Εις την γωνίαν μεσόκοπου καφενείου/
Που η οδός του διασχίζεται από αέρηδες/
από πρωίας τοποθετείται εκεί σωματικώς/
ροφών αδέξια καφέ ελληνικόν /
γράφων, διαβάζων, ακούων μουσική/
από το Τρίτο στο κινητό. Από μπροστά περνούν/
σώματα ποικίλα χωρίς βλέμματα/
κορμιά που αναζητούν το καν-τίποτα αισθησιακώς/
Συνήθισε πλέον μόνος να τα βγάζει πέρα/
στις μοναχικότητας τα εφήμερα ή τετελεσμένα/
Σ’ αυτή τη θέση έρχονται και το βρίσκουν/
οι πιο ωραίες ανάμνησες./
Τότες χρόνος δεν υπάρχει να διερωτηθεί/
- Αχ, αυτή η ευτυχία του ελάχιστου να διαρκέσει .../