Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Το περί εμαυτόν προλογύδριον της βραδιάς


Νιώθω αμήχανα εννοείται.
Είχα συνηθίσει να μιλώ για τους άλλους σε παρόμοιες τελετές τις οποίες διοργάνωνα είτε εξ επαγγέλματος κάποτε, είτε από φίλια διάθεση στο θέμα ή τον συγγραφέα ή μετείχα εν συνειδήσει σε συναντήσεις χρησιμοποιώντας όλη την κλίμακα του λόγου αλλά από το θετικό και παραπέρα. Ομως τώρα άλλοι μιλούν, μίλησαν ήδη για μένα. Να μην κάμω και τον σεμνότυφο και τον ακκιζόμενο πως δεν χρειαζόταν κ.λπ. Χρειαζόταν και παρά χρειαζόταν. Ζούμε και από τη συμπαθητική ματιά που μας ρίχνουν, ευτυχώς, οι άλλοι. Μ’ άρεσαν όσα είπαν είτε με κριτική είτε με ανθρώπινη διάσταση οι ομιλητές κι ευχαριστώ θερμά:
Τον λεξιλογιότατον (έμαθα λέξεις απ’ αυτόν), Γ. Σταματόπουλου που ήρθε από την Αθήνα· στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ από το μονόστηλο του αρχίζουμε, τον Αντώνη Κάλφα (γενική του Κάλφαντος) που αφίχθη από την Κατερίνη ακολουθώντας το δρόμο των ελληνικών στρατευμάτων του 1912 και τα στενά της Πόρτας, μέσω Σερβίων δηλαδή και Πλατανορεύματος από το οποίο έλκει τη πατρική του καταγωγή, απαρηγόρητος ότι μόλις επέστρεψε από τη γερμανική υπερορία, όπου ήταν εκούσια εξοστρακισμένος, έτοιμος κι ορμητικός και πάλι για συμπράξεις περι-δια-γραμμάτων· την κυρία Αναστασία Παληού που ήρθε από την οδό Φον Καραγιάννη 9 γειτόνισσα ενσώματη για χρόνια και εν ψυχή ακόμα πιο πολλά. Τους φίλους από τις γύρωθεν πόλεις, από το χωριό κι από αυτή την πόλη που τελικά αφού την κατοικούμε εντελώς, την αγαπούμε όλοι.
Τα έχουν αυτά οι αγαπητικές, παρόμοιες συνυπάρξεις που εκ προϊμίου σε αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενο εν μέρει έρευνας και εν μέρει, αλλά περισσότερο, ανθρώπινης εκτίμησης. Αν πω πως η σημερινή μου δημόσια εμφάνιση είναι η χιλιοστή αυτού του τρόπου θα φανεί φυσικά υπερβολή, αλλά ποιός θα το ελέγξει στο ανύπαρκτο δικαστήριο της ιστορίας, αφού μόνος μου φέρω το βάρος της αποδείξεως. Με την ίδια έπαρση κι αστήρικτη βεβαιότητα ισχυριζόμουν, πως μέχρι το δεύτερο έτος στο πανεπιστήμιο που κράτησε η ποδοσφαιρική μου σταδιοδρομία, είχα σημειώσει 1000 τέρματα στα αντίπαλα γκολπόστ, αποτελούμενα συνήθως από δυο πέτρες τέτοιες που βάζουν στα μνήματά τους οι φτωχοί μουσουλμάνοι. Από αυτές τις δύο, σε εισαγωγικά, «χιλιάδες», ποιά είναι αυτή που η μυρωδιά της με κάνει ένδον να κλαίω, κατά τον Μένη Κουμανταρέα; Τώρα την ποδοσφαιρική μου χρονο-μαθητεία νοσταλγώ σχεδόν αιματηρά, δηλαδή το χρόνο που έφυγε, δηλαδή τον τρόπο που δεν ξανάρχεται, δηλαδή το οριστικά απωλεσθέν είναι μιας φάσης του βίου μου που καλύπτει χρονικά μια γενιά και κάτι. Δεν ξέρω αν πότε μπορέσω να διατυπώσω και για την άλλη μου «χιλιάδα» παρόμοια νοσταλγία. Δεν είναι και απαραίτητο άλλωστε.
Κάτω απ’ αυτές τις αναπόδεικτες υπερβολές υπάρχει η αλήθεια του χρόνου που πέρασε και περνά εν βίω τέχνης και πράξης.
Ομως ένα ποίημα του Γαίητς από τότε που το διάβασα με προσγειώνει, αλλά όχι πάντα, με την αμείλικτη πραγματικότητα που περιέχει και που δεν θέλω να την αγγίζω. Μια στροφή του λέει:
Ολα τα έργα του διαβάστηκαν
και ύστερ’ από χρόνια κέρδισε
χρήματα αρκετά για τις ανάγκες του
και φίλους κέρδισε που ήταν φίλοι.
«Και τι μ’ αυτό» τραγούδησε το φάντασμα του Πλάτωνα
«και τι μ’ αυτό;»
Από τη στροφή κρατώ ως μόνη βεβαιότητα σήμερα το: «και φίλους κέρδισε που ήταν φίλοι», τ’ άλλα τα προσπερνώ ως ανυπόστατα. Απόψε νιώθω περισσότερο όχι αντικείμενο λογοτεχνικής διερεύνησης αλλά υποκείμενο φιλίας. Γι αυτό και σας ευχαριστώ.
Β.Π.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου