Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Οι ενιαύσιοι Πολυτεχνίτες

«Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» του Κάρλ Μάρξ
και η αθλιότητα του νυν και αεί «Πολυτεχνείου»


Του Β. Π. Καραγιάννη

Εβλεπα στην οθόνη του υπολογιστού και στην ακόμα πιο μικρή οθόνη ενός βίντεο της ελεύθερης τηλεόρασης (tvxs.gr), που έχει ξεκινήσει τον πλουν της εδώ και λίγο καιρό στον ωκεανό των ηλεκτρονικών διευθύνσεων κι εμπειριών ο Στέλιος Κούλογλου, ένα αφιέρωμα στο Πολυτεχνείο με αναδρομές εφ’ όλης της αντιδικτατορικής ύλης κ.λπ.

Μεταξύ άλλων αναφέρονταν και στην κηδεία του Γ. Σεφέρη το Σεπτέμβριο
του 1971 και στην τότε διαδήλωση κατά των συνταγματαρχών, στην οποία
μετεξελίχτηκε.Αφηγούνταν ο ηθοποιός Γ. Κοτανίδης , από τους
πρωταγωνιστές εκείνου του καιρού, ο οποίος έκανε και ιδιαίτερη μνεία
στη διήμερη κατάληψη της Νομικής, 21 Φεβρουαρίου 1973, ένα πρώτο και
κρίσιμο γεγονός στη μαζική αντιδικτατορική κίνηση των φοιτητών, το
οποίο παραγνωρίζεται στο τρέχον και ήδη θλιβερό, όπως το κατάντησαν,
αντιδικτατορικό εορτολόγιο. Μας ξαναθύμισε τη σκηνή την ώρα που έβγαινε
το φέρετρο από την εκκλησία στην οδόΚυδαθηναίων , όταν σ’ όλων τα
στόματα σαν αύρα περνούσε το τραγούδι του Θεοδωράκη κι ο στίχος του Γ.
Σεφέρη «Πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή”, και μέσα στο πλήθος
ξεχώρισε μια φιγούρα, ένας εντελώς ψηλός άνθρωπος που σηκώνοντας το
χέρι- γροθιά φώναξε: «Δημοκρατία!». («Αν μες στις φωνές που τα βράδιατρυπούνε ανελέητα τα τείχη/ Ξεχωρίσεις μια: Είν
’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές/ Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που
πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας».1) Κι ήταν αυτός ο ποιητής Μανόλης
Αναγνωστάκης· κι ήταν αυτό το έναυσμα της αντιδικτατορικής φόρτισης στη
συνέχεια της πορείας προς την αιωνιότητα της ψυχής του ποιητή και προς
το χώμα του σώματός του.
Σάββατο πρωί, 15 Νοεμβρίου, στην Αθήνα στο
δρόμο για το Πολυτεχνείο. Πρώτη φορά πήγαινα προς αυτό το μέρος να δω
κάτι από την ενιαύσιαθλιβεροσύνη του πλέον. Ηδη, μια πορεία βρισκόταν σε εξέλιξη. Ηταν
αλιείς –ψαράδες δηλαδή- που διαδήλωναν τα δίκαια της συντεχνίας τους·
προπορεύονταν ένας με ένα καπάκι από φέρετρο και πίσω του το κυρίως
σώμα αυτού, που το κρατούσαν τέσσερις, μέσα του δε δίχτυα κι άλλα
σύνεργα ψαρικής! Μια εκατοντάδα συγγενών- διαδηλωτών κήδευαν τα
κεκτημένα τους δικαιώματα από τα θανατηφόρα για την τάξη τους, μέτρα
του Υπουργείου Γεωργίας. Φώναζαν “Κάτω ο Κοντός», υφυπουργός Γεωργίας,
ο οποίος εκείνη την ώρα ήταν στα πάνω του,δηλονότι πάνω στο Ν. Κοζάνης,
συνοδός του κ. Πρωθυπουργού στην πορεία του για την επίλυση των εδώ
γεωργικών και κτηνοτροφικών ζητημάτων,όστις εκείνες τις μέρες, του κανονικού Πολυτεχνείου, ήταν μειράκιο μαθητικό, κάπως.
Το νυν «Πολυτεχνείον» στην Πατησίων ήταν απ’ άκρου εις άκρον κατειλημμένος από το ΚΚΕ και τα γενναία παιδιά της ΚΝΕ (90+40=130) χρόνια αγώνα, και παρά πίσω κάτι άλλες ομάδες που μόλις ξεμύτιζαν Πήγα, είδα, έφυγα. Ολη η αθλιότητα της καπηλείας στο μεγαλείο του. Ενιωσα μια ηθική ναυτία. Τι ήθελα εκεί; Καλά δεν πήγαινα ποτέ, σ’ αυτά τα σκυλευθέντα αμετάκλητα, μνημεία της νεότερής μας ιστορίας αλλά πρωτίστως και της μνήμης μας. Μου ‘ρθε στη σκέψη, ιδανικό στην παράφραση και μόνο του τίτλου του, το βιβλίο του Κ. Μάρξ:
«Η αθλιότητα της φιλοσοφίας» (1846-47), που διαπραγματεύεται και την
αθλιότητα της κανονικής ιδιοκτησίας, έτσι σε μια χοντρή χοντρή
γενίκευση). Συνειρμοί επίκαιροι επί το θλιβερόν πάντα, για όλες τις
φιλοσοφίες, πρακτικές και «ιδιοκτησίες» κυρίως των «αγώνων», αλλά λίγο
με νοιάζει πια, ακόμα κι αυτή η ούτω πως «Αθλιότητα του νυν και αεί
Πολυτεχνείου».
Στην “Αυγή” της Κυριακής ξεφύλλισα ένα μικρό
αφιέρωμα για το Πολυτεχνείο, με ποιήματα που γράφτηκαν μερικά χρόνια
ύστερα, όταν η ενθύμηση εκείνης της μέρας είχε ήδη πάρει την κατηφόρα
για να φτάσει στη σημερινή εξαθλίωση και την εντελώςαπαξίωσής της. Ενας
μαθητής στην τηλεόραση που το ρώτησαν τι έγινε τότε απάντησε: Έπεσε η
πόρτα του Πολυτεχνείου και σκότωσε χιλιάδες φοιτητές... Αυτός κι άλλοι
παρόμοιοιχαβαλέδες συμμετέχουν φυσικά στην ενιαύσια, σχολική εορτή των
καταλήψεων των σχολείων για μέρες· καλά κάνουν υπακούοντας στο κλίμα
της γενικευμένης πολιτικής, πνευματικής και κοινωνικής εξαθλίωσης.
Αλλά γιατί με εκφράζει αλήθεια η πίκρα κι η ελεγχόμενη ποιητική οργή του Μανόλη Αναγνωστάκη στο αφιέρωμα την οποία παραθέτω:

ΦΟΒΑΜΑΙ

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μία ωραία πρωία-μεσούντος κάποιου Ιουλίου-
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ’σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο
(το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983
και δημοσιεύτηκε στην Αυγή)

Δια του λόγου το ασφαλές κάθε χρόνο, 35 τώρα χρόνια, και τρεις χειρότερα, εννοείται.

1. Μ. Αναγνωστάκη «Χάρης 1944» Ποιήματα εκδ. 1971 Θεσσαλονίκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου