ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο κάμπος των ηλιοτροπίων
Απέραντη πεδιάδα κατάφυτη ηλιοτρόπια. Φυσάει αγέρας.
Λαμποκοπάει ο ήλιος. Τα ηλιοτρόπια τρέχουν, χορεύουν,
χειρονομούν με κυκλικές πυρκαγιές. Αστράφτει το τοπίο.
Αρπάζει ο αγέρας τα μαλλιά της Βάννας. Τα μαλλιά της
σαν χέρια αρσενικά τριχωτά της τυλίγουνε τ’ όμορφο πρόσωπο. Βάννα,
φυλάξου, θα σε πάρει ο αγέρας κρατήσου
εδώ, απ’ τα κάγκελα της γέφυρας· φυλάξου, σου λέω· τα ηλιοτρόπια
έρχονται να σε πάρουν, να σε κρύψουν στη χρυσή τους φαμίλια,
να σε κάνουν και σένα ένα ψηλόλιγνο ηλιοτρόπιο γερμένο ελαφρά προς τον ήλιο.
Α, τα ηλιοτρόπια,
αυτά που φτιάχνουν το σπορέλαιο για το δείπνο των βοσκών και των ψαράδων
αυτά που φτιάχνουνε τους πασατέμπους να μασάνε τα κορίτσια στους υπαίθριους κινηματογράφους,
αυτά που φτιάχνουμε μυριάδες φάσματα μαλαματένια στον αέρα και στη μνήμη,
χωρίς ν’ αφήνουν πια καθόλου θέση για τη θλίψη. Κι η θλίψη
κάθεται καταμόναχη πλάι στο ποτάμι και κλαίει
εγκαταλελειμμένη κι από την ποίηση, την τελευταία της φίλη.
Καληνύχτισμα
Μητέρα νύχτα, νύχτα του παντός, με τα τριζόνια και τ’ αστέρια στα μαλλιά σου,
με τα πουλιά και τα τραγούδια κοιμισμένα στον κόρφο σου, Μητέρα νύχτα,
όλα είναι ήσυχα, ωραία, ευτυχή, σαν ένας έρωτας τυραννικός που έχει τελειώσει
και το κρεβάτι πια δε θυμίζει, παρ’ ότι τα ίχνη
φαίνονται ακόμη στο προσκέφαλο και στο κάτω σεντόνι· - δε θυμίζει.
Μένει μονάχα ο έρωτας απρόσωπος αναμενόμενος, ακέριος.
Το πλοίο φεύγει. Βγάζουμε τα μαύρα μας γυαλιά. Καληνύχτα σου νύχτα.
Το άγαλμα στη βροχή
Καλοκαιριάτικες βροχές. Το άγαλμα βρέχεται ολόσωμο. Χαμογελάει.
Μικρά ποτάμια κυλούν απ’ τα μαλλιά του, απ’ το πιγούνι του, απ’ τους ώμους,
απ’ την κοιλιά, απ’ τα σκέλη, απ’ τα γόνατα. Χαμογελάει
άτρωτο απ’ τη βροχή και το χρόνο. Τα μάτια του αγονάτιστα
στο εδώ και στο πέρα. Ποιός να το ‘φτιαξε τάχα;
πότε; και που; Μήπως εκείνοι; εσείς; εμείς; εγώ; Μήπως
είναι το σύνορο του ασύνορου κόσμου, η μήπως είναι
η ενότητα του κόσμου;
Σταμάτησε η βροχή. Λάμπει ο ήλιος.
Λάμπει βρεγμένο το άγαλμα ολόγυμνο. Το κοιτάζω κρυφά. Διακρίνω:
τα νύχια μεγαλώνουνε στ’ αριστερό του χέρι που κρατάει
ένα μεγάλο καταπόρφυρο σταφύλι.
Πλάι του περνάνε πολυθόρυβα δώδεκα φορτηγά κατάφορτα καρπούζια.
Στην Ασσίζη
Τοιχογραφίες του Τζιότο· σκάλες, τουρισμός· πλακόστρωτοι δρόμοι
Ο στάβλος που γεννήθηκε ο Αγιος Φραγκίσκος. Μπήκαμε
στο δωρικό ναό της Θεοτόκου. Μαύρες πανύψηλες κολώνες.
Μεγάλη, σκοτεινή σιωπή. Η μυρωδιά μιας ανθοδέσμης
από σαρκώδη ολόλευκα κρίνα ανακατεύονταν μ’ εκείνη την άλλη
μυρωδιά σάπιου ξύλου, κεριού και μεταχειρισμένων χάλκινων νομισμάτων.
Εξω, στη λιακάδα,
η βοή των τουριστών κι ο θόρυβος της κρήνης των λεόντων·
ύστερα ακούστηκε η τραγουδιστή φωνή μιας μικρής Ιταλιάνας που πουλούσε
τούλινα σακουλάκια, σαν τις μπομπονιέρες, με λεβάντα για το σκόρο·-
ίσως και να ‘ταν
κείνη η λεβάντα (ή μήπως δάφνη;) που τόσο συνηθίζουν
να χρησιμοποιούν οι ποιητές εναντίον του θανάτου. Εσύ που ξέρεις -ξανάπε-
τη σημάδια των ελάχιστων κινήσεων, ήχων, πράξεων, καταλαβαίνεις.
ΟΥΤΟΠΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠήρες να διαβάσεις αυτό το ποίημα,
να μεταμορφώσεις τις στιγμές σου
στίχο στίχο.
Περιμένεις ν’ ανακαλύψεις
μαύρους δρόμους που αλλάζουνε
σε χωματόδρομους,
φθαρμένες σημαίες
δημόσιων υπηρεσιών
που ζωηρεύουν ηρωικά,
αυθόρμητες διαδηλώσεις
ευσυνείδητων συμπολιτών,
αλλά
δε μας χρειάζονται οι ουτοπίες.
Σ’ αυτή τη σελίδα,
κάθομαι απέναντί σου
και σε κοιτάζω ίσια στα μάτια
-θαρρώ πως μοναχά
μ’ αυτό το τρίστιχο
σώζεται το ποίημα κι η κατάσταση.
Φιλικά
Θοδωρής Βοριάς