Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Τα φτερα της τεχνης κι ο εκβακχισμος της πολης

«Τα φτερά της Τάνιας που φεύγουν μόνα τους»
κι ο «εκβακχισμός» της πόλης»

Του Β.Π. Καραγιάννη

Στους κλειστούς χώρους που καταφεύγουν σαν καταδιωκόμενες η τέχνη κι ο πολιτισμός ειδικά σε μέρες ευρύτερης διασκεδαστικής αλλοφροσύνης, και με τους τρόπους τους, νιώθω πάντα εντός, παρότι συνήθως είμαι εκτός θέματος. Αναρωτιέμαι μήπως τελικά επιδιώκω παρόμοια γεγονότα, γιατί θέλω να πω, να γράψω, να δώσω το στίγμα του λόγου, από μια ανάγκη καθημερινής αυτοεπιβεβαίωσης ή απλά γιατί «είναι μεθυσμένος από τον εαυτό του», που έγραφε ο Πεσσόα και δεν μπορεί να συγκρατηθεί στην ...αχόρταγη δημοσιότητα που του επιδαψιλεύει αυτό, το ελάχιστον του πράγματος;
Σημειώνω λίγα λόγια για ένα εικαστικό συμβάν που διαδραματίζεται εντελώς ησύχως και αόπλως, κόντρα στην εφήμερη οχλαγωγία των ημερών, πιστεύοντας πως ο πολιτισμός, τα γράμματα, οι τέχνες είναι μια διαρκής υπόθεση διαπλοκής και συνεργασίας ανθρώπων, ιδεών, ευαισθησιών· είναι δε κι εκτός πάσης ιδιοτέλειας και συναλλαγής.
Το θέμα είναι για «Τα φτερά της Τάνιας (Γκιούρα) που φεύγουν μόνα τους». Μια έκθεση χαρακτικών που λαμβάνει χώρα στο πατάρι του Συνεταιριστικού βιβλιοπωλείου και είναι μια διοργάνωση του περιοδικού «η Παρέμβαση» με χορηγό την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκησης Κοζάνης η οποία δεν μοιράζει μόνον κουπόνια για την ενοικίαση στολών για μασκαράδες στο κοινό του κενού.
Στην πραγματικότητα, ο τίτλος πράξη γίνεται με τον αέρα.
«Αφησε ένα φτερό, στον άνεμο να δεις πως πάει. Ετσι πάει και το έθνος σήμερα» έγραφε ο Σολωμός, και είναι πρωτίστως κλασικός, παρά εθνικός ποιητής, γιατί όσα είπε κι έγραψε ισχύουν στο διαρκές, το δε παραπάνω ειδικά στο νεοελληνικό μας σήμερα.
Πως είναι δυνατό να γίνει αυτό στην τέχνη;
Ως εξής: Πρώτα σου ‘ρχεται η ιδέα που στροβιλίζεται σαν σβολαράκι στο μάτι σου ή σαν κανένα ενοχλητικό μυγάρι.
Θέλεις να τα βγάλεις να ησυχάσεις.
Αμέσως μετά παίρνεις χαρτί και μολύβι ή κάθεσαι στον υπολογιστή και σημειώνεις όλα τα φευγαλέα και τα φευγάτα σου. Αλλοτε στήνεσαι μπροστά στο τελάρο και τραβάς τις τύψεις πλαγίως και τις θλίψεις οριζοντίως, χιαστή, κανονικά ή κι ανακατεμένα. Η χρωματουργία αυτή σιγά σιγά μεταμορφώνει το άσπρο ή το αόριστο και μεταπλάθει το άμορφο σε κάτι σαν τέχνη, τέχνη δηλαδή κανονική. Ετσι αρχίζεις να βγάζεις φτερά που αδυνατούν να σε κρατήσουν για να πετάξεις· ως εκ τούτου αυτά φεύγουν μόνα τους, κινούνται στον κόσμο των ιδεών αυτόβουλα κι υπάρχουν πλέον ανεξάρτητα της αρχικής αιτίας γέννησής τους. Ομως σε φουντώνουν και σε φορτώνουν με επιθυμίες ανολοκλήρωτες, ακραίες διαθέσεις, με σχέδια για φυγή στους κόσμους τους οποίους πάντα, αλλά ατελέσφορα νοσταλγείς, κι ιδίως εκείνους της σκέψης που συνήθως αδυνατείς να προσεγγίσεις στα καλά στρογγυλοκαθούμενα. Κι όλα αυτά έως πνιγμού. Αλλά ωραίου πνιγμού!
Της τέχνης τα φτερά, το λοιπόν, φεύγουν μόνα τους.
Της τέχνης τα φαρμάκια υπάρχουν παράλληλα με τη δημιουργία.
Οι φαρμακείες της τέχνης ελλοχεύουν σε λανθάνουσα διάθεση, να βάλουν την ευεργετική τους τρικλοποδιά, όποτε αυτές το θελήσουν.
Παραμένεις με ό,τι δημιούργησες για να συνεχίσεις επ’ αόριστον αυτή την απόσπασή σου από το φυσικό στο αφύσικο, από το γνωστό στο άγνωστο· να περάσεις από την άμεση υλική εμπειρία στην ακόμα πιο ένυλη διακρίβωση και βίωση της ουσίας των καθημερινών σου ζητημάτων.
Άλλοτε πάλι πέφτεις πάνω σε υλικά κατεργασμένα, φυσικά ή τεχνητά, δυνάμει θύματα της τέχνης, και με κοπίδια, με χρώματα, χαράζεις με το λεπίδι χαρακιές στο πρόσωπο του απροσδιόριστου πόθου σου, όπως οι ναυτικοί στα μπράτσα τους χαράζουν την έλλειψη και την αναζήτηση, κι οι φυλακισμένοι το διαφυγόν κέρδος της ελευθερία τους.
Χαρτιά, ξύλα, λινάτσες, λινόλεουμ, πέτρες, υλικά γήινα, ανθρώπινα, τεχνητά ή φυσικά θα δεχτούν αναντίρρητα, τις εντελώς δικές σου εσωτερικές εγχαράξεις καθώς τις βγάζεις με αυθόρμητη ή συντεταγμένη επίγνωση και τις τοποθετείς στο ακατέργαστο για γεννηθεί το εξαίσιο.
Για να δημιουργήσεις τελικά τη γενεσιουργό μήτρα. Αυτό το πρωταρχικό όργανο εξ ου παράγονται, αναπαράγονται, πολλαπλασιάζονται όλα, από τον άνθρωπο έως αυτά τα λεπτοφυή, υψηλής αισθητικής και τρυφερότητας χαρακτικά έργα, τ’ αντικείμενα δηλαδή της χαρακτικής τέχνης που ήδη είναι επί τοίχου κρεμάμενα.
Ετσι υποθέτω δημιουργεί και η χαράκτρια Τάνια Γκιούρα από την πόλη αυτή, η οποία περιηγήθηκε για να μάθει ή να εκλεπτύνει την καλλιτεχνική της διάθεσή, στη Θεσσαλονίκη και στα Γιάννενα και τις αντίστοιχες, πανεπιστημιακού λόγου, σχολές καλών τεχνών.
Αισθάνομαι πως παραπλάνησα τον αναγνώστη με τον τίτλο της έκθεσης, τον οποίο φόρτωσα στην καλλιτέχνιδα, είχα όμως ένα αποχρώντα λόγο, τον οποίο θα αποδείξω παρακατιών.
Η ενότητα των έργων έχει για πραγματικό τίτλο: «Η μάνα, το νήμα, ο θάνατος». Η μάνα μήτρα απ’ όπου ξεκινάει το ταξίδι της ζωής, το νήμα του βίου το οποίο μας κλώθει ή κλώθεται γύρο μας ή κλωθογυρίζουμε με αιτιώδη λόγο ή και αναίτια, για να φτάσουμε κάποτε στην έξοδο, στο θάνατο, το τελικό κι αδήριτο συμπέρασμα της ύπαρξης.
Τα μικρά αυτά έργα, περίτεχνα περιτυλιγμένα σε πλαίσιο, δείχνουν χωρίς και πολλές αμφιβολίες ακόμα και στα εντελώς φυσιολογικά μάτια, που δεν έχουν κάτι το ειδικευμένο στο κοίταγμα τους, πως η δημιουργός, είναι μια μυστήρια καλλιτεχνική ενότητα έντεχνου λόγου και ποιητικής πράξης. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γ. Μότσιος βρήκε την ίδια ενότητα στον Πάβελ Μπούνιν, χαράκτη και ποιητή από τη Μόσχα, τώρα κοντά στα ογδόντα του. Γράφει: «Είναι η δεύτερη φορά τον τελευταίο καιρό, όταν ανακαλύπτω δύο ζωγράφους και χαράκτες που γράφουν παράλληλα στίχους. Εννοώ καλούς. Ωστε, να αναγνωρίζει κανείς ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις στην τέχνη της ζωγραφικής και στην τέχνη της ποίησης».
Η χαράκτρια, θηλυκή υπόσταση του χαράκτη, είναι ένας κανονικός άνθρωπος με καλλιτεχνικά ζητούμενα αλλά και ιδεολογικά κρατούμενα ευαισθησίας εν παντί καιρώ. Ευκαιρίας δοθείσης και επειδή έτυχε η έναρξη της έκθεσης να γίνεται μέσα σε ηχητικές βιοπραγίες αυτιών κι θλιβερής αισθητικής και σε άγρια, ανθρώπινα ποδοκροτήματα γενικώς αλλά και ειδικώς αυτές τις κοζανίτικες νύχτες και μέρες (1), δίνει με το αθόρυβο και διακριτικό παρών της, ένα μέτρο αντίστασης στο γενικευμένο, ελπίζω όχι μόνιμα, ασυλλόγιστο· μήπως τελικά και παροδικά, συγγνωστό ακαταλόγιστο; Πολύ δε περισσότερο οι φωτιές των φανών και των επιφανών περί αυτών, οι οποίες της είναι περιττές, γιατί έχει μέσα δική της, αυτο-αναφλεγόμενη, κι όχι με τη μεσολάβηση άλλων όντων ή τεχνικών μέσων, ένταση-φλόγα που δεν αφήνει στάχτες αλλά ωραία χαρακτικά μικρής φόρμας- το μικρό είναι όμορφο- σε λινόλεουμ. Αυτά τα χαρακτικά είναι κυρίως μάννες θηλάζουσες, στήθη μιας ώριμης εποχής που αφήνουν στον θεατή τους μια τρυφεράδα αγαπητική κι όχι απαραίτητα αισθησιακή, συμπλέγματα ζωής κόκκινα και διαπλέγματά της σε άσπρο, μαύρο σε ώχρα και πράσινο.
Τι είναι στον εν τέχνη βίω της η κυρία Τάνια Γκιούρα; Γεννήθηκε στην Κοζάνη και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Πλαστικών Τεχνών & Επιστημών της Τέχνης με κατεύθυνση τη ζωγραφική είναι τώρα και φοιτήτρια στο εργαστήριο χαρακτικής του Τμήματος Εικαστικών & Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ.
Μετείχε μέχρι τώρα στις παρακάτω εκθέσεις:
2000 Πολιτιστικές Εκδηλώσεις των Λασσανείων Δήμου Κοζάνης
2004 Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννίνων
2005 Καρυάτιδες, Ιωάννινα
2005 Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννίνων
2007 Εργαστήριο χαρακτικής του Α.Π.Θ. (Η κρυμμένη διάσταση της χαρακτικής και των τυπωμάτων). Red gallery Αθήνα
Στις 13 ενεστώτος μηνός θα είναι στο κτίριο του ΜΙΕΤ στη Θεσσαλονίκη σε ομαδική έκθεση με τίτλο: «Α.Π.Θ. 10 Χρόνια εργαστήριο Χαρακτικής». Απειλεί δε ότι θα βρεθεί στην Πολωνία, Κρακοβία δηλαδή σε διεθνή έκθεση χαρακτικής μέσα στην άνοιξη.
Είναι πρωτίστως ποιήτρια στην ψυχή και δευτερευόντως χαράκτρια στην πράξη. Ο,τι θέλει να χαράξει στην ύλη που ξαπλώνει μπροστά της ή που της αφήνεται νωχελικά ή με χαδιάρες δυσκολίες, για να θερμουργήσει πάνω τους και να τους δώσει ψυχή απ’ την ψυχή της, οντότητα στην άψυχη κι ακίνητη διακύμανση του τρόπου ύπαρξης στο κόσμο της τέχνης, το συστηματοποιεί πρώτα σε λέξεις, εικόνες, σε ελλειπτικά σχήματα στίχων και απόμακρους ήχους τρόπων ποιητικών. Γιατί η εν λόγω είναι και ποιήτρια της αυτής αισθητικής εμβέλειας με ό,τι χαράζει και κρεμά στον τοίχο, στο αισθαντικό, πατάρι του Συνεταιριστικού βιβλιοπωλείου, το οποίο εξελίσσεται με το χρόνο, εστία αντιστάσεως στην ευτέλεια και διαβρωτικό της πνευματικής ανίας της πόλης, αφού φιλοξενεί μόνον υψηλού λόγου καλλιτεχνικά συμβάντα. Ανεβαίνοντάς το, νιώθεις να σ’ ανεβάζει πολλαπλώς, αλλά ανέρχεσαι πάντα με περίσκεψη αυτό το διακριτό επίπεδο· ποτέ δεν ξέρεις πως θα κατέβεις από κει, κι από κορυφές γενικά, μπορεί και κατρακυλώντας.
Σκοπός η ελευθερία των πράξεων
φτερά που φεύγουν μόνα τους
ακροβατούν χωρίς σώμα
κλέβοντας, αρπάζοντας ζωή, στην παράσταση του αύριο.
Ετσι κάπως μεσιάζει στο ποίημά της «Μαστιγώνονται οι στιγμές», που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Φυγός» των Ιωαννίνων, μια ποιητική διαπίστωση που σε βάζει σε σκέψεις πέρα από τις εικόνες.
Μια αποστροφή ποιητική που μου ‘ρθε ξεκάρφωτη καθώς παρατηρούσα σε ιδιωτική προβολή, δηλαδή την ώρα της ανάρτησής τους, αυτά τα μικρά χαρακτικά, τα οποία μου θύμισαν εκείνα τα καλλιτεχνικά βαγόνια της Σ.Κ.Τ.Θ που στάθμευσαν στο Σ.Σ. Κοζάνης, σε μια κινούμενη επί ραγών, έκθεση ζωγραφικής των μαθητών της, ένα πολύ περασμένο Οκτώβριο.
Φάε αέρα νοσταλγίας
και πιες νερό της λησμονιάς


Σημείωση

(1) Με της πόλης και του νομού τις αφείδωλες οικονομικές ενθαρρύνσεις νομίζες πως βιώνουμε μια κατάσταση όπως η Ρώμη και οι Ρωμαίοι προ της πτώσεως της αυτοκρατορίας. Ενας βάναυσος πολυήμερος «εκβακχισμός» της ύπαρξης μας, που τον ονομάζουν κατ’ ευφημισμόν πολιτισμό, παράδοση, γλέντια (ώρε γλέντια!) κι άλλα τέτοια άδεια, που διαλύει ό,τι έμενε εισέτι τυμπανιαίον και αδιάλυτον τα τελευταία χρόνια. Οι διαδημοτικοί συνάρχοντες δείχνουν να δίνουν τα ρέστα τους σε κάτι που τελειώνει επί του πολιτικού τους προσωπικού.
Αλλά αυτό που τελειώνει δεν είναι παρά μια εποχή, της πολιτισμικής στασιμότητας και του κομφορμισμού, κάτι σαν τα στάσιμα της Μπρεζνιεφικής περιόδου στη Σοβιετική Ενωση, και η οποία αυτό που αφήνει πίσω της είναι κυρίως τ’ αποκαϊδια του φανού, του αγίου Δημητρίου, ας πούμε.

Μικρασιας δακρυα

Περί της « Δακρυσμένης Μικρασίας», βιβλίο του κ. Βασίλη Τζανακάρη από τα Σέρρας

Του Β.Π. Καραγιάννη


Αφού μας μέναν παξιμάδια
τι κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιάλια
του Ηλιου τ’ αργά γελάδια... (1)
Γ. Σεφέρης

Στην Τρίτη ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ, παραμονές εορτών Χριστουγέννων, όταν στα καφενεία του χωριού άναβε λάθρα έως δημόσια, το επί χρήμασι χαρτοπαίγνιον, δοκίμασα κι εγώ την τύχη μου - για μια φορά στο βίο μου παίζοντας αντί βιβλία χαρτιά. Στο παιχνίδι το λεγόμενο ‘21 ή στην εικοσιμία, με χρήματα εννοείται κι όχι με κάστανα ή με μακαρόνια μπαρίλα που έπαιζα φέτος οίκοι. Σε κανονικό δε καφενείο με παρέα διάφορων συμμαθητών κι εργατικών αλλά και αργόσχολων ανέργων, τραβούσαμε τα χαρτιά περιπαθώς και χάναμε ή κερδίζαμε. Κέρδισα ένα μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή και ιδίως για τη δυνατότητα άμεσης διαχείρισής του. Την επαύριο με το αστικό λεωφορείο στην Κοζάνη και στο βιβλιοπωλείο Δ. Σφήκα στον πεζόδρομο, του οποίου ήμουνα καθημερινός θαμώνας από τη βιτρίνα [παίζοντας με τα κανονικά χαρτιά -βιβλία κυρίως στο επίπεδο της οφθαλμολαγνείας τους]. Ειδικά του εντυπωσιακού τόμου που φάνταζε εκείνη την εποχή στη βιτρίνα του με τη γαλάζια κουβερτούρα και τον τίτλο: «Σπύρου Β. Μαρκεζίνη. Πολιτική Ιστορία των συγχρόνων Ελλήνων 1920-1922». Μου στοίχισε όλο το γέρας του ‘21. Από τότε το έχω σε όλες μου τις βιβλιο-μετοικεσίες στην κατηγορία των αισθητικά περίοπτων αλλά, αλίμονο, λειτουργικά αδιάβαστο. Το ξεφύλλιζα, τσιμπολογούσα παραγράφους, έμεινα σε μια δύο, τρεις σελίδες και ξανά και πάλι. Η μεγάλη ιστορία αυτής της περιόδου μου ήταν και παρέμεινε στις λεπτομέρειές της άγνωστη. Διαβάζονται άραγε από κάποιους πλην των εντελώς ειδικών οι μεγάλες ιστορίες; Ποιός μπορεί να ισχυριστεί πως έχει διεξέλθει την «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» άχρι τέλους, ή και άλλες μικρότερες; Είναι μια δύσκολη προσπάθεια που θέλει προσήλωση, εγκαρτέρηση, υπομονή και έπιπλο γραφείο. Οχι κρεβάτι ή καναπέ στα οποία συνήθως παιδιόθεν, επιδιδόμουν στις αναγνωστικές διαπλοκές και διαπάλες, σε ατημέλητα δηλαδή διαβάσματα αφημένος στη συνήθως λογοτεχνική αφήγηση. «Η ιστορία είναι αφήγηση» έγραψε δεν θυμάμαι ποιός, ίσως ο Τζ. Στάινερ. Η αφήγησή της έχει στοιχεία λογοτεχνίας αλλά και τις συνακόλουθες αρετές της, δηλαδή το αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Ετσι ναι μπορούμε να τη διεξέλθουμε πιο εύκολα κι εύπεπτα εμείς, το ευρύ κι ανιστόρητο κοινό που δεν εντρυφεί ούτε κατατρίβεται και ούτε κατατρέχεται στη συνέχεια από τις μονομανίες των λεπτοφυών σημειώσεων. Μπορεί και να έχω άδικο αλλά σ’ εμένα αυτό συμβαίνει.
Μετά, δεν ξέρω από πόσα χρόνια, επέστη ο καιρός να επανορθώσω το αμάρτημα της μη λεπτομερούς αναγνωσίας μιας της καυτερής, ιστορικής περιόδου έστω και δια της αναγνωστικής πλαγίας. Αυτό έγινε με αφορμή το βιβλίο «Δακρυσμένη Μικρασία» του Βασίλη Τζανακάρη το οποίο απόψε παρουσιάζουμε ενώπιον σας, αξιότιμο κοινό της πόλεως, στον ευκτήριο οίκο της τοπικής παράδοσης και ιστορίας.
Ο πολίτης των Σερρών Βασίλης Τζανακάρης, πατριάρχης(2) πασών των ποιοτικών, πνευματικών περιοδικών της υπαίθρου χώρας, ήταν κι είναι πλασμένος για μεγάλα έργα, όπως το περιοδικό «Γιατί», που εκδίδει εδώ και 30 και πλέον συναπτά χρόνια· τι μεγάλος άθλος για κείνους που ξέρουν ακόμα και για κείνους που δεν αντιλαμβάνονται και πολλά, δηλαδή τι σημαίνει να γίνεσαι παρανάλωμα των παθών σου για την έρευνα, τη δημιουργία, τη δημοσίευση, τη διαιώνιση του ταλαίπωρου ανθρώπινου, ιστορικού σώματος. Αποτελεί η θητεία του μια ύψιστη τιμή που τον κατατάσσει στην πρώτη σειρά, με τα λίγα καθίσματα των πνευματικών δημιουργών της εφ’ όλης πνευματικής περιοδικής ύλης στην Ελλάδα. Αρχειοδίφης δεινός αλλά και με μοναδικά ιστοριοδιφικά έργα του με αφορμή κυρίως τον τόπο του, αλλά και με τρεις μεγάλες συνθέσεις:
α. Τότε που ξημέρωνε σκοτάδι ( η άγνωστη Ελλάδα του 1936)
β. Πριν από λίγα χρόνια είχα την προνομία να τον συν-παρουσιάσω -πάλι οι δύο μας με τον Θανάση Καλλιανιώτη που μας έχει μάλλον με ρόγα βαρεμένους στην ανάγνωση και την εμφάνιση των έργων του- στην πόλη αυτή σε άλλο χώρο και με άλλο τρόπο. Κι ήταν εκείνη η παρουσίαση η τελευταία μου μιας οκταετούς σχεδόν βιβλιο-αλλοφροσύνης. Τότε τέλειωσε με το χαρακτηριστικό και λίαν αμφίσημο για πολλές εκδοχές, τόπους κι ανθρώπους, βιβλίο του Β.Τζ. «Τα παλικάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν».
γ. Η παρουσιαζόμενη τοιχογραφία εφ’ υγροίς (δάκρυ και αίμα αμέτρητο) της μικρασιατικής τραγωδίας «Δακρυσμένη Μικρασία»
Γύρω απ’ αυτά τα μεγάλα βιβλία να κολυμπούν κι άλλα μικρότερα τοπικής, ιστορικής εμβέλειας και αναφοράς όπως: Η σπουδαία τρίτομη εικονογραφημένη «Ιστορία των Σερρών», διηγήματα, ποιήματα, χρονικά. Της πόλης και της περιοχής των Σερρών είναι μέγας χαρτογράφος κι ως ένα σημείο ο χρονογράφος της. Με τη σύνολη παρουσία του στα γράμματα ο Β. Τζ. είναι από κείνους τους μετρημένους στα δάχτυλα δημιουργούς, οι οποίοι αφού εξαντλήσουν-κατά τη διάθεσή τους- την τοπική ύλη φεύγουν απ’ αυτήν κι ανοίγονται στα ευρύτερα στρώματα της αφήγησης στον τόπο και στο χρόνο.
Τα μεγάλα συνθετικά έργα έχουν μια αρχιτεκτονική κατασκευή στην οποία ο συγγραφέας χτίζει όλο του το οικοδόμημα ψηφίδα ψηφίδα, πέτρα την πέτρα, τοίχο τοίχο. Το βλέπουμε και στα προαναφερθέντα βιβλία αλλά και στο αποψινό.
Ο κύριος τίτλος της σύνθεσης είναι: «Δακρυσμένη Μικρασία. 1919-1922 τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα», βιβλίο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και το οποίο εκτείνεται σε 730 μεγάλες σελίδες. με ένθετο εικόνων.
Από κει κι ύστερα έχουμε τις ενότητες αυτού που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε με όρους μουσικής ως το εθνικό μας ρέκβιεμ, που όλα τα μεγάλα επιμέρους κομμάτια έχουν τη δραματική τους υφή, στο οποίο όλως περιέργως παρεμβάλλονται μέχρι και ιντερλούδια. Οπως η καθημερινή ζωή των πολιτών στη Σμύρνη στην Μ. Ασία αλλά και στην Αθήνα που θέλει, που θέλουν να μη βλέπουν αυτό το μεγάλο στην τραγικότητα που έρχεται. Οπως στις μεγάλες συνθέσεις της μουσικής φιλολογίας έχουμε την κορύφωση έτσι κι εδώ την «Εξοδο» στην κυριολεξία από το προσκήνιο της ιστορίας ενός ελληνικού τμήματος και τη θορυβώδη είσοδό του στη μνήμη.
Οι 5 μεγάλες του ενότητες επιγράφονται:
1. 1919 οι μεγάλοι ειρηνοποιοί μοιράζουν τον κόσμο. Το ειρηνοποιοί σε εισαγωγικά
2. 1920 Το ακάνθινο στεφάνι του θριάμβου
3. 1921 Τα άφθαρτα όρια της δόξας
4. 1922 Ματωμένη Μικρασία
5. Η λαγνεία του αίματος και το επίμετρο «Η αιώνια φρυκτωρία του ελληνικού πνεύματος». (3)
Κάθε ενότητα έχει δεκάδες κεφάλαια που μόνο τους τίτλους να διαβάζεις ακτινογραφείς ως αναγνώστης τα διαδραματιζόμενα κι ακτινογραφείσαι ως αποδέκτης των συνεπειών του. Ο αναγνώστης οδηγείται στέρεα αλλά και αντιστικτικά από μια εκπαιδευμένη γραφίδα μεταξύ δημοσιογραφικού ντοκουμέντου και λογοτεχνικού ιδιόλεκτου και μέσα από πολλούς βαθμούς κι αναβαθμούς της έντασης και της απόλαυσης, στο μεικτό είδος της τελικής γνωστικής, ας πούμε, μέθεξης.
Τα γεγονότα είναι πασίγνωστα στη χοντρική τους πώληση. Στη λιανική τους, στις λεπτομέρειες που συνθέτουν το μεγάλο πίνακα, με το βιβλίο βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα ποτάμι από ξεχωριστές αλλά κυρίως άγνωστες πληροφορίες, ιδωμένες πάντα με λογοτεχνικό τρόπο. Αυτή η μορφή εξιστόρησης της ιστορίας κρύβει κινδύνους με πρώτον να πέσει ο συγγραφέας από το λαϊκό λόγο στον λαϊκίστικο, από το απλό στον απλοϊκό της αφήγησης που θέλει να συγκινήσει πρωτίστως σε βάρος της ουσίας του πράγματος. Ετσι μπορεί να συγκινεί τον αναγνωστικό κοσμάκη, ανήκουν χιλιάδες σ’ αυτή την αναγνωστική τηλεοπτική δημοκρατία, αλλά δεν θέλγει τον κόσμο της γνώσης, σαφώς μικρότερο ως σύνολο αλλά έγκριτο ως κοινό
Ο Β. Τζ δεν γράφει ιστορία όπως ο Σ. Μαρκεζίνης των παιδικών μας χρόνων, αλλά μεταγράφει την ιστορία σε άλλη μορφή πιο εύληπτης υφής, κι εδώ είναι που χρειάζεται ένα πηγαίο ταλέντο που ασκήθηκε πολύ στην υψηλή συρραφή των γεγονότων και την συγγραφή τους.
Η ιστορική αυτή φάση ξεκίνησε με τα φωτεινότερα χρώματα των εθνικών μας ψευδαισθήσεων και τυπικά με όλες τις εξ υπαρχής γκρίζες επιφυλάξεις και διατυπώσεις. Μας θυμίζει ο σ. πως κανένα κράτος από εκείνα που υπέγραψαν τη συνθήκη των Σεβρών, η οποία έκανε επί διπλωματικού χάρτου την Ελλάδα να πατά σε δύο ηπείρους και ν’ αλατίζεται σαν τ’ αμέριμνα γίδια σε 5 θάλασσες (για να φαγωθεί με μεγαλύτερη όρεξη από τον μέγα λύκο πατέρα της νεότερης Τουρκιάς) - κούνια που μας κούναγε ως μεγαλοϊδεάτικο έθνος. Τη συνθήκη αυτή δεν την επικύρωσε καμιά Βουλή των άλλων κρατών, πλην της ατελέσφορης Ελληνικής, άρα ήταν άκυρη. Τα φτερά που άνοιξε το Ελληνικό έθνος ήταν άκαιρα, κολλημένα στις πλάτες με το υπερφίαλο κερί του Ικάρου.
Διαβάζοντας αυτό το μεγάλο βιβλίο, το οποίο δεν μπορείς να το αποχωριστείς χωρίς μια θλίψη, αναστοχάζεσαι εκείνο τον καιρό με τα συγκλονιστικά γεγονότα που ζούσε η Ελλάδα και αναγκάζεσαι εν αφάτω θλίψη να συγκρίνεις γιατί πράγμα αγωνιούσε και πάλευε τότε ο τόπος, και γιατί ζει και δήθεν παλεύει σήμερα. Ενα ντιβιντί, μια μίζα, μια θέση στο δημόσιο και γαία, πυρί, γυνή, γυμνή μειχθήτω. Βρίσκεται στο κέντρο του αστερισμού όπου η άνοδος των ασήμαντων του Καστοριάδη μας προσδιορίζει καθοριστικά.
Το βιβλίο έχει στο σώμα του κυρίως δύο τυπογραφικά στοιχεία των 10 στιγμών και των 9. Στα δεκάρια έχουμε την κύρια αφήγηση, στα μικρότερα την εξήγηση την παράλληλη ανάγνωση της ιστορίας από τα ντοκουμέντα. Κι είναι πολλά αυτά που ζωντανεύουν με την ζωντάνια του αρχειακού εγγράφου την κυρία εξιστόρηση. Σημειώνω κάτι που βρήκα στη σελ. 253, που αναφέρεται στην ενότητα «1920. Το ακάνθινο στεφάνι του θριάμβου» και ειδικότερα στο Δημοψήφισμα για τη επιστροφή του Βασιλιά, της 22ας Νοεμβρίου, που χαρακτηρίστηκε από το λαϊκό «εκβαχισμό» κατά την Πηνελόπη Δέλτα, τόσο πριν όσο και μετά απ’ αυτό. Στην Κοζάνη υπερψήφισαν την επάνοδο του Κωνσταντίνου 10.500 πολίτες και εναντίον της 2. Αν δεν ήταν από λάθος τότε αυτοί θα έπρεπε, αν ήταν δυνατόν να είναι γνωστοί, να επισημαίνονται στην τοπική ιστορία με ανεξίτηλα γράμματα, όχι τόσο για το πολιτικό τους φρόνημα, που είναι και μια ρευστή υπόθεση εργασίας μεταβαλλόμενη φορές, όσο για τη σταθερότητα πλεύσης τους σε μια θάλασσα με ενάντια κύματα, δον κιχώτες του ασυλλόγιστου ή του μεγαλοπρεπούς μοναχικοί μύστες.
Ο Β. Τζ. όπως διαβάζουμε στην εργογραφική του σελίδα ξεκίνησε την παρουσία του στα γράμματα με την ποιητική συλλογή «Τα σιωπηλά πένθη». Σήμερα τονίζει την ποίηση του ως δημιουργία με ένα συγγραφικό, γοερό πένθος, με ένα βουητό συγκίνησης που σηκώνει το τελευταίο του βιβλίο γεμάτο από γιατί, εάν και διότι· κι όλα να καταλήγουν σ’ ένα κρεσέντο θλίψης, πένθους, χαμού για τον διαχρονικά δύσμοιρο ελληνισμό και για τον βαθμιαίο αφελληνισμό μας τελικά, αφού κατ’ εξοχήν τα πρόσωπα του δράματος είμαστε εμείς οι λαθρεπιβάτες της ιστορίας κάτοικοι του κάποτε, του νυν και του αεί του τόπου, που είναι γεμάτος από φλύκταινες μνήμης πάνω στις οποίες δεν μπορείς να καθίσεις, να τις κοιτάξεις ή να σταθείς σ’ αυτές χωρίς να ματώσεις. «Δακρυσμένη Μακρασία» είναι μια επιεικής έκφραση με την οποία θέλει μάλλον ν’ αποδραματοποιήσει την μυθιστορία του, καθότι το διασπαραγμένη, πουλημένη, παρατημένη, εγκατελελημένη, προδομένη, δηωμένη ως επιθετικοί προσδιορισμοί προσδιορίζουν καλύτερα το ανθρωπογεωγραφικό τοπίο της συναρπαστικής αφήγησης.
Ας μην πω άλλα, αλλά μόνο πως η “Δακρυσμένη Μικρασία” είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο κι ο Β.Τζ. ένας ξεχωριστός πια συγγραφέας του ιστορικού χρονικού ως γραμματολογικό είδος.

Σαν σημειώσεις

1. Στη Σμύρνη το 2000 στο παγκόσμιο συνέδριο για τον Γ. Σεφέρη, ο Ξενοφών Κοκόλης αναλύει το ποίημα που ο Γ.Σ. έγραψε με αφορμή τη Μικρασιατική καταστροφή. Στις 24 Μαρτίου 2001 στην βραδιά ποίησης που διοργανώθηκε στην Κοζάνη το ποίημα αυτό το διαβάζει ένας βουλευτής της Ν.Δ., ας πούμε της περιοχής Κοζάνης και μάλιστα το αναλύει, ο αθεόφοβος, στην ...οικολογική του διάσταση και πως ο ποιητής ήταν φυσιολάτρης κ.λπ. Το νοήμον ακροατήριο της βραδιάς το διασκέδαζε αρκούντως.
2. Το ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας ψάχνει Αρχιεπισκόπους και Πατριάρχες να τους χρίσει επίτιμους διδάκτορές του. Τον πασών των Ρωσιών, άγιον Αλέξιον δεν κατάφερε να τον κάνει γιατί συνέπεσε η τελετή με την τελευτή του πάσης Ελλάδος και την αναχώρηση του εκ των εγκόσμιων στα οποία εντρυφούσε με πλείστη όση επιμέλεια, ή και γιατί δεν έδινε άδεια ο Οικουμενικός. Γιατί το λοιπόν δεν ψάχνουν πραγματικούς πνευματικούς ανθρώπους με μεγίστη προσφορά στον τόπο, κι όχι σ’ αυτούς με τα ρούχα της πνευματικότητας και μόνον, να τους κάνουν επίτιμους και προσπίπτουν στα ράσα, τα γένια και τα εξ αυτών χτένια. Ο Βασίλης Τζανακάρης, μέγας περιοδικάνθρωπος αλλά και άνθρωπος των πανελλήνιων γραμμάτων και της προσφοράς γιατί όχι;
3. Φρυκτωρία (γη διαφρυκτών=πυρσών πυρών) ειδοποίησις (σηματοδότησις)// Η νυχτερινή φρουρά δίδουσα σημάδια δια πυρών (Ι. Σταματάκου Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. Ο μεγαλοσέλιδος, πολυσέλιδος και πολύτομος (πολύτιμος;) θεσσαλονικιός ποιητής Σαράντος Παυλέας έναν ογκώδη, ποιητικό του τόμο τον είχε τιτλοφορήσει “Φρυκτωρίες”. Ποιός τον διάβασε;


Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στην Κοζάνη