Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα...
Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί
αλλ’ η οδός ΑΓΑΠΗΣ αδιέξοδη.
...Ως εκ τούτου αμέσως μετά την αγία Σοφία προς Βιβλιοθήκη και Εθνικής Αμύνης, πατάς σταθερά την Αλ. Σβώλου δηλ. τις πρώην Κισσάβου, Πολωνίας, πρίγκιπος Νικολάου με το σινε-Εσπερο («Ταξίδι με τον έσπερο» του Αγ.Τερζάκη), την περπατάς λίγο, δεξιά η ηρωική οδός Σκρα. Την ανεβαίνεις λίγο και δεξιά μετεωρίζεσαι στη σεμνή, μικρά γλυκεία οδό ΑΓΑΠΗΣ.
Ναι, ακριβώς «αγάπης γενικά και ειδικώς». Την περπατούσα τακτικά όταν κατέβαινα στη Θ. Μου έβγαζε μια αύρα γλυκο-υφάλμυρη από περασμένες ιστορίες: Μέγαρο Μουσικής, Μονή Βλατάδων, Εκθεση, Λιμάνι, πρόσωπα, καταστάσεις. Είχε δεν είχε 2- 3 οικοδομές.
Τον καιρό της πανδημίας δις κατέβηκα Θεσσαλονίκη. Κάθε που την επισκέπτομαι είναι μια καταβολή φόρου σε ό,τι ωραίο έφυγε. Πέρασα από το δρόμο ΑΓΑΠΗΣ, τον φετινό Αύγουστο. Η οδός είχε σβηστεί στον τοίχο όπου διαγραφόταν το σημάδι του πρώην σώματός της. Η Σκρα την κατάπιε, την κατέλαβε χωρίς μάχη κι η αγάπη έλαβε τέλος. Τώρα υπόσταση ονειρική, νοσταλγία ανέξοδη, παρακλάδι γλυκόπικρο του άλλοτές μου. Εις μάτην την πήγα πέρα δώθε μη και βρω κάποια σημάδια της.
Οταν επιστρέφω στο μόνιμο γεωγραφικό μου στίγμα, ναυαγισμένος σχεδόν με έρμα στο είναι μου ενθύμησες και νοσταλγίες, αυτό γίνεται πάντα από την οδό Αιγύπτου. Λιμάνι των παρκαρισμένων ΙΧ του επαναπατρισμού. Στο χώρο εισιτηρίων κι αναμονής, έναντι από το άλλοτε καφέ του μουσείου φωτογραφίας, αναστοχάζεσαι τις αμέτρητες πορείες και στάσεις σου στην πόλη.
“Mύλος” αλέθει της νύχτας την πρόσκαιρη απο-πλάνηση
“Παραλία”, στ’ όνειρα πλέεις “Nαυς θαλασσοφίλητος”.
“Πανόραμα” μισής ζωής σε μια ένδον περιπλάνηση
στο τοπίο της αλήθειας σου προσέρχομαι αμίλητος.
Πλακόστρωτη η οδός συνορεύει με τα Λαδάδικα όπου καθώς «Σ’ αναζητώ στη Θε-Σαλονίκη ξημερώματα...»
«Τόσα δίνω πόσα θες;
Στα Λαδάδικα θα βρεις αυτό που θες...»
Θάλασσα της Θεσσαλονίκης. Δεν τη θυμάμαι παρά μόνον με κάτι μεγάλα πλοία στο βάθος του θερμαϊκού σε σταλία ξεφόρτωσης και σε κάτι γλυκιές ζωγραφιές του Π. Παπανάκου.
«Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω
Οι (παλιές) αγάπες μου δεν θα ‘ρθουνε πίσω...»
- Γυρίζω στις παντοτινές.
Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024
Πρώιμα ή και ώριμα σταφύλια μιας γνωριμίας
1972. Την εποχή των ΒΙ(βλία) ΠΕΡ(περιπτέρου) κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑΣ μια Ανθολογία διηγήματος της νέας ελληνικής γενιάς (δρχ. 70) η οποία μου άνοιξε τα αναγνωστικά λογοτεχνικά μάτια. Η καλυτέρα όσων γνώρισα έκτοτε. Εκεί η αφήγηση “Η κάθοδος των εννέα” του αγνώστου μου τότε Θανάση Βαλτινού. Συνταρακτική για τα αμάθητά μάτια. Την ίδια χρονιά ο συγγραφέας δημοσίευσε ένα περίεργο μικρό βιβλίο στις εκδόσεις Κέδρου “Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδαπάτη”. Με παρεκίνησε στην αγορά του ο εκκλησιαστικός τίτλος. Συναξάρι! Τότε στη Θεσσαλονίκη έμενα (και για όλη τη φοιτητική θητεία) στην οδό Περδίκα 61-63 (στην Κοζάνη μένω στην Περδικάρη 60 ) δίπλα από το ναό Ιωάννου Χρυσοστόμου, την οδό Αετοράχης κ.α. οδικές διασταυρώσεις κι αλησμόνητα οδόσημα. Συγκάτοιος ο Γιάννης Καραχάλιος συμφοιτητής ένας σπάνιος ανθρωπος και πολύτιμος φίλος από τα μέρη της Πελοποννήσου, το Καστρί Κυνουρίας της Τρίπολης· τα μέρη δηλ. του Θ. Βαλτινού. Τον γνώριζε, μου έλεγε λεπτομέρειες του βίου του. Για την ταινία του Θ Αγγελόπουλου “Μέρες του ‘36” στην οποία ο Β. είχε ένα ρόλο αξιωματικού χωροφυλακής και στο γύρισμα της ταινίας βάρεσε το κεφάλι του σε μια πόρτα όταν δεν έσκυψε στο πέρασμά της όσο πρέπει· κι εγώ κοιτούσα σε κάθε προβολή της να δω αυτό το ενσταντανέ!
Πέρασαν χρόνια. Τα βιβλία του πρώτο αναγνωστικό στασίδι. ‘”Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν” κι ακόμα σταματώ στην εικόνα –τίτλο. “Στοιχεία για τη δεκαετία του ’50”, “Ορθοκωστά» που ξεσήκωσαν κουρνιαχτό αντιπαραθέσεων οι απόψεις του για τον εμφύλιο. (Το υπερασπίστηκε με σθένος ιστορική παρρησία και λογοτεχνική λαμπρότητα ο Γιάννης στη Νέα Εστία με διευθυντή τον Σταύρο Ζουμπουλάκη) .
Φεβρουάριος του 2016, τέλος του. Ηλθε με το Γιάννη στην Κοζάνη στο πλαίσιο του 1ου Λογοτεχνικού Συμποσίου της Παρέμβασης επίτιμος καλεσμένος. Ηταν τότε και πρόεδρος της Ακαδημίας. Η γραφειοκρατία της Περιφερειακής διοίκησης ειδικά ο τότε πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου, πτέραρχος εν αποστρατεία κ. Κωτσίδης «σκοτώθηκαν» να τον «υπηρετήσουν». Τον έβαλαν σε μια «προεδρική» πολυθρόνα στο κέντρον της αιθούσης συνεδριάσεων του Π. Σ. Αμηχανία και μια κάποια δυσφορία. Για λόγο διάβασε το διήγημα «Ο τελευταίος Βαρλάμης», Του «κρέμασαν» το χρυσό μετάλλιο τιμής της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Ο Κώστας Ντιός ο σπουδαίος αυτός ζωγράφος του έκανε το πορτραίτο και του το χάρισε. Κόσμος πολύς. Περιβάλλον εξαίσιο.
Απόγευμα Κυριακής αναχώρηση. Τους έβγαλα στο δρόμο για Αθήνα από την οδό προς Αιανή, Ρύμνιο και Λευκοπηγή εννοείται. Στάση. Στο πατρικό. Ο πατέρας και η μάνα αγαπούσαν το Γιάννη από τα χρόνια της κοινής. αλησμόνητης, φοιτητικής μας ζωής. Να τους δει και να τον δουν. Μαζί τους και η κ. Μαρία Αθανασοπούλου καθηγήτρια φιλόλογος του ΑΠΘ. Αγκαλιές συγκινήσεις, φιλιά, καφές. Η μάνα τους έφτιαξε για κατευόδιο μια μεγάλη τυρόπιτα.
- Για το ταξίδι.
- Καλό ταξίδι Αϊστράτηγε....
Δημήτρης Τριανταφυλλίδης (+)
(Μέσεντζερ)
Δ(ημήτρης) Τ(ριανταφυλλίδης
-Βασίλη καλημέρα ετοιμάζω ένα μεγάλο αφιέρωμα στον Ντοστογιέφσκι. Μήπως έχεις κανένα κείμενο που εμπνεύστηκες απ' αυτόν ή κάτι άλλο; Ακόμα και δημοσιευμένο παλιότερα. Θα χαρώ πολύ να το συμπεριλάβω στο επόμενο τεύχος.
Β.Π.Κ(αραγιάννης)
- Μέχρι πότε;
ΔΤ Δέκα μέρες είναι καλά Βασίλη;
ΒΠΚ Θα το παλαίψω λίαν αγαπητέ του αη-Δημήτρη
ΔΤ Σ' ευχαριστώ πολύ Βασίλη
Την 10ην Απριλίου
ΒΠΚ Καλημέρα στο μέηλ σου το κείμενό μου
ΔΤ Τι ωραίο κείμενο Βασίλη δεν έχω λόγια να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου
ΒΠΚ Σε φιλώ...
Υ.Γ. Ηταν το κείμενο στον β τόμο του αφιερώματος της "Στέπας" τχ. 18 β στον Ντοστογιέφσκι ¨Μύηση ταξιδευτή ή μύηση αναγνώστη".
Τώρα Αυτός, αλίμονον ταξιδεύει στις στέπες του απείρου του
ημείς δε τοις φίλοις κι αναγνώστοις του πένθος ασήκωτο...
Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024
Ηρθε ο Θερβάντες
Ηρθε ο Θερβάντες στο μεγάλο χωριό/
βόλτες ο Δον Κιχώτης από κει κι από δω.../
Τον διαβάσαμε σε μετάφραση Κ. Καρθαίου/
Τον είδαμε σε ταινία με τον Πήτερ Ο’ Τουλ/
και Δουλτσινέα τη Σοφία Λόρεν/
Στο θέατρο Μ. Κατράκης Π. Ζερβός αχτύπητοι/
Στην Οπερα Don QuiJote de la Mancha/
Επιχείρησα κι εγώ Δονικιχωτισμούς επί χάρτου/
ίνα με ουτοπίες ζώμεν και ολίγον έστω άρτου
Τις έχασα…/
Παρ’ όλα αυτά πάντα μπροστά οι Δον Κιχώτες/
κι από κοντά ν’ ακολουθούν οι δον κεχηνότες
Απόμαχα απόμακρα ...
Πιρούνι εν συντάξει από τη Λέσχη της ΛΙΠΤΟΛ
(ο Πατέρας)/
Κουδούνι που εκουδούνισε εκατοντάδες μαθητές Λευκοπηγής
(Οι πρώτοι δά σκαλοι κι οι φίλοι, αχ...)/
Γυμνό σε πέτρα, με κόκκινο πόθο και μπλε καυμό
(διαρκείας)/
«Ελληνική Ποιητική ανθολογία της νέας γενιάς» εκδ. Αστέρος
(της χώθηκα, χύθηκα, χάθηκα)/
«Κατάλογος εντύπων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης» τ. Β
(ο άγιος Ν.Π. Δελιαλής) /
«Συνομιλίες με τον Στάλιν» του Μίλοβαν Τζίλας !
(τι έψαχνα;)/
Γεωργίου Παπαδόπουλου «Το Πιστεύω»
(το βρήκα στα σκουπίδια αλλά δεν το κρύβω)/
Μόλις διακρινόμενος Παπαδιαμάντης «Χριστούγεννα του τεμπέλη»
(Ο έρωτας)/
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα...
Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί
αλλ’ η οδός ΑΓΑΠΗΣ αδιέξοδη.
...Ως εκ τούτου αμέσως μετά την αγία Σοφία προς Βιβλιοθήκη και Εθνικής Αμύνης, πατάς σταθερά την Αλ. Σβώλου δηλ. τις πρώην Κισσάβου, Πολωνίας, πρίγκιπος Νικολάου με το σινε-Εσπερο («Ταξίδι με τον έσπερο» του Αγ.Τερζάκη), την περπατάς λίγο, δεξιά η ηρωική οδός Σκρα. Την ανεβαίνεις λίγο και δεξιά μετεωρίζεσαι στη σεμνή, μικρά γλυκεία οδό ΑΓΑΠΗΣ.
Ναι, ακριβώς «αγάπης γενικά και ειδικώς». Την περπατούσα τακτικά όταν κατέβαινα στη Θ. Μου έβγαζε μια αύρα γλυκο-υφάλμυρη από περασμένες ιστορίες: Μέγαρο Μουσικής, Μονή Βλατάδων, Εκθεση, Λιμάνι, πρόσωπα, καταστάσεις. Είχε δεν είχε 2- 3 οικοδομές.
Τον καιρό της πανδημίας δις κατέβηκα Θεσσαλονίκη. Κάθε που την επισκέπτομαι είναι μια καταβολή φόρου σε ό,τι ωραίο έφυγε. Πέρασα από το δρόμο ΑΓΑΠΗΣ, τον φετινό Αύγουστο. Η οδός είχε σβηστεί στον τοίχο όπου διαγραφόταν το σημάδι του πρώην σώματός της. Η Σκρα την κατάπιε, την κατέλαβε χωρίς μάχη κι η αγάπη έλαβε τέλος. Τώρα υπόσταση ονειρική, νοσταλγία ανέξοδη, παρακλάδι γλυκόπικρο του άλλοτές μου. Εις μάτην την πήγα πέρα δώθε μη και βρω κάποια σημάδια της.
Οταν επιστρέφω στο μόνιμο γεωγραφικό μου στίγμα, ναυαγισμένος σχεδόν με έρμα στο είναι μου ενθύμησες και νοσταλγίες, αυτό γίνεται πάντα από την οδό Αιγύπτου. Λιμάνι των παρκαρισμένων ΙΧ του επαναπατρισμού. Στο χώρο εισιτηρίων κι αναμονής, έναντι από το άλλοτε καφέ του μουσείου φωτογραφίας, αναστοχάζεσαι τις αμέτρητες πορείες και στάσεις σου στην πόλη.
“Mύλος” αλέθει της νύχτας την πρόσκαιρη απο-πλάνηση
“Παραλία”, στ’ όνειρα πλέεις “Nαυς θαλασσοφίλητος”.
“Πανόραμα” μισής ζωής σε μια ένδον περιπλάνηση
στο τοπίο της αλήθειας σου προσέρχομαι αμίλητος.
Πλακόστρωτη η οδός συνορεύει με τα Λαδάδικα όπου καθώς «Σ’ αναζητώ στη Θε-Σαλονίκη ξημερώματα...»
«Τόσα δίνω πόσα θες;
Στα Λαδάδικα θα βρεις αυτό που θες...»
Θάλασσα της Θεσσαλονίκης. Δεν τη θυμάμαι παρά μόνον με κάτι μεγάλα πλοία στο βάθος του θερμαϊκού σε σταλία ξεφόρτωσης και σε κάτι γλυκιές ζωγραφιές του Π. Παπανάκου.
«Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω
Οι (παλιές) αγάπες μου δεν θα ‘ρθουνε πίσω...»
- Γυρίζω στις παντοτινές.