Ετούτο το φετινό κερί που ανάβει τις γιορτές κι είν' από κανέλα
έχει μια μυρωδιά που το φέρνει προς το ατελέσφορο ταξίδι.
Στου χρόνου τα γυρίσματα στης καθημερινότητας το πηγαινέλα
εις την ανωτέρω οδό ας ξαναπερπατήσουμε εν γένει και εν είδει
Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008
Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008
Συγγραφές και μη Αναγνώσεις...
Βιβλία
1. Eric Karpeles Η ζωγραφική στο έργο του Προύστ, Εστία
2. CHARLES DICKENS Ο ζοφερός οίκος, GUTENBERG- ORBIS LITERA
3. JOHN FELSTINER paul celan ποιητής, επιζών, εβραίος, Νεφέλη
4. Ανρί Τρουαγιά Πάστερνακ, Ολκός
5. Νίκος Γαβριήλ Πενζίκης Γραφή Κατοχής, Αγρα
6. Κωστής Παπαγιώργης Περί μνήμης, Καστανιώτης
7. Δ.Ν. Μαρωνίτης Γιώργος Σεφέρης Μελετήματα, Πατάκης
8. Χένρυ Νταίηβιντ Θορώ Πολιτική ανυπακοή, Ερατώ
9. Θεοδόσης Πελεγρίνης Εγχειρίδιον παθών, Ελληνικά γράμματα
10. Γιάννης Κοντός Ηλεκτρισμένη πόλη (ποίηση), Κέδρος
Περιοδικά
1. Σημειώσεις τχ. 68
2. Πλανόδιον τχ. 45 αφιέρωμα στην Αννα Αχμάτοβα
3. Οδός Πανός τχ. 143 αφιέρωμα στον άγγλο ποιητή Τζων Κήτς
4. Πάροδος τχ. 23-24 Λαμία
5. Οικολογείν τχ. 1 (εκδότης Γιάννης Σχίζας)
6. Ποιητική τχ. 2
Μουσική
1. MESSIAEN Quatuor pour la fin du temps
2. Θ. Μικρούτσικος Πάμε ξανά απ’ την αρχή
3. Δ. Γαύρος –Δήμητρα Καραγιάννη Τέλος καλοκαιριού myspace.com/karayiannis3
1. Eric Karpeles Η ζωγραφική στο έργο του Προύστ, Εστία
2. CHARLES DICKENS Ο ζοφερός οίκος, GUTENBERG- ORBIS LITERA
3. JOHN FELSTINER paul celan ποιητής, επιζών, εβραίος, Νεφέλη
4. Ανρί Τρουαγιά Πάστερνακ, Ολκός
5. Νίκος Γαβριήλ Πενζίκης Γραφή Κατοχής, Αγρα
6. Κωστής Παπαγιώργης Περί μνήμης, Καστανιώτης
7. Δ.Ν. Μαρωνίτης Γιώργος Σεφέρης Μελετήματα, Πατάκης
8. Χένρυ Νταίηβιντ Θορώ Πολιτική ανυπακοή, Ερατώ
9. Θεοδόσης Πελεγρίνης Εγχειρίδιον παθών, Ελληνικά γράμματα
10. Γιάννης Κοντός Ηλεκτρισμένη πόλη (ποίηση), Κέδρος
Περιοδικά
1. Σημειώσεις τχ. 68
2. Πλανόδιον τχ. 45 αφιέρωμα στην Αννα Αχμάτοβα
3. Οδός Πανός τχ. 143 αφιέρωμα στον άγγλο ποιητή Τζων Κήτς
4. Πάροδος τχ. 23-24 Λαμία
5. Οικολογείν τχ. 1 (εκδότης Γιάννης Σχίζας)
6. Ποιητική τχ. 2
Μουσική
1. MESSIAEN Quatuor pour la fin du temps
2. Θ. Μικρούτσικος Πάμε ξανά απ’ την αρχή
3. Δ. Γαύρος –Δήμητρα Καραγιάννη Τέλος καλοκαιριού myspace.com/karayiannis3
Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008
Χιόνια στη Λευκοπηγή...
ΗΛΙΑ ΚΕΦΑΛΑ
10 ΧΑΙΚΟΥ
1
Φωτεινή δροσιά.
Ξεχασμένο φεγγάρι.
Δευτέρα είναι;
2
Σιωπές των νερών
φαρμακώνουν τα δέντρα.
Νύχτες των άλλων.
3
Τάχα ποια νύχτα
γνωρίζουμε απ’ όλες;
Την τελευταία.
4
Γράφω και πάλι
τα πλην της απουσίας
στο μαύρο τζάμι.
5
Θλίψη στη βροχή.
Παράπονα στο χιόνι.
Βάσανα παντού.
6
Γιατί διστάζεις;
Ας βρέξει κι ας χιονίσει
ξεκίνα πάλι.
7
«Αν φύγουν όλοι,
τότε με ποιον θα πάω;»
σκέφθηκε η λεύκα.
8
Νυχτωμένη γη.
Ρυάκι με βατράχια.
Τίποτες άλλο.
9
Να μου διδάξεις
ξανά σοφή ακρίδα
την υπομονή.
10
Βγήκα στον δρόμο
με τη σπασμένη ομπρέλα
και σε γυρεύω.
Από τη συλλογή "Σιωπητήριο χιονιού,134 ΧΑΙΚΟΥ"
εκδ. Γαβριηλίδης
Πόλη παλιών βιβλίων και πόλη νέων γιαπρακιών
ΕΠΙΚΑΙΡΟΝ ΑΦΗΓΗΜΑ
«Μάνα, βαστούν τα γιαπράκια σαράντα μέρες…»
Του Β.Π.Καραγιάννη
Αυτή η βορειοελληνική εν φαρδεία και δυτικομακεδονική εν στενή εννοία, πόλη κρατά τη σκούφια της από την τουρκοκρατία, άσχετα αν την σκαιά περίοδό της την πέρασε αβρόχοις ποσί, που λεν οι καθαρολόγοι· μόνον με μια δυο, λεηλασίες την έβγαλε, που αν δεν προσέγγισαν στον ολικό της αφανισμό εν τούτοις τον κόντεψαν. Σε μια απ’ αυτές χάθηκαν και τα γενεσιουργά και ληξιαρχικά, ιστορικά της έγγραφα όπως το Χρυσόβουλλον του Ρουδόλφου Κατακουζηνού (1730) , που την έφερε καταγόμενη από τους βυζαντινούς και ακόμα παραπίσω, και το κιτάπιον με το οποίο ο μεγαλέμπορος Χαρίσιος Τράντας, το 166…τόσο, κατέταξε αυτήν στις αμόλυντες περιοχές από τούρκους στο έδαφός της. Είδε κι έπαθε δηλαδή προς τούτο, να πάρει από τη σουλτανομήτορα το Μαλικανέ της, που σήμαινε απαγόρευση διέλευσης και παραμονής τούρκων στρατιωτών στην πόλη, για να τη θέσει στην ευεργετική προστασία της, δωροδοκών αυτήν, αν μη και άλλο τι διαπράττων της!
Στην πόλη έχουν ως πατροπαράδοτη τοπική, εθνική εορτή την κάθε Αποκριά. «Και σαν έρθουν οι αποκρηές των εορτών η εορτή…». Εσχάτως όμως απέκτησε και την τοπική, εθνική επέτειο. Και οι δύο είναι κινηταί εορταί η πρώτη εξαρτώμενη από το εκάστοτε πασχάλιον, δηλονότι το δεκαήμερον προ της ενάρξεως της αγρίας πασχαλινής σαρακοστής, η δεύτερη αμέσως μετά τη λήξη της ήπιας σαρακοστής των Χριστουγέννων, στο εναπομείναν, λειψό διάστημα μέχρι την αλλαγή του χρόνου. Η επέτειος αυτή είναι η εορτή του γιαπρακιού, αυτού το σήματος πολύ-καταφαγωθέντος της πόλεως, μετά τον ήρωά της Γ. Λασσάνη.
Ο Διονύσιος Μανέντης περιγράφοντας την πόλη που ήσκησε την ιατρική προπολεμικά και την πολιτική του μεταπολεμικά, ως ποιητής τώρα έγραφε μεταξύ άλλων, πολύ πριν την καθιέρωση της επετείου πως:
«Στο τζάκι καίνε σιγανά στραβές οι ρίζες τ’ αμπελιού
Και με την ίδια τη φωτιά βράζουνε τα σαρμάδια…»
Τελείται σχεδόν παράλληλα με την εορτή της «τσιγαρίδας». Εστιν ουν τσιγαρίδα κατάλοιπο του χοιρείου μέρους, που απομένει μετά το διαχωρισμό λίπους και κρέατος. Στα ιχνοστοιχεία κρέατος στο λίπος δύσκολα διαχωρίζονται οπότε τσιγαριζόμενα τρώγονται ομού είτε ευχαρίστως είτε αηδιαστικώς. Απ’ αυτές παρήγοντο οι ντάρες, το πλέον ευτελές παράγωγον του χοίριου είδους, τις οποίες διατηρούσαν σε τενεκέδες με λίγδα για τις φτωχότερες μέρες της ζωής, στα παλιά χωριά. Εκεί, δεν ήταν και ασύνηθες να πνίγονται ποντίκια, τα οποία όμως στην πορεία της ανέχειας τρώγονταν αδιακρίτως λόγω δυσαναγνώστου του πράγματος. Από εδώ προέκυψε και ο όρος «ντάρα» στις πόλεις για κάποιες γυναίκες -τώρα πως να πω ευτελούς είδους, δε μου έρχεται, ας πω καλύτερα πως: «ντάρα είναι αναγκαία κατάσταση και κατάληξη γυναικών που είναι ή ήταν σε κοινή, χρήσιμη, ερωτική χρήση». Η τσιγαριδογιορτή διεξάγεται σε χωριά του δισηχούς Τσιαρτσιαμπά! ΄Επίσης ανακοινώθηκε και εορτή «σουγλιμάδος» που λαμβάνει τρόπο, κάπου στις Βόιες περιοχές και χωριά. Σ’ αυτήν μάλλον κάτι σαν κρέατα, μήπως και μαντάρες, σουβλίζουν και τα ψήνουν πανηγυρικά, ορχούν δε και ορχούνται ατιμωρητί κι αδιακρίτως. Τα ανωτέρω λαογραφικά παίγνια διεξάγονται αμέσως μετά τις προχριστουγεννιάτικες «γουρνοχαρές» στις οποίες το γιορτάζουν κανονικά τα σφαγμένα γουρούνια και οι γύρωθέν τους ανδρο-μαιναδο-βακχεύοντες, που εσθίουν το κρέας τους σχεδόν ωμό. Η γιορτή είναι ευρέως διαδεδομένη έχει μάλιστα και πολυεθνικούς χορηγούς. Τηλεφωνίες, ποιους άλλους; Εγκριτος, κι όπως έλεγε ο Γκράμσι οργανικός διανοούμενος, αφού έχει πτυχίον πανεπιστημίου, πολίτης της πόλεως, δήλωνε επωνύμως, σε μεγάλες αφίσες, πως φέτος για πέμπτη(!) φορά θα πήγαινε σε γουρνοχαρά, για να γίνει κι αυτός διαφημιστικόν γουρνοσφάγιον, χάριν ας πούμε μιας δωρεάν συνδρομής στο ίντερνετ της τηλεφωνίας που είναι γουρνοχορηγός!
Λήξις προλόγου.
Στο θέμα μας.
Παραμονή των Χριστουγέννων, απόγευμα προχωρημένο, με το ξυραφιστικόν κρύο κι ενώ η αγορά καταπονημένη από των μεγαλείων τα οψώνια, έγερνε προς την δύσιν της, αυτός ούτος κατέβαινε την παραδοσιακή εμπορική οδό και την πλατεία των πρώην κρεοσφαγείων, νυν σταθμό αστικών λεωφορείων και Χαρτοθήκης που έχει χάρτες κι όχι χαρτιά.
Σχεδόν σκόνταψε στο παντοπωλείο, δηλαδή εκεί που μπορείς να βρεις τα πάντα και τα εφήμερα, πλην από εκείνα τα είδη εσθιάσεως, του κυρ’ Γιάν’ τς Λένκους, δεινού αφηγηματαλόγου και άρχοντα διασκεδαστή, σκαρκάζων κι αυτοσαρκαζόμενος εν τω άμα, των συμπατριωτών του κατά την εθνική εορτή της πόλεως. Ο χώρος του είναι το καθημέρας, στα γρήγορα, σχολιαστήριον πραγμάτων και προσώπων, καθώς φίλοι εγκάρδιοι ή επιφάνιοι, περαστικοί ολιγοψωνιστές, κι ολιγοψώνια, οι κυρίες πελάτισσες επί το πλείστον, αισθάνονται εκεί μια ζέστη κι άνεση -είναι και το Ανετον ξενοδοχείον έναντι- όπως τα ημισεβάσμια γύναια στα στασίδια της εκκλησίας τους. Ετοιμολόγος κι αστείρευτος στο λέγειν μετά χιούμορ, ως παραδοσιακός αρβανίκος μηδέποτε ξηρανθείς, συνεχώς αντλεί από τη μνήμη του κοινότοπα συμβάντα, που η αφήγησή του τα μετατρέπει σε θραύσματα ακατέργαστου αδάμαντος.
Στον πάγκο γεμάτο με αμφιλόγιες, τοπικές εφημερίδες, αποδείξεις, τιμολόγια, και πίσω του βιβλία, ήδη υπήρχε σεμνό κατά «Μπακαλίτικον» τρόπο (τα αρχαία μπακάλικα λειτουργούσαν και ως αυτοσχέδια καφενεία), στρωμένο τραπέζι, τσίπουρο με γλυκάνισο (η παραγωγή αυτού του προϊόντος δίπλα σε σακιά) και φυστίκια εφάλμυρα. Λιτόν και επί του ορθίως. Ελιές, τυρί, σαρδέλες έλειπον, είπαμε ήτο παντοπωλείον μόνον αποικιακών και ουχί και εδωδίμων. Το έφερε κάπως στο παπαδιαμαντικόν η εικόνα κι αυτό τον έθελξε στιγμιαίως και παρέμεινε. Η ελαφριά συζήτηση έφερε στην αφήγηση περιστατικά του βίου του, σαν χιονόπτωση, ανύπαρκτη επί του φυσικού για τις μέρες -αλίμονο το χιόνι το πήραν οριστικά οι νότιοι, αφού το θεωρούν πλέον ως απαραίτητον κι αυτό παρακολούθημα της εθνικής λοβιτούρας των, και τα νησιά, σ’ αυτά χάρισμά τους.
(Σημ.:Την β’ ημέρα των Χριστουγέννων άρχισε να χιονίζει του παλιού καιρού)
- Εις υγείαν!
Αυτές οι μέρες πάντα του το έφερναν προς το ανάποδο. Πότε κάποιοι τύποι της εφορίας θα τον επισκεφτόταν δια ευνοήτους λόγους, αλλά έφευγαν άπρακτοι ως μηδέποτε φιλοδωρηματο-δωροδοκηθέντες, κατά τα ειωθότα της υπηρεσίες, πότε η αγορανομία θα περνούσε σε επίσκεψη αβροφροσύνης και προστιμοσύνης, πότε θα χτυπούσε το αμάξι. Άλλοτε θλιβερόν συμβάν στην ευρεία οικογένεια τον διέλυε. Παιδί κάποτε, μέρα τέτοια, θα χάσει όλα τα ψιλά της εργασίας στην καθ’ οδόν «κορώνα γράμματα» τυχηρόν παίγνιον αυτοστιγμούς αποτελέσματος, με συνέπεια στη συνέχεια να κτυπηθή εν χορώ από τους οικείους.
Την εφέτος και μέχρι την 4ην απογευματινή όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Αλλά είχε ακόμα ώρα μπροστά.
Την ωραία αυτή μέρα άλλοι είναι κατάκοποι από την ένταση της εμπορικής κερδοφορίας κι άλλοι από την έξαψη της καλανδολογίας κυρίως οι μικροί. Μήπως επειδή όσο παν και λιγοστεύουν οι εξερχόμενοι ν’ αναγγείλουν, επί φιλοδωρήματι, την γέννησιν του Χριστού, σε λίγα χρόνια ο δήμος θα αναγκαστεί να αναβιώνει, επί μισθώ, και τα κάλαντα με τις ομάδες παίδων που συμμετέχουν στα σιουρδ γκέημς και στις τελευταίες μαθητικές διαδηλώσεις («μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» κ.λπ.) ή και με τους μικρομεσαίους, λαογραφικούς και μαγειρικούς συλλόγους κατατμηθέντας σε ομάδες ελάχιστων πολιτών, κοινώς και χωρικώς μπλίκια. ΄Ολοι, όμως, με την έμφαση της διαφυγούσης νοσταλγίας στα διεσταλμένα τους μάτια, περιφέρονται στης παραμονής το προσδοκόμενο, αφού το αυριανό συντελεσμένο, γέμει λιπών και κατά-πλήξεων. Η μουσική Πανδώρα πήγαινε, τα λιανοπηδηχτά Κοτσαμάνια από τις Μαγούλες και οι Μωμόγεροι Σκήτης ερχότανε, στους δρόμους και τις πλατείες, ο καθείς στους ήχους του, ευλογούσε κι ευλογούνταν φιλοκερδώς, δια το καλόν του χρόνου. Οι αρχές αυτή τη μέρα καμαρώνουν κάτι περισσότερο από τα λεγόμενα γύφτικα σκεπάρνια, αφού ενώπιόν τους γονατίζουν και θύουν (κι αυτοί μεθύουν εκ του λιβανωτού) όλοι οι συλλογικοί καλανδοτέτοιοι, που τους τα ψέλνουν δηλονότι, κι αυτοί τους ευλογούν είτε με τα πυκνοβριθή γένια τους είτε με τα αραιόδοντα χτένια τους.
***
Επιλογος.
-Το λοιπόν αγαπητοί…
Στη Λάρισα υπηρετούσε στην αεροπορία.
Ηρθαν τα Χριστούγεννα παραμονή, προπαραμονή κάτι τέτοιο, αλλά ελλείψει προσωπικού, άδειες δεν δινόταν άνευ μέσου.
Ως εκ τούτου το έσκασε από τα διάτρητα σύρματα, τις διόδους ελευθερίας των στρατιωτών, όταν εκ της πολυχρησίας τους μετασχηματίζονται σε φαντάροι. Η μάνα στο σπίτι τον περίμενε είχε ετοιμάσει τα γιαπράκια των εορτών και το όλον κλίμα ήταν για οικογενειακές τρυφερότητες απ’ αυτές που δεν χρειαζόταν δημόσια δαπάνη.
Προσπέρασε το πάρκο Αλκαζάρ και το εκεί πρακτορείο των ΚΤΕΛ, ότι ήταν εντελώς ανάργυρος στη τσέπη με τα πολιτικά ρούχα, και σήκωσε τα διεθνές δάκτυλο του ώτο στοπ. Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ, ταρατάμ ταρατατάμ, τα Ι.Χ, τα δημόσια μέσα, ώσπου χριστιανός τις, με ένα σεμνό όχημα κατέβασε το τζάμι.
-Για πού πατριώτη;
- Για της Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα ψηλά, θέλησε να του δείξει κάτι το διαφορετικό απ’ ό,τι ήταν, ανθυπολόγιος ας πούμε, όπως υποσμηνίας εισέτι. Το είχε φαίνεται η κλήρα του να το φέρνει και προς την ποίηση εκτός της μπαχαρικής, ελαιοχρωματιστικής, κηροπωλητικής κ.λπ.
-Εγώ για Φλώρινα. Εμπα.
-Κυρ’ κύριε, άρχισε χωρίς να ερωτηθεί, είμαι ένας φτωχός και τίμιος στρατιώτης, χωρίς δραχμή στη τσέπη, σκαστός από τη μονάδα χρονιάρες μέρες, άφησα όμως αντικαταστάτη μου· η μάνα μου με περιμένει καιρό τώρα, έφτιαξε και τα γιαπράκια -τα ξέρεις τα γιαπράκια μας κύριε ευγενικέ, είναι το απόλυτο φετίχ μας, που θα το λέει κι αργοτερότερα η κυρία αντιδημαρχίνα μας, μ’ αυτά φτιαχνόμαστε γενικώς και ειδικώς –γιαπρακούλι μου καλό, λεν οι ερωτευμένοι ένας τον άλλον όταν αρχίζουν ν’ αλληλοτρώγονται που λεν δηλαδή και δηλονότι- δεν γίνεται χωρίς αυτά Χριστούγεννα, δεν νοείται Χριστούγεννα χωρίς γιαπράκια, εκεί σ’ εμάς κι η μάνα μου ας με μάλωνε μικρόν: «Δεν θα γέντς προκοπή εσύ». Και τι να κάνω έφυγα σκαστός, αλλά άφησα σας το λέω αντικαταστάτη στη σκοπιά να μη κινδυνεύσει κι η πατρίδα από το σκασμό μου, κύριε…
Ελεγε, ξανάλεγε, επανερχόταν ένοιωθε κάπως κατηγορούμενος ενώπιον μιας πράξης που κάπως τον βάραινε.
Τον άκουγε ανέκφραστος, και το αζήτητο παραλήρημά του να μοιάζει με απολογία.
- Λοιπόν, είμαι αξιωματικός του Ελληνικό στρατού, τον άκουσε σαν να του έριχναν στην πλάτη νερό καυτό και στη συνέχεια κρύο. Ακουσε νεαρέ μου. Εγώ που τώρα κάθομαι και σ’ ακούω, σ’ έβαλα και στ’ αμάξι (πρώτο γοερό ένδον ωχ), να σε πάω στη μάνα σου που σου έφτιαξε και γιαπράκια, ορκίστηκα πίστη στην πατρίδα μέχρι θάνατου (διπλό ωχ ωχ). Θα την υπακούω ως την τελευταία ρανίδα της ζωής μου. Ουδεπόποτε θα έκανα κάτι εναντίον της ούτε μεγάλο πολύ δε περισσότερο ούτε μικρό. Γιατί τα μικρά και συνεχόμενα είναι αυτά που υπονομεύουν το έθνος. Είσαι ένας λιποτάκτης του ελληνικού στρατού (τριπλό ωχ, ωχ, ωχ) και ως εκ τούτου στρατοδικείο σε περιμένει κανονικό. Αν όλοι οι φρουροί της πατρίδος την κάνουν το ίδιο όπως η γιαπρακο-αναξιότης σου, τότε από τα προς Βορράν σύνορά μας θα ορμούσαν οι κομμουνιστέοι πεινάλες και οι κατσαπλιάδες οι οποίοι δεν φτάνει που έτρωγαν τις ρωσικές κονσέρβες, με τα κουτιά τους έσφαζαν και τους λαιμούς των Ελλήνων. Από δε την Ανατολή έτοιμη είναι κι η τουρκιά να μυρμηγκιάσει στους κάμπους της Θράκης, να πάρει πίσω ό,τι έχασε στους νικηφόρους μας βαλκανικούς πολέμους κ.λπ.
Τον άκουγε ζεματισμένος…
«Ολα αυτά εγώ τα έκανα», συλλογιζότανε. «Τότε θέλω σκότωμα»
Στον Τύρναβο πήρε στροφή για Λάρισα. Πίσω.
Αιχμάλωτος και θύμα της Χριστουγεννιάτικης ειρήνης θρηνούσε τη μοίρα, τη μάνα, τα γιαπράκια.
Τον παρέδωσε στην ΕΣΑ κι από κει κατευθείαν στο κρατητήριο. Πέσαν πάνω του κατά δεκάδες οι φυλακίσεις. Σύνολο μέρες σαράντα.
Στο τηλέφωνο η μάνα τον αναζητούσε.
-Αντε μπρε πιδί μ’ δεν θα ‘ναρθς;
- Αχ, μάνα βαστούν σαράντα μέρες τα γιαπράκια;
Είπε βαρυαλγών. Αυτή δεν πολυκατάλαβε αλλά επανήλθε στην από μακρού διαπίστωσή της.
-Δεν είπα ιγώ πως δεν θα γέντς προκοπή εσύ…
Κοζάνη, λίγο πριν το νέον έτος
Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008
Παραμονή
Παραμονή Χριστούγεννα, την λένε η ωραιότερη του χρόνου
και ακούω στην πόρτα ανόρεχτα, λιγοστά κάλαντα ημέρας
χαμένος στην ανάλωση του τρόπου μου μ’ άφεση αφρόνου.
Κι εκεί με πήρε και με σήκωσε της νοσταλγίας σου ο αέρας!
«Στο Χριστό στο Κάστρο» δηλαδή στους αγίους της ενορίας
να θέσω την ενιαύσια διαίσθηση εις περιορισμόν κατ’ οίκον
αποσυνάγωγος του άδολου πελταστής της ηδονοθεωρίας
-Της προσφιλούς ζητεί η ψυχή μου αλύσεως τον κοπέντα κρίκον
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008
Περί της εξεταστικής των πραγμάτων και των πορισμάτων της
Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008
Καράβι εποχής
Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008
"Επί διαταράξει" στην Κοζάνη
«Μας πήγανε πλημμέλημα επί διαταράξει
και όμως τα μητρώα μας τα βρήκανε εντάξει...»1
Του Β. Π. Καραγιάννη
Κάπως έτσι δηλαδή...
Αλλα εμείς είμασταν στην Αίθουσα Τέχνης εκείνη την ώρα κι ακούγαμε την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης! Δε λέω, σοβαροί κύριοι είμαστε, μιας όποιας ηλικίας και δεν χάνουμε τέτοια επεισόδια πολιτισμού, τα οποία σχεδόν τακτικά μας ενσκήπτουν. Μάλιστα την ακριβώς προηγούμενη της Δευτέρας, και πάλι στην ίδια θέση, ακούγαμε κάτι σαν πότ-πουρί- πως σιχαίνομαι τη λέξη- να πω απάνθισμα, κομμάτια από όπερες, εκ του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και περιχώρων, του Ωδείου Δ. Δημόπουλου και μιας Fameli Boys μουσικής ιστορίας, αποδιδόμενα.
Δεν χάνουμε κανένα από τα συμβάντα της τοπικής ιστορίας ανεξάρτητα αν με το παραπάνω, αλλά όχι κι εξ αιτίας του αποκλειστικά, μας διέφυγεν (;) η στιγμιαία, μ’ αποχρώσεις ενδείξεις έως κι αποδείξεις, νεανική εξέγερση.
Επιστρέφοντες στα τηλεοπτικά μας σπίτια ακούγαμε, βλέπαμε, νιώθαμε, απόμακροι όντες κι ασφαλείς, έγχορτοι εγχόρδων. Το βράδυ συνήθως αποφεύγουμε τροφές ψυγείου ή ημέρας, όχι εκ της ανέχειας αλλά για λόγους αισθητικής τάξεως κι υγιεινής ευταξίας. Είμαστε δηλαδή και φαινόμαστε μικροαστοί.
Εγώ, το λοιπόν, είμαι η υγιής κοινωνία.
Τι φρίκη!
Μόλις το διαπίστωσα· τίποτε εν τω μεταξύ δεν κάνω να ξεράσω από μέσα μου αυτήν την συν-κοινωνία με τους άλλους. Απεναντίας. Σάββατο βράδυ έτρωγα λουκάνικα σε τζάκι εψημμένα.
Ηδη είχε ξεκινήσει μια ιστορία να κινείται επί του νεανικού πεδίου εκ δολοφονικού συμβάντος, στο κοινωνικό στρώμα και στο οδόστρωμα των προσπαθειών.
« Αλέξη πες μου με τι λόγια να στο πω»2
Πως αν δεν το κατάλαβες εσύ είσαι εντελώς νεκρός στο νυν και το αεί κι όλα τα άλλα είναι τρίχες.
Ο Υπουργός επί των θεμάτων μορφώσεως και παιδείας (τι καλαίσθητος θεέ μου κι «αισθητής» «κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένος»), ήταν στα μπουζούκια το βράδυ, λέει, είπαν και δεν ξείπαν, σ’ αυτούς τους εκάστοτε ναούς του εκπολιτισμού, κάθε κωμικής και γελοίας εξουσίας, όπως άλλωστε το γνωμοδότησαν.
Εξω, όμως, από τα μπουζούκια, είχε καταλυθεί το κράτος (πότε θα γίνει αλήθεια αυτό στο παρα-βαλτο-κράτος που βιώνουμε), κι ο νόμος αδυνατούσε να το φέρει στα συγκαλά του.
Ξέρεις τι σημαίνει νόμος, λοιπόν; Νόμος είναι αυτό το σκληρό σαν βρασμένο μακαρόνι πράγμα, που όταν δεν θέλεις να κάνεις το καλό το βάζεις μπροστά: Θέλω να σε βοηθήσω αλλά αυτό δυστυχώς το απαγορεύει ο νόμος!. Οταν κάνεις το κακό έρχεται αυτός με τις αδυσώπητες λεπτομέρειές του και σε βραχυκυκλώνει. Λ.χ. ποιά είναι η βλητολογική ισχύ του βλήματος, αλλά και η νοητή γραμμή της σφαίρας που εξήλθε από το έρκος της κάννης, («Σε πετυχαίνει η μολυβένια του σφαίρα σε πετυχαίνει στο ψαχνό»3) και πήγε μια βόλτα προς ουρανού μεριά, χαριεντίστηκε με τη σελήνη που ήταν στην πιο κοντινή της απόσταση με τη Γη, την έφταναν μέχρι κι οι σφαίρες μας, και νάτος ο εξοστρακισμός. Πιθανόν -πιθανά θα έλεγε η τρέχουσα εγχώρια σοσιαλιστική ορολογία η οποία με τα κεριά του επιταφίου της περιμένει την ανάστασή της- όχι ως θεσμός απομάκρυνσης του Αριστείδη στην αρχαιότητα, αλλά ως φονική αντανάκλαση του βλήματος, όταν αυτό χτυπά κατάστηθα και χώνεται στα βάθη, αρπάζει την ψυχή (μια πεταλούδα είναι) και βουρ για το επέκεινα· αλλά αυτή την εκδοχή τη γράφουν στα παλιότερα κατάστιχα της κοινής νοημοσύνης, αυτοί οι νόμοι που λέγαμε, που τους πήραν σβάρνα, κι ευτυχώς, οι νέοι και οι δρόμοι.
«Δεκέμβρης του ‘44
με μια μοτοσυκλέτα του ΕΛΑΣ...» 4
Δεκέμβρης του 2004 συν 4
σε μια διμοιρία της ΕΛΑΣ...
Μέρες τώρα τους βλέπω οχυρωμένους και κρυωμένους να κόβουν επιτόπιες βόλτες μπροστά στο τμήμα τους φυλάγοντας το άδειο. Κάπως τους σκέφτομαι. Με τις γυάλινες ασπίδες (θέλω να φωτογραφηθώ κάποτε με μια τέτοια μπροστά μου και πίσω της) στα ρείθρα του πεζοδρομίου, αναμασούν την ανία τους. Αλλά εκείνη τη μέρα που τους ρίχτηκε η ειρηνική, μαθητική, παλίρροια κι άμπωτη, αυτοί κοιτούσαν μέσα από την κρανο-θωρακική τους κοιλότητα με οδύνη. Γιατί αυτοί; Και τί είναι αυτοί και τους λεν: «Μπάτσους, γουρούνια δολοφόνους»! Κοιτιόντουσαν σε καθρέφτες και μεταξύ τους, σε τίποτα δεν έμοιαζαν με τα επίθετα και τα ουσιαστικά. Τότε γιατί η συλλογική βάψα τους έβαφε ανεξίτηλα! Αυτό τους απέλπιζε. Το σώμα τους, ο κορμός τους, ήταν ιστορικά πάντα εχθρικός στο λαό, ιδίως προς τον άοπλο, το φτωχό τον ανήμπορο· αλλά κι αυτοί φτωχοί πλην ένοπλοι· κι από εδώ ξεκινάει, πάει κι έρχεται το δράμα.
Δευτέρα δε βράδυ έδωσαν και τον αγώνα, κι ενώ εμείς οι φιλήσυχοι είμασταν στην Αίθουσα Τέχνης, στη συναυλία παρακαλώ- αυτοί κομμάτια και θρύψαλα του λαού, δίναν μάχη εκ του συστάδην στην πλατεία και στον κεντρικό πεζόδρομο. Εχθροί τους οι νέοι της κοινωνίας των απόντων, που παρακολουθούσε ελαφρώς κατουρημένη μέσα από τις καφετέριες, το θεατρικό που λάβαινε τρόπο. Δακρυγόνα· πως άραγε ένα δακρυγόνο χτυπά το διάστημα μεταξύ μύτης και ματιού, λίγο αστόχησε για να πάψει αυτό να βγάζει δάκρυα δια παντός-θα έκλαιγε μόνον ένδον- σ’ έναν νεαρό που συνελήφθη στο νοσοκομείο όπου πήγε για περίθαλψη, χτυπημένο πουλί απ’ αυτά που δεν περιθάλπουν οι Οικολογοι. Επιασαν τραυματία τελαλούν οι του νόμου μας και της αναταράξεως των σωθικών μας, καθώς και την κυρία φίλη του, που πήγε να δει τον αγαπημένο- οι ανάξιοι της αγάπης· ασφαλο-φαλλοκράτες με τα κλομπς τους σε διαρκή στύση Τρομοκρατημένοι από την ισχύ τους έριξαν χημικά (εντελώς υγιεινά κι ακίνδυνα λέει ο νόμος τους), δεν μας έφταναν οι ρύποι των εργοστασίων, τα οποία εν τη αγαρμποσύνη τους, παιδιά λαού, κατάπιναν κι οι ίδιοι ρίπτες. Χα. Ενα γκροτέσκο σκηνικό.
Ηδη είχε τελειώσει η συναυλία κι εμείς γυρίζαμε σπίτι και δεν ακούσαμε τη χλαλοή της ιστορίας που πλησίαζε κι απομακρύνονταν ως ήχος έκκλησης: Λαέ, -ποιός λαός- θυμήσου το Νοέμβρη! Ποιό Νοέμβρη, Δεκέμβρη έχουμε και το μήνα αυτό τα αίματα στην ιστορία των απανταχού Δεκεμβριστών βράζουν. Είτε πάλι ως ηχώ παράκλησης: Νοικοκυραίοι όλων των τηλεοπτικών καναλιών απάνω τους (κι απάνω μας), να τους λιανίσουμε ό,τι μας λιάνισαν την οικοσκευή της αμεριμνησίας μας. Τώρα θα τους δείξουμε εμείς στα γκάλοπ! Εμείς αυτοί ακριβώς, που εναλλάσσουμε τα κόμματα εξουσίας στο πετσί μας, κι άργασε απ’ την ξευτίλα, όπως αλλάζουμε τα κύματα της απελπισίας μας, τώρα, χωμένοι από το φόβο κάτω απ’ τις κουβέρτες κι επιποθούντες επιστροφή στη μήτρα. Και που το πάνε, εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα αλάνια που τα λέγανε τσογλάνια (ακαθοδήγητα, αμάντρωτα από το κόμμα του λαού, των κεριών, των φουσκωτών και από την γαυριούσα υποδιαστολή των), με πέτρες, νταούλια, κρόταλα, καραμούζες, σερπαντίνες λόγων που συναντιούνταν στον αέρα και περιπλέκονταν θερμουργά, χτυπιούνταν τα σύμφωνα με τα φωνήεντα, τα άφωνα με το έμφωνα, οι μεγάλες κουβέντες με τα χημιογόνα, μπρος, πίσω, πλάγια γυρίσματα, μαρκαρίσματα, τάκλιν, γιουρούσια. Χτυπήθηκαν και κάποια πέναλτι εκατέρωθεν. Πότε χορός αρχαίας τραγωδίας και πότε όμιλος σύγχρονης κωμωδίας με κορυφαίους το καμπαναριό, τις πικροκαστανιές, το γέρικο ξενοδοχείο, απ’ όπου κοιτούσαν με τις κόρες τους διεσταλμένες-απόπληκτες- μικρομεσαίοι αστοί κι ώριμοι έως θλίψεως, μαστοί.
«Ο,τι και να κάνετε εγώ θα είμαι απών» ακούγονταν από το βάθος της ψυχής τους μια μουσική.
Τα παιδιά παίζαν στην πλατεία με τους κλέφτες και τους αστυνόμους. Το διασκέδαζαν ποσώς. Εγώ σπίτι και διάβαζα τη βιογραφία του Πωλ Τσελάν. Τι σπούδαιο!
«Τη νύχτα αυτή η αστυνομία μάζεψε τους αλήτες απ’ το πάρκο
πλάκωσε το εκατό κι ακουγόταν μέχρι εδώ η σειρήνα.4
Προσαγωγές στους κυρίους ανακριτές. Ονομα: Νεότης. Επάγγελμα: Κάτι σαν εξέγερση! Ηγουν; Ηγουν, τουτέστιν, δηλαδή, εν άλλοις λόγοις, ήτοι: Είμαι δεκαεξάρης γ... τα μορμολύκεια. Τους εχθρούς του λαού σαν σε λιτανεία τους πηγαίνουν στους χώρους και τρόπους «που δεν έχει καθημερινές και σχόλες». «Τα παιδιά που τους έλεγαν αλήτες» να παραφράζουν την καθημερινότητα. Ανακατεύω, παραφράζω ό,τι θέλω κάνω· είμαι κι εγώ οργισμένος· με έμενα. Ακουγα τη μουσική της ησυχίας, της ωραιότητας, της αγαθοσύνης και της λυρικής μαλθακοσύνης μου. Αλλοι φρόντιζαν, όπως όπως, δε λέω, και για μένα, να μου βγάλουν πρωτίστως τη λάσπη που είχα μέσα μου. - Σιγά μη βγάλω εγώ το φίδι μου από την τρύπα μου, ή πως το άρχιζε ο ποιητής μου, που τον έχω καταφύγιο κι άλλοθι στην ασημαντοσύνη μου:
«Ο πατέρας του του ‘λεγε : «Βρε δε θα φτιάξεις εσύ το Ρωμέικο...»5
Ούτως εχόντων των πραγμάτων:
Προεισαγωγικόν άλμα, μεσολαβή, στον τρίτο χρόνο κάθισμα βαθύ. Διαστάσεις εκτάσεις, διαστάσεις ανατάσεις, διαστάσεις προτάσεις. Κρούση των παλαμών άνω. Ατενώς!
«Τους πήγανε πλημμέλημα επί διαταράξει» και τους προέκυψε κακούργημα επί συνάξει προς σύμπραξιν συμμορίας τρόμου. Κακούργοι δηλαδή όπως ο Βαραβάς που μαθαίνανε πως είναι κακούργος! Τυχεράκηδες όμως! Οπως στο νόμο για τη ζωοκλοπή οι δικαστές δεν τολμούν να εφαρμόσουν αφού προβλέπει για κλοπή εριφίου ή κότας εκτόπιση σώματος του κλέπτου, έτσι θα την πάθουν κι αυτοί ότι τους μέλλεται ισόβια να πάθουν).
«Η ασημαντοσύνη στα έθνη μετριέται με το στρέμμα
με της ψυχής το μούδιασμα επί πλέον και το ψέμα...»
(Κατ’ εξακολούθησιν παραφραστής και του Παλαμά)
Δεν θα γίνει κάτι επιτέλους σ’ αυτή τη λάσπη βουτηγμένοι καθώς κόβουμε τα πλιθιά της κατάντιας μας!
Εγινε. Που ήμουνα;
Αρχισε. Κοιτώ.
Τι θα γίνει; Ποιος ξέρει;
Αλλά η νυχτωδία της Κροστάνδης εν Ελλάδι είχε αρχίσει· το έργο παίζονταν σε όλη την επικράτεια του αφόβου.
Λήξις. Εξεγερση κι ασπίδες παρά πόδας.
«(Να δούμε αν η Ανοιξη θα συνδράμει τα όνειρα μας)»6
Σημειώσεις επί των ανωτέρω
1. Ασμα του αείμνηστου Γεωργίου Ζαμπέτα
2. Δ. Σαββόπουλου, ποίημα
3. Π. Τσέλαν, από το ποίημα «Φούγκα του θανάτου»
4. Δ. Σαββόπουλου από το τραγούδι «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη»
5. Μ. Αναγνωστάκη, από το ποίημα «Αισθηματικό διήγημα»
6. Νίκου Καρούζου, από την «Νυχτωδία της Κροστάνδης»
Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008
Βράχο, βράχο το φακό μου
Ο "Βροχοποιός" και ο "Βραχοποιός"
Ξαφνικά, εκεί που αμέριμνα, εποχούμενος τη βιοτική σου μέριμνα, οδηγείσαι προς τα καθημερινά σχολεία του σώματος, σε πιάνει κάτι από τη νοσταλγία της βροχής. Ο «Βροχοποιός» του Ρίτσαρντ Νας τότε σε νοτίζει κάπως με τις δημιουργίες του λόγου του και τις αλχημείες του τρόπου του. «Κι έπεφτε μια σιγανή βροχή...» κι αυτή ερχόταν όμως από άλλα δελτία ποιητικού καιρού.
Οι ηλικιωμένοι βράχοι που προσπερνάς κάθε μέρα ουδέτερα σχεδόν, αφημένοι κι αμετακίνητοι στην αιώνια μοναξιά τους, υφιστάμενοι μόνον τις διαστολές και συστολές του χρόνου και των καιρών, σε σταματούν τώρα ως εξ ενστίκτου. Νομίζεις πως γυαλίζουν από την συγκίνηση της βροχής και τη λάμπουσα θαμπάδα των νερών της πέτρας, που ενηλικιώθηκε σε χρόνους φωτός και στους τρόπους των άφρονων γεωλογικών εκρήξεων.
Προσεγγίζεις προς τη δημιουργία τους όπως σου φανερώθηκε σε πρώτη κι οριστική (οριστική;) φάση από τον φυσικό Δημιουργό. Ρυθμίζεις και καδράρεις τα εσταντανέ με την μικρή σου μηχανή παντός καιρού.
Για να ακολουθήσει η Αποκάλυψη.
Η σχάση του ατόμου δημιουργεί την κοσμική έκρηξη· ο διπλασιασμός των μονοκύτταρων στη βιολογία των όντων το νέο είδος. Εκεί ακριβώς που χωρίζονται ή και που ενώνονται τα δύο όμοια των βράχων, στην εμφάνιση ή στην δοκιμή επί της οθόνης, με τη νοητή φωτογραφική γραμμή, το νέο είδωλο που προκύπτει είναι από την απόσταξη του αρχικού ασύμμετρου αλλά έντεχνα φωτογραφικά συμμετρικού.
Την ψυχή τους νομίζεις πως βγάζουν οι βράχοι αυτοί στις μορφές που σου αποκαλύπτονται εύγλωττα ή περίτεχνα συγκαλυμμένα, με μια ολοφάνερη ποιητική προέκταση.
Ποιές και πόσες άλλες άραγε πολυδιάστατες διαστάσεις του τυχαίου υπάρχουν δίπλα μας εγκλωβισμένες να ζητούν τη λύτρωσή τους, καθώς διατελούν φυλακισμένες στους βράχους της προμηθεϊκής τους, συμπαντικής νομοτέλειας;
Ποιος αυτός που αποκάλυψε τις μορφές, κρυμμένες στο απόρθητο κέλυφος των βράχων, να ξεπηδούν, μήπως κι αναβλύζουν, όπως το βιβλικό νερό καθώς χτυπούσε τις πέτρες της ερήμου με τη ράβδο του ο Μωυσής ή οι ασκητές στα αυχμηρά τοπία της θείας τρέλας τους βαρούσαν τις βακτηρίες και ξεπηδούσαν πηγές και αγιάσματα. Τώρα ο φωτογράφος πατά το κουμπί της μηχανής και λύνεται το μυστήριο. Οι βράχοι κρύβουν υπάρξεις που φωνάζουν μέσα από τη θαμπή τους ορατότητα. Αλλά αυτόν του προκύπτει Δημιουργία.
Καθώς τους κοιτάς νιώθεις να σε παρατηρούν απλανώς μεν αλλά και με ένα αδιόρατο, υπαρξιακό ερωτηματικό.
Πάσχουν από την άχρονη, ασάλευτη ύπαρξη τους, («Είμαι άρρωστος, πάσχω από ύπαρξη», Ν. Καρούζος), την οποία όμως θα ‘ρθει να διακόψει, όπως ο έρωτας διακόπτει την παραγραφή των σωμάτων, η ματιά του καλλιτέχνη που τους ανακάλυψε σ’ αυτό το πολύτιμο, λατομείο του πρωτοφανούς, εικαστικού, φωτογραφικού πράγματος, όπου εγκαρτέρευαν μορφές μιας ενσυνείδητης πραγματικότητας αλλά και ουτοπίας εκ του ασυνείδητου, αναδυόμενης.
Ετσι θα δώσει κίνηση και ζωή στους βράχους ο «Βραχοποιός» Αλέκος Βρεττάκος, εντελώς φωτογ(β)ράφ(χ)ος στην νυν και αεί ζωή του.
Β.Π.Καραγιάννης
Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008
Γ. Σουρή παραφράσεις
Αντιγραφές επίκαιρες
...Οι δέκα (μέχρι στιγμής) μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα, αλλά και όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, και πολλές μικρές, αποτελούν μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το παγκόσμιο κοινωνικό κίνημα, είμαι σίγουρος ότι θα μελετώνται –ή πάντως ότι θα πρέπει να μελετηθούν- επί πολλά χρόνια σε πολλά διαφορετικά μέρη του κόσμου, και θα καρποφορήσουν ίσως αλλού, αλλιώς, άλλοτε, με τρόπους και σε συνδυασμούς που δεν φανταζόμαστε. Και, για να κλείσω με μια προσωπική νότα, δεν σας κρύβω ότι είμαι πολύ περήφανος που κάπως είχα διαισθανθεί ότι έρχεται αυτή η καταιγίδα, θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν μπορούσα να πω ότι συνέβαλα κάπως στο μέτρο των δυνάμεών μου στην έλευσή της. Και πάντως είμαι σίγουρος ότι είμαι –είμαστε- σε πολύ καλύτερη θέση να αντιληφθούμε τι ήταν και να δουλέψουμε με αυτή, απ' ό,τι τα απολιθώματα της θεσμικής πολιτικής, των κρατικών διανοουμένων και του τύπου, οι οποίοι ούτε είχαν πάρει μυρωδιά τι τους ερχόταν στο κεφάλι, και ακόμα και τώρα που τους έπεσε στο κεφάλι πάλι δεν έχουν ακόμα καταλάβει τι τους συνέβη. Αλλά νομίζω ότι ακόμα και αυτοί δεν μπορεί να είναι τόσο βλάκες. Νομίζω ότι απλώς κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, αλλά κατά βάθος έχουν ψυλλιαστεί κάτι, και εκεί ακριβώς οφείλεται το μίσος και η μνησικακία τους γι’ αυτό το κίνημα. Αν ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, η Παπαρήγα, ο Καρατζαφέρης, έχουν λυσσάξει και ζητάνε από τους πάντες δηλώσεις νομιμοφροσύνης και μετανοίας, αυτό κατά βάθος το κάνουν επειδή τους απασχολούν όχι τόσο τα μαγαζιά των πτωχών και αθώων κοσμηματοπωλών της Μητροπόλεως, αλλά κυρίως τα δικά τους μαγαζιά.
Αυτοί είναι που τα είχαν στολίσει με τόση φροντίδα, τόσα «οράματα», τόσες «μεταρρυθμίσεις», τόσους «ταξικούς αγώνες», τόση «αδιαπραγμάτευτη Ελλάδα», τέλος πάντων ο καθένας με τη δική του πραμάτεια, είχαν βάλει τα καλά τους και περίμεναν τους καταναλωτές πολιτικής· και ξαφνικά είδαν να εισβάλλει στην πιάτσα ένας απρόσκλητος ανταγωνιστής και να τους κλέβει την πελατεία (και την απόλαυση), να δείχνει πόσο άνευ νοήματος, πόσο αέρας κοπανιστός, πόσο κενά από οποιαδήποτε αξία χρήσης ήταν αυτά τα εμπορεύματα. Και μάλιστα ένας ανταγωνιστής που δεν έχει κανένα μαγαζί πουθενά, αλλά είναι διάχυτος, διάσπαρτος, πλανόδιος, όπως οι Νιγηριανοί που πουλάνε CD και οι Κινέζοι που πουλάνε ρούχα.
Με άλλα λόγια, αυτό που εισέβαλε ξαφνικά στη σκηνή δεν είναι απλώς ένας ανταγωνιστής μεταξύ άλλων, αλλά είναι ο ίδιος ο ανταγωνισμός.
Τέλος πάντων, αυτό δεν είναι δικό μας πρόβλημα· δεν είναι δική μας δουλειά να λύσουμε τις απορίες των χρεοκοπημένων εμπόρων της πολιτικής. Το πολύ πολύ μπορούμε να τους ευχηθούμε: Welcome to the desert of the Real, και να τους αφήσουμε να βρουν μόνοι τους –εάν βρουν- πώς θα αναμετρηθούν με την απώλεια. Αυτές τις μέρες που τα πράγματα τρέχουν με χιλιαπλάσια ταχύτητα, και προς χίλιες διαφορετικές κατευθύνσεις, απ’ ό,τι κατά την λεγόμενη «ομαλότητα», εμείς έχουμε σοβαρότερα πράγματα να κάνουμε. Και το πρώτο απ’ αυτά είναι να βρούμε πώς μπορούμε να ενσαρκώσουμε καλύτερα τους φόβους τους, να ταυτιστούμε με το σύμπτωμα, να γίνουμε εμείς όσο μπορούμε καλύτερα ο ανταγωνιστής που κάνει τα μαγαζιά τους να αδειάζουν από πελατεία –χωρίς καν να χρειάζεται να σπάσουν. Και να βρούμε πώς θα παραγάγουμε από κοινού τις δικές μας αξίες χρήσης.
Άκης Γαβριηλίδης
11/12/2008
Αυτοί είναι που τα είχαν στολίσει με τόση φροντίδα, τόσα «οράματα», τόσες «μεταρρυθμίσεις», τόσους «ταξικούς αγώνες», τόση «αδιαπραγμάτευτη Ελλάδα», τέλος πάντων ο καθένας με τη δική του πραμάτεια, είχαν βάλει τα καλά τους και περίμεναν τους καταναλωτές πολιτικής· και ξαφνικά είδαν να εισβάλλει στην πιάτσα ένας απρόσκλητος ανταγωνιστής και να τους κλέβει την πελατεία (και την απόλαυση), να δείχνει πόσο άνευ νοήματος, πόσο αέρας κοπανιστός, πόσο κενά από οποιαδήποτε αξία χρήσης ήταν αυτά τα εμπορεύματα. Και μάλιστα ένας ανταγωνιστής που δεν έχει κανένα μαγαζί πουθενά, αλλά είναι διάχυτος, διάσπαρτος, πλανόδιος, όπως οι Νιγηριανοί που πουλάνε CD και οι Κινέζοι που πουλάνε ρούχα.
Με άλλα λόγια, αυτό που εισέβαλε ξαφνικά στη σκηνή δεν είναι απλώς ένας ανταγωνιστής μεταξύ άλλων, αλλά είναι ο ίδιος ο ανταγωνισμός.
Τέλος πάντων, αυτό δεν είναι δικό μας πρόβλημα· δεν είναι δική μας δουλειά να λύσουμε τις απορίες των χρεοκοπημένων εμπόρων της πολιτικής. Το πολύ πολύ μπορούμε να τους ευχηθούμε: Welcome to the desert of the Real, και να τους αφήσουμε να βρουν μόνοι τους –εάν βρουν- πώς θα αναμετρηθούν με την απώλεια. Αυτές τις μέρες που τα πράγματα τρέχουν με χιλιαπλάσια ταχύτητα, και προς χίλιες διαφορετικές κατευθύνσεις, απ’ ό,τι κατά την λεγόμενη «ομαλότητα», εμείς έχουμε σοβαρότερα πράγματα να κάνουμε. Και το πρώτο απ’ αυτά είναι να βρούμε πώς μπορούμε να ενσαρκώσουμε καλύτερα τους φόβους τους, να ταυτιστούμε με το σύμπτωμα, να γίνουμε εμείς όσο μπορούμε καλύτερα ο ανταγωνιστής που κάνει τα μαγαζιά τους να αδειάζουν από πελατεία –χωρίς καν να χρειάζεται να σπάσουν. Και να βρούμε πώς θα παραγάγουμε από κοινού τις δικές μας αξίες χρήσης.
Άκης Γαβριηλίδης
11/12/2008