Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Η Γαλλία σε δύο επίπεδα επί έξι μερόνυχτα

Η Γαλλία σε δύο επίπεδα επί έξι μερόνυχτα

Του Β. Π. Καραγιάννη

Μια ανεξίτηλη ασφυξιογόνος μνήμη εκ πολυ-ανθρωπισμού, Καθαρά Δευτέρα κάποια, προ ευ-μνημονεύτων χρόνων. Στον δημόσιο δρόμο μπροστά από το σινεμά «Αστρον» μια ανθρώπινη μάζα πάει κι έρχεται, πολτός λάσπης με την οποία στα χωριά, τότε, κόβανε πληθιά. Φωνές, βρισιές, σπρώξιμο, διαγκωνισμοί. Μες στο χυλό κι εγώ. Πνίγομαι δεν μπορώ ν’ ανασάνω. Φωνάζω· δεν μου φτάνει ο μολυσμένος ανθρωπο-αέρας της καθαρής μέρας. Με πνίγουν γενικά οι απελπισμένες ανθρωπο-συνυπάρξεις, που τις διακατέχει ένας πανικός προτεραιότητας, ένα βιαστικό τίποτε για τη διεκδίκηση ενός εφήμερου τώρα. Ακόμα ν’ ανοίξουν οι πόρτες για το εισιτήριο και για την αίθουσα. Η πιο απαίσια ημέρα της ζωής· ακόμα θυμάμαι που κυμάτιζα για να δω την ταινία «Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου». Για την απόβαση στη Νορμανδία ο κινηματογραφικός λόγος.
Κοιτώντας τώρα εκείνη την παραλία αφ’ υψηλού επισκέπτης της -μια από κείνες που έδειχνε η ταινία- η ομίχλη στο βάθος δεν σ’ επιτρέπει να δεις τίποτε· το νερό της βόρειας θάλασσας ξεπλυμένο όπως οι όψεις των βορείων γυναικών. Υγρασία κι ο σβέρκος μ’ ενοχλεί όλες τις μέρες. Το αμερικάνικο νεκροταφείο με τους 9 χιλ. τόσους σταυρούς - μνήματα στρατιωτών· κάπου κάπου και κανένα άστρο του Δαβίδ να διασπά τη μονοτονία του εύτακτου κι αποστειρωμένου πένθους. Τάξη και συμμετρία απόλυτη, ησυχία, μόνο το ψιλόβροχο ακούγεται στη σκέψη μας -τι ωραία που με νοτίζει- παρότι οι τάφοι ποδοπατούνται από τουρίστες σεμνούς σαν τους πετεινούς της Ιερουσαλήμ τη Μεγάλη βδομάδα. Ενα απέραντο λιβάδι σπαρμένο σκοτωμένους. Στη μέση το γραφείο πληροφοριών με φωτογραφίες των Μπους και Πάουελ, ως επιμελητών άλλων νεκροταφείων σήμερα. Ενας Σκωτσέζος με φούστα, στο κεντρικό μνημείο ενός γιγαντιαίου μπρούντζινου γυμνού νέου, παίζει με τη γκάιντα, εις επήκοον πολλών μας, κάτι δικό του· τελειώνει, χαιρετά, φεύγει· φεύγουμε.
Μπαινοβγαίνουμε στα μπούνκερ με τα κανόνια που θα υπερασπίζονταν την παραλία! Ποιος θα μπορούσε, όμως, ν’ αντισταθεί σ’ εκείνη την παλίρροια των προορισμένων να χαθούν.
Στην μικρή πόλη «Αγία Μητέρα Εκκλησία» -το γράφω στην ελληνική ερμηνεία της- είδα τη σκηνή του έργου με τον κρεμασμένο αλεξιπτωτιστή στο καμπαναριό της εκκλησίας που έπεσε τη νύχτα της απόβασης και κουφάθηκε από τον ήχο. Τώρα υπάρχει ένα διαρκές σκηνικό της σκηνής, ένα πλαστικό του ομοίωμα, που αιωρείται στο διαρκές προσκύνημα των τουριστών. Παντού πινακίδες με αριθμούς νεκρών στρατιωτών κι ούτε ένας Γάλλος. Αλήθεια πού πολέμησαν αυτοί; Στο πουθενά της σύγχρονης ιστορίας και στον τόπο τους.
Ο φάρος της Γκαντβίλ δεν είναι «Ο φάρος στη άκρη του κόσμου» -νάτος ο Ιούλιος Βέρν που μου προέκυψε παρότι δεν μας βγάζει ο δρόμος της επίσκεψης στην γενέθλια Αμιένη του- κι είχα ως αναμνηστικά τα γραμματόσημα που αγόρασα αφιερωμένα σ’ αυτόν, από το Μοντ Σαιν Μισέλ. Προτιμώ ν’ ανέβω το φάρο 75 μέτρα, 365 σκαλιά παρά τον Πύργο του Αϊφελ, όχι λόγω ύψους· η ευτυχία είναι ζήτημα ύψους μόνο στον ...Καρυωτάκη αλλά το ζήτημα εδώ είναι τι βλέπεις εξ ύψους νοητού. Η θέα εκ του φάρου είναι μια θέαση προς το ανόθευτο απέραντο της θάλασσας και της ξηράς σε διαλεκτική συσχέτιση, ενώ εκ του πύργου είναι μια όραση απρόσωπη από χιλιάδες τεφρές σκεπές εποχής. Μου αρκεί η από Σάκρε Κέρ κατόπτευση του Παρισιού που έχει θρησκευτική υποβλητικότητα πίσω σου συνεπικουρούμενη με την καλλιτεχνική, πολυεθνική μοναδικότητα και μοναχικότητα της Μονμάρτρ των ζωγράφων κλπ. Το φυτό που ζει στην εκεί θάλασσα του βορρά ονομάζεται «όμπιον γκλίνετ» κάτι σαν τη γλιστρίδα, το λένε έτσι διότι όταν περπατάς πάνω του με πλαστικά παπούτσια κάνει γκλιν γκλιν. Οι ωραίοι Γάλλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, όταν περπατάς δίπλα τους δεν κάνουν έτσι, αλλά εγώ έτσι τους ακούω σπουδάζων δίπλα τους την ωραιότερη γλώσσα του κόσμου, αυτή της σιωπής. Τέλος· με δίψασε πολύ αυτή η θάλασσα.
Φτάσαμε οδικώς στη Νορμανδία μετά από την πτήση. Εισβάλαμε δηλονότι κατά την αντίθετη φορά από ‘κείνη των ελευθερωτών εισβολέων.
Κι λίγο πριν την πόλη, μέσα από άγριους καιρούς του απογεύματος, άκουσα από τον Σ.Κ, -ποιον άλλον;- την είδηση από το κινητό του θανάτου του Μανόλη Αναγνωστάκη. Φορτώθηκα έτσι απ’ την αρχή του ταξιδιού ένα πρόσθετο φόρτωμα λύπης.
Την αύριο στο Μοντ Σαιν Μισέλ. Αυτός ο μπαρόκ βράχος στη θάλασσα που θαρρείς ότι είναι εκεί ριγμένος από θεούς πρωτόγονους αλλά φτιαγμένος από ακόμα πιο ανώτερη ανθρώπινη θέληση και θεία επίνευση, άλλοτε είναι νησί κι άλλοτε ακρωτήρι, ανάλογα με τα κέφια της παλίρροιας που μας υποδέχτηκε τραβώντας τα νερά της, για να παρκάρει στο υγρό ακόμα τσιμέντο, το αυτοκίνητό μας. Και χιλιάδες άλλα τροχοφόρα και δίποδα τουριστο-όντα που ανεβαίνουν προς μια ανάταση. Το γρανιτένιο μοναστήρι γεμάτο σκάλες, δωμάτια, διαδρόμους, αίθουσες, εκκλησίες κελιά, τράπεζες, μυστήρια, κολόνες, δέος και ελεγχόμενη θρησκευτική διάθεση καθότι είναι ρωμαιοκαθολικό το δόγμα· οι ορθόδοξοι πηγαίνουν όπως στα μουσεία στους ιερούς τόπους των δυτικών. Σαν την Μονεμβασιά; Ισως, αλλά όλος ο βράχος της να είναι μια εκκλησία που ανεβαίνει συνεχώς ψηλά και η θάλασσα από κάτω της κι ένας ποταμός να ορμά μέσα της ακμαίος, σε μάκρος, διατηρώντας τη γλυκύτητα του νερού στην αλμύρα του Ατλαντικού, που πότε απλώνεται και πότε μαζεύεται, σ’ ένα γιγάντιο, τακτικό, υδάτινο πηγαινέλα. Τα νερά «σκίνδησι και συνάγει, συνίσταται και απολείπει, πρόσεισι και άπεισι», σκορπίζονται και μαζεύονται, σμίγουν και χωρίζουν, ζυγώνουν και ξεμακραίνουν» κατά Ηράκλειτον. Ημερολόγιο παλιρροιών όπως ημερολόγιο καταστρώματος. Διατρίβων εν Κοζάνη ο πολύς Ευγένιος Βούλγαρης έγραψε το «Περί Παλιρροιών» του σύγγραμμα, που δεν διάβασα αλλά ήθελα να εκδώσω. Φωτογραφίζω ένα ψάρι που ξεχάστηκε στα ρηχά, κάπως μακρουλό, οφιοειδές. Μια άλλη φωτογραφία από το πλατανο-δάσος στην πρόσθετη λίμνη του ποταμού Αλιάκμονα με το εκεί ξεχασμένο ξεβρασμένο ψάρι. Δυο θύματα παλίρροιας και άμπωτης κι υπόθεση δευτερολέπτων η ζωή. Στα αλμυρά χωράφια γύρωθεν που χορταριάζουν μετά την φυγή της θάλασσας, βόσκουν πρόβατα, αλμυρό κρέας νόστιμο άρα αλμυρότερο και στην τιμή. Τα γελάδια ελεύθερα στα ατέλειωτα χωράφια, βόσκουν κι αυτά απαθή αλλά τα ελάφια στις απαγορευτικές πινακίδες μας παρατηρούν κρυμμένα πίσω από δέντρα. Δεν τα είδα· υποθέτω.
Πνευματική αποικία του μοναστηριού, περί του οποίου ερίζουν για τουριστικούς λόγους οι παρακείμενοι δήμοι Νορμανδίας και Βρετάννης, είναι η πόλη Αβράνς που φιλοξενεί και τα σπουδαία χειρόγραφα και τα βιβλία του, στο ειδικό μουσείο βιβλιοθήκη στο Δημαρχείο της. Εδώ και η μύηση παλιού χειρόγραφου βιβλίου. Μ’ έπιασε μια θλίψη για ευνόητους, ίσως κι ανόητους, λόγους. Πόλεις που αγαπούν το είναι τους και το ήταν τους!
Πηγαίνουμε παράλληλα με τις ακτές της Απόβασης. Ο τουρισμός των ακτών σήμερα είναι γι’ αυτό το συμβάν αλλά, όμω,ς έχουν όλες τους οι πόλεις της υπαίθρου, ειδικά τα χωριά, το άλλο τους πριν σε μια εξαίσια σύνθεση διατήρησης της μνήμης. Θαρρώ πως όλα αυτά μου είναι γνωστά. Μου έρχονται σκηνές της γαλλικής υπαίθρου από τα βιβλία των κλασικών και μη της Γαλλίας. Δεν πήγα στον Σαιν Μαλό λίγο παρακάτω Αλλά το «Χωρίς οικογένεια» του Εκτορα Μαλό με συνόδευε σε όλα τα χωριά της περιοχής και ειδικά τα σπίτια με την παλαιϊκή τους αρχοντιά και τη διάβασή της μέσω των δρόμων και των τοίχων τους στο σήμερα.
Ολοι γύρω μου είναι και Γάλλοι· δηλαδή μιλούν γαλλικά. Διαβάζω στα ελληνικά γαλλική ποίηση, το υπέδαφος της ψυχής των πραγμάτων και των ανθρώπων που βιώνω, φιλοξενούμενοι μιας εξαιρετικής μεικτής Αλγερινο-γαλλικής συμμαχίας σωμάτων σε οικογενειακό επίπεδο, σ’ ένα προάστιο της πόλεως ΚΑΝ, στην οποία ο καθεδρικός ναός ακόμα μπαλώνει τις συνέπειες των βομβαρδισμών της απόβασης. Οι νύχτες αργούν πολύ να ‘ρθούν εδώ. Λες και δεν θέλει να βραδιάσει. Δεν έχω δει από που ανατέλουν ο ήλιος και το φεγγάρι όπως και τι λογιών είναι τα άστρα τους. Το φως μέρας και νύχτας προς το χλωμό κι υγρό. Σχεδόν δικά μας μεσάνυχτα και διαβάζω ακόμα χωρίς φως στον κήπο του σπιτιού πού μας κατοικεί κάτω από μια τέντα σαν σε υγρή έρημο· γράφω, συλλογίζομαι ή περπατώ στο δίπλα ιδιωτικό δάσος με μια άναρχη αλλά γνήσια δενδροφυϊα. Τόπος ηρεμίας, ώρες περίσκεψης, νύχτα που έρχεται με δυστοκία αλλά εντελώς δική μου.
Οντας την πόλη αποκοιμάς, κατ’ από τα πέπλα σου,
Τα κυματώδη, φτάνει μου ν’ ανοίξω, να χυθής
Μεσ’ απ’ το παραθύρι μου σαν άπειρο ποτάμι,
Και σ’ όλο εμένα το είνε μου, νύχτα ιερή να μπης.
Διαβάζω στον Ζαν Μωρεάς, συντροφιά, όλο αυτό το γαλλικό εξαήμερο, σε μετάφραση του Μ. Μαλακάση.
Γυρίζουμε εις Παρισίους με τραίνο· πρωί της Κυριακής· ψιλόβροχο, ομίχλη και διάθεση ταξιδευτή. «Πόσο καιρό έχεις να ταξιδέψεις με τραίνο», παραλλάσσω μια σκέψη του Μ. Αν. από το Υ.Γ. Δεν το ψάχνω, το ζω, το επωφελούμαι όσο κι όπως μπορώ, γιατί κι αυτό τρέχει σιωπηλά και γρήγορα και η απόλαυσή του οσονούπω τελειώνει.
Από το τραίνο επιφανείας στον υπόγειο και μ’ αυτόν στην ήσυχη περιοχή Μαλακώφ στα όρια του Παρισιού.
Μπήκαμε αμέσως στην ουσία του, επιλεκτικά φυσικά, ούτε οι μέρες ούτε η διάθεση για τα ίδια πάλι, υπήρχε. Ο,τι και να κάνεις σ’ αυτές τις παγκόσμιες πόλεις παραμένεις τουρίστας. Μάταια προσπαθείς να διατηρήσεις το ιδεολόγημα που κατασκεύασες για τον εαυτό σου, του ταξιδιώτη. Ο πρώτος είναι στο κοπάδι που θα θητεύει συνεχώς στις ίδιες και ίδιες γνώσεις κι εμπειρίες Ο δεύτερος θα ψάξει την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου τόπου και ταξιδιού. Αν δεν τα βρει μένει στα δικά του κατασκευάσματα και ίσως είναι καλύτερα.
Ως εκ τούτου στάσεις της μνήμης μόνον τρεις.
1. Χωθήκαμε, έβρεχε άλλωστε την παρισινή βροχή που τραγούδησαν οι ωραίοι της ωραία, στον Αγιο Σουλπίκιο. Επαιζε το όργανο κι άφηνε χύμα μια αίσθηση μεγαλείου και ψυχικής έντασης. Αμέσως μετά το παρεκκλήσι με τις δύο τεράστιες τοιχογραφίες του Ντελακρουά, στο πωλητήριο με τα αντίγραφα από την έκθεση, που ήταν όλη διασπαρμένη μέσα στην εκκλησία, του κόπτη αγιογράφου. Ο πωλητής μου απευθύνει «Χριστός Ανέστη»· «Αληθώς» και ένιωσα οικεία. Η διαπλοκή της γλώσσας και του λανθάνοντος θρησκευτισμού σ’ έφεραν πάραυτα σε δικές σου καταστάσεις. Μορφές και σκηνές της ορθοδοξίας παραμορφωμένες ελαφρώς σε όλες τις διαστάσεις τους, όλες με τα μεγάλα μάτια της έκστασης και τα παράγωνα σώματα της προσμονής. Μόλις έκανε πως σταματά η βροχή μπήκαμε στην περιφραγμένη πλατεία έξω του που λάβαινε χώρα το 23ο παζάρι της ποίησης, γεμάτο με όλη την ανθοφορία και τις παραλλαγές της σημερινής γαλλικής εκδοτικής κινήσεως, κατηγορία ποίηση. Χάθηκα για ώρες σε κείνη την εκτυπωτική πολυγλωσσία της ευαισθησίας. Αυτό που λεν χαϊδεύω την ποίηση, την τρυφερότητα στην κυριολεξία· δεν την καταλαβαίνω, όμως τη νιώθω. Μόλις ξαναρχίζει η βροχή μας στριμώχνει στα κιόσκια κάτω, κι ο ποιητικός νιάημερος να είναι στα πόδια μας και στα μονόγλωσσα χέρια μας.
Ενας περίεργος τύπος από μικροφώνου γαυγίζει ποίηση σ’ ένα αυτοσχέδιο καφενείο, άλλος ταξιδεύει ποίηση επί του ορθίως ενώπιον ενός ακροατού κι ενός παρατηρητού· το καταλαβαίνεις ότι μιλά για ταξίδια από την έκφραση της νοσταλγίας στο πρόσωπο και την ατελέσφορη αδημονία στη φωνή του. Σε μια εξέδρα σταμάτησαν οι λόγοι με τη βροχή για ν’ αρχίσει η μουσική με τον ήλιο. Αλλά θα φύγω. Δεν ξέρω κανέναν εκεί, δεν γνωρίζω κανέναν Γάλλο ποιητή της σήμερον, αφού δεν υπάρχει άλλωστε κανείς τόσο μεγάλος, λένε, που να ξεπερνά τα σύνορά της. Το εφήμερο περιοδικό της εκδήλωσης «des LETTRES marche” θυμίζει την παρουσία σήμερα του ποιητή Bernard Noel και γράφει πως «Αυτοί που γνωρίζουν τον B.N. μπόρεσαν ν’ αποκτήσουν την εμπειρία του ζεστού λόγου και των ξαφνικών σιωπών ενός ανθρώπου που σταθερά αφουγκράζεται τον εαυτό του και τους άλλους. Διότι οι λέξεις είναι πέτρες που παραμονεύουν στην κοιλότητα των οργάνων και πρέπει να τις βγάλουμε από το σώμα και να ξεπροβάλλουν από το στόμα, διαπερνώντας τη διαφάνεια του αέρα «τη βοή του» το γαλάζιο του κενού του».
2. Οδός Μουφτάρ, στενωπός -τρόπος του λέγειν- και αρχαία από ρωμαϊκής εποχής. Είναι γειτονιά στην περιοχή Καρτιέ - Λατέν, άρα ανθρώπινη συνύπαρξη γεμάτη βιβλιοπωλεία, τυροπωλεία, ψαροπωλεία –φάτε μάτια τυριά και ψάρια- ταβέρνες, καφενεία, μπακάλικα, σούπερ μάρκετ, εμπορικά· όλα ανασαίνουν το απέναντί τους. Στο μέσον πότε στο ένα πότε στο άλλο πεζοδρόμιο λίγοι ξένοι κι άλλοι δικοί του, του δρόμου. Ο δρόμος είναι μικρή κοινωνία και πολιτεία με τα όλα της. Τον ανεβαίνουμε και τον κατεβαίνουε και τ’ ανάπαλιν. Η ανηφόρα – κατηφόρα είναι ο ίδιος δρόμος “οδός άνω κάτω μία και ωυτή” του μέγα Σκοτεινού. Η είσοδός της ξεκινά με το διαμέρισμα που έμεινε κάποτε ο Βερλαίν κι ο Χεμινγουαίη αυτό το δηλώνει η πινακίδα της παρά πόδας της ταβέρνας· μια τεράστια ζωγραφισμένη πολυκατοικία με ένα δένδρο γυμνό φορτωμένο και στίχους του Υβ Μπονφουά· άρα καλά ξεκινάμε. Η έξοδος καταλήγει στην εκκλησία του Σαιν Μεντάρ και στην εκεί λαϊκή αγορά. Ανεβοκατεβαίνουν ή χώνονται στους μικρούς δρόμους που εκβάλουν σ’ αυτή ως κεντρική αρτηρία σώματος, διάφοροι μικροί δρόμοι γεμάτοι με την πολυχρωμία των ανθρώπων που υπάρχουν στα τραπεζάκια έξω.
3. Κι η μεγάλη αυτή πόλη με την ξετονισμένη διακόσμησή της στη διεκδίκηση των Ολυμπιακών αγώνων, να θυμίζει Μίκυ Μάους που έρχεται εντελώς γελοία με την ιστορική της όψη και τα σημαίνοντά της. Γιατί τότε, να τους πάρει αφού κι οι ίδιες οι ιστορικές πόλεις φαντάζουν εχθρικές προς μια διοργάνωση ακόμα πιο εχθρική προς ό,τι ωραίο και αισθηματικό ορίζει. Και το ορίζει ή και διαρκώς το θυμίζει με την αιωνιότητά της όχι ο αμφισβητούμενος πατριωτισμός και αστήρικτος μεγαλοϊδεατισμός, νόσος από την οποία πάσχει η παλιά και η σημερινή Γαλλία, αλλά η διαρκής παρουσία της στον πολιτισμό, τα γράμματα, την τέχνη. Ετσι στο εξωτερικά σωληνοειδές Κέντρο Πομπιντού, η παγκόσμια έκθεση για το Μπιγκ Μπάγκ της τέχνης αποτελεί το σημείο αναφοράς στο Παρίσι το καλοκαίρι αυτό, για το οποίο θα λένε ότι οι Γάλλοι «ανθρωπιστές» έχασαν τους Ολυμπιακούς από τους Λονδρέζους ανθυποϊμπεριαλιστές που τώρα πληρώνουν την κρυάδα τους. Εκεί ακριβώς είναι που θα χαθείς στο μοντέρνο της τέχνης από το εύληπτο έως το ακατανόητο, από το επίπεδο έως το πλέον περιπεπλεγμένο της τεχνικής εκδοχής του. Περιφέρεσαι για ώρες σ’ αυτό το ανεικονικό επί το πλείστον σύμπαν, το διαλυμένο από την πυκνότητα της έκρηξης της μοντέρνας τέχνης τον αιώνα που έφυγε.
Κάπως μου φαίνεται ότι γερνάει, παλαιώνει το Παρίσι, παρότι τα κτίρια κι ιδίως οι εκκλησίες του, ασπρίζουν με τον καθαρισμό από τη ενδογενή μαυρίλα της πέτρας. Το «Σπίτι της ποίησης» στη μεγάλη μοντέρνα Αγορά εδώ και πολύ καιρό εγκαταλελειμένο. Η όψη αυτής της εγκατάλειψης έχει τη χροιά που δικαιολογεί σκέψεις για μια γενικότερη υποχώρηση. Ομως, από τι και για πού;
4. Τα βράδια στον κήπο της νορμανδικής μας βάσης μια γάτα οικογενειακού διαμετρήματος γυρίζει ράθυμα και γατο-αριστοκρατικά -ίσως από το πάχος της- αδιαφορώντας εντελώς για την εν περισυλλογή ύπαρξή μου. Κάτι τέτοιο ίσως είδε ο Ρίλκε , όπως σημειώνει ο DENIS GROZDANOVITCH, στη ωραία του «Μικρή πραγματεία περί αμεριμνησίας» εκδ. Πόλις, που με συντρόφευε στα αεροδρόμια – αναμονές και καθυστερήσεις- τις πτήσεις και τους αυτοκινητοδρόμους, κι έγραψε
«Βιαστικοί είμαστε
Αλλά την πορεία του χρόνου
Να τη βλέπετε σαν τίποτα
Μέσα στο αιώνιο πάντοτε»
Γυρίζουμε· όπως θα επιστρέφουμε πάντοτε στις αφετηρίες μας, κοινότοπες, καινότοπες ή κενότοπες. Αλλά είναι πάντα εκεί, μας περιμένουν μετά από κάθε ταξίδι να γεμίσουμε το άδειο τους που άφησε η προσωρινή φυγή μας. Ενα άδειο γλυκό, καθημερινό, αγαπημένο, άρα γεμάτο, παρουσίες, απουσίες, οπτασίες είτε ως σκιές είτε ως πραγματικότητες! Οι μικροί κι αποκλειστικά δικοί μας χώροι στους οποίους επιστρέφουμε το σώμα μας είναι οι μεγάλες πατρίδες της ψυχής μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου