη μείον ένα, ο όροφος που οδηγείσαι είναι συνήθως το υπόγειο όπου σταθμεύουν οχήματα. Σε τέτοιους ορόφους όμως συναντώνται και οι οδυνηροί τόποι των νοσοκομείων εκεί που σ’ εξετάζουν, σε επεμβαίνουν κι αποτελεί φορές και το τελικό ορμητήριο προς το πουθενά της ανυπαρξίας. (Μόνο στην τοπική μας Οικονομική εφορία το μείον ένα σε βγάζει σε μια ισόπεδη του δρόμου επιφάνεια όμορη με βενζινάδικο δυνάμει λίαν φλογο-εύφλεκτον). Τότε φυσικά κάτι ασυναίσθητα σε σφίγγει. Στη ζωή ανεβαίνουμε στο χρόνο ακόμη και όταν είμαστε πεσμένοι πρηνείς είτε ακούγοντας τη βουή των ανθρώπων είτε τη χλαλοή των πραγμάτων. Οταν πετάξουμε με ή χωρίς φτερούγες προς τον άλλο ουρανό, είτε στον ουρανό του άλλου, το ασύλητο από τη φθορά αίσθημα, μας δίδεται ως ακριβή ανταμοιβή ζωής και είναι αυτό μια ελπίδα ελευθερίας για διαφυγές διαρκείας και ευτυχίες προσωρινές. Αλλά προς τα κάτω είναι η γη που μας περιμένει έτσι κι αλλιώς για μια οριστική κι ανεπίστροφη βόλτα. Νομοτελειακά μας την έχει στημένη ο μείον ένα όροφος, ο χώρος δηλαδή ακριβώς κάτω από την ελάχιστη γη που ορίζει ο ίσκιος μας, ο οποίος και μας ανήκει δικαιωματικά. Η ποιητική ενατένιση αυτού χωρίς τη δραματική αναφορά και εκζήτηση αλλά με τη μετρημένη θλίψη, όπως μας τον διαγράφει η ποιήτρια, συνιστά εν τούτοις μια αντικαταθλιπτική παραμύθια έστω και τελεολογικά μάταιη.
Εάν ξεφυλλίσεις περισσότερες από μια φορές την ποιητική συλλογή της κ. Ευτυχίας, κάτι εμφανώς θα αρχίζει να σε αγχώνει, καθώς προσπαθείς να μπεις στην ατμόσφαιρα μιας αφόρητα υπαρξιακής πύκνωσης με το αμετάκλητο, το αναπότρεπτο να περιφέρεται με όλη του την θολά υποδηλούμενη ορατότητα και να χαράζει αυλακιές στην κάθε σελίδα του βιβλίου.
Απόρροια προσωπικών γενεσιουργών βιωμάτων, τα ποιήματά της διακρίνονται παρόλα αυτά για την ευγενική αντιμετώπιση των συλλογικών διαθέσεων που εμφανίζονται σε παρόμοιες περιστάσεις, χωρίς και να σηκώνει βέβαια σημαία, πως θα γινόταν άλλωστε, πρωτοπορίας, μιας πρωτοπορίας για την κατάκτηση της ελεγχόμενης απελπισίας.
Τίποτε το ορατά αισιόδοξο δεν διαπερνά τα ολοσέλιδα ή το πολύ της μιάμισης σελίδας, ποιήματα. Δεν αφήνεται σε πολυλογία και στη λύτρωση που φέρνουν οι λέξεις. Χωρίς και να επιγραμματοποιεί τον τρόπο της, ακριβοδίκαια, ελεγχόμενα, μετρημένα στήνει το σκηνικό κάθε ποιήματος, μας το εκθέτει, για να καταλήξει επί το πλείστον σ’ ένα οιονεί συμπέρασμα του. Πολλά απ’ αυτά θα μπορούν να υπάρχουν μόνα τους σαν αξιώματα τρυφερότητας κι απελπισίας συνάμα. Λ.χ.
Συνήθως έτσι γίνεται
και τελικά υπερισχύει η βροχή
που φτάνει πάντα τελευταία
και σαν Ημέρα Κρίσεως
μεμιάς όλα τα εγκλήματα αθωώνει
***
Ξέρω πολλούς με ρουφηγμένα πρόσωπα
που δεν γυρεύουν να σωθούν
μόνο να νικηθούν από την ομορφιά
να διαψεύσουν
και ό,τι παρασταίνεται εν μέσω εορτασμών
να δούνε να σωριάζεται
απ’ τη βεγγαλική κραυγή
φοβάμαι.
.........
-Κι εγώ κι εμείς φοβόμαστε...κυρία ποιήτρια, πολλαπλώς, ποικιλοτρόπως ρητά κι άρρητα. Ο πυρήνας της συλλογής είναι μια ατμόσφαιρα που κινείται σαν την περιρρέουσα νεφέλη κατάφορτη βροχής· επιδιώκει να σε χυμήξει για να σε βάλει εκόντα άκοντα, στα αιώνια ζητήματα της ανθρώπινης αδυναμίας, της ανθρώπινης φθαρτής ύλης προπάντων, η οποία είναι γεμάτη οδυνηρές διαγνώσεις κι απογνώσεις. Στον καμβά των οποίων κεντά με περίτεχνο, ελλειπτικό και καλαίσθητο τρόπο η ποιήτρια τον ποιητικό της κόσμο, το είναι της και μας τον καταθέτει για μια πρώτη αξιολόγηση αλλά και για μια διαρκή επανάληψη.
Η τοπιογραφία της συλλογής είναι η λιτότερη που θα μπορούσε να υπάρξει. Χώροι κλειστοί περισσότερο της κοντινής μνήμης, της ατελέσφορης αναπόλησης, της αγωνίας για το τέλος, της οριστικής διάψευσης, του αδύνατου. Μια περιχαρακωμένη ψυχική τοποθεσία την οποία όταν επισκέπτεσαι κι όταν φεύγεις σε συντροφεύουν τα ίδια συναισθήματα φθοράς αλλά κι αξιοπρέπειας.
Τελικά μπρος πίσω πηγαίνοντας στις σελίδες θέλεις σε κάθε στίχο και ποίημα τον εαυτό σου να χώσεις κάπου μήπως και βιώσεις, ως τρίτος βέβαια, το απόσταγμα της εμπειρίας της που έρχεται από τη σύνθλιψη της σκέψης και της πραγματικότητας.
Ποιός είπε πως μελαγχόλησα
Υποδειγματικά εξέτισα
όποιο κενό που αναλογεί
*
Μ’ άρπαζαν απειλητικά απ’ το λαιμό
όλα εκείνα που φοβόμουν
*
Στο μεταξύ η πράσινη πόρτα
δεν οδηγεί στο μάθημα της Ωδικής
αλλά σ’ ένα τραπέζι χειρουργείου
όπου βαθύτερα απ’ το απρόβλεπτο
η νοσταλγία τεμαχίζει
*
Μια μάσκα ράβει έκτοτε
με αποκόμματα από εφημερίδες
φωτογραφίες μεταπολεμικές
και τα τραγούδια του Αριελ
*
όμως σιδηρουργεί η ζωή
και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη
*
Τελειώνουμε
Υγρή, άθελκτη σιωπή
μ’ εγκαθιστά στους βάλτους της
Να νιώσεις και κάτι το δικό σου από τον άλλο που καθώς βρίσκεται σε μια διέγερση αισθημάτων, κατέληξε σε μια έντεχνη έκφραση τους που η στιλπνότητα του λόγου ακόμα και στην υπαινικτική της ακρότητα σε υποχρεώνει να σταθείς πάνω στο πρόσωπο του ποιητή, εδώ της ποιήτριας, να δεις τις διακυμάνσεις της γραφής της, σαν να ‘ναι οι συσπάσεις της ψυχής της. Γίνεσαι ο καθρέφτης όπου μέσα του το είδωλο του δημιουργού και το είδωλο του αναγνώστη συμφύρονται. Τώρα ίσως μπορείς και να πεις τι θέλησε να μας καταθέσει και ό,τι της καίει επί του προσωπικού, αυτή η άρρωστη για το ωραίο, ψυχή του ποιητή -της ποιήτριας Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου θέλω να πω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου