Τρίτη 31 Αυγούστου 2010
'Κατάθεσις Τιμίας Ζώνης"
Καθώς "Ο Αύγουστος μας τέλειωσε..."
στ' ασάλευτα ταξίδια του μας έλιωσε
Κι απ' αύριο που θάμπει ο Σεπτέμβρης
τους πειρατές του Μπρεχτ ψάξε να εύρεις
Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010
"Σε δύο" και άλλους μουσικούς "εαυτούς"
Σ’ αυτό το καλοκαίρι των ματαιωμένων ή αναβαλλόμενων εκδηλώσεων στα πολιτιστικά Λασσάνεια έτους 2010, τα οποία όπως ανακοινώθηκε δεν θα ξαναϋπάρξουν στη χυλοειδή μορφή τους, όπως γνωρίσαμε εδώ και 20 χρόνια (ίσως δηλαδή να υπάρξουν και χειρότερα) να και μια εκδήλωση που θα γίνει.
Το Σάββατο 28 Αυγούστου στην αυλή του Μουσείου Σύγχρονης Τοπικής Ιστορίας –Βιτσίου 29- πάνω στο δρόμο που οδηγεί στο φανό της Σκ’ρκας (και για αυτόν ανακοίνωσαν οι αρμόδιοί του πως δεν θα ξαναϋπάρξει στην μορφή που τον γνώριζαν μέχρι τώρα (όσοι τον επισκέπτονταν), κι έτσι τρίζουν οι δύο βασικοί πυλώνες του κοζανίτικου εκπολιτισμού ήγουν Λασσάνεια και Φανοί, το μουσικό σχήμα ΑΛΚΗ (Δημήτρης Γαύρος - Δήμητρα Καραγιάννη) με τους συνεργάτες τους, θα πουν τα τραγούδια από το σιντί τους με τον τίτλο «Σε δύο εαυτούς» και άλλα στο σχήμα και το χρώμα της μουσικής τους ευαισθησίας.
Ωρα έναρξης 8. 30
Είσοδος, έξοδος ελεύθερη για το κοινό.
Τρίτη 24 Αυγούστου 2010
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός στις παρυφές του Αη-λιά
Ησυχο το Αυγουστιάτικο απόγευμα της 23ης προς την 24ην του μηνός, παραμονή της Πανσελήνου με την οποία λιγοθυμούν οι ευαίσθητες και λεπτεπαίσθητες ψυχές όλων των φύλων, των αρχαίων μη εξαιρουμένων.
Εν τω μεταξύ πέρασα από τον δημόσιο δρόμο μπαίνοντας στην πόλη από τη βόρειά της είσοδο ...χιλιάδες φορές· λίγο πριν την κορύφωση της ανόδου του μετά το ΤΕΙ δεξιά και κάτω ουδέποτε ηξιώθην, από σωματική αβελτηρίας ή την βιασύνη, γρήγορα να επιστρέψω -ούτως ή άλλως είναι δρόμος επιστροφής- αλλά και ψυχικής ραθυμίας, να σταματήσω στην μικρή είσοδο που επι-γράφει «Πάρκο Ηπειρωτών». Να κατηφορίσω ακόμα και να γλιστρήσω στο χώρο του. Ακουγα κατά καιρούς διάφορα, ψυχαγωγικά επί το πλείστον γεγονότα που λάβαιναν χώρα εκεί, αλλά τα προσπερνούσα μ’ αυτί κουφού. Δεν πολιτεύομαι και σε κάποιο κομματικό μαντρί ει μη μόνο σ’ εκείνο τον αντιπολιτευτικό χώρο που λέγεται ζωή (όπως την βίωσή της την εκλαμβάνει και την προσπαθεί ο καθένας) παρεπιδημώ, έτσι ώστε να τρέχω (όπως τρέχουν τα σάλια των πεινασμένων σκυλιών όταν βλέπουν κρέας αφάγωτο και κόκαλο άγλειφτο) όπου πανηγύρι και χαρά (γεια σου τάδε μασκαρά) να φανεί όπως όλα τα πολιτικά φρούτα έως και ρεμάλια (όποιος αυτοεξαιρεί εαυτόν απ’ τις χυδαίες αυτές εμφανίσεις μόνο δια το φαίνεσθαι, ας με συχωρέσει για το τσουβάλιασμα).
Αχ πότε να φυσήξει μια
να πάρει όλη τη σβουνιά
κι όλα να τα σαρώσει
κι ό,τι ήθελε ας ξημερώσει.
η οποία περιφέρεται γύρω μας, όπως η μύγα στην κοπριά. Ολα αυτά τα φαιδρά έως ανοήμονα επί το πλείστον, όντα, χωμένα στην προσωπική ιδιοτέλεια και πουλημένα στην πολιτική ευτέλεια να θέλουν μόνιμα να διοικούν και να μας κυβερνούν από παντού και πάντα!
Κατηφορίζοντας στο χώρο του πάρκου ο ανυποψίαστος περαστικός μένει έκπληκτος για ότι βλέπει άρα και νιώθει. Ενας χώρος πανέμορφος εκεί στην πρώην κι απροσδιόριστη αισθητικά, ρεματιά, χερσότοπος, όπου υπήρχε μια βρύση στην οποία πότιζαν τα κοπάδια τους οι παλιοί. Στη νέα βρύση μια πινακίδα θυμίζει πως θεμελιώθηκε το 1932 δημαρχούντος του «αιρετού» δημάρχου Αστερίου Καραγκούνη. Γιατί άραγε τονίζει το αιρετός; Πλατάνια, λεύκες, θάμνοι χαμηλοί, ανοιχτοί χώροι για παιχνίδια, καθίσματα κλπ., όλα δηλαδή τα απαραίτητα αλλά όχι πλεονάζοντα που απαιτεί ένας χώρος ψυχικής και σωματικής ηρεμίας. Ο πρώην βούρκος έλαβε γενναία δόση ωραιότητας με τις φιλότιμες, γενναιόδωρες κι άοκνες προσπάθειες των μελών του Συλλόγου Ηπειρωτών Κοζάνης. Οι εθνικοτοπικοί σύλλογοι διατηρούν μια ενότητα από ανθρώπινες μνήμες, περισσότερο διαμορφωμένες από τους άμεσα προγόνους τους, στο σήμερα κι αυτό τους δίνει μια αίσθηση ιστορικής συνέχειας, την οποία δεν αρνούνται, απεναντίας με φανατισμό διατηρούν και προβάλλουν χωρίς να κόβουν κανένα κρίκο της αλυσίδας στην οποία είναι κλεισμένοι συναισθηματικά κυρίως κι όχι απομονωτικά από τους άλλους.
Οι σημερινοί Ηπειρώτες της πόλεως δεν ξέρω αν πηγαίνουν τις ρίζες τους μακριά στο χρόνο και στους πρώτους έποικους της Κοζάνης που ήρθαν από τη Βόρειο Ηπειρο, νυν Νότια Αλβανία ή είναι απλώς σπέρματα των νεότερων χρόνων. Αλλά τι σημασία έχει;
Διάφορα επίπεδα γης κρατούν τους επισκέπτες, με πρώτο αυτό με το ναΰδριον του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, χωρητικότητος δέκα το πολύ ατόμων – δεσπότης ακόμα και μόνος του δεν χωράει λόγω αμφιοπαγωνιακής περιβολής- στο οποίο οι Ηπειρώτες τιμούν τη μνήμη του πατριώτη αγίου τους, ο οποίος δεν άφησε γης απερπάτητη σ’ όλη την ορεινή Ελλάδα διδάσκοντας, νουθετώντας, σώζοντας, ό,τι μπορούσε να σωθεί στις ανθρώπινες ψυχές. Ο λόγος του «αμφίστομο ξίφος». Μια ρασοφόρα φλεγόμενη ύπαρξη που άναβε πυρκαγιές στις ψυχές και το φρόνημα των υπόδουλων, σε ακριβώς αντίθετη πρακτική (κι εισπρακτική) με τη σημερινή εκκλησιαστική λοιμική των λιμασμένων για δόξα και χρήμα υπηρετών του Μαμωνά. Αυτός ο μέγας οδοιπόρος, επαναστάτης και ορθόδοξος διαφωτιστής.
Ενώπιον λίγων, στην αρχή, πιστών ξεκίνησε ο εσπερινός της εορτής του αγίου. «Ο ήλιος έγνων την δύσιν αυτού» και κοκινίζων κυλούσε από την κορυφή του Αηλιά προς τα κάτω, να χωθεί στα έναντι χαμηλά βουνά. Ενας ψάλτης (τον θυμάμαι να πρωταγωνιστεί σε κάτι αποκριάτικα σκέτς παίζων συνήθως τον ...καθυστερημένο) διεξέρχονταν επιμελώς και καλλίφωνα το ψαλτήρι, ευτυχώς. Δύο μεγάλες κυρίες που έχασαν τις λειτουργίες της Τετράδης στον χαμηλό Αηλιά (Αγία Αννα και Μεταμόρφωση) από την «ταμαχιά» των παπάδων, ηπειρώτισσες στην καταγωγή ήταν εκεί, νοσταλγοί του χαμένου, μικρού τους εκκλησιαστικού παραδείσου. Που να αποταθούν προς ιάσιν του αιτήματος τους, είναι τόσο παραδόπιστοι, σχεδόν όλοι τους, που δεν παίζονται με όρους ανθρώπινους; Τα μέλη του συλλόγου διακονούσαν όσο χρειαζόταν, πύκνωσε και κάπως το εκκλησίασμα όρθιο στο χόρτο του ανοιχτού χώρου και δυο τρία παιδάρια έτρεχαν πέρα δώθε δίνοντας ένα τόνο γλυκιάς προσμονής κάτι άγνωστου.
Τα αυτοκίνητα δίπλα μας περνούσαν εντελώς αδιάφορα και μαρσάροντας στην ανηφόρα. Ενας τροχαίος στην είσοδο του πάρκου καιροφυλακτούσε να συλλάβει τους τρέχοντες. Στο «Κύριε εκέκραξα» και στη «Είσοδο» ο γλυκύς –όχι ως αρχιμανδρίτης – ιερέας θυμίασε τους πάντας αλλά και τη φύση των πραγμάτων. «Φως ιλαρόν» το λοιπόν κι ακόμα ο ήλιος άντεχε βυθιζόμενος.
Δίπλα από τα εύγλυκα πρόσφορα (η αρτοκλασία γινόταν από δύο συλλόγους Ηπειρωτών Κοζάνης και Πτολεμαΐδος) υπήρχε, δωρεάν προσφορά, ένα βιβλίο με το βίο και τις διδαχές του Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, συνοδευόμενο από σιντί. Θυμήθηκα το βιβλίο του Π. Β. Πάσχου «Κοσμάς ο Αιτωλός», εκδ. Ακρίτας, όπως και τη συναρπαστική του αφήγησή του στην αίθουσα Φίλιππος (είναι δεινός πλην των άλλων αφηγητής ο Π.Β.Π.) για το ταξίδι του (1984) στην Αλβανία, επιστημονική αποστολή του υπουργείου εξωτερικών, να δουν και να αξιολογήσουν αγιολογικά τα τίμια λείψανα του αγίου, που ήταν θαμμένος στη ομώνυμη κι ερειπωμένη μονή του κοντά στο χωριό Κολικόντασι. Ο Κοσμάς κι ο Παΐσιος είχαν δύο κοινά· και οι δύο υπήρξαν Αγιορείτες ο ένας δια βίου κι ο άλλος σποραδικά και είχαν το χάρισμα της προορατικότητας. Αυτή η δυνατότητα «διάγνωσης» μ’ έκανε να μην επισκεφτώ ποτέ στο κελί του τον Παΐσιο στην Παναγούδα του αν και περνούσαμε ξυστά απ’ αυτό σε κάποιες εισόδους μας στο Ορος και ο δρόμος μας έφερνε από κει. Γιατί άραγε; Δεν έδωσα μια πειστική ακόμα εξήγηση στον εαυτό μου.
Ομως στη διάρκεια του λίαν λιτού εσπερινού (τί θεία ευλογία που είναι όταν οι εορταστικοί εσπερινοί γίνονται με την απουσία του δεσπότη κι ερήμην των πολιτικάντηδων της δεκάρας, τότε θαρρείς γλυκαίνει και ηρεμεί ως και η φύση), έδωσα εξήγηση για την εκεί παρουσία μου με τον τρόπο μου φυσικά, που ίσως δεν είναι τόσον ορθόδοξος και κατά την εκκλησιαστική τάξη. Ενιωθα οικείος με τους ανθρώπους και τον τόπο καταγωγής τους, δεν ξέρω αν και της όποιας νοσταλγίας τους. Η γιαγιά μου ήρθε στη Λευκοπηγή από την Πυρσόγιαννη. Οπερ έδει δείξαι! Ομως εκκρεμεί και μια εκ νέου επίσκεψή μου σ’ εκείνο το τόπο της καταγωγής, αλλά μαζί με τον αξιότιμο κ. Δημήτρη Καρακούλα, επιστήμονα στην προώθηση φαρμάκων, ο οποίος ξενιτεύτηκε (ή μήπως επέστρεψε στις μακρινές ρίζες του) στα Γιάννινα, αφού κι αυτού η γιαγιά ήταν συντρόφισσα της δικής μου και από τον ίδιο τόπο.
Ναι, όταν ερχόταν σπίτι μας στο χωριό η γιαγιά του Δημήτρη, επίσκεψη στη δική μου, φώναζε απ’ την πόρτα:
- Συντρόφισσα Βασίλενα...
Ηχοι κι απόηχοι υπέροχοι μιας άλλης εποχής.
Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010
Συνεχίζονται με επιτυχία οι αναβολές και ματαιώσεις εκδηλώσεων στα Λασσάνεια
Την ποιητική συλλογή του Παντελή Μπουκάλα «Ρήματα» εκδ. ΑΓΡΑ είχα μαζί μου και τη διάβαζα στο χωριό Νέα Νικόπολη, κοινώς Σκαφίδι, εκεί που υπάρχει η εκκλησία στην οποία τιμάται η «Απότμιση κεφαλής Προδρόμου» 29 Αυγούστου, αυστηροτάτη νηστεία καθώς γράφουν τα συναξάρια. Ο χώρος πλέον μετατράπηκε σε θλιβερόν «κάθισμα» εκκλησιαστικού, ελέω θεού φυσικά, άνακτος, ο οποίος ισοπέδωσε κάθε παράδοση θρησκευτική, τα τοπικά έθιμα και διέλυσε τις μνήμες των κατοίκων, με τη βοήθεια φυσικά των ακόμα πιο θλιβερών τοπικών εξουσιών (Πολιτεία, Δήμος, Νομαρχία) οι οποίες αλληλοσυνασπίζονται και συνγλείφονται κατ’ αηδιαστικόν τρόπον και λόγον, ως γνωστόν!
Τέλος πάντων...
Στο τέλος του βιβλίου μια σημείωση με κόκκινη μπογιά γράφει: 7/9/2009. Ηταν Κυριακή, μέρα των τελευταίων ευρωεκλογών. Το ξεφύλλιζα στις ώρες της ανίας του δικαστικού αντιπροσώπου.
Απ’ αυτήν την ποιητική συλλογή μεταφέρω κάποιους στίχους και φράσεις υπογραμμισμένες στο βιβλίο, έτσι ξεκάρφωτα και φορές ακατανόητα για τον αναγνώστη και για το λόγο ότι την ποίηση του Π.Μ. (μετά μουσικής) θα διαβάζαμε στην οδό της Ερατούς, την 20η Αυγούστου, μνήμη προφήτου Σαμουήλ, Ηλιοδώρου, Φωτεινής, Λουκίου. Η εκδήλωση ανεβλήθη (μήπως είναι κι ο προσχηματικός λόγος της τελικής ματαίωσης) για καλύτερες εποχές χρωμάτων στα φύλλα στις ένθεν κι ένθεν της οδού φλαμουριές. Ας μην ονομάσουμε το λόγο αυτής της αναβολής, ότι στις κρίσεις μας κατά των έμμισθων υπηρετών μας στη διοίκηση γενικώς, είμαστε λίαν, αλίμονο, αυστηροί και φτάνουμε κάποιες φορές στην υπερβολή.
***
«...άπορα πόριμος»
Αισχύλου Προμηθέας δεσμώτης
Είμαστε τα ταξίδια που αρνηθήκαμε
Πως γίνεται λοιπόν με το ‘να χείλι να μιλήσεις
Και πέντε λέξεις θα ‘θελε να πει,
και πέντε λέξεις είναι βαριές κι ατίμητες
αν έχουν νόημα καρδιάς αιματωμένο
κι αρκούν για να ιστορίσουν έναν άνθρωπο,
Οι άλλες όλες·
υπήρξαν για να υπάρξουν μόνο οι πέντε
Ερως. Καιρός. Τα μάτια σου
......
Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα
Πάντως Κυριακή
τότε που δέεσαι στο χρόνο να ειρηνέψει
Εξω μακριά κι απ’ τους ομόγλωσσους
που διασχίζουν την παλιλλαλία σου αδιάφοροι
απαγορεύειςαποκλείειςοστρακίζεις
γίνεται λάσπη της ζωής
γίνεται ιλύς γενέσεως
τρώει η θάλασσα την άμμο της ζωής μας
πως γίνεται λοιπόν με το ‘να χείλη να φιλήσεις
Μια αγριάδα που τρυπάει την άσφαλτο και αντατρεύει
πανηγυρίζει στη σκιά του γηρασμένου αυτοκινήτου
και προς τον ήλιο αυθόρμητα κινεί
στον οίνο των δακρύων σου να τον μουσκεύω
Ο,τι κι αν πω τα λόγια σου λέω, που με κατέχουν
ΚΙ ο πόθος πάντοτε σκιρτά σαν πτόρθος διψασμένος
Φιλώ τη μνήμη του φιλιού σου
και τη φυλάω πορφυρή στα φύλλα της καρδιάς
Ποιος άλλος απ’ τον έρωτα στον πόνο νόημα δίνει
το χρόνο τον περιγελά κι ας μοιάζει ηττημένος
Ποιός λόγος πιο αιματηρός από το σ’ αγαπάω;
γλυκύπικρον αμάχανον το όρπετον
Ενα ταξίδι θα ‘μαι
Ενα ταξίδι ωραίο
Διπλά ωραίο γιατί έγινε δεν έγινε
μη λιγοστέψει η νοσταλγία κι η λαχτάρα
που στην ελέπτολη οργή του
πως κάθε ζωντανό συλλαβίζει τη ματαιότητα του
Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010
Αναζητώντας το «Κάθισμα» Ιωάννου Προδρόμου στις υπώρειες του Αθωνος
Το κιόσκι έξω της κυρίας, ιστορικής και γενεθλίου του Ορους μονής, Μεγίστης Λαύρας, αποσυνάγωγο σχεδόν κι ανεπιθύμητο για τους μέσα και μόνιμα οικούντες, κείται έναντι ακριβώς, αν και κάπως μακρινή, της νήσου Λήμνου, που φαίνεται σαφώς με καιρό ανέφελο αλλά και τη νύχτα κατάστικτη με άστρα πολλών αστέρων. Εκεί μαζεύονται χαρμάνηδες οι καπνιστές οι οποίοι προσκυνούν, μετά τα λείψανα τα σεπτά, τα άγιά τους πάθη τα καυτά, ίνα ξεχαρμανιάσουν· δεν αντέχουν τις σιωπηρές επιτιμήσεις των καλογερικών σκιών και τη βλοσυρή υπόδειξη του άρχοντα αρχοντάρη, προηγούμενου Βασιλείου Λαυριώτη, εξομολόγου δεινού, παρηγορητού λίαν, μέχρι και συγγραφέα λιγνού βιβλίου (σε ευθεία αντίθεση με τα σωματικά του μέτρα) με τον τίτλο: «Το αγίασμα του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου».
Φτάσαμε εκεί βαδίζοντας το αρχαίο μονοπάτι, γεμάτο αγκάθια κι εγκατάλειψη, ξεκινώντας από το μικρό, ήμερο λιμανάκι, μισή ώρα ανηφόρα, που σκαρφαλώνει σε μερικά σημεία σχεδόν παράλληλα με τον εξωτερικό τοίχο της μεγαλομονής, αφού υπερπηδήσαμε κάποιους αύλακες με ηγιασμένα απόβλητα. Κερασιές προς το άγριο και γέρικες συκιές, αλλ’ ανώριμες εισέτι. Τσιμπολογούμε από το τίποτά τους. Ενας Ρουμάνος ιεροκαλόγερος -ποιος ξέρει τι αξίωμα έφερε, καθότι, παρά τα κοινά μαύρα, εν τούτοις είναι δυσανάγνωστη η ιεραρχία της Ρουμανικής ορθοδοξίας- σκυμμένος σε κόλλες χαρτιού και άλλοτε από στήθους, ξεναγούσε ομάδα ομοεθνών του. Δίπλα τους τρώμε τυρί κι αυγά Λευκοπηγής, ελιές και ψωμί Μικραγιαννανιτών ομού με κοζανίτικο κεφτεδάκι αλλά απ’ αυτά που επιτρέπονται στο Ορος! Ο ξεναγός περιεβόμβιζε τα ωτία μας σαν τη μύγα στο τυρί ή τη μονόχορδη ανάγνωση των κατεβατών στις Ωρες ή το Μεσονυκτικό.
Τέλος πάντων...
Η παρέα, όμως, που έτρωγε καθισμένη στο περβάζι του τοίχου, μετά τον εσπερινό, ήταν γνωστή ορισμένως. Μόλις είχαν κατεβεί από την κορυφή του Αθω, αρνήθηκαν την κρύα μακαρονάδα μετά τόνου που είχε η Τράπεζα, κι αρκέστηκαν στο τυρί, ντομάτα, ρακί, ελιές· μέχρι και γλυκό κουταλιού, που το τρώγαν με μαχαίρι, είχαν. Ορειβάτες δεινότατοι, έκαναν την άνοδο και κάθοδο αυθημερόν σε 11 ώρες ανδρείοι, και δίκαια απολάμβαναν το θαυμασμό χωρίς βέβαια καμιά έπαρση και ακκισμούς.
Μια ένδον φωνή μου ζήτησε να βρω το κάθισμα του Ι. Προδρόμου. «Εστι δε Κάθισμα μικρόν κελλίον εκτός της μονής μετά μικρής περιοχής όπου οικούν 1-3 πρόσωπα, σιτίζονται απ’ αυτή αποτελούντα μέλη της αδελφότητας· τηρούν ίδιον δωμάτιον εντός της, όπως προσέρχονται κατά τας ακολουθίας των επισήμων ημερών καθ’ ας τελούνται αγρυπνίαι κ.λπ.»
Ρώτησες τον πορτάρη πού είναι αυτό και σ’ απάντησε δια της σιωπής. Ομως αντ’ αυτού απάντησε εις εκ της τετραμελούς συνοδείας των ορειβατών:
-Δεν έχουν το κάθισμα του Προδρόμου, μόνο το χέρι Του υπάρχει κι αυτό προσκυνήσαμε!
Φυσικά ο δαίμονας, που εδώ με ιδιαίτερη ηδονή σουβλίζει τους ευάλωτους, σου επέτρεψε να προχωρήσεις το πράγμα, λίγο όμως.
- Οχι, απλά δεν το είδες όταν προσκυνούσαμε τα λείψανα, γιατί σ’ αυτό πάνω πατούσε ο μοναχός λειψανοξεναγός!
Ημαρτον!
Αλλά εδώ είναι μεγίστη η Λαύρα δεν είναι παίξε γέλασε. Αυτή ως παλαιότερη, γεραρότερη, σοβαρότερη, ιστορικότερη τηρεί την πάτρια φιλοξενία και δεν ματζιριάζει, όπως κάτι άλλες νεογιάπικες μονές, που σου βγάζουν το τηλεφωνικό και ψυχικό λάδι ώσπου κι αν σε φιλοξενήσουν. Κουράζονται σίγουρα να υπηρετούν τα στίφη των τουριστών, αλλά τι να γίνει; Κι αυτοί σήμερα απλοί, περαστικοί ενοικιαστές της χιλιόχρονης γης και ιστορίας είναι, δεν μπορούν να ισχυριστούν δικαιώματα αποκλειστικής, μοναχικής χρήσης και πνευματικής απόλαυσης. Το Ορος είναι χρήσιμο, έστω και για μια ψευδαίσθηση πνευματικού, ολιγοήμερου καταφυγίου, για κοσμικούς δικαίους και αδίκους, χωρίς τσαλίμια, μήπως και εχθρικές διαθέσεις.
***
Ημέρα Σάββατο όλα τα μόλις προηγούμενα συμβάντα, αλλά εμάς πρωί Παρασκευής μας προσάραξε η γρήγορη Αγία-Αννα στον ομώνυμό της αρσανά. Μας περίμεναν ο δικαίος Σπυρίδων της Μικρής αγίας Αννας, φωλιάς που μας καλεί και μας περιθάλπει χρόνια τώρα, ως σχολάζοντα κοσμικά στρουθία, και ο αξιότιμος κύριος Καστάνης (έγραψα το όνομα του στην Παράκληση υπέρ υγείας του), μουλάρι καθαγιασμένο, ήσυχο, υπάκουο, λογικό, αγόγγυστο, το οποίο για μια ακόμα φορά μας πήρε στο σαμάρι του. Ο σεβάσμιος πνευματικά αλλά ευσταλής σωματικά Δικαίος το χούγιαζε περιπατών κι ανηφορίζων της ζωής και της μετανοίας του τις σκάλες. «Και τον έπαινον αυτού εξαγγελεί...», μου έρχεται στα χείλη από τη Σοφία Σειράχ.
Σε κάθε δέντρο με καρφωμένο πάνω του ξύλινο σταυρό που συναντάμε, κάνουμε το σταυρό μας. Στη μονήρη μου πεζή επιστροφή φιλώ κάπως το ταπεινό σύμβολο. Δύο βελανιδιές δε αγαπημένες, σε όρθια διάπραξη έρωτα, εντελώς ανθρώπινοι κορμοί.
**
Προς το αυτό μεσημέρι στη Σκήτη.
- Χαίρετε αδελφοί!
«Ο πρώτος λόγος του Χριστού́στις Μυροφόρες ήταν το «Χαίρετε». Η χαρά χαρακτηρίζει τη ζωή́των αληθινών Χριστιανών. Το «χαίρετε» είναι ο καλύτερος και ωραιότερος χαιρετισμός, για παντού́και πάντοτε», γράφει ο γέρων Μωυσής που λείπει αυτές τις μέρες από την Καλύβη του στην εν τω κόσμω διακονία του.
Τράπεζα κατάφορτη: βιβλία, εικόνες, τραπέζια, καρέκλες, ενθυμήσεις, τηλέφωνα, θυμίαμα, ευλάβεια και καλοσύνη ανεπιτήδευτη· οι φωτογραφίες του Γεράσιμου Μικραγιαννανίτη και του πατρός Διονυσίου και οι δυο με ελαφρά σηκωμένο το χέρι στη θέση του «Χαίρετε», που παραπέμπει στο αναστάσιμο «Χαίρετε». Έναντί τους ο πατήρ Μητροφάνης· και οι τρεις ν’ αποτελούν τη συνοδεία στο επέκεινα των μικραγιαννανιτών, πρέσβεις τώρα στο υπερπέραν και δεόμενοι όσο μπορούν κι αυτοί υπέρ ημών και υμών, με μια προτίμηση φυσικά στους συντρόφους τους και σε δεύτερο επίπεδο στους προσκυνητές της Σκήτης· από εκεί και πέρα για όλο τον κόσμο των καλοκάγαθων ανθρώπων, που στο κάτω κάτω με καλή πίστη εισβάλλουν, γίνονται βάρος στην Χερσόνησο και κοντεύουν να τη βουλιάξουν εν παντί καιρώ.
Εδώ παράγονταν ιερές ακολουθίες, χιλιάδες, από τον μέγα Γεράσιμο και παραπέρα παράγεται το ζαλιστικό για τους θνητούς, μεθυστικό στους αγίους, θυμίαμα με πρώτη ύλη πλέον τον Βοζβελία φυτό και δέντρο εισαγωγής. Το μυρίζεις ήδη, καθώς μπαίνεις στο εργοτάξιο. Κυτία, πακέτα με λυρικές και νοσταλγικές ονομασίες· διαβάζεις: Αγιόκλημα, Τριαντάφυλλο, Γαρδένια, Δειλινό, Γαρύφαλλο, Γιασεμί, Μόσχος, Παπαρούνα κι ένα Ανθος της Ερήμου σε θέλγει ιδιαίτερα που το παίρνεις όχι γιατί σε συγκινεί ως αίσθηση μύτης αλλά ως έκφραση με τα σημαινόμενα της. «Τα άνθη της ερήμου», λόγοι Γερόντων της αυχμηράς ερήμου είναι τα διαμάντια της αποφθεγματικής λιτογραφίας.
Το συνταγμένο χάος του Μοναστηριού και το αγαπητικό της Σκήτης! Εκεί είσαι ανώνυμος, ξένος, πιστός, γνωστός, που σε φιλοξενούν εξ υποχρεώσεως υπηρεσιακής και φορές ελαφρογογγύζοντες· εδώ πρόσωπο όπως σ’ αναγνωρίζει ο Θεός, με το μικρό όνομα, που γράφεις στο χαρτάκι της παράκλησης και αραδιάζεις τα πρόσωπα που συνήθως έχεις και στην προσευχή σου, για μια περιπλέον υπόμνηση-ποιος ξέρει άλλωστε στην τελεολογία τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει; Τι α-φύσικα, δηλονότι αιώνια, και τι δεν είναι παρά μόνον μια στιγμή στο φυσικό διηνεκές.
Αλλά ας μη χάνομαι άλλο!
«Αρχή καθάρσεως, ησυχία» γράφει ο Μέγας Βασίλειος από τη δική του έρημο κι όχι την φερώνυμή του στο Ορος, η οποία κείται κι ανθοφορεί πνευματικά με γύρωθέν της τα Κατουνάκια, Κερασιά, Σταυρό, τη μικρή και μεγάλη αγία Αννα κλπ. ηγιασμένα τοπωνύμια.
Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010
Ο Ικαρος του Μπρέγκελ, του Οντεν, του Σικελιανού και της Ακρινής
Βρέθηκα στο λίαν φιλικό κι αισθαντικό καλλιτεχνικό οίκο Κ(αραδίσογλου), ειδικό στις καλλιτεχνικές εκτυπώσεις, σελίδο-ποιήσεις περιοδικών (μπροστά μου ήταν ξαπλωμένη μια «Ρωμιοσύνη» -ποία εκ των δύο αυτή που είναι να την κλαις ή η άλλη που δεν πρέπει να κλαις- περιοδικό της ιστορικής κοινότητος Χρωμίου κι ένα άρθρο της με σταμάτησε για τον τίτλο του «περί γεωλογικών της περιοχής πλακών», ότι ομοιοκαταληκτούσε με το περίφημο κι αείποτε επίκαιρο βιβλίο του Ε. Λεμπέση: «Η τεράστια Κοινωνική σημασία των βλακών ...»). Ο χώρος είναι ένα έμπειρο, πολυετές αφισοκατασκευαστήριον· οι τόνοι απολτοποίητα εισέτι βιβλιαρίδια των φανών, που δεν οδηγήθηκαν ακόμα στην ανακύκλωση από περασμένες αποκριές του Δήμου, στο ισόγειον της ΔΕΠΑΚ είναι έργον τους) όπως κι οι αφίσες για τις «Εικαστικές ανοίξεις» της πόλεως κλπ. Εκεί παρασκευάζονται περίτεχνοι φάκελοι για δικηγόρους και άλλα κλειστά επαγγέλματα, (τ’ ανοίγει σε λίγο όλα ο κύριος ΓΑΠ όστις όλα τα σφάζει κι όλα τα μαχαιρώνει πλέον), προσκλητήρια για θρησκευτικούς κυρίως γάμους και απολυτρωτικές του προπατορικού αμαρτήματος εμβαπτίσεις νηπίων. Γενικώς εκεί γίνονται όλες οι ωραίες εργασίες επί χάρτου. Διευθυντής του καλλιτεχνικού ηλεκτρονικού υπολογιστού ο κ. Σωτήρης Σουτζούκης, από την ιστορική έδρα του δήμου Κοζάνης, Αιανή. Σημ. ένδον: Στην αρχαία αυτή πόλη παρά τα αρχαιολογικά συνέδρια και τις γλυπτικές ακολουθίες που διεξάγονται επιτυχώς εκεί, και τους αγώνες των κυρίων μετά των κυριών τους, για να μείνουν Δήμος αυτόνομος, δεν βρήκαν ακόμα αρχαία τείχη, έλλειψη η οποία προστίθεται στις γνωστές μέχρι τώρα: ναού, θεάτρου και γυμναστηρίου. Τότε τι πόλη ήταν; Δεν πάνε να σκάψουν παραδίπλα στην Καισαρειά μήπως και έχουν καλύτερη τύχη!
Οταν είδα στο εργασιακό αυτό υπερώον μια αφίσα του καλλιτέχνη της λαϊκής φωνής, κυρίου Γ. Ικάρου, έμεινα έκθαμβος.
Στο σημαντικό αυτό εικαστικό δημιούργημα ο εικονιζόμενος επ’ αυτού πτερωτός Ικαρος ως κύμα (που φέτος δεν μπήκα μέσα του) θαλάσσιον ή κι υποθαλάσσιον μου έφερε στη σκέψη κάποια από τα πνευματικά συμβάντα, που σχέση έχουν με εκείνον τον μυθολογικό Ικαρο, του οποίου η ελαφρότης (και η πτερωτότης) τον οδήγησε κοντά στον ήλιο (μεσούρανα κι όχι στον δύοντα αγκαθωπό του πασόκ) κι από κει, άπτερον ήδη, στο μετέπειτα Ικάριον πέλαγος. Ετσι σε όλη την ελληνική και παγκόσμια φιλολογία και τέχνη πρέπει να προστεθεί κι ο κύριος Γ. Ικαρος της Ακρινής χώρας των καρβουνόπληκτων, τραγουδιστής φτερωτός, με ασύρματο μικρόφωνο ανά χείρας, γυαλιά ηλίου άνωθεν του ευρύ καθαρού μετώπου του, κόκκινο υποκάμισο, τζιν ξεθωριασμένο, στο ύψος δε των γονάτων του δύο νεαρές κάτι φυσούν ή μήπως και μυρίζουν, δια στόματος. Υψηλή τέχνη μετ’ ανθέων και νοημάτων που αλίμονο δεν μπορώ να την καταλάβω. Ισως αυτός και να υπάρχει στον αντίποδα του μυθολογικού συνονόματου, αφού ο εδώ πατά στέρεα επί γης και δεν αφήνεται σε σάχλες επουράνιες, σαν μικρό παιδί, το οποίο μόλις του έδωσαν την ελευθερία, δεν ήξερε τι να την πρωτοκάνει, και έπαθε αυτά που έπαθε.
Το γεγονός αυτό από μόνο του συνιστά μια ανατροπή στον πολιτισμό της πόλεώς μας. Η εισβολή της κυρίας Ακρινής με τον κ. Ικαρο ανατρέπει τα μέχρι τώρα πολιτισμικά δεδομένα, στα οποία κυριαρχούσε ο ακατάσχετος συναυλιασμός στου Φιλοπρόοδου την κερασιά από κάτω («και από τον ομφαλό πιο κάτω» τις αποκριές), διάφορων ρεταλιών ου μην αλλά και κάπως ρεμαλιών, της ωδικής τέχνης.
Ετσι στα καλά καθούμενα μπήκα στα βαθιά της φιλολογίας και τέχνης κι είπα ν’ αραδιάσω ό,τι θυμάμαι από τις ικάριες σημάνσεις στα γράμματα και τη ζωγραφική, προς γνώσιν και για τις νόμιμες συνέπειες.
Ανδρέα Κάλβου από την ωδή “Εις Σάμον”, το λοιπόν.
«Αυτή και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας· επτέρωσε
τον Ίκαρον' και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ' επνίγη
θαλασσωμένος,
Αφ' υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.»
Δρόμο παίρνουμε βιβλία αφήνουμε, φτάνουμε στον κ. Νάσο Βαγενά ποιητήν ωραίον και κριτικό λογοτεχνίας δεινό, ο οποίος κυκλοφόρησε δύο ποιητικές συλλογές με συγγενές θέμα: «Η πτώση του ιπτάμενου» και η «Πτώση του Ιπτάμενου 2», εκδ. Στιγμή.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΙΠΤΑΜΕΝΟΥ Β
Δοκίμαζες μεγάλα φτερά για να πετάξεις.
Όμως σε κράταγε στο χώμα μια χρυσή αλυσίδα.
Όλες σου οι προσπάθειες έμοιαζαν με πράξεις
ηρωικές. Όμως δεν ήταν (πώς να ήταν;). Η ελπίδα
πως θα ξεφύγεις κάποτε, πως θα σ’ αρπάξει
στα ύψη του το γαλάζιο ήταν ασπίδα
στενή, ορειχάλκινη, ριγμένη στις επάλξεις
μιας παλιάς εποχής. Πυξίδα
χωρίς μαγνήτη στην παλάμη ενός στρατιώτη
που ανήμπορος γονατίζει στην άμμο
ή σε μια στέπα με απέραντο χιόνι
ενός ανθρώπου που τον βρίσκουν πρώτοι
οι γύπες, που υποφέρει, που παγώνει
γυμνός, εξαντλημένος χάμω.
Στη ζωγραφική τώρα και στον Βέλγο ζωγράφο Μπρέγκελ, πατέρα.
[Στην ''Πτώση του Ίκαρου' αυτός, (όπως διαβάζουμε σε κάποιο μπλογκ) καταδεικνύει πόσο αδιάφορα είναι αυτά και για τους συνανθρώπους μας. Συγκεκριμένα, μάλιστα, ενώ στο δεξί μέρος του πίνακα διακρίνεται ο Ίκαρος που πνίγεται στη θάλασσα, στο αριστερό ένας αγρότης συνεχίζει να οργώνει αμέριμνος το χωράφι του και ένας βοσκός παρατηρεί το γαλάζιο ουρανό. Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι πολλοί θεωρούν πως ο Μπρέγκελ γελοιοποιεί τον Ίκαρο, όπως τον παρουσιάζει, ακριβώς ''για να προωθήσει τις απόψεις των Στωικών: ο άνθρωπος δεν πρέπει να καταπατά τους νόμους του σύμπαντος, αλλά να περιορίζεται στην εκπλήρωση του καθήκοντός του και σε ό,τι του αναλογεί''.
Στην ''Πτώση του Ίκαρου'' εντοπίζεται καθαρά και ένα ακόμα στοιχείο της ζωγραφικής του Μπρέγκελ. Αυτό δεν είναι άλλο από τη μετατόπιση του κύριου θέματος από το κέντρο σε κάποιο άλλο σημείο του πίνακα. Χαρακτηριστικά, ο Ίκαρος περιορίζεται στο δεξί μέρος του πίνακα σε δύο ανθρώπινα πόδια που σπαρταρούν στο νερό].
Συμπληρώνει ο ποιητής Οντεν σε ποίημά του σε μετάφραση του Γ. Σεφέρη, απ’ τις «Αντιγραφές» του, εκδ. Ικαρος.
«...Στον Ικαρο του Μπρέγκελ λόγου χάρη: πως καθετί γυρνά τη ράχη
Πολύ νωθρά στον όλεθρο· μπορεί ο ζευγάς
Ν’ άκουσε την πλαταγή στη θάλασσα, την έκθετη κραυγή
Ομως γι αυτόν δεν ήταν σπουδαίο ατύχημα· κι ο ήλιος τη δουλιά του
Ελαμπε στα πόδια τ’ άσπρα που βουλιάζαν· στο πράσινο
Νερό· και τ’ αλαφρύ δαπανηρό καράβι που είδε ασφαλώς
Κάτι εκπληχτικό, τ’ αγόρι που έπεφτε απ’ τον ουρανό,.
Επρεπε κάπου να φτάσει κι αμέριμνο τράβηξε ανοιχτά.»
Τέλος ο Αγγ. Σικελιανός στην τραγωδία του «Ο Δαίδαλος στην Κρήτη» και πάλι στις εκδόσεις Ικαρος, ολοκληρώνει, ας πούμε:
«Αχ, να’ τος...να τος...
Με πλατιά φτερά ανεβαίνει
πάνω απ’ την άπλα του πελάου, σα να χορεύει!...
Να παίζει τάχα;... Να κλονίζεται;... Ψηλώνει...
Θαρρώ κι ακούω μες στον αγέρα ένα τραγούδι...
Πετάει,πετάει, κ’ ένα παιάνα τραγουδάει....
Κ’ εγώ, Ιέρειες, σας αφήνω γεια και μπαίνω
μπαίνω στην Τρίτη μου Νυχτιά, την πιο μεγάλη...
Καρτέρει με, Ικαρε! Καρτέρει με και φτάνω!
Είμ’ ο πατέρας σου!... Είμ’ ο Δαίδαλος!...»
Αυτά έγραφον την σήμερον, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (κατάλυσις ιχθύος) ημέρα κατά την οποία ο Κύριος Μετεμορφώθη(«Θαβώρ και Ερμών εν τω στόματί Σου αγαλλιάσονται» ψάλλει ο προφητάναξ), πήγε δηλαδή μέχρι τον ουρανό σχεδόν σώος κι επέστρεψε από εκει αβλαβής («έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού έγιναν άσπρα ωσάν το φως») αφού για λίγο συνομίλησε με τον Μωυσή και τον Ηλία. Ομως ο απόστολός Του (ελέω θεού κι ερήμην του λαού) στην Κοζάνη τον αυτό καιρό, ενώ μετεμορφώθη παρά τον ομώνυμο κι αλειτούργητον (ως ασύμφορον εισπρακτικά) ναό στο λόφο του χαμηλού Αη- Λια, διεμορφώθη σε σκληρόν (σαν βρασμένο μακαρόνι) κι άτεγκτον τηρητήν των δογμάτων Του (πότε τα είπε Αυτός αυτά;). Ετσι άφησε γυναίκα αυτόχειρα (έπεσε από την υψηλή γέφυρα στη θάλασσα της Κοζάνης, ήγουν τη λίμνη Πολυφύτου, εγνωσμένα ιατρικώς σαλεμένη από το βαρύτατο πένθος του χαμού του γιού της στο στρατό, (τα ελληνικά δηλαδή Βενιζελοστρατά, μήπως και σκ...), όπως τον κατάντησαν, άψαλτη κι αδιάβαστη να πιάσει θέση, ως αυτόχειρ, στο β’ τμήμα του 7 κύκλου της Κολάσεως του Δάντη. Πως το επέτρεψε αυτό στον αντιπρόσωπο του; Κύριος οίδε, δηλαδή ο εν λόγω κύριος, ο εφαρμόζων με ευλάβεια δύο μέτρα και δύο σταθμά στις περιπτώσεις αυτές κι αναλόγως της περιστάσεως φυσικά κι εννοείται· και τι δεν εννοείται.
***
ΥΓ. Με τη ευκαιρία άκουσα αυτές τις μέρες έναν κοζανίτικο παραμυθιόμυθο, οποίος δεν έχει φυσικά καμιά σχέση με όσα παραπάνω διεξήλθα και τον οποίο μεταφέρω εδώ προς γενικότερη τέρψιν.
«Ενας παλιός Κοζανίτης είχε ένα γομάρι λίαν άτακτο. Δάγκωνε, κλωσούσε, χτυπούσε, κυνηγούσε τις λεγόμενες γομάρες της γειτονιάς του κι όχι μόνον. Κόντευε και στις γυναίκες να ριχτεί. Αποφάσισε μη αντέχοντάς τον άλλο, να τον πουλήσει, αλλά ποιός θα τον έπαιρνε τόσο άτακτος που ήταν; Ενας γείτονας τον συμβούλευσε να τον πάει στο παζάρι μεθυσμένο, άρα ήσυχο. Μπορεί έτσι και να τσιμπούσε κανένα θύμα! Εβρεξε ένα καρβέλι ψωμί με ρακί. Το έφαγε ο γάιδαρος, μέθυσε, ησύχασε. Στο παζάρι ήταν αρνί. Στον πρώτο αγοραστή που τον ζήτησε του τον έδωσε. Πήρε τα λεφτά και φεύγοντας του είπε πως ο γάιδαρος είναι λίγο π(ούστης). – «Τι με νοιάζει», είπε ο αγοραστής, «ας είναι ό,τι θέλει, μόνον να είναι ήσυχος». Την επαύριο όμως ο αγοραστής έξαλλος του επιστρέφει το γομάρι. – «Αυτός είναι αλήτης μας διέλυσε τα πάντα». Είχε ξεμεθύσει κι ως εικός επανήλθε στη φύση του ο γόμαρος. – «Τι να σου κάνω», είπε ο πρώην κτήτορ του, «εγώ σε προειδοποίησα πως είναι π(ούστης) και από ένα τέτοιον όλα να τα περιμένεις!...»
Ο μύθος δεν δηλοί τίποτα.
Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010
Ο κ. Ρούλης και οι Λάζαροι
Η συγκλονιστική είδηση πως ο κ. Ρούλης (ενώ είναι τόσο ωραίος ως Θεόδωρος αυτός επιμένει στο κάπως περιπαικτικόν για σοβαρόν και στιβαρόν πολιτικόν άνδρα στο...Ρούλης) Κοκελίδης είναι, εκτός από υποψήφιος Περιφερειάρχης, επίτιμον μέλος του Δ.Σ. του Μορφωτικού τμήματος της ΕΣΗΕΑ, μας άφησε ενεούς και μας υποχρεώνει να το βουλώσουμε σχολιάζοντάς τον.
Νομίζω πως η δημοσιογραφική αλλά και η πνευματική περιοχή μας, σε επίπεδο πάντα Δυτικής Μακεδονίας, δικαιώνεται με την επιλογή αυτού στην ανωτέρω διοίκηση. Η επιβράβευση ήρθε ως συνέπεια μετά το τόσο συναρπαστικό κι αποκαλυπτικό δημοσιογραφικό έργο του. Τελευταία ανακάλυψε ότι αυξάνει η ανεργία γενικώς, κάτι που κανείς άλλος νους δεν είχε συλλάβει αυτήν την οδυνηρή πληγή σε όλη την επικράτεια των Νεοελλήνων πασοκανθρώπων κ.α. Αλλά και το μεγάλο πνευματικό έργο που έχει δείξει μέχρι σήμερα: βιβλία, δημοσιεύσεις διαλέξεις, τοποθετήσεις, παρουσίες του εις παρόμοιες δράσεις –των μνημοσήμων μη εξαιρουμένων- μέχρι και σε παρουσίαση ποιητικής συλλογής δημοσίως προέβη μαζί με άλλους ομοιο-συν-παθούντες του- ίνα αποδείξει του λόγου του το μορφωτικό και πνευματικό ασφαλές.
Απορώ πως το πασόκ της περιοχής αλλά και πάσης Ελλάδος δεν το ανακήρυξε ακόμα επίσημο υποψήφιο Περιφερειάρχη Δ. Μακεδονίας; Εχει άλλον αξιώτερον αυτού; Κάθονται και παρακαλούν τους βουλευτές τους, εντελώς ασήμαντα πολιτικά όντα, που ψήφισαν συν τοις άλλοις και το «μνημόνιο» με όλες τις συνέπειες. Τι περιμένουν; Ηλίθιοι είναι; Εχουν τέτοιον αστέρα στο στερέωμά τους και τον αφήνουν στο περίμενε; Πιστεύω πως είναι ο μόνος ικανός να κερδίσει την Περιφέρεια από τον κ. Δακή, ο οποίος εις μάτην περιμένει τον αντίπαλόν του, αν και τρομοκρατημένοι ορισμένοι άρχισαν ήδη να τον πετροβολούν. Κι είναι γνωστόν ποιούς πετροβολούν... Εχει, λοιπόν, βαρεθεί ο αξιότιμος κύριος Ρ. Κ. να είναι μόνιμα υποψήφιος. Σε λίγο θα βάλει υποψηφιότητα (μετά την μόλις αποκτηθείσα δόξα) και για πρόεδρος του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ν. Κοζάνης, ίσως και για πρόεδρος στο Σύνδεσμο μονίμων υποψηφίων για αιρετά αξιώματα.
Θερμά συγχαρητήρια και εις ανώτερα (αυτά που του λέγαμε δηλαδή παραπάνω).
Περί Λαζάρων εκ νέου
1. Ο κ. Λάζαρος Λωτίδης έγραφε τις προάλλες ότι μεταξύ Δημάρχου και Βουλευτού (εννοείται, χωρίς να το λέει, υποψηφίου) επιλέγει το Δημαρχείον. Δεν υπάρχει άλλη λύση; Ο φορτωμένος γάιδαρος της παροιμίας απαντά πως μεταξύ ανηφόρας και κατηφόρας χάθηκε το ίσιωμα; Κι αυτός ας ιδιωτεύσει. Τόσα εκατομμύρια είμαστε σ’ αυτή τη μοίρα! Μάλιστα ας «ιδιωτεύσει μες στο ανερυθρίαστο» που λέει η «Μαρία Νεφέλη» δια του Οδ. Ελύτη. Τι ωραιότερο, έστω και κάπως δύσκολο!
2. Ο κ. Λάζαρος της μεγάλης πόλεως με ιστορική έδρα την Αιανή δεν άκουσε ακόμα το αμφίσημον «Λάζαρε δεύρο έξω!». Τι του τρέχει και δεν φτάνει;
3. Ο τρίτος των Λαζάρων αγνοείται η θλίψη του (κι η πλήξη του) παρότι έγινε περιζήτητη η τοπική πρασινοπραμάτεια του κυρίως από τα ημιδιαλυμένα μαγαζάκια της αριστεράς και της προόδου προς τα πίσω, ή τ’ αναπαλαιωμένα αρχοντικά δίπλα μας.