Τετάρτη 1 Αυγούστου 2007

Περι του Π.Β.Πασχου

Ο λανθάνων στην «Μικρή αιωνιότητα» Π. Β. Πάσχος κ.λπ.
Του Β.Π. Καραγιάννη

Το πρόσωπο σου μ’ έλκει με μαγνήτες
αμέτρητους και πως ν’ αντισταθώ
στη φλόγα που με καίει και που με σπρώχνει:
να σε σιμώσω πιο βαθιά κι από το ένδυμά σου,
πιο μέσα κι απ’ τη βελουδένια επιδερμίδα,
πιο πέρα κι απ’ το στήθος σου και το μεδούλι,
ακόμα πιο βαθιά κι απ’ την καρδιά, που βλέπει
με τα δικά της μάτια την αιωνιότητα

Παίρνοντας στην κυριολεξία αλλά και στη μεταφορά του κυρίως, τον τίτλο του βιβλίου, που απόψε δίνουμε μια έμφαση παρουσίασης στο ευλαβές κοινό, διάκονοι ημείς μιας φιλικής, συγγενικής εκ πνευματικής αιτίας, όσοι μύστες και όποιοι θαυμαστές του έργου του περί ου ο λόγος λογίου και ήδη ομοτίμου καθηγητού, οι μεν της παρουσίασης δια της άμεσης αλλά και δια της πλαγίας προσφυγής σ’ αυτό, οι δε αγαπητοί κ.κ. ακροατές δια της εγκάρδιας, φιλίας, ου μην αλλά και στωικής συμμετοχής σ’ αυτό το λόγιον υπερώον λόγου και πράξης, πήρα το λοιπόν τους δρόμους και τα μονοπάτια για να βρεθώ σ’ αυτό το άλσος της λογοτεχνίας μιας εντελώς αγαπημένης για μένα, και της ευμενώς ουδέτερης, πάλι για μένα, θεολογίας.
Στην αποψινή Επιφάνεια και Επίσημη πρώτη του βιβλίου «Μονοπάτια στο άλσος θεολογίας και λογοτεχνίας» με τις εισηγήσεις και τα σχόλια περί του και των έργων του ομότιμου πολυ-λογίου αισθάνομαι, να έρχομαι κατευθείαν από την σ’ αυτό κειμένη, εργασία με την επωνυμία: «Η Λευκοπηγή του Π. Β. Πάσχου» του αξιοτίμου ποιητού και πεζογράφου κυρίου Αλεξάνδρου Κοσματόπουλου, μέλος κι αυτή των δώδεκα εισηγήσεων και τριών συνεντεύξεων του περί ου, οι οποίες αποτελούν τη δεύτερη, χρηστή και κατά τι μικρότερη ενότητα αγαπητικών ευλογηταρίων και δοξαστικών σχολιο-γραφημάτων, προς τον καθηγητή, ποιητή, συγγραφέα και ψάλτη.
Αρα κατέχομαι από έναν άλλον αέρα και με ελαφρώς διαφορετικό άνεμο έρχομαι, ότι από της βόρειας Ελλάδας, της Δ. Μακεδονίας, δηλαδή εκ Λευκοπηγής Κοζάνης ορμώμενος κι αλληλο-περιχωρούμενος διαρκώς, κοινή γενέτειρα αφετηρία ημών του ελάσσονος και Αυτού του μέγιστου επί των γραμμάτων, μεταφέρω στη χάρη σας και σε όσους είναι γεωγραφικά οικεία η Λευκοπηγή, το άρωμα της χαρμολύπης της, τον πόνο της στερεμένης νερού Μάνας - πηγής και μάνας Μνήμης και πληγής, το εντελώς πράσινο της τώρα φύσης, λίγο πριν ο ήπιος λίβας το θερίσει με τ’ άγριο, κίτρινο, ώριμο χτύπημα. Τον χτύπο της μοναχικής καμπάνας κρεμασμένης στο καραγάτσι του αγίου Παντελήμονος με το «Πικρό Ψαλτήρι»· το αντίδωρο του Τιμίου Προδρόμου, όπου μετά το σεισμικό χορόδραμα εγκαταβιώνει με τους κάπως τώρα απρόσωπους αγίους του, χαμένους στην ιερή και άγρια έρημο του ασβεστοκονιάματος αλλά και της ακηδίας της βυζαντινής αρχαιολογικής υπηρεσίας, η οποία κατάφερε κάτι πολύ εύκολο γι’ αυτήν, για χρόνια τώρα να μην επισκευάζεται ο περίβολος του ναού. Από τη Λευκοπηγή των οικείων, αγαπημένων, κεκοιμημένων του Π. Β. Πάσχου, που συνεχώς ανακαλεί στις ποιητικές του προσευχές ότι, όπως έχει λεχτεί και το μεταφέρει στο άρθρο του ο Αλ. Κοσματόπουλος «...Η προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων αποτελεί την πλέον ανιδιοτελή μορφή αγάπης. Πέρα από την εισπνοή και εκπνοή, δεν υπάρχει κανένα είδους δούναι και λαβείν».
Κατερχόμενοι για ενδελεχέστερη γνώση του εν Λόγω, μετά τους θεωρητικούς κι ογκώδεις αμητούς αλλά και τα λιγνότερα σαν το σημερινό, δεμάτια από κείμενα, στον τόπο της ενσώματης κι από φυλακής πρωίας του, στις ατραπούς, τα μονοπάτια, τα άλση του πνευματικού λειμώνα, διαπιστώνουμε πως κι αυτός είναι ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από και προς τη Λευκοπηγή -συνήθως ανεβαίνει- έργω ή διανοία. Μαζί με τον Τ. Σινόπουλο, το Γιώργη Παυλόπουλο εκ Πύργου κι άλλους που έκαναν και το θεμελιακό αίτιον του μικρού τόπου τους, μαζί με τους άλλους άγριους ψυχικούς ερεθισμούς έως αιματοπυρώσεως, πατρίδα μεγάλης κι αισθαντικής ποίησης λόγου, αλλά και πράξη αιματηρής νοσταλγίας χωρίς θύματα.
Ετσι ο Π. Β. Πάσχος «Ανεβαίνοντας», σημειώνει στη συλλογή του «Στη ρίζα του νερού, στην πέτρα», τα ποιήματα ένθα η χαρμολύπη της επιστροφής νοτίζει έως πνιγμού δακρύων τον ποιητή, αλλά κι όσους ζουν παράλληλες διαθέσεις στην όποια οικεία τους ξένη χώρα.
Χρυσή και πράσιν’ η πλαγιά μου απλώνει
τα χέρια της. Βαθιά που είναι η φωνή της!
Φεύγοντας απ’ τη μέγγενη της πολιτείας
νιώθω φτερά στα πόδια και στην πλάτη.
Στο στήθος του βουνού, πάνω στα χόρτα
και κάτω απ’ τα δέντρα, βασιλεύει
μια τρυφερότητα που ήμερ’ αναβλύζει
από ανάσες μυστικές, που μόλις
βγήκαν απ’ της σιωπής την άχραντη
πηγή, μ’ άρρητη μουσική, γλυκύτατη!
Αλλάζω στασίδι και πόδι.
Λέω να σταθώ λίγο, όσο μου ανήκει ως χρόνος, σ’ ένα κάπως άγνωστο βιβλίο του σ. που αποτελεί όμως άδηλο μέρος των εκδοθέντων βιβλίων κι εργασιών του, τα οποία ξεπέρασαν συν θεώ, αισίως τον αριθμό των 104 με το αναρίθμητο παρόν, κι αποτελούν όλα μια θημωνιά έντεχνου, μεστού λόγου επιστήμης και λογοτεχνίας. Στο κυκλοφοριακό σκιόφως αφημένο το βιβλίο αυτό, αλλά να σημαίνει κάποια και να παρασημαίνει ακόμα περισσότερα. Και κάτι μυστηριακό, το κρυπτικό να το διαβρέχει. Δεν υπάρχει στην καταλογάδην και πιο πρόσφατη καταγραφή των έργων του Π. Β. Πάσχου, το σημερινό βιβλίο, επομένως μπορούμε να το αριθμήσουμε αλλά και να το βαθμολογήσουμε με όποια σειρά θέλουμε. Εχει μια ελευθερία κατάταξης, ελεύθερος σκοπευτής ή καθώς λέγαμε στο χωριό όταν κάναμε το ποδοσφαιρικό διπλό στην πλατεία, στην οποία δεν έπαιξε ποτέ μπάλα ο ποιητής, καθότι στα ψαλτήρια περιεβόμβιζε και στα βουνά αυλητής ποιμνίων και θείων αίνων, και μοιραζόμασταν εξ ίσου οι ομάδες, όταν περίσσευε ένας, αυτός θα χτυπούσε όπου ήθελε, ελεύθερος πάσης δεσμεύσεως από την ομαδικότητα. Το βιβλίο αυτό χτυπά παντού κι ανεξαρτήτως συναισθηματικού ρέζους, σημειώνει τέρματα.
Μιλώ για το βιβλίο «Μικρή αιωνιότητα», που ο συγγραφέας του, ένας παγκοσμίου άγνωστος, Ι. Χατζη-Αδαμίδης, ξετυλίγει τους ερωτικούς αναβαθμούς της ψυχής του με διακριτικότητα, λυρική δύναμη, γνώση της γραφής και ευαισθησίας σε γλώσσα γαλλική -που στην μετάφρασή της από τον Π.Β.Π. νομίζεις πως είναι η γλώσσα του πρωτότυπου, συλλογή η οποία σ’ αφήνει σιωπηλό. Μ’ αυτή βρίσκεσαι στο δι’ ελαίου και φόβου ανήλεον έλεος της ποίησης, κι ανυπεράσπιστος μπροστά σε μια ωραιότητα λόγου, διατελείς εν συναισθηματική διαλύσει και ακατάσχετη διαχύσει τρυφερότητας. Που ήταν αυτός και τι ήταν αυτός, αναρωτιέσαι; Αν τ’ ακούσεις δεν μπορείς ούτε και να χειροκροτήσεις, γιατί η συγκίνηση δεν επιτρέπει τέτοιες διαλυτικές εξωτερικεύσεις, σε απορροφά σαν δίνη απωλείας ή μήπως μήτρα δημιουργίας, καθώς σε διαποτίζουν οι χαμηλο-τονο-υψηλόφρονοι στίχοι του. Αυτόν τον ποιητικά πολύτιμο λίθο, ο Π.Β.Π. βρήκε στα γαλλικά, τον μετέφρασε και τον Απόδοσε. Σε μια μεταφορική διάσταση, μετά την πρώτη γιορτή και την εκ νέου δοξαστική επανάληψή της, η Απόδοση γίνεται στο βιβλίο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπερδεύει τον αναγνώστη περί του ποιός είναι ο πραγματικός συγγραφέας, ο επώνυμος μεταφραστής ή ο ανώνυμος μεταφραζόμενος.
Είναι μια έκδοση στην οποία διακρίνουμε πολλά επίπεδα τόπων και τρόπων: α) του εντελώς οικείου τόπου του σ., του μεταφραστή, θέλω να πω, αφού έχει ως εκδοτική αφετηρία το κάποτε ΙΝΒΑ της πόλεως Κοζάνης και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, (νομαρχούντος του κ. Πασχάλη Μηλτιάγκα εκλεγμένου διοικητικού μαικήνα των γραμμάτων) του αυτού νομού ως οικονομικού χορηγού της β) εκδίδεται, χωρίς να φαίνεται εκεί όπου συνήθως φιγουράρουν τα εκδοτήρια ονόματα, με την επιμέλεια και τη φροντίδα του εκδόσαντος πλείστα όσα βιβλία του Π.Β. Πάσχου, εκδοτικού Αρμού, κι αποψινού αμφυτρίωνος, γ) σε τρίτο επίπεδο και το πιο ενδιαφέρον είναι ένα ποιητικό βιβλίο του κόσμου, αφού ο ποιητής έζησε, και διέλαμψε στην αγνωσία του, δέθηκε (και χάθηκε) με τη γαλλική αίσθηση των πραγμάτων. Από κει μας εξαπέστειλε, αφανώς επί του προσωπικού και εμφανώς επί του πνευματικού, τα θεία δώρα, δια ειδικού αγγελιοφόρου μεταφραστή.
Είναι μια συλλογή με καμιά σαρανταριά ποιήματα ερωτικού λόγου του οποίου η ευγένεια, η λεπτότητα, η στιλπνότητα τους, τα κατατάσσει στα ιδιόμελα μιας ξεχωριστής ερωτικής ακολουθίας, στην οποία μπορεί να μετέχει καθένας, ένθεος και άθεος, πιστός ή αδιάφορος, και μάλιστα να μεταλάβει απ’ αυτά, ανεξομολόγητος αμαρτιών κι ασυγχώρητος ολισθημάτων, ότι μια τέτοια αγάπη όλους μας χωρεί από μόνη της κι εξ ορισμού, κι ο τοιούτος έρωτας εκ της μετουσιώσεως, μεταρσιώνει όσους τον μετέρχονται.
Μια χωματένια πύλη ανοίγει απόψε ο έρωτας
για να περάσουμε μαζί σ’ ένα άλλο κόσμο.
Μοσκοβολούν τα μύρα του κορμιού σου
κι από το φως που τα λυτά μαλλιά σου χύνουν
η κάμαρη κ’ η νύχτα γέμισαν πουλιά.
Τα ποιήματα απλά, κατανοητά όπως οι προσευχές αλλά και λειτουργικά και λυτρωτικά όσο κι αυτές. Αναδίνουν ένα άρωμα γνήσιου, χειροποίητου, αγιορείτικου θυμιάματος κι όχι βιοτεχνικής παρασκευής και βοούν μια αλήθεια ελεγχόμενου κι αξιόπρεπους σπαραγμού, που σε γεμίζουν με μια μελαγχολική ευφορία κατανύξεως. Υπ’ αυτές τις συνθήκες λόγου και αισθήματος το ερωτικό ατελέσφορο κι απραγματοποίητο είναι μιας δεύτερης διαλογής προτεραιότητα ή απουσία, αφού ουσία είναι μόνον ο λόγος κι ο λόγος στη «Μικρή αιωνιότητα» σαρξ εγένετο.
Ο άγνωστος ποιητής, μέτοικος εν ζωή στη Γαλλία κι οριστικός μέτοχος μιας μικρής αλλά διαρκούς αιωνιότητος, δια της γραφής, έγραψε στη γαλλική και τα χειρόγραφά του τα παρέδωσε στον μεταφραστή για να τα ενδύσει με νεοελληνικό, λυρικό λόγο. Αυτό το απλό κατ’ αρχήν θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι γνώριμη συνθήκη γραφής στη λογοτεχνία, παγκόσμια κι ημέτερη. Η ένα συγκαλυπτικό σύνηθες. Κύριος οίδε κι αυτό ίσως το δούμε αργοτερότερον. Επί του παρόντος ο Π.Β.Π. ευρών «πρασίνην πέτρα» και «σπεύσε» του Γιωργο-Αλέξανδρου Ζορμπά προς Ν. Καζαντζάκη», έλαβε καιρό και τα άρπαξε, όπως αρπάζεις ό,τι πολύτιμο βρίσκεις τυχαία και νιώθεις να σου ανήκει κατά κυριότητα. Οπως λ.χ άρπαξε, κι ευτυχώς, από το μοναστήρι της Ζάβορδας, στα δικά μας μέρη, ο Λίνος Πολίτης το «Λεξικό του Φωτίου» ή ο ακόμα πιο δικός μας Ν. Π. Δελιαλής, ένας μπορχεσιανός ασπάλακας της εντύπου γνώσεως, βιβλιοφύλαξ της Βιβλιοθήκης Κοζάνης κι ομηρικός Αργος της, τον «Κώδικα της Ζάβορδας». Τα έσωσαν, και τα έδωσαν σε κοινή επιστημονική χρήση και ιδιωτική απόλαυση. Ετσι κι ο ημέτερος τα χειρόγραφα παρότι του τα έδωσε ο αφανής και μηδέποτε αναφανής ποιητής, τα πήρε με λαχτάρα, αντικείμενο έρωτος, και τα μετέφρασε από της δύσης την κοινή ομιλία στην καθ’ ημάς ομιλουμένη της ανατολής ευλαλία. Και τα απόδοσε γράφει στο εξώφυλλο. Η Απόδοση μεγάλης εορτής -πριν λίγο εορτάσαμε αυτήν του Πάσχα- γίνεται προς ανάμνηση του εορταστικού συμβεβηκός. Αν θεωρήσουμε της «Μικρής αιωνιότητας» τη διαδρομή δηλαδή του γαλλικού λόγου στα πανανθρώπινα μονοπάτια της ευαισθησίας και στου ερωτικού συναισθήματος τη μεγάλη γιορτή, η Απόδοση της, στην ελληνική είναι η ταυτόσημη επανάληψη της ίδιας ακολουθίας κατά τον εκκλησιολογικό τρόπο. Πρώτο κι ύστερο, πρότυπο κι αποδοθέν, είναι τώρα ένα και το αυτό. Υπάρχει τέτοια ταύτιση γενεσιουργού λόγου που απλά μια διαφορά χρόνου τα χωρίζει και βιώνει μια γιορτή αναγνωστικής ιεροπραξίας, όποιος μετέρχεται και μετέχει μιας «μικρής αιωνιότητας» ως εκ τούτου και δια της ερωτικής μελαγχολίας που εκπνέουν στα πρόσωπα του αναγνώστη κι ιδίως σε πρόσωπα φαγωμένα κάπως από το οικείο και γλυκό αυτό μαρτύριο.
Σε ποιόν ανήκει το λοιπόν επί αυτής της εκδοτικής γης αλλά κι επί όποιας αθανασίας λόγου η «Μικρή αιωνιότητα». Στον ποιητή ή στον αποδόσαντα καλύτερα του πρωτοτύπου, μεταφραστή τους.
Ερώτημα που μπορούσε να εγείρει από σοβαρά ζητήματα έως καθόλου.
Ανήκει στους αναγνώστες εκείνους που είχαν την τύχη να το βρουν, να το διαβάσουν, να το ξεχάσουν, να το νοσταλγήσουν και να επιστρέψουν εκ νέου.

***

Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Π. Β. Πάσχου: «Μονοπάτια στο άλσος θεολογίας και λογοτεχνίας· Επιλογή δοκιμιακών-κριτικών κειμένων· κ’ ένα επίμετρο με τρεις συνεντεύξεις του Π. Β. Πάσχου”. που έγινε στην αίθουσα διαλέξεων του βιβλιοπωλείου «Αρμός» της Αθήνας, την 5η Ιουνίου 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου