ΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΥΛΑ
ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ
Μετά την απόφαση
-τίνος;-
να μεταφερθεί παραπλεύρως
στην ισόγεια μνήμη του θανάτου
το όνομά σου
σείστηκε το διατηρητέο νόημα
του παλιού σπιτιού
σα χαλασμένο δόντι έτοιμο να πέσει
κουνιόντουσαν οι τοίχοι
άδειαζαν τα κάδρα
ένας πανικός μαδούσε
τα ανοιξιάτικα τοπία
ψυχραιμία παρακαλώ ψυχραιμία
συμβούλευε η νεκρή τους φύση
εκκενώστε το ταβάνι, βυθίζεται
ειδοποιούσα τις απλανείς μας εκεί πάνω
αναχωρήσεις
και μεταφερθήκαμε παραπλεύρως
ακριβώς
δύο τρία σπίτια παρά κεί
πολύ κοντά
πιο μακριά ο άνθρωπος
από αυτό που φτιάχτηκε
δεν πάει
κι έτσι δεν απομακρύνθηκα
κάθε πρωί να βλέπω
της βυσσινί ρόμπας σου
το λιωμένο χέρι
ν’ ανοίγει της συνήθειας το παλιό παράθυρο
κι όλο κάθε πρωί να λέω: έλιωσε πάει
να θυμηθώ αύριο εξάπαντος
κάθε πρωί το ίδιο λιωμένο χέρι
της ρόμπας σου
κι όλο αρνούμαι, αναβάλλω
να αντικαταστήσω
αυτή την παλιά εφθαρμένη οδύνη
με μία καινούργια
βλέπεις τόσο μόνο, έως παραπλεύρως
λίγο πριν την αλήθεια.
Πιο πέρα
δειλιάζει ο άνθρωπος δε μεταφέρεται.
***
ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΕ ΜΕ
Όχι ο ύπνος. Ο ούριος άνεμος
φέρνει τα όνειρα
αυτός που έστειλαν οι θεοί
να βυθίσει την άπνοια
ν’ αλυσοδέσει τη φουρτούνα
ώστε ταχύς και ανεμπόδιστος
να πλεύσει ο χωρισμός του Οδυσσέα
από την Καλυψώ
σε κείνην δε αυστηρά διεμήνυσαν
«Φτάνει.
Έτη επτά τον κράτησες αιχμάλωτο
στου ερωτά σου τη σπηλιά.
Διάστημα μεγάλο που κουράζει
και το εφικτό και το ανέφικτο.»
Υπέκυψε η Καλυψώ
αλλά εντός της θρήνος.
Άκουγε κείνος ο φταίχτης
ο ούριος για τους χωρισμούς άνεμος
τον έζωσε μία θυελλώδης ενοχή
μη δέρνεσαι
θα ναυπηγήσω όνειρα της έταξε
για την παράνομη επιστροφή του Οδυσσέα κοντά σου
νύχτα θα σου τον φέρνουνε
αφώτηγο θα σου τονε στερούν.
Από τότε σιωπηρά καθιερώθηκε
με αυτό το μέσον
μέσω δηλαδή των τύψεων της πραγματικότητας
να εξυπηρετούνται πέρα δώθε
και τα δικά μας όνειρα.
Αληθεύει άραγε η επιστροφή;
Δευτερεύον πόθος.
Προέχει
αυτό το ονειρώδες πηγαινέλα
των ονείρων ν’ αληθεύει.
***
ΤΟ ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Η φαντασία
-απόφοιτος του Πλάστη
γόνος του παραλογισμού
και της υπεροψίας-
σε κοίταξε εξονυχιστικά και είπε
«δε μου ταιριάζεις είσαι αβλαβής.
Σε κίνδυνο θα σε μεταμορφώσω
με τον πιο ταχύ και αλάνθαστο τρόπο:
αγαπώντας σε.
Θηρίο θα σε σκηνοθετήσω
σε απόσταση μάχης
να μου ξεφεύγουν
οι βρυχηθμοί των ελιγμών σου
να υπερπηδούν το λάκκο που ‘χω σκάψει
σκεπασμένον
με απατηλή στερεότητα κλαδιών
γνωστή παγίδα για τη θήρα
ζωώδους αγριότητας».
Έτσι έγινε
κι έρχεσαι τώρα εσύ επίπλαστο θηρίο
και μου ζητάς εμένα το λόγο
με πιο δικαίωμα σε άλλαξα
από λαγό σε σαρκοβόρο
λες και σ’ ερωτεύτηκα εγώ.
Τα παράπονά σου στη φαντασία.
Αυτή εξευρίσκει λάλημα
όταν δεν ξημερώνει.
Να την ευγνωμονείς.
Αν η φαντασία δε σκηνοθετούσε
υπαρκτόν θηριώδη τον έρωτα
ποτέ καμία πραγματικότης
δε θα μας είχε αγαπήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου